psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.111
- Likes
- 56.331
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Πιστεύεις στα σημάδια; (οι πρώτες συζητήσεις)
- Ο μεγάλος σχεδιασμός της εκδρομής
- Έφτασ’ η μέρα
- Good Morning New York
- Απ’ τον ουρανό στις δυο ρόδες…
- Νύχτα, μέχρι …όσο πάει
- Φύγαμε για Louisiana
- Good morning NOLA
- Laissez les bon temps rouler (Ένα ατέλειωτο Party)
- Στο πάρκο, το μνημείο & την Mid-City
- WELCOME TO, NBA JAM!
- Στην απέναντι όχθη
- Goodbye Big Easy city
- Back to Big Apple
- Πλέοντας το Manhattan
- Αμέρικα ήταν και πάει…
- Απολογισμός – σύνοψη
Έφτασ’ η μέρα
Σάββατο πρωί 4ης Μαρτίου 2023. Έχουμε αφήσει ήδη το αυτοκίνητο στο parking, έχουμε τσεκάρει και πίνουμε καφέ στο Αεροδρόμιο Μακεδονία. Κρατάω στα χέρια μου το εισιτήριο κι ακόμα δυσκολεύομαι να το πιστέψω όσες φορές κι αν το κοιτάω, απ’ τη μία αυτό, απ’ την άλλη απέναντι τον ορεινό όγκο του Χορτιάτη:
Επιβιβαστήκαμε μετά από τις κλασσικές διαδικασίες καθυστερώντας λίγο στον έλεγχο διαβατηρίων. Τα απαραίτητα έγγραφα (ESTA, πιστοποιητικό εμβολιασμού) μας είχαν ζητηθεί εκ των προτέρων στη διαδικασία του check in. Τιμιότατο αεροσκάφος με πλήρη εξοπλισμό, ακόμα πιο τίμιο και το πρωινό που σερβιρίστηκε άμεσα μιας και ο χρόνος της πτήσης ήταν πάνω-κάτω μια ώρα.
Άμεση ήταν και η πρώτη επαφή με το αχανέστατο νέο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, προσπαθώντας να προσανατολιστούμε ψάχνοντας το lounge, σ’ ένα μέρος που θύμιζε αρκετά εμπορικό κέντρο:
Τακτοποιηθήκαμε και πιάσαμε ένα ωραίο τραπέζι, με μένα να χαζεύω τον πίνακα αναχωρήσεων, βάζοντας ίσως μακροπρόθεσμους (μπορεί και όχι) στόχους…
Να σας δείξω και πως είναι το lounge της Turkish επί τη ευκαιρία, μιλάμε για υπερπαραγωγή, όχι αστεία:
Μιας και ο Νίκος είναι σχετικά λιτοδίαιτος ανέλαβα εγώ τα διαδικαστικά, στήνοντας ένα ταπεινό τραπέζι:
Η ώρα κύλησε γρήγορα υπό αυτές τις συνθήκες, κι εμείς αφού πήραμε μαζί μας αρκετά νεράκια και 2 μπυρίτσες για το καπνιστήριο κατευθυνθήκαμε προς την πύλη αναχώρησης.
Τι χαμός ήταν αυτός; Αρκετός κόσμος, γυναίκες και μικρά παιδιά ως επί το πλείστον (κυρίως από Ασιατικές & Αφρικανικές χώρες) να περιμένουν στριμωγμένοι τον επιπλέον έλεγχο πριν την αναχώρηση, κάτι το οποίο δεν ήξερα. Για μισό λεπτό, ξανά έλεγχος; Ξανά και κανονικότατα, με άνοιγμα των χειραποσκευών μας και ψάξιμο από τους αρμόδιους υπαλλήλους, μαζί με σωματικό έλεγχο για μεταλλικά αντικείμενα, αλλά και σήμανση του διαβατηρίου μας με αυτοκολλητάκι ESTA.
Αυθόρμητα το μυαλό μου έκανε το συνειρμό. Μπορεί οι συνθήκες να ΄χουν αλλάξει, μπορεί οι άνθρωποι να μη ταξιδεύουν πλέον με σαπιοκάραβα αλλά με σύγχρονα αεροπλάνα, οι ανάγκες που οδηγούν όμως στη χώρα των ευκαιριών παραμένουν ίδιες κι αναλλοίωτες εδώ κι εκατό και πλέον χρόνια, όπως πολύ χαρακτηριστικά αποδίδεται στους στίχους του μεγάλου τραγουδοποιού…
«Τους βλέπω μπρος τα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι, σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
Βουβές γυναίκες, άλαλες που δύναμη αναβλύζουν, παιδάκια που δε νιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν.
Α! Τα χρόνια τα παλιά, βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.»
Μπήκαμε από τους πρώτους στο αεροσκάφος και στην άνετη όπως μας είχε υποσχεθεί η υπάλληλος θέση, πρώτη στη μεσαία τριάδα:
Προσωπικά που ‘χω το μεγάλο πρόβλημα δε ζορίστηκα ιδιαίτερα, ήμουν άνετος, δε μπορώ να πω το ίδιο όμως για τον Νίκο, μιας και η διπλανή θέση είχε τις προδιαγραφές για στήριξη κούνιας μωρού στον τοίχο, κάτι που μάθαμε λίγο πριν την αναχώρηση μας. Γεγονός είναι πάντως πως οι ώρες πέρασαν τάχιστα, με καλό φαγητό, ποτό, καφέ κι ακόμα περισσότερο ποτό στο βάθος της καμπίνας. Ήταν η πρώτη φορά που δεν άνοιξα ούτε βιβλίο, ούτε laptop, αναλογιζόμενος τελικά φτάνοντας τι διάολο μπορεί να έκανα δέκα ώρες μέσα σ’ ένα αεροπλάνο…
Η άφιξη μας στο αχανές JFK έγινε περίπου 40 λεπτά νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα, στις 6 το απόγευμα, σ’ ένα αεροδρόμιο που δε συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Με γοργό βήμα προχωρήσαμε προς τον έλεγχο προκειμένου να περάσουμε τη γνωστή διαδικασία:
Τόσα έχουν ακουστεί, άλλα τόσα έχουν γραφτεί, άμα δε το ζήσεις όμως δε μπορείς να καταλάβεις. Ουρές από κόσμο -ξεχωριστά για Visa & ESTA- να περιμένουν ευλαβικά τον πολυπόθητο έλεγχο. Εκεί δεν είχε βλέπετε φωνές, φασαρίες και σπρωξίματα, δεν είναι Ελλάδα. Με μεγάλη καθυστέρηση μιας και μπροστά μου ήταν μια οικογένεια ντεμί-Ασιατική και είχε κουβαλήσει ένα καρότσι δικαιολογητικά που ελεγχόντουσαν ένα-ένα, ήρθε επιτέλους και η σειρά μου.
Στον έλεγχο ένας Αμερικανόμπατσος επίσης Ασιατικής καταγωγής με μάσκα (το ίδιο κι εγώ οπότε καταλαβαινόμασταν ακόμη πιο δύσκολα) όπου παρέδωσα διαβατήριο και ESTA και προσπαθούσα να βγάλω άκρη με τις γελοίες ερωτήσεις του, αφού πρώτα με φωτογράφισε και σκάναρε ένα προς ένα τα δακτυλικά μου αποτυπώματα:
Συνεννοήθηκα με τον οδηγό μας αφού του έστειλα εν τέλει μια selfie για να μη μας ψάχνει μέσα στον χαμό, κι αφού ακουμπήσαμε τα σακίδια ξεκινήσαμε για Μανχάταν.
- Έχει κίνηση;
- Μπα μη φανταστείτε, όπως κάθε Σαββατόβραδο στη Νέα Υόρκη…
Τη διαδρομή μόνο ενδιαφέρουσα δε την έλεγες, μιας και στην αρχή μου θύμιζε κάτι από Ασπρόπυργο με τα διυλιστήρια και μετά κάτι από Κηφισό μ’ εκείνα τα άθλια κτήρια τύπου Μπάμπης Βωβός. Όσο πλησιάζαμε όμως προς το «νησί» η κατάσταση βελτιωνόταν, με τους πρώτους ουρανοξύστες να προβάλλουν στον ορίζοντα:
(ξέρω μάπα ανάλυση αλλά έπρεπε ν’ αποτυπώσω το συναίσθημα)
Φτάσαμε κοντά στη μια ώρα μετά μιας και η απόσταση ήταν τελικά σεβαστή, μπαίνοντας αμέσως να τσεκάρουμε στον κλασσικό αφροαμερικανό ρεσεψιονίστ που ‘χε βάρδια εκείνη την ώρα, αφήνοντας μάλιστα κι 100$ μετρητά ως εγγύηση. Δεν ασχοληθήκαμε με τίποτα περισσότερο στο δωμάτιο απ’ το ν’ αλλάξουμε ένα μπλουζάκι και ν’ ανάψουμε τη θέρμανση μιας και ήταν αρκετά παγωμένο. Η απόφαση ήδη είχε ληφθεί, όπως σε κάθε ανάλογο ταξίδι μας βάσει της λογικής (της ποιάς; ) που μας διακρίνει.
Τι κάνεις άλλωστε μετά από τόσες ώρες υπερατλαντικής πτήσης, αναμονής, δρομολογίων, αϋπνίας και όλα τα σχετικά; Διαλέξτε:
1. Κάνεις μπάνιο και αράζεις στο δωμάτιο
2. Τρως κάτι, κάνεις μπάνιο κι αράζεις στο δωμάτιο
3. Βγαίνεις αμέσως έξω ψάχνοντας κάποιο φιλόξενο μπαρ για το καλωσόρισμα.
Προφανώς τα δύο πρώτα ενδεχόμενα δεν υπήρχαν καν στο μυαλό μας, έτσι βρεθήκαμε με συνοπτικές διαδικασίες να περπατάμε στους δρόμους του Chelsea, της περιοχής όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μας, πιο συγκεκριμένα στην 23η.
Είχα σταμπάρει εκ των προτέρων ένα μπαράκι με το όνομα Barcade (όνομα – λογοπαίγνιο) που ήταν το ιδανικό για την εισαγωγή μας στη νύχτα της πόλης. Φτάσαμε σύντομα κι αφού ελεγχθήκαμε στην είσοδο με ταυτότητα μη τυχόν και δεν είμαστε 21 (δε ξέρω τι άκρη έβγαλαν με την ελληνική σαπίλα που ‘χουμε για ταυτότητα) μπήκαμε και πιάσαμε μια θέση απέναντι από το πολύ ωραίο μπαρ:
Το μαγαζί ήταν αρκετά μεγάλο κι εκτός του μπαρ με τις ωραίες βαρελίσιες σε τσουχτερή τιμή και τις μουσικάρες του, διέθετε και μεγάλη ποικιλία σε συσκευές Arcade video games τύπου Street fighter, Shinobi, NBA Jam κτλ που όσοι είναι λίγο +- 40 θα με καταλάβουν και θα νοσταλγήσουν.
Ο Νίκος έκανε την παραγγελία και με απορία τον είδα να αφήνει ταυτότητα στο μπαρ και να παίρνει τις δύο πρώτες μπύρες. Τι έγινε του λέω, έχουμε πρόσωπο; Φίλε έτσι είναι ‘δω μου αποκρίνεται, αφήνεις τον λογαριασμό ανοικτό και τα πληρώνεις στο τέλος αν θέλεις, αφού έτσι κι αλλιώς δε θα πιούμε μόνο μία, με ρώτησε.
Ωραίο σύστημα σκέφτηκα, πριν προλάβω όμως να το φιλοσοφήσω περισσότερο διαπίστωσα ότι είναι βλακωδέστατο, μιας και στις αναγραφόμενες τιμές δεν υπάρχει φόρος αλλά ούτε οι εξτρά υπηρεσίες που πολλές φορές πληρώνεις… Είναι εξωφρενικό κάθε φορά να μη ξέρεις τι θα πληρώσεις σ’ ένα μπαρ, τουλάχιστον στο 90% όσων είδαμε, κι αυτός ήταν ο κανόνας!
Μετά από μερικές γύρες είπαμε ν’ αλλάξουμε περιβάλλον προχωρώντας , συνεχίζοντας (που αλλού) σε μια Ιρλανδική, μιας και ειδικότερα στη ΝΥ υπάρχουν σε αφθονία. Σκαμπό λοιπόν στο μπαρ της Peter McManus, μπυρίτσα με αλλόκοτη χρέωση κι εδώ, παρατήρηση των ετερόκλητων πελατών, αλλα και κάτι που βλέπαμε πρώτη φορά, ΑΤΜ μες το μαγαζί όπως άλλωστε στα περισσότερα μπαρ που είδαν τα μάτια μας στην εκδρομή.
Ώρα 12 τοπική πήραμε το δρόμο της επιστροφής, τσακίζοντας κι ένα αλμυρό (σε τιμή και σε γεύση) παραδοσιακό hot dog, έτσι για το έθιμο.
Ήμασταν σχεδόν 24 ώρες στους δρόμους και η επόμενη μέρα ήταν απαιτητική…
Σάββατο πρωί 4ης Μαρτίου 2023. Έχουμε αφήσει ήδη το αυτοκίνητο στο parking, έχουμε τσεκάρει και πίνουμε καφέ στο Αεροδρόμιο Μακεδονία. Κρατάω στα χέρια μου το εισιτήριο κι ακόμα δυσκολεύομαι να το πιστέψω όσες φορές κι αν το κοιτάω, απ’ τη μία αυτό, απ’ την άλλη απέναντι τον ορεινό όγκο του Χορτιάτη:


Επιβιβαστήκαμε μετά από τις κλασσικές διαδικασίες καθυστερώντας λίγο στον έλεγχο διαβατηρίων. Τα απαραίτητα έγγραφα (ESTA, πιστοποιητικό εμβολιασμού) μας είχαν ζητηθεί εκ των προτέρων στη διαδικασία του check in. Τιμιότατο αεροσκάφος με πλήρη εξοπλισμό, ακόμα πιο τίμιο και το πρωινό που σερβιρίστηκε άμεσα μιας και ο χρόνος της πτήσης ήταν πάνω-κάτω μια ώρα.

Άμεση ήταν και η πρώτη επαφή με το αχανέστατο νέο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, προσπαθώντας να προσανατολιστούμε ψάχνοντας το lounge, σ’ ένα μέρος που θύμιζε αρκετά εμπορικό κέντρο:


Τακτοποιηθήκαμε και πιάσαμε ένα ωραίο τραπέζι, με μένα να χαζεύω τον πίνακα αναχωρήσεων, βάζοντας ίσως μακροπρόθεσμους (μπορεί και όχι) στόχους…

Να σας δείξω και πως είναι το lounge της Turkish επί τη ευκαιρία, μιλάμε για υπερπαραγωγή, όχι αστεία:

Μιας και ο Νίκος είναι σχετικά λιτοδίαιτος ανέλαβα εγώ τα διαδικαστικά, στήνοντας ένα ταπεινό τραπέζι:

Η ώρα κύλησε γρήγορα υπό αυτές τις συνθήκες, κι εμείς αφού πήραμε μαζί μας αρκετά νεράκια και 2 μπυρίτσες για το καπνιστήριο κατευθυνθήκαμε προς την πύλη αναχώρησης.
Τι χαμός ήταν αυτός; Αρκετός κόσμος, γυναίκες και μικρά παιδιά ως επί το πλείστον (κυρίως από Ασιατικές & Αφρικανικές χώρες) να περιμένουν στριμωγμένοι τον επιπλέον έλεγχο πριν την αναχώρηση, κάτι το οποίο δεν ήξερα. Για μισό λεπτό, ξανά έλεγχος; Ξανά και κανονικότατα, με άνοιγμα των χειραποσκευών μας και ψάξιμο από τους αρμόδιους υπαλλήλους, μαζί με σωματικό έλεγχο για μεταλλικά αντικείμενα, αλλά και σήμανση του διαβατηρίου μας με αυτοκολλητάκι ESTA.
Αυθόρμητα το μυαλό μου έκανε το συνειρμό. Μπορεί οι συνθήκες να ΄χουν αλλάξει, μπορεί οι άνθρωποι να μη ταξιδεύουν πλέον με σαπιοκάραβα αλλά με σύγχρονα αεροπλάνα, οι ανάγκες που οδηγούν όμως στη χώρα των ευκαιριών παραμένουν ίδιες κι αναλλοίωτες εδώ κι εκατό και πλέον χρόνια, όπως πολύ χαρακτηριστικά αποδίδεται στους στίχους του μεγάλου τραγουδοποιού…
«Τους βλέπω μπρος τα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι, σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
Βουβές γυναίκες, άλαλες που δύναμη αναβλύζουν, παιδάκια που δε νιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν.
Α! Τα χρόνια τα παλιά, βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.»
Μπήκαμε από τους πρώτους στο αεροσκάφος και στην άνετη όπως μας είχε υποσχεθεί η υπάλληλος θέση, πρώτη στη μεσαία τριάδα:

Προσωπικά που ‘χω το μεγάλο πρόβλημα δε ζορίστηκα ιδιαίτερα, ήμουν άνετος, δε μπορώ να πω το ίδιο όμως για τον Νίκο, μιας και η διπλανή θέση είχε τις προδιαγραφές για στήριξη κούνιας μωρού στον τοίχο, κάτι που μάθαμε λίγο πριν την αναχώρηση μας. Γεγονός είναι πάντως πως οι ώρες πέρασαν τάχιστα, με καλό φαγητό, ποτό, καφέ κι ακόμα περισσότερο ποτό στο βάθος της καμπίνας. Ήταν η πρώτη φορά που δεν άνοιξα ούτε βιβλίο, ούτε laptop, αναλογιζόμενος τελικά φτάνοντας τι διάολο μπορεί να έκανα δέκα ώρες μέσα σ’ ένα αεροπλάνο…
Η άφιξη μας στο αχανές JFK έγινε περίπου 40 λεπτά νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα, στις 6 το απόγευμα, σ’ ένα αεροδρόμιο που δε συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Με γοργό βήμα προχωρήσαμε προς τον έλεγχο προκειμένου να περάσουμε τη γνωστή διαδικασία:

Τόσα έχουν ακουστεί, άλλα τόσα έχουν γραφτεί, άμα δε το ζήσεις όμως δε μπορείς να καταλάβεις. Ουρές από κόσμο -ξεχωριστά για Visa & ESTA- να περιμένουν ευλαβικά τον πολυπόθητο έλεγχο. Εκεί δεν είχε βλέπετε φωνές, φασαρίες και σπρωξίματα, δεν είναι Ελλάδα. Με μεγάλη καθυστέρηση μιας και μπροστά μου ήταν μια οικογένεια ντεμί-Ασιατική και είχε κουβαλήσει ένα καρότσι δικαιολογητικά που ελεγχόντουσαν ένα-ένα, ήρθε επιτέλους και η σειρά μου.
Στον έλεγχο ένας Αμερικανόμπατσος επίσης Ασιατικής καταγωγής με μάσκα (το ίδιο κι εγώ οπότε καταλαβαινόμασταν ακόμη πιο δύσκολα) όπου παρέδωσα διαβατήριο και ESTA και προσπαθούσα να βγάλω άκρη με τις γελοίες ερωτήσεις του, αφού πρώτα με φωτογράφισε και σκάναρε ένα προς ένα τα δακτυλικά μου αποτυπώματα:
- Τι σας φέρνει στις Ηνωμένες πολιτείες;
- Διακοπές (Πάντως όχι τα μούτρα σου)
- Έχετε χρήματα πάνω σας και πόσα;
- Κάτι λίγα ευρώ και άλλα περισσότερα σε κάρτα (όχι ήρθα άφραγκος ρε χαμένε)
- Που θα μείνετε;
- Στο heritage hotel στη ΝΥ (σε αντίσκηνο στην times square)
- Τι δουλειά κάνετε;
- Είμαι ΙΤ (πεταλώνω ακρίδες)
- Τι είναι ΙΤ;
- Information technology (κομπιούτερς ρε γαβ-γαβ)
- Κουβαλάτε μαζί σας αλκοόλ;
- Όχι (όχι, το ήπια όλο στην πτήση)
- Έχετε τρόφιμα στην αποσκευή σας;
- Ναι, pie (και δε σε κερνάω)
- Γουάτ πάι;
- Τσις πάι (Τυρόπιτα Κοζανίτικη κιχί ρε κουραστικέ)
- Θενκ γιου

Συνεννοήθηκα με τον οδηγό μας αφού του έστειλα εν τέλει μια selfie για να μη μας ψάχνει μέσα στον χαμό, κι αφού ακουμπήσαμε τα σακίδια ξεκινήσαμε για Μανχάταν.
- Έχει κίνηση;
- Μπα μη φανταστείτε, όπως κάθε Σαββατόβραδο στη Νέα Υόρκη…
Τη διαδρομή μόνο ενδιαφέρουσα δε την έλεγες, μιας και στην αρχή μου θύμιζε κάτι από Ασπρόπυργο με τα διυλιστήρια και μετά κάτι από Κηφισό μ’ εκείνα τα άθλια κτήρια τύπου Μπάμπης Βωβός. Όσο πλησιάζαμε όμως προς το «νησί» η κατάσταση βελτιωνόταν, με τους πρώτους ουρανοξύστες να προβάλλουν στον ορίζοντα:

(ξέρω μάπα ανάλυση αλλά έπρεπε ν’ αποτυπώσω το συναίσθημα)
Φτάσαμε κοντά στη μια ώρα μετά μιας και η απόσταση ήταν τελικά σεβαστή, μπαίνοντας αμέσως να τσεκάρουμε στον κλασσικό αφροαμερικανό ρεσεψιονίστ που ‘χε βάρδια εκείνη την ώρα, αφήνοντας μάλιστα κι 100$ μετρητά ως εγγύηση. Δεν ασχοληθήκαμε με τίποτα περισσότερο στο δωμάτιο απ’ το ν’ αλλάξουμε ένα μπλουζάκι και ν’ ανάψουμε τη θέρμανση μιας και ήταν αρκετά παγωμένο. Η απόφαση ήδη είχε ληφθεί, όπως σε κάθε ανάλογο ταξίδι μας βάσει της λογικής (της ποιάς; ) που μας διακρίνει.
Τι κάνεις άλλωστε μετά από τόσες ώρες υπερατλαντικής πτήσης, αναμονής, δρομολογίων, αϋπνίας και όλα τα σχετικά; Διαλέξτε:
1. Κάνεις μπάνιο και αράζεις στο δωμάτιο
2. Τρως κάτι, κάνεις μπάνιο κι αράζεις στο δωμάτιο
3. Βγαίνεις αμέσως έξω ψάχνοντας κάποιο φιλόξενο μπαρ για το καλωσόρισμα.
Προφανώς τα δύο πρώτα ενδεχόμενα δεν υπήρχαν καν στο μυαλό μας, έτσι βρεθήκαμε με συνοπτικές διαδικασίες να περπατάμε στους δρόμους του Chelsea, της περιοχής όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μας, πιο συγκεκριμένα στην 23η.

Είχα σταμπάρει εκ των προτέρων ένα μπαράκι με το όνομα Barcade (όνομα – λογοπαίγνιο) που ήταν το ιδανικό για την εισαγωγή μας στη νύχτα της πόλης. Φτάσαμε σύντομα κι αφού ελεγχθήκαμε στην είσοδο με ταυτότητα μη τυχόν και δεν είμαστε 21 (δε ξέρω τι άκρη έβγαλαν με την ελληνική σαπίλα που ‘χουμε για ταυτότητα) μπήκαμε και πιάσαμε μια θέση απέναντι από το πολύ ωραίο μπαρ:

Το μαγαζί ήταν αρκετά μεγάλο κι εκτός του μπαρ με τις ωραίες βαρελίσιες σε τσουχτερή τιμή και τις μουσικάρες του, διέθετε και μεγάλη ποικιλία σε συσκευές Arcade video games τύπου Street fighter, Shinobi, NBA Jam κτλ που όσοι είναι λίγο +- 40 θα με καταλάβουν και θα νοσταλγήσουν.

Ο Νίκος έκανε την παραγγελία και με απορία τον είδα να αφήνει ταυτότητα στο μπαρ και να παίρνει τις δύο πρώτες μπύρες. Τι έγινε του λέω, έχουμε πρόσωπο; Φίλε έτσι είναι ‘δω μου αποκρίνεται, αφήνεις τον λογαριασμό ανοικτό και τα πληρώνεις στο τέλος αν θέλεις, αφού έτσι κι αλλιώς δε θα πιούμε μόνο μία, με ρώτησε.
Ωραίο σύστημα σκέφτηκα, πριν προλάβω όμως να το φιλοσοφήσω περισσότερο διαπίστωσα ότι είναι βλακωδέστατο, μιας και στις αναγραφόμενες τιμές δεν υπάρχει φόρος αλλά ούτε οι εξτρά υπηρεσίες που πολλές φορές πληρώνεις… Είναι εξωφρενικό κάθε φορά να μη ξέρεις τι θα πληρώσεις σ’ ένα μπαρ, τουλάχιστον στο 90% όσων είδαμε, κι αυτός ήταν ο κανόνας!
Μετά από μερικές γύρες είπαμε ν’ αλλάξουμε περιβάλλον προχωρώντας , συνεχίζοντας (που αλλού) σε μια Ιρλανδική, μιας και ειδικότερα στη ΝΥ υπάρχουν σε αφθονία. Σκαμπό λοιπόν στο μπαρ της Peter McManus, μπυρίτσα με αλλόκοτη χρέωση κι εδώ, παρατήρηση των ετερόκλητων πελατών, αλλα και κάτι που βλέπαμε πρώτη φορά, ΑΤΜ μες το μαγαζί όπως άλλωστε στα περισσότερα μπαρ που είδαν τα μάτια μας στην εκδρομή.

Ώρα 12 τοπική πήραμε το δρόμο της επιστροφής, τσακίζοντας κι ένα αλμυρό (σε τιμή και σε γεύση) παραδοσιακό hot dog, έτσι για το έθιμο.

Ήμασταν σχεδόν 24 ώρες στους δρόμους και η επόμενη μέρα ήταν απαιτητική…
Last edited: