taver
Member
- Μηνύματα
- 12.691
- Likes
- 30.254
- Ταξίδι-Όνειρο
- Iles Kerguelen
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Πως πήγα
- Bandar Seri Begawan, Brunei Darussalam (Ι)
- Bandar Seri Begawan, Brunei Darussalam (ΙΙ)
- Bandar Seri Begawan, Brunei Darussalam (ΙΙΙ)
- Bandar Seri Begawan, Brunei Darussalam (ΙV)
- Kuala Lumpur(I)
- Kuala Lumpur(II)
- Kuala Lumpur(III)
- Siem Reap (I)
- Siem Reap (II)
- Siem Reap (III)
- Siem Reap (IV)
- Siem Reap (V)
- Siem Reap (VI)
- Siem Reap (VII)
- Ho Chi Minh (Saigon)
- Singapore,Singapore
Όταν επιστρέφουμε από τους ναούς στην πόλη, η ώρα είναι πια 4 το απόγευμα. Περνάμε μέσα από το "τοπικό" κέντρο της πόλης, όπου ένα τεράστιο συγκρότημα είναι η αγορά που ψωνίζουν σήμερα οι ντόπιοι. "Δε μπορείς να ψωνίσεις εδώ, κανένας δε μιλάει Αγγλικά", μου εξηγεί ο οδηγός. Σιγά το πρόβλημα. Χρόνο να 'χα… Τελικώς σταματάμε στο ξενοδοχείο. Πρέπει να ξεκουραστώ και να ετοιμαστώ στα γρήγορα, γιατί 4:45 ξεκινάμε και πάλι. Το έκανα, λούστηκα σχεδόν με DEET, και ετοιμάστηκα. Έχουμε κανονίσει να πάμε στη λίμνη (Tonle Sap, η μεγαλύτερη λίμνη στη Νοτιοανατολική Ασία), για να δούμε το επιπλέον χωριό (Chong Khneas), και το γραφικό ηλιοβασίλεμα… Ολίγον tourist trap, αλλά…


O δρόμος για κει είναι σε μαύρο χάλι. Πολλές λακκούβες. Διόρθωση. Πάρα πολλές λακκούβες. Και με τις ανύπαρκτες αναρτήσεις του tuk-tuk, γίνονται επίπονα πάρα πολλές λακκούβες… Αλλά τουλάχιστον πηγαίνουμε σιγά, ευκαιρία για χάζι στις γειτονιές έξω από την πόλη. Και τι δεν είδα. Μέχρι και τύπους να ψαρεύουν με δίχτυ στα λασπόνερα από ένα κανάλι έξω από το σπίτι τους. Τα τελευταία χιλιόμετρα της διαδρομής, τα περνάμε ανάμεσα σε σπιτάκια πάνω σε πασσάλους δίπλα ή μέσα στο νερό, σαν αυτά που είχα δει στο Brunei, αλλά με δρόμο κανονικό από τη μια πλευρά. Το δρόμο εδώ τον φτιάξανε πρόσφατα, επιχωματώνοντας τη λίμνη, και τα σπιτάκια είναι καινούργια, αλλά δεν τους φαίνεται. Μοιάζουν περισσότερο με παράγκες.




Επιτέλους φτάνουμε σε μια μεγάλη έκταση, θυμίζει κανονικό λιμάνι, και επιβιβαζόμαστε από μια προβλήτα, και μέσω μιας άλλης βάρκας, σε μια πριβέ βάρκα για μας, μακριά από τους υπόλοιπους τουρίστες, που θα με πάει τη βόλτα. Ο βαρκάρης… μοιάζει 13-χρονος, και ο βοηθός του 7-χρονος… "Πολύ νεανικό το πλήρωμα", λέω στο Ho. Κάτι τον ρωτάει στα Καμποτζιανά, και ο καπετάνιος απαντάει ότι είναι 18 ετών… Βάζει μπρος τη μηχανή και ξεκινάμε.




Λίγο αργότερα, έχουμε φτάσει στο επιπλέον χωριό. Μια σειρά από μαούνες μετατρεμμένες σε σπίτια, που παίρνουν ρεύμα από μπαταρίες και δε διαθέτουν τρεχούμενο νερό, αλλά διαθέτουν κεραίες τηλεόρασης. Είναι παρατεταγμένες στη σειρά, αλλά διαθέτουν ικανότητα κίνησης. Το χωριό δεν έχει σταθερή θέση. Ανάλογα με το ύψος των νερών της λίμνης, τα σπίτια και ολόκληρο το χωριό μεταφέρεται πιο βαθιά ή πιο κοντά στην όχθη, διανύοντας χιλιόμετρα ολόκληρα κάθε χρόνο.




Η καθημερινότητα του χωριού είναι κι αυτή προσαρμοσμένη στην ιδιαιτερότητά του. Οι έμποροι φορτώνουν την πραμάτεια τους σε μια βάρκα, και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι. Και φυσικά, κάθε κάτοικος διαθέτει την προσωπική του βάρκα, για τις μετακινήσεις του. Αλλά δε χρειάζονται βάρκα.. μπορούν και με μια τσίγκινη λεκανίτσα, όπως κάτι παιδιά που κυκλοφορούν γύρω από τη βάρκα μας, επαιτώντας ζωσμένα με... φίδια!.






Το τελευταίο από τα επιπλέοντα κατασκευάσματα, είναι ένα καφέ-μπαρ-εστιατόριο, που διαθέτει και ένα εκτροφείο κροκοδείλων… Από την ταράτσα του, μπορούμε να παρακολουθήσουμε το ηλιοβασίλεμα στη λίμνη, παρέα με δεκάδες άλλους τουρίστες που θα κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ευτυχώς εμείς φτάσαμε νωρίς, και η μη στάση στο καφέ του κάτω ορόφου, μου εξασφάλισε πρόσβαση στο μοναδικό κάθισμα που υπήρχε στο παρατηρητήριο….


Η τριαντάλεπτη αναμονή έδωσε χρόνο για μπόλικες φωτογραφίες, και παρατήρηση του χωριού με τον τηλεφακό. Η στιγμή που όλοι οι τουρίστες περιμένουν έρχεται, και παρέρχεται. Και όταν πλέον ο ήλιος έχει βυθιστεί στα νερά της λίμνης, με το λυκόφως, είναι η ώρα για την επιστροφή. Επιβιβαζόμαστε στη βάρκα μας, φεύγουμε από τους πρώτους, και κινούμαστε προς το λιμανάκι… ώσπου κάποια στιγμή η μηχανή σταματάει. Ο καπετάνιος τρέχει να τη φτιάξει, προσπαθεί, ξαναπροσπαθεί, αλλά τίποτα. Εμένα κοντεύει να με κυριεύσει ο φόβος, όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά επειδή όντας ακίνητοι σε μια βάρκα τη νύκτα με φώτα μέσα στη μέση μιας λίμνης στην ερημιά, είμαστε πρώτη λεία για τα κουνούπια (που ενδέχεται να κουβαλάνε τη malaria…). Ευτυχώς, κάνα δεκάλεπτο μετά, η μηχανή ξαναλειτουργεί, και επιστρέφουμε στη στεριά. Περνώντας μέσα από ένα νέφος κουνουπιών, ανεβαίνω στο tuk-tuk, και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.
Ξενοδοχείο, παρατάω τη φωτογραφική, κατεβαίνω στην πόλη, και ώρα για μάσα. Αυτή τη φορά, θέλω ένα "κανονικό" εστιατόριο, με κανονικό κάθισμα, γιατί μετά τη διαδρομή ανάμεσα στις λακκούβες με το tuk-tuk που δεν είχε αναρτήσεις, η μέση μου δεν είναι και για πολλά πολλά. Βρίσκω ένα στον παράλληλο της Pub street, ονόματι Cambodian BBQ, που φαίνεται συμπαθητικό. Κάθομαι σε ένα τραπέζι, έξω από το κατάστημα κιόλας για να κόβω και κίνηση. Το τραπέζι έχει θράκα στο κέντρο του, και παραγγέλνω τρία είδη κρέατος, τα οποία και θα ψήσω… Βοδινό, χοιρινό και… κροκόδειλο.
Το γεύμα κύλησει άνετα (με τον κροκόδειλο να έχει γεύση σαν κοτόπουλο, με μια μικρή δόση από ψάρι), την έκανα ταράτσα, έκανα και μια βόλτα πάνω-κάτω την Pub Street, και ώρα για ύπνο. Tuk-tuk, ξενοδοχείο, μάχη με τα 2 κουνούπια που βρήκα στο δωμάτιο, και τέλος ύπνος. Και απόψε πάρα πολύ γλυκός, μετά από τόση κούραση, μέχρι τις 5 παρά κάτι που βάρεσε το ξυπνητήρι.






O δρόμος για κει είναι σε μαύρο χάλι. Πολλές λακκούβες. Διόρθωση. Πάρα πολλές λακκούβες. Και με τις ανύπαρκτες αναρτήσεις του tuk-tuk, γίνονται επίπονα πάρα πολλές λακκούβες… Αλλά τουλάχιστον πηγαίνουμε σιγά, ευκαιρία για χάζι στις γειτονιές έξω από την πόλη. Και τι δεν είδα. Μέχρι και τύπους να ψαρεύουν με δίχτυ στα λασπόνερα από ένα κανάλι έξω από το σπίτι τους. Τα τελευταία χιλιόμετρα της διαδρομής, τα περνάμε ανάμεσα σε σπιτάκια πάνω σε πασσάλους δίπλα ή μέσα στο νερό, σαν αυτά που είχα δει στο Brunei, αλλά με δρόμο κανονικό από τη μια πλευρά. Το δρόμο εδώ τον φτιάξανε πρόσφατα, επιχωματώνοντας τη λίμνη, και τα σπιτάκια είναι καινούργια, αλλά δεν τους φαίνεται. Μοιάζουν περισσότερο με παράγκες.












Επιτέλους φτάνουμε σε μια μεγάλη έκταση, θυμίζει κανονικό λιμάνι, και επιβιβαζόμαστε από μια προβλήτα, και μέσω μιας άλλης βάρκας, σε μια πριβέ βάρκα για μας, μακριά από τους υπόλοιπους τουρίστες, που θα με πάει τη βόλτα. Ο βαρκάρης… μοιάζει 13-χρονος, και ο βοηθός του 7-χρονος… "Πολύ νεανικό το πλήρωμα", λέω στο Ho. Κάτι τον ρωτάει στα Καμποτζιανά, και ο καπετάνιος απαντάει ότι είναι 18 ετών… Βάζει μπρος τη μηχανή και ξεκινάμε.












Λίγο αργότερα, έχουμε φτάσει στο επιπλέον χωριό. Μια σειρά από μαούνες μετατρεμμένες σε σπίτια, που παίρνουν ρεύμα από μπαταρίες και δε διαθέτουν τρεχούμενο νερό, αλλά διαθέτουν κεραίες τηλεόρασης. Είναι παρατεταγμένες στη σειρά, αλλά διαθέτουν ικανότητα κίνησης. Το χωριό δεν έχει σταθερή θέση. Ανάλογα με το ύψος των νερών της λίμνης, τα σπίτια και ολόκληρο το χωριό μεταφέρεται πιο βαθιά ή πιο κοντά στην όχθη, διανύοντας χιλιόμετρα ολόκληρα κάθε χρόνο.












Η καθημερινότητα του χωριού είναι κι αυτή προσαρμοσμένη στην ιδιαιτερότητά του. Οι έμποροι φορτώνουν την πραμάτεια τους σε μια βάρκα, και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι. Και φυσικά, κάθε κάτοικος διαθέτει την προσωπική του βάρκα, για τις μετακινήσεις του. Αλλά δε χρειάζονται βάρκα.. μπορούν και με μια τσίγκινη λεκανίτσα, όπως κάτι παιδιά που κυκλοφορούν γύρω από τη βάρκα μας, επαιτώντας ζωσμένα με... φίδια!.


















Το τελευταίο από τα επιπλέοντα κατασκευάσματα, είναι ένα καφέ-μπαρ-εστιατόριο, που διαθέτει και ένα εκτροφείο κροκοδείλων… Από την ταράτσα του, μπορούμε να παρακολουθήσουμε το ηλιοβασίλεμα στη λίμνη, παρέα με δεκάδες άλλους τουρίστες που θα κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ευτυχώς εμείς φτάσαμε νωρίς, και η μη στάση στο καφέ του κάτω ορόφου, μου εξασφάλισε πρόσβαση στο μοναδικό κάθισμα που υπήρχε στο παρατηρητήριο….






Η τριαντάλεπτη αναμονή έδωσε χρόνο για μπόλικες φωτογραφίες, και παρατήρηση του χωριού με τον τηλεφακό. Η στιγμή που όλοι οι τουρίστες περιμένουν έρχεται, και παρέρχεται. Και όταν πλέον ο ήλιος έχει βυθιστεί στα νερά της λίμνης, με το λυκόφως, είναι η ώρα για την επιστροφή. Επιβιβαζόμαστε στη βάρκα μας, φεύγουμε από τους πρώτους, και κινούμαστε προς το λιμανάκι… ώσπου κάποια στιγμή η μηχανή σταματάει. Ο καπετάνιος τρέχει να τη φτιάξει, προσπαθεί, ξαναπροσπαθεί, αλλά τίποτα. Εμένα κοντεύει να με κυριεύσει ο φόβος, όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά επειδή όντας ακίνητοι σε μια βάρκα τη νύκτα με φώτα μέσα στη μέση μιας λίμνης στην ερημιά, είμαστε πρώτη λεία για τα κουνούπια (που ενδέχεται να κουβαλάνε τη malaria…). Ευτυχώς, κάνα δεκάλεπτο μετά, η μηχανή ξαναλειτουργεί, και επιστρέφουμε στη στεριά. Περνώντας μέσα από ένα νέφος κουνουπιών, ανεβαίνω στο tuk-tuk, και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.
Ξενοδοχείο, παρατάω τη φωτογραφική, κατεβαίνω στην πόλη, και ώρα για μάσα. Αυτή τη φορά, θέλω ένα "κανονικό" εστιατόριο, με κανονικό κάθισμα, γιατί μετά τη διαδρομή ανάμεσα στις λακκούβες με το tuk-tuk που δεν είχε αναρτήσεις, η μέση μου δεν είναι και για πολλά πολλά. Βρίσκω ένα στον παράλληλο της Pub street, ονόματι Cambodian BBQ, που φαίνεται συμπαθητικό. Κάθομαι σε ένα τραπέζι, έξω από το κατάστημα κιόλας για να κόβω και κίνηση. Το τραπέζι έχει θράκα στο κέντρο του, και παραγγέλνω τρία είδη κρέατος, τα οποία και θα ψήσω… Βοδινό, χοιρινό και… κροκόδειλο.
Το γεύμα κύλησει άνετα (με τον κροκόδειλο να έχει γεύση σαν κοτόπουλο, με μια μικρή δόση από ψάρι), την έκανα ταράτσα, έκανα και μια βόλτα πάνω-κάτω την Pub Street, και ώρα για ύπνο. Tuk-tuk, ξενοδοχείο, μάχη με τα 2 κουνούπια που βρήκα στο δωμάτιο, και τέλος ύπνος. Και απόψε πάρα πολύ γλυκός, μετά από τόση κούραση, μέχρι τις 5 παρά κάτι που βάρεσε το ξυπνητήρι.
Attachments
-
184 KB Προβολές: 94