Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.499
- Likes
- 31.327
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Αναχώρηση
- Γνωριμία με την πόλη
- Γνωριμία με την πόλη - Μέρος ΙΙ
- Γνωριμία με την πόλη - Μέρος ΙΙΙ
- 2η μέρα στην Κοπεγχάγη
- 2η μέρα στην Κοπεγχάγη - Μέρος ΙΙ
- 3η μέρα στην Κοπεγχάγη
- 3η μέρα στην Κοπεγχάγη - Μέρος ΙΙ
- 3η μέρα στην Κοπεγχάγη - Μέρος ΙΙΙ
- Helsingør
- Helsingør - Μέρος ΙΙ
- Helsingborg
- Άφιξη στο Malmö
- Malmö - Μέρος Ι
- Malmö - Μέρος ΙΙ

Εκείνο το βράδυ μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. Σύννεφα που έτρεχαν σαν κοπάδια φοβισμένα, κυνηγημένα από τον γοργοπόδαρο άνεμο, με σχήματα που έμοιαζαν σαν μυθολογικά τέρατα, σαν καράβια στο σκοτεινό πέλαγος, σαν κατάμαυρες χαίτες αλόγων, που έτρεχαν και όλο έτρεχαν, αδιάκοπα και μανιασμένα. Η βροχή χτυπούσε με λύσσα στα κεραμίδια του πέτρινου σπιτιού και οι βροντές τρόμαζαν το στερέωμα, ενώ αστραπές σαν πύρινες εκδικητικές ρομφαίες έσκιζαν τον ουρανό. Ο αέρας ούρλιαζε στις στέγες των σπιτιών του μικρού ορεινού χωριού της Αρκαδίας, με το κρύο, τη βροχή, τον αέρα να είναι εκείνο το βράδυ το τραγούδι του χειμώνα.
Η δυνατή φωτιά στο τζάκι είχε μαζέψει όλη την οικογένεια τριγύρω της, στο χειμωνιάτικο (έτσι λέγαμε το μεγάλο δωμάτιο με το τζάκι και το τραπέζι του φαγητού). Μες τη γλυκιά θαλπωρή της ζεστασιάς ακούστηκε η απαλή φωνή της γιαγιάς μου:
- “Ελάτε παιδιά, καθίστε στα σκαμνάκια σας". "Απόψε έχω όρεξη να σας διηγηθώ ένα παραμύθι που δεν το έχετε ξανακούσει” είπε και άφησε το πλεκτό που έπλεκε στην ποδιά της. Η γιαγιά μου στην ίδια πολυθρόνα, δίπλα στο παράθυρο, πάντα έπλεκε. Αγαπούσε πολύ το πλέξιμο και μας έλεγε ότι ο χρόνος της περνάει ευχάριστα και γρήγορα πλέκοντας.
Εγώ κούρνιασα στη ντιβανοκασέλα δίπλα στο τζάκι. Ήταν η αγαπημένη μου θέση. Σε αυτήν άραζα και σε αυτήν κοιμόμουν, ΠΑΝΤΑ!
Όταν με έπαιρνε ο ύπνος, ο παππούς μου έβαζε καρέκλες τριγύρω και πάνω τους τοποθετούσε πάνινα τσουβάλια γεμάτα τραχανά και χυλοπίτες για βάρος, δημιουργώντας έναν “φράχτη” προστασίας, για να μην πέσω κάτω από την ξύλινη ντιβανοκασέλα. Αυτή η διαδικασία δεν σταμάτησε ποτέ! Ακόμη και όταν έγινα κοτζάμ΄ γαϊδούρα και πήγαινα στο Λύκειο, ο παππούς μου συνέχισε να βάζει καρέκλες με σακιά γύρω-γύρω.
Η γιαγιά μου έβγαλε τα γυαλιά της, τα σκούπισε με ένα καθαρό πανί που έκρυβε στην τσέπη της ποδιάς της, μας κοίταξε, σκούπισε τα χείλη της με ανάστροφη την παλάμη της, ξερόβηξε και ξεκίνησε:
Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μέσα στον ωκεανό, εκεί όπου το νερό είναι μπλε και καθαρό σαν κρύσταλλο και δεν φτάνει κανένας ήχος από την επιφάνεια, ζούσε ο Βασιλιάς της Θάλασσας με τους υπηκόους του και τις γοργόνες. Το βασίλειό του ήταν γεμάτο με τα πιο παράξενα λουλούδια και φυτά, κι ανάμεσά τους κολυμπούσαν κάθε λογής ψάρια, μικρά και μεγάλα, σαν τα πουλιά που πετάνε ανάμεσα στα δέντρα της γης.
Στο πιο βαθύ σημείο του βυθού, δέσποζε το κάστρο του βασιλιά. Ήταν ένα πανέμορφο παλάτι, με τοίχους από κοράλλια, πετράδια και κοχύλια με μαργαριτάρια. Εκεί ζούσε ο βασιλιάς με τις έξι γοργόνες κόρες του.
Η μητέρα τους είχε πεθάνει εδώ και χρόνια και τις μικρές πριγκίπισσες ανάθρεψε η γιαγιά τους, που ήταν πολύ περήφανη για την καταγωγή της. Γι' αυτό είχε βάλει δώδεκα στρείδια στην ουρά της για να ξεχωρίζει.
Όλες οι κόρες του βασιλιά ήταν όμορφες και καλές, αλλά η μικρότερη ήταν μαγευτική. Είχε γλυκό πρόσωπο, με μπλε μάτια και απαλό δέρμα που ήταν ροζ, σαν τα πέταλα του τριαντάφυλλου.
Όπως όλες οι γοργόνες του βυθού δεν είχε πόδια, αλλά το σώμα της κατέληγε σε μια ουρά ψαριού.
Έξω από το κάστρο υπήρχε ένας όμορφος κήπος από άμμο, γεμάτος με θαυμαστά κόκκινα και μπλε λουλούδια, φρούτα που λαμπύριζαν σαν το χρυσάφι και φύλλα που δεν σταματούσαν ποτέ να κινούνται.
Η άμμος ήταν κι αυτή μπλε, και έτσι νόμιζες ότι ο μπλε ουρανός είναι παντού, και πάνω και κάτω, παρ΄ότι βρισκόσουν στα βάθη της θάλασσας. Εκεί έπαιζαν οι έξι μικρές γοργόνες, η κάθε μια με τα παιχνίδια της.
Η μικρότερη πριγκίπισσα ήταν περίεργο παιδί, ήσυχο και προσεκτικό. Ενώ οι αδελφές της χαίρονταν με όσα έβρισκαν στα ναυάγια, η μικρή γοργόνα ασχολούνταν μόνο με τα κόκκινα λουλούδια που είχε φυτέψει στον κήπο και ένα μαρμάρινο άγαλμα που είχε βρει ο πατέρας της. Το άγαλμα έδειχνε ένα όμορφο αγόρι και η μικρή γοργόνα το αγαπούσε.
Τίποτα δεν άρεσε περισσότερο στη μικρή γοργόνα από το να ακούει ιστορίες για τον κόσμο έξω από τη θάλασσα. Ρωτούσε συνέχεια τη γιαγιά της να της πει όσα ήξερε για τα πλοία και τις πόλεις, τους ανθρώπους και τα ζώα. Μια μέρα η μικρή γοργόνα ρώτησε τη γιαγιά της:
- “Πότε θα βγούμε στην επιφάνεια της θάλασσας για να θαυμάσουμε τη στεριά”;
- “Όταν θα γίνετε 15 χρόνων”, της απάντησε εκείνη.
Έτσι έγινε. Κάθε πριγκίπισσα που έκλεινε τα 15 χρόνια, ανέβαινε ελεύθερα στην επιφάνεια της θάλασσας.
Κι όταν γυρνούσε στον βυθό, είχε εκατοντάδες πράγματα να διηγηθεί στις υπόλοιπες αδελφές. Οι γοργόνες άκουγαν για την ξερή από τον ήλιο άμμο, τα φώτα των πόλεων, τα αστέρια που τρεμοπαίζουν στον ουρανό και τους ήχους από τις καμπάνες.
Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα και οι πέντε από τις έξι αδελφές, που ήταν ελεύθερες πια να πάνε όπου θέλουν, δεν ενδιαφέρονταν για τον κόσμο των ανθρώπων. Έλεγαν ότι ο βυθός ήταν πιο όμορφος και ένιωθαν καλύτερα στο σπίτι τους. Όμως η μικρότερη γοργόνα ήταν πια ανυπόμονη και δεν μπορούσε να περιμένει άλλο να έρθει η σειρά της.
Μια μέρα, η μικρή γοργόνα ανέβηκε κρυφά μέχρι την επιφάνεια του νερού. Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη από τον δυνατό αέρα. Η μικρή γοργόνα είδε μεγάλα κύματα να χτυπάνε ένα ακυβέρνητο πλοίο. Τα τεράστια κύματα έπεφταν πάνω στο πλοίο με δύναμη και έριχναν τους άντρες μέσα στη θάλασσα. Ξαφνικά, η γοργόνα άκουσε έναν νέο άντρα να ζητάει βοήθεια και να χάνεται στον βυθό της θάλασσας. Χωρίς να το σκεφτεί, κολύμπησε κοντά του και τον τράβηξε από τον βυθό, στην επιφάνεια της θάλασσας.
Ο άντρας λιποθύμησε. Θα τον βγάλω έξω στην ακτή, σκέφτηκε η μικρή γοργόνα.
Έβγαλε τον άντρα έξω και έμεινε κοντά του όλη τη νύχτα μέχρι να συνέλθει. Όταν ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό, είδε ένα κορίτσι να περπατάει στην ακτή και κρύφτηκε πίσω από τα βράχια. Η κοπέλα βρήκε τον άντρα και κάλεσε βοήθεια. Ο άντρας άνοιξε σε λίγο τα μάτια του και χαμογέλασε στην κοπέλα που ήταν πολύ όμορφη.
- “Ο πρίγκιπάς μας σώθηκε”! φώναζαν οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί. Τον βοήθησαν να σηκωθεί και τον οδήγησαν στο παλάτι.
Η μικρή γοργόνα έβλεπε για πολλή ώρα τους ανθρώπους να είναι χαρούμενοι που βρήκαν τον πρίγκιπα. Λυπήθηκε πολύ όμως επειδή δεν μπορούσε να πει στον πρίγκιπα ότι εκείνη τον έσωσε. Έτσι πήγε πίσω στον βυθό και βρήκε τις αδελφές της.
- “Τι είδες στην επιφάνεια της θάλασσας”; ρώτησαν οι αδελφές.
Εκείνη όμως δεν απάντησε. Ήταν τόσο λυπημένη που δεν ήθελε ούτε να φάει, ούτε να μιλήσει σε κανέναν. Έπαψε να φροντίζει τα λουλούδια του κήπου μαζί με τις αδελφές της. Καθόταν για πολλές ώρες και κοιτούσε το άγαλμα που είχε βρει ο πατέρας της στον βυθό. Το άγαλμα της θύμιζε τον άνδρα που είχε σώσει και δεν μπορούσε να τον ξεχάσει.
Η μικρή γοργόνα βγήκε πολλές φορές στην επιφάνεια της θάλασσας, τις νύχτες με φεγγάρι, αλλά δεν είδε ξανά τον πρίγκιπα. Μια μέρα αποφάσισε να πει στις αδελφές της αυτό που είχε συμβεί.
- “Αν είχα πόδια θα έψαχνα τον πρίγκιπα και θα έμενα μαζί του για πάντα”, είπε η μικρή γοργόνα.
Ένα χταπόδι άκουσε αυτά που έλεγε και της μίλησε:
- “Ίσως η επιθυμία σου να γίνει πραγματικότητα, αν πας στη μάγισσα που ζει στη σπηλιά του βυθού”, είπε το χταπόδι.
Η μικρή γοργόνα πέρασε από σκοτεινά και επικίνδυνα μονοπάτια του βυθού και έφτασε στη μάγισσα.
- “Αν θέλεις να έχεις πόδια όπως οι πριγκίπισσες της στεριάς πρέπει να μου δώσεις κάτι πολύτιμο”, της είπε η μάγισσα.
- “Θα σου δώσω ό,τι θέλεις. Χρυσάφι, κολιέ από μαργαριτάρια και κοράλλια”, είπε αποφασισμένη η μικρή γοργόνα.
- “Δε θέλω τέτοια δώρα. Εγώ θέλω τη φωνή σου”! είπε η μάγισσα.
- “Μα πως θα μπορέσω να μιλήσω στον πρίγκιπα χωρίς φωνή”; ρώτησε η μικρή γοργόνα.
- “Δε χρειάζονται τα λόγια. Ο πρίγκιπας θα σε ερωτευθεί για την ομορφιά σου και τον μαγευτικό χορό σου”, της απάντησε η μάγισσα.
Η μικρή γοργόνα δέχτηκε και έδωσε τη φωνή της στη μάγισσα. Έτσι δεν μπορούσε να μιλήσει πια.
- “Πιες αυτό το φίλτρο” είπε η μάγισσα που είχε πια τη φωνή της γοργόνας.
- “Όμως σε προειδοποιώ: Θα αποκτήσεις πόδια, αλλά σε κάθε σου βήμα θα νιώθεις αβάσταχτο πόνο. Κι αν ο πρίγκιπας δεν σε ερωτευθεί και παντρευτεί κάποια άλλη, δεν θα μπορέσεις να ξαναγίνεις γοργόνα. Μετά τον γάμο, το επόμενο πρωί κιόλας, το σώμα σου θα γίνει αφρός της θάλασσας για πάντα”.
Η μικρή γοργόνα ήπιε το μαγικό φίλτρο και η ουρά της μεταμορφώθηκε σε πόδια.

Έπειτα, κολύμπησε μέχρι το παλάτι του πρίγκιπα. Όταν όμως άρχισε να περπατάει στη στεριά πονούσε πολύ και λιποθύμησε.
Ευτυχώς, την είδε ο πρίγκιπας, την πήρε μέσα στο παλάτι όπου την έντυσαν και τη φρόντισαν. Στο παλάτι είχαν γιορτή και η μικρή γοργόνα ήταν τώρα καλεσμένη.
- “Πώς σε λένε”; τη ρώτησε ο πρίγκιπας.
Η μικρή γοργόνα όμως δεν μπορούσε να απαντήσει γιατί δεν είχε πια φωνή! Του χαμογέλασε και σηκώθηκε να χορέψει. Σε κάθε της βήμα πονούσε πολύ, αλλά χόρεψε τόσο όμορφα που τη θαύμασαν όλοι στο παλάτι.
- “Μου θυμίζεις την κοπέλα που με έσωσε στη θάλασσα. Είναι όμορφη όπως κι εσύ”, της είπε ο πρίγκιπας.
- “Αν μπορούσα να τη βρω θα την παντρευόμουν”.
Η μικρή γοργόνα ήθελε να του φωνάξει πως τον αγαπάει και πως εκείνη τον έσωσε στη θάλασσα. Όμως δεν είχε φωνή κι έτσι δεν μπορούσε να πει τίποτα.
Μετά από μερικές μέρες, ο πατέρας του πρίγκιπα ανακοίνωσε πως θέλει να παντρέψει τον γιο του με την κόρη ενός φίλου του. Όταν ο πρίγκιπας γνώρισε την πριγκίπισσα θυμήθηκε πως εκείνη είχε δει όταν ξύπνησε στη στεριά. Νόμισε πως εκείνη τον είχε σώσει κι αποφάσισε να την παντρευτεί.
Τη μέρα του γάμου, ο πρίγκιπας με τη νύφη και τους καλεσμένους ανέβηκαν σε ένα πλοίο για να γλεντήσουν. Όλοι ήταν χαρούμενοι εκτός από τη μικρή γοργόνα που κατάλαβε πως έχασε τον αγαπημένο της.
Τα μεσάνυχτα το γλέντι τελείωσε και όλοι πήγαν για ύπνο, εκτός από τη μικρή γοργόνα που περίμενε να ξημερώσει και να εκπληρωθεί η κατάρα της μάγισσας. Ξάφνου είδε στη θάλασσα τις αδελφές της με κομμένα τα μαλλιά τους.
-”Μην κλαις άλλο αδελφούλα”, της είπαν. -“Δώσαμε τα μαλλιά μας στη μάγισσα του βυθού για να ξαναγίνεις γοργόνα. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να πάρεις αυτό το μαχαίρι και να σκοτώσεις τον πρίγκιπα πριν ανατείλει ο ήλιος. Δεν υπάρχει άλλη λύση”.
Η μικρή γοργόνα πήγε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο πρίγκιπας με τη νύφη. Τον φίλησε τρυφερά κρατώντας το μαχαίρι πάνω από την καρδιά του. Όμως δεν μπόρεσε να τον σκοτώσει. Τον αγαπούσε τόσο πολύ. Έτσι πέταξε το μαχαίρι μακριά και βούτηξε στη θάλασσα.
Άρχισε να νιώθει το σώμα της να γίνεται λευκός αστραφτερός αφρός. Ξαφνικά άκουσε φωνές να τραγουδούν. Αέρινες μορφές εμφανίστηκαν ψηλά. Η μικρή γοργόνα ένιωθε να επιπλέει.
- “Τι συμβαίνει; Ποιες είστε”; ρώτησε με αγωνία.
- “Είμαστε οι κόρες του αέρα”, της απάντησαν οι μορφές. -“Αγάπησες έναν άνθρωπο και έκανες τα πάντα για να ζήσεις κοντά του. Αυτό όμως που επιθυμείς είναι πολύ δύσκολο να γίνει”.
- “Τι πρέπει να κάνω για να ζήσω μαζί του”; ρώτησε χαμηλόφωνα η μικρή γοργόνα.
- “Η μόνη λύση είναι να αποκτήσεις αθάνατη ψυχή όπως οι άνθρωποι”, της απάντησαν τα αερικά.
- “Η ψυχή των ανθρώπων ανεβαίνει στα ουράνια όταν το σώμα τους πάψει να ζει στη γη. Οι γοργόνες ζουν για πολλά χρόνια, αλλά δεν έχουν αθάνατη ψυχή. Όταν έρθει η μέρα που θα πάψουν να ζουν, το σώμα τους μετατρέπεται σε αφρό της θάλασσας, όπως συνέβη και σε σένα”.
- “Πώς μπορώ να αποκτήσω αθάνατη ψυχή”; ρώτησε ξανά η μικρή γοργόνα.
- “Οι γοργόνες μπορούν να αποκτήσουν αθάνατη ψυχή όταν ένας άνθρωπος τις αγαπήσει αληθινά. Εμείς ξέρουμε πως ο πρίγκιπας σε αγάπησε, παρ΄όλο που νόμιζε πως η γυναίκα που παντρεύτηκε τον έσωσε. Αν ήξερε πως εσύ τον είχες σώσει θα είχε παντρευτεί εσένα. Στον κόσμο των ανθρώπων όμως δε γίνονται όλα όπως περιμένουμε να γίνουν ή όπως θέλουμε να γίνουν”, είπαν οι κόρες του αέρα.
- “Δηλαδή δεν μπορώ να αποκτήσω αθάνατη ψυχή”; ρώτησε η μικρή γοργόνα θλιμμένα.
- “Τώρα γίνεσαι κόρη του αέρα σαν κι εμάς, γιατί έκανες μια πολύ καλή πράξη αγάπης”, της απάντησαν.
- “Δεν σκότωσες τον πρίγκιπα και θυσίασες τη δική σου ζωή για να ζήσει εκείνος”.
- “Άρα έχω αθάνατη ψυχή”; ρώτησε η μικρή γοργόνα.
- “Όχι ακόμα καλή μας αδελφή”, της απάντησαν. -“Ούτε οι κόρες του αέρα έχουν αθάνατη ψυχή. Μπορούν όμως να την αποκτήσουν κάνοντας καλές πράξεις για τριακόσια χρόνια. Εμείς θα σε βοηθήσουμε να αποκτήσεις αθάνατη ψυχή”.
Η μικρή γοργόνα ανέβηκε στα σύννεφα και έγινε κόρη του αέρα. Αντίκρισε τον ήλιο και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. - “Είμαι στα αλήθεια κόρη του αέρα”! είπε συγκινημένη. -“Τι όμορφα που είναι να βλέπω τον κόσμο από ψηλά”!
Στο καράβι οι άνθρωποι είχαν ξυπνήσει. Η μικρή γοργόνα είδε τον πρίγκιπα και τη γυναίκα του να την ψάχνουν. Κοιτούσαν λυπημένοι τον αφρό της θάλασσας, σαν να ήξεραν πως η μικρή γοργόνα βούτηξε στα νερά.
Χωρίς να τη δουν τους πλησίασε και τους έδωσε ένα αποχαιρετιστήριο φιλί. Ξεκινώντας το ταξίδι της στον ουρανό κοίταξε για τελευταία φορά τον πρίγκιπα και ψιθύρισε:
- “Θα συναντηθούμε ξανά μετά από τριακόσια χρόνια στον Παράδεισο”.
- “Και μπορεί πιο σύντομα”, ψιθύρισε μια κόρη του αέρα.
- “Εμείς μπαίνουμε στα σπίτια των ανθρώπων χωρίς να μας βλέπουν. Και όποτε βρίσκουμε ένα καλό παιδί που κάνει χαρούμενους τους γονείς του, χαμογελάμε κι εμείς με ευχαρίστηση. Με κάθε χαμόγελο, βγάζουμε έναν ολόκληρο χρόνο από τα τριακόσια χρόνια που πρέπει να περιμένουμε. Αλλά όταν βλέπουμε ένα άτακτο παιδί, δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μας και για κάθε δάκρυ πρέπει να περιμένουμε μια μέρα ακόμα”...
Εκείνο το κρύο, βροχερό βράδυ του χειμώνα, σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας που είχαμε βρεθεί για τις διακοπές των Χριστουγέννων, η γιαγιά μου όχι μόνο όργωσε το χωράφι με το παραμύθι της, αλλά έσπειρε και τον σπόρο, αφού πριν ακόμα πει καλά-καλά: - “Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα”, εγώ πετάχτηκα και φώναξα δυνατά: - “Μια μέρα θα ψάξω και θα βρω τη χώρα της μικρής γοργόνας”.
Αυτή η παιδική, αφελής και ενθουσιώδης φράση-υπόσχεση έμελλε να γίνει πραγματικότητα στις 31-10-2019.
Last edited: