psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.111
- Likes
- 56.335
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Πιστεύεις στα σημάδια; (οι πρώτες συζητήσεις)
- Ο μεγάλος σχεδιασμός της εκδρομής
- Έφτασ’ η μέρα
- Good Morning New York
- Απ’ τον ουρανό στις δυο ρόδες…
- Νύχτα, μέχρι …όσο πάει
- Φύγαμε για Louisiana
- Good morning NOLA
- Laissez les bon temps rouler (Ένα ατέλειωτο Party)
- Στο πάρκο, το μνημείο & την Mid-City
- WELCOME TO, NBA JAM!
- Στην απέναντι όχθη
- Goodbye Big Easy city
- Back to Big Apple
- Πλέοντας το Manhattan
- Αμέρικα ήταν και πάει…
- Απολογισμός – σύνοψη
Laissez les bon temps rouler (Ένα ατέλειωτο Party)
*Laissez les bon temps rouler, σε ελεύθερη μετάφραση «αφήστε τις καλές στιγμές να κυλήσουν», σύνθημα το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της Νέας Ορλεάνης, συνοψίζοντας το συναίσθημα, την κουλτούρα και το ατελείωτο party της πόλης.
Το παγωμένο μπυράκι του Check point υπενθύμισε απλά την πείνα μας, μιας μ’ αυτά και μ’ εκείνα δεν είχαμε τσιμπήσει τίποτα για πρωινό, με την ώρα να ‘χει περάσει κι εμάς να σκεφτόμαστε κατευθείαν το μεσημεριανό. Έτσι ανεβήκαμε γοργά την Esplanade και στρίψαμε στη Royal, με κατεύθυνση ένα κατάστημα που βρισκόταν στις σημειώσεις μας:
Αν φημίζεται για κάτι ακόμη η Νέα Ορλεάνη πέρα απ’ όσα ξακουστά έχει, είναι η κουζίνα της και ιδιαίτερα τα τεράστια παραδοσιακά τους σάντουιτς με την ονομασία «Po-Boy» που κυριαρχούν στη γαστρονομία της πόλης. Μπορεί να τα δοκιμάσει κάποιος σχεδόν παντού, όμως τα καλύτερα σημεία γι’ αυτό είναι τα μικρά μπακάλικα/παντοπωλεία που διαθέτουν κουζίνα και εξειδικεύονται στο συγκεκριμένο υπέροχο έδεσμα.
Ένα τέτοιο μπακάλικο ήταν και το «Verti Marte» ευρισκόμενο σε πολύ χαρακτηριστικό σημείο απέναντι απ’ το κτήριο Lalaurie Mansion, όπου φτάσαμε λίγα βήματα αργότερα.
Το στενόμακρο μαγαζάκι ήταν όντως (24ωρο) μπακάλικο όπως ακριβώς το φαντάζεστε, με τη μόνη διαφορά όμως ότι η κουζίνα στο βάθος διέθετε μια μεγάλη γκάμα φαγητών, έτοιμων ή κατά παραγγελία που μπορούσες να ψωνίσεις πέρα απ’ τα Po-Boys. Πληρώσαμε την αλμυρή τιμή των 13$ περίπου για κάθε σάντουιτς και περιμέναμε καρτερικά να ετοιμαστεί το πακέτο:
Μόλις παραλάβαμε βγήκαμε ξανά στο δρόμο με σκοπό να βρούμε κάπου ν’ αράξουμε για να φάμε, βλέποντας τυχαίες εικόνες μιας γειτονιάς που δεν είχε ξυπνήσει για τα καλά:
Το Latrobe Park ήταν το ιδανικό όπως νομίζαμε σημείο να ξεδιπλώσουμε αυτό το κτήνος που αγοράσαμε, αποτελούμενο από σχεδόν μια φρατζόλα ψωμί, ψητό βοδινό κρέας, ένα τυρί που δε θυμάμαι και λάχανο:
Κι αν δε μπορείτε να καταλάβετε το μέγεθος από αυτήν τη φωτογραφία, δείτε τη χαρά του Νίκου που παλεύει με το μισό (!) απ’ αυτό για να αντιληφθείτε:
Δε φάγαμε με την ησυχία μας, παρόλο που η μπάντα στο «Gazebo Cafe» έπαιζε καταπληκτικά (τόσο που σκεφτήκαμε να καθίσουμε για να πιούμε κάτι), καθώς ένας από τους ναρκομανείς που ξέμειναν στην πλατεία μας έγινε λίγο κολλιτσίδα:
-Να το μπαρ που είδαμε πριν, δε πάμε για κανένα χωνευτικό; Και πήγαμε, μιας και η τιμή 5$ για shot & beer ήταν μεγάλο δέλεαρ, σ’ ένα ωραίο σκοτεινό περιβάλλον, με μουσική rock & blues να παίζει από juke box κι ένα μπάρμαν χιουμορίστα κι επικοινωνιακό βγαλμένο από ταινία, σ’ ένα ακόμα πολύ ωραίο 24ωρο κατάστημα.
Πρωτύτερα όμως σταμπάραμε και το διπλανό κολλητά μαγαζί (Central Grocery and Deli), το παλαιότερο όπως ισχυρίζεται με τα επίσης γνωστά σάντουιτς αλλαντικών της πόλης, τα επονομαζόμενα muffuletta:
Ο συνδυασμός μπύρας/bourbon μας έδωσε την απαραίτητη ώθηση για τη συνέχεια, πηγαίνοντας πάλι προς την jackson square. Είχαμε γι’ ακόμα μια φορά την πληροφορία ότι κάποιος Έλληνας έχει καφέ μπαρ στην περιοχή οπότε ο Νίκος θέλησε να την ερευνήσει:
Εγώ πάλι προτίμησα να μείνω για τις φωτογραφίες και τα βίντεο μου απολαμβάνοντας για άλλη μια φορά τις μουσικάρες από την μπάντα της πλατείας. Το γλέντι είχε ανάψει, με τον χορό να μην αργεί να ξεκινήσει:
Κρίνοντας πως είναι η κατάλληλη στιγμή για φωτογραφίες επιστρέψαμε στο labranche house που ευτυχώς είχε αρκετούς περαστικούς για να μας βγάλουν εκείνη την ώρα, αλλά και πλανόδιους ακροβάτες… Όπως τι βρίσκει καθένας:
Απείχαμε μόλις λίγα μέτρα από το ιστορικό Preservation Hall όπου και ήταν η επόμενη επίσκεψη μας. Το κτήριο του οργανισμού επί της ουσίας που λειτουργεί από το 1961 αποτελεί ένα από τα πιο γνήσια κομμάτια της κουλτούρας της πόλης, μιας και οι παλαιότεροι jazz μουσικοί μεταλαμπαδεύουν τις γνώσεις τους στους νεότερους που θέλουν ν’ ασχοληθούν με το αντικείμενο:
Κάθε μέρα σχεδόν διοργανώνονται συναυλίες στον προαύλιο χώρο του, όπου με μια ενιαία είσοδο μπορείς να απολαύσεις αρκετούς μουσικούς της πόλης. Δυστυχώς για εκείνη και την επόμενη μέρα τα εισιτήρια θεάματος είχαν ξεπουλήσει, είχαμε ωστόσο την επιλογή για τις μεθεπόμενες:
-Ωραία μπάρα αυτή η Molly's εδώ απέναντι, δε πάμε για μια ΙΡΑ; Πήγαμε και σ’ αυτό, μ’ εμένα να τα βρίσκω αμέσως με την barwoman για το μπλουζάκι του Number of the beast που φορούσε.
«Θα δοκιμάσετε τεκίλα παιδιά;» μας ρώτησε ένας τύπος πιθανώς του μαγαζιού που πάλευε ν' ανοίξει ένα μπουκάλι λευκής μεξικανικής. Εννοείται, μη σε προσβάλλουμε...
Πόσο να μείνουμε στον καθαρό αέρα; Οι ατάκες γεμάτες χιούμορ του τύπου έξω από το Bourbon Heat μας ξανακάθισαν γρήγορα στο μπαρ, όχι όμως έτσι απλά όπως πριν:
Τα όργανα είχαν ήδη κουρδίσει και οι μελωδίες ατόφιου Αμερικανικού blues άρχισαν να σκορπίζονται στον αέρα μέσα κι έξω απ' το μπαρ:
Ζούσαμε τη μαγεία της Bourbon street εκτός ωραρίου κίνησης, μέρα μεσημέρι, που δε θέλαμε επ’ ουδενί να τελειώσει κι ευτυχώς κράτησε για ώρα:
- Απ’ το ένα θα βγαίνουμε στο άλλο θα μπαίνουμε ρε φίλε;
- Γιατί τι πειράζει;
Προφανώς και δε πειράζει. Το κασκόλ γνωστής ελληνικής ομάδας άλλωστε στο βάθος του Fritzel’s jazz pub μας έκανε προς στιγμής να πιστέψουμε ότι βρήκαμε τον Έλληνα, κάτι που ο ηλικιωμένος μπάρμαν του καταστήματος δεν επιβεβαίωσε. Απίστευτη μουσική σκηνή και εκεί, με τον πιανίστα παρουσιαστικού Φώτη Κατσικάρη να μη γεμίζει εκ των προτέρων το μάτι, όμως το παίξιμο του και η βραχνή jazz φωνάρα του στα τραγούδια λες και δε τραγουδούσε λευκός, ήταν τελικά όλα τα λεφτά:
Βέβαια οι μουσικές δεν είχαν ξεκινήσει μόνο μέσα στα μπαρ αλλά κι έξω από αυτά, σε αρκετές από της γωνίες του French Quarter, στην υπέροχη και ιδιαίτερη αυτή πόλη. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που ένιωθα ότι δε πατούσα στην Αμερική αλλά σε κάποια πόλη της Καραϊβικής:
Είχαμε στεγνώσει όσο να ναι, οπότε ένα πέρασμα από το Harry’s Corner με την ιδιαίτερη μπατσοδιακόσμηση (και όχι μόνο) ήταν θεμιτό. Μια βρώμα τρύπησε αμέσως τα ρουθούνια μου, αποτέλεσμα νομίζω του σπορ της καταβρόχθισης καβουριών, συνηθισμένο σε τέτοιες περιοχές ακόμη και μες τα μπαρ.
Πιάσαμε την κουβέντα μ’ ένα ζευγάρι 70ρηδων (τουλάχιστον), διαπιστώνοντας παράλληλα ότι ήταν η ώρα που οι περισσότεροι ντόπιοι σχολούσαν απ’ τη δουλειά τους κι έκαναν ένα πέρασμα από τα μπαρ για χαλάρωμα.
Η κυρία που κατέβαζε τις καϊπιρίνιες πιο γρήγορα από μένα ήταν σαφέστατη:
Εμείς πάλι πήραμε το γνωστό δρόμο προς το Αβαείο που μας είχε αρέσει ιδιαίτερα. Έπρεπε να δοκιμάσουμε και τις άλλες δύο μπύρες της προσφοράς που μας είχαν γυαλίσει και να τις συνδυάσουμε με το «Fireball» ένα ουίσκι γλυκό με κανέλλα που τιμούσαν κατ’ εξοχήν όλοι έναντι του bourbon. Ωραία πράγματα:
Ξάφνου άρχισα να συνειδητοποιώ την απίστευτη χαρά που ένιωθα. Ήμουν σ’ ένα μπαρ της Louisiana, έπινα το ποτό μου και το τζουκ μποξ πλημμύρισε το χώρο με τις μελωδίες των αγαπημένων μου Lynyrd Skynyrd, γνήσιων τέκνων του αμερικανικού νότου, με το πασίγνωστο τραγούδι – ωδή της αγάπης της μητέρας προς τον γιο της. Τι άλλο μπορούσα να ζητήσω εκείνη τη στιγμή;
Η ώρα ήταν σχεδόν 7 όταν πήραμε τα πόδια μας παρέα με μια βαριά ζαλάδα μέσω της Decatur St προς το κέντρο. Είπαμε να φύγουμε για να μη βουλιάξουμε το βράδυ, ποιο βράδυ δηλαδή που σχεδόν είχαμε βουλιάξει:
Απαρνηθήκαμε τη Jackson brewing company που ήταν στο δρόμο μας συνεχίζοντας σχεδόν απερίσπαστοι:
Λέω σχεδόν γιατί η ατάκα «ωραία μπάρα ρε φίλε, δε πάμε να πιούμε ένα;» ακούστηκε για πολλοστή φορά εκείνη τη μέρα, με το Νίκο να μη μου χαλάει χατίρι. Όντως ωραία μπάρα η Kerry Irish Pub με κολλημένα δολάρια παντού και φυσικά τη σημαία της Ιρλανδίας στο βάθος:
«Σε παίζω κι ένα μπιλιάρδο - στοίχημα για το επόμενο» είπα με περίσσιο θράσος αν και είχα να παίξω χρόνια, το οποίο από την αλαζονεία μου εννοείται ότι έχασα, μαζί με το στοίχημα ενός Αμερικανού που ήρθε στα ξεκάρφωτα και πόνταρε πάνω μου.
Χαλάλι, πόσες φορές θα χα την ευκαιρία να το ζήσω όλο αυτό;
Δε χρειάζεται να περιγράψω πως φτάσαμε στην Canal st για να πάρουμε το τραμ κανένα 2ωρο μετά. Ένα τραμ που περίμενε την αφεντιά μου για κανένα λεπτό, μιας και προσπαθούσα να περάσω το εισιτήριο από τον αναγνώστη ανεπιτυχώς. Λογικό, αν προσπαθείς να χτυπήσεις αυτό της Νέας Υόρκης στη Νέα Ορλεάνη… Ευτυχώς οι ευγενέστατοι άνθρωποι δε μ’ άρχισαν στα καντήλια.
Με την πείνα να έχει χτυπήσει κόκκινο οδηγηθήκαμε για ένα παραδοσιακό αμερικανικό γεύμα πριν επιστρέψουμε στο Hostel:
Ο φύλακας του χώρου μας περίμενε στο πεζούλι της εξώπορτας αυτή τη φορά:
Τελικά δε κάψαμε το βράδυ.
Πιάσαμε βράδυ με την επιπλέον βόλτα να κρίνεται περιττή. Καλή είναι και η αυλή του hostel για σβήσιμο.
Είχαμε εξάλλου κάνει πολλά. Γλεντούσαμε στην πόλη του γλεντιού όπως έπρεπε…
Mama told me when I was young
"Come sit beside me, my only son
And listen closely to what I say
And if you do this it'll help you
Some sunny day"
And be a simple kind of man
Oh, be something you love and understand
Baby, be a simple kind of man
Oh, won't you do this for me son, if you can?
*Laissez les bon temps rouler, σε ελεύθερη μετάφραση «αφήστε τις καλές στιγμές να κυλήσουν», σύνθημα το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της Νέας Ορλεάνης, συνοψίζοντας το συναίσθημα, την κουλτούρα και το ατελείωτο party της πόλης.
Το παγωμένο μπυράκι του Check point υπενθύμισε απλά την πείνα μας, μιας μ’ αυτά και μ’ εκείνα δεν είχαμε τσιμπήσει τίποτα για πρωινό, με την ώρα να ‘χει περάσει κι εμάς να σκεφτόμαστε κατευθείαν το μεσημεριανό. Έτσι ανεβήκαμε γοργά την Esplanade και στρίψαμε στη Royal, με κατεύθυνση ένα κατάστημα που βρισκόταν στις σημειώσεις μας:


Αν φημίζεται για κάτι ακόμη η Νέα Ορλεάνη πέρα απ’ όσα ξακουστά έχει, είναι η κουζίνα της και ιδιαίτερα τα τεράστια παραδοσιακά τους σάντουιτς με την ονομασία «Po-Boy» που κυριαρχούν στη γαστρονομία της πόλης. Μπορεί να τα δοκιμάσει κάποιος σχεδόν παντού, όμως τα καλύτερα σημεία γι’ αυτό είναι τα μικρά μπακάλικα/παντοπωλεία που διαθέτουν κουζίνα και εξειδικεύονται στο συγκεκριμένο υπέροχο έδεσμα.
Ένα τέτοιο μπακάλικο ήταν και το «Verti Marte» ευρισκόμενο σε πολύ χαρακτηριστικό σημείο απέναντι απ’ το κτήριο Lalaurie Mansion, όπου φτάσαμε λίγα βήματα αργότερα.
Το στενόμακρο μαγαζάκι ήταν όντως (24ωρο) μπακάλικο όπως ακριβώς το φαντάζεστε, με τη μόνη διαφορά όμως ότι η κουζίνα στο βάθος διέθετε μια μεγάλη γκάμα φαγητών, έτοιμων ή κατά παραγγελία που μπορούσες να ψωνίσεις πέρα απ’ τα Po-Boys. Πληρώσαμε την αλμυρή τιμή των 13$ περίπου για κάθε σάντουιτς και περιμέναμε καρτερικά να ετοιμαστεί το πακέτο:

Μόλις παραλάβαμε βγήκαμε ξανά στο δρόμο με σκοπό να βρούμε κάπου ν’ αράξουμε για να φάμε, βλέποντας τυχαίες εικόνες μιας γειτονιάς που δεν είχε ξυπνήσει για τα καλά:


Το Latrobe Park ήταν το ιδανικό όπως νομίζαμε σημείο να ξεδιπλώσουμε αυτό το κτήνος που αγοράσαμε, αποτελούμενο από σχεδόν μια φρατζόλα ψωμί, ψητό βοδινό κρέας, ένα τυρί που δε θυμάμαι και λάχανο:

Κι αν δε μπορείτε να καταλάβετε το μέγεθος από αυτήν τη φωτογραφία, δείτε τη χαρά του Νίκου που παλεύει με το μισό (!) απ’ αυτό για να αντιληφθείτε:

Δε φάγαμε με την ησυχία μας, παρόλο που η μπάντα στο «Gazebo Cafe» έπαιζε καταπληκτικά (τόσο που σκεφτήκαμε να καθίσουμε για να πιούμε κάτι), καθώς ένας από τους ναρκομανείς που ξέμειναν στην πλατεία μας έγινε λίγο κολλιτσίδα:

-Να το μπαρ που είδαμε πριν, δε πάμε για κανένα χωνευτικό; Και πήγαμε, μιας και η τιμή 5$ για shot & beer ήταν μεγάλο δέλεαρ, σ’ ένα ωραίο σκοτεινό περιβάλλον, με μουσική rock & blues να παίζει από juke box κι ένα μπάρμαν χιουμορίστα κι επικοινωνιακό βγαλμένο από ταινία, σ’ ένα ακόμα πολύ ωραίο 24ωρο κατάστημα.
Πρωτύτερα όμως σταμπάραμε και το διπλανό κολλητά μαγαζί (Central Grocery and Deli), το παλαιότερο όπως ισχυρίζεται με τα επίσης γνωστά σάντουιτς αλλαντικών της πόλης, τα επονομαζόμενα muffuletta:

Ο συνδυασμός μπύρας/bourbon μας έδωσε την απαραίτητη ώθηση για τη συνέχεια, πηγαίνοντας πάλι προς την jackson square. Είχαμε γι’ ακόμα μια φορά την πληροφορία ότι κάποιος Έλληνας έχει καφέ μπαρ στην περιοχή οπότε ο Νίκος θέλησε να την ερευνήσει:


Εγώ πάλι προτίμησα να μείνω για τις φωτογραφίες και τα βίντεο μου απολαμβάνοντας για άλλη μια φορά τις μουσικάρες από την μπάντα της πλατείας. Το γλέντι είχε ανάψει, με τον χορό να μην αργεί να ξεκινήσει:

Κρίνοντας πως είναι η κατάλληλη στιγμή για φωτογραφίες επιστρέψαμε στο labranche house που ευτυχώς είχε αρκετούς περαστικούς για να μας βγάλουν εκείνη την ώρα, αλλά και πλανόδιους ακροβάτες… Όπως τι βρίσκει καθένας:

Απείχαμε μόλις λίγα μέτρα από το ιστορικό Preservation Hall όπου και ήταν η επόμενη επίσκεψη μας. Το κτήριο του οργανισμού επί της ουσίας που λειτουργεί από το 1961 αποτελεί ένα από τα πιο γνήσια κομμάτια της κουλτούρας της πόλης, μιας και οι παλαιότεροι jazz μουσικοί μεταλαμπαδεύουν τις γνώσεις τους στους νεότερους που θέλουν ν’ ασχοληθούν με το αντικείμενο:

Κάθε μέρα σχεδόν διοργανώνονται συναυλίες στον προαύλιο χώρο του, όπου με μια ενιαία είσοδο μπορείς να απολαύσεις αρκετούς μουσικούς της πόλης. Δυστυχώς για εκείνη και την επόμενη μέρα τα εισιτήρια θεάματος είχαν ξεπουλήσει, είχαμε ωστόσο την επιλογή για τις μεθεπόμενες:

-Ωραία μπάρα αυτή η Molly's εδώ απέναντι, δε πάμε για μια ΙΡΑ; Πήγαμε και σ’ αυτό, μ’ εμένα να τα βρίσκω αμέσως με την barwoman για το μπλουζάκι του Number of the beast που φορούσε.
«Θα δοκιμάσετε τεκίλα παιδιά;» μας ρώτησε ένας τύπος πιθανώς του μαγαζιού που πάλευε ν' ανοίξει ένα μπουκάλι λευκής μεξικανικής. Εννοείται, μη σε προσβάλλουμε...

Πόσο να μείνουμε στον καθαρό αέρα; Οι ατάκες γεμάτες χιούμορ του τύπου έξω από το Bourbon Heat μας ξανακάθισαν γρήγορα στο μπαρ, όχι όμως έτσι απλά όπως πριν:

Τα όργανα είχαν ήδη κουρδίσει και οι μελωδίες ατόφιου Αμερικανικού blues άρχισαν να σκορπίζονται στον αέρα μέσα κι έξω απ' το μπαρ:

Ζούσαμε τη μαγεία της Bourbon street εκτός ωραρίου κίνησης, μέρα μεσημέρι, που δε θέλαμε επ’ ουδενί να τελειώσει κι ευτυχώς κράτησε για ώρα:
- Απ’ το ένα θα βγαίνουμε στο άλλο θα μπαίνουμε ρε φίλε;
- Γιατί τι πειράζει;
Προφανώς και δε πειράζει. Το κασκόλ γνωστής ελληνικής ομάδας άλλωστε στο βάθος του Fritzel’s jazz pub μας έκανε προς στιγμής να πιστέψουμε ότι βρήκαμε τον Έλληνα, κάτι που ο ηλικιωμένος μπάρμαν του καταστήματος δεν επιβεβαίωσε. Απίστευτη μουσική σκηνή και εκεί, με τον πιανίστα παρουσιαστικού Φώτη Κατσικάρη να μη γεμίζει εκ των προτέρων το μάτι, όμως το παίξιμο του και η βραχνή jazz φωνάρα του στα τραγούδια λες και δε τραγουδούσε λευκός, ήταν τελικά όλα τα λεφτά:

Βέβαια οι μουσικές δεν είχαν ξεκινήσει μόνο μέσα στα μπαρ αλλά κι έξω από αυτά, σε αρκετές από της γωνίες του French Quarter, στην υπέροχη και ιδιαίτερη αυτή πόλη. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που ένιωθα ότι δε πατούσα στην Αμερική αλλά σε κάποια πόλη της Καραϊβικής:


Είχαμε στεγνώσει όσο να ναι, οπότε ένα πέρασμα από το Harry’s Corner με την ιδιαίτερη μπατσοδιακόσμηση (και όχι μόνο) ήταν θεμιτό. Μια βρώμα τρύπησε αμέσως τα ρουθούνια μου, αποτέλεσμα νομίζω του σπορ της καταβρόχθισης καβουριών, συνηθισμένο σε τέτοιες περιοχές ακόμη και μες τα μπαρ.

Πιάσαμε την κουβέντα μ’ ένα ζευγάρι 70ρηδων (τουλάχιστον), διαπιστώνοντας παράλληλα ότι ήταν η ώρα που οι περισσότεροι ντόπιοι σχολούσαν απ’ τη δουλειά τους κι έκαναν ένα πέρασμα από τα μπαρ για χαλάρωμα.
Η κυρία που κατέβαζε τις καϊπιρίνιες πιο γρήγορα από μένα ήταν σαφέστατη:
- Don’t waste your night time at the Bourbon street, go to Frenchmen
Εμείς πάλι πήραμε το γνωστό δρόμο προς το Αβαείο που μας είχε αρέσει ιδιαίτερα. Έπρεπε να δοκιμάσουμε και τις άλλες δύο μπύρες της προσφοράς που μας είχαν γυαλίσει και να τις συνδυάσουμε με το «Fireball» ένα ουίσκι γλυκό με κανέλλα που τιμούσαν κατ’ εξοχήν όλοι έναντι του bourbon. Ωραία πράγματα:


Ξάφνου άρχισα να συνειδητοποιώ την απίστευτη χαρά που ένιωθα. Ήμουν σ’ ένα μπαρ της Louisiana, έπινα το ποτό μου και το τζουκ μποξ πλημμύρισε το χώρο με τις μελωδίες των αγαπημένων μου Lynyrd Skynyrd, γνήσιων τέκνων του αμερικανικού νότου, με το πασίγνωστο τραγούδι – ωδή της αγάπης της μητέρας προς τον γιο της. Τι άλλο μπορούσα να ζητήσω εκείνη τη στιγμή;
Η ώρα ήταν σχεδόν 7 όταν πήραμε τα πόδια μας παρέα με μια βαριά ζαλάδα μέσω της Decatur St προς το κέντρο. Είπαμε να φύγουμε για να μη βουλιάξουμε το βράδυ, ποιο βράδυ δηλαδή που σχεδόν είχαμε βουλιάξει:

Απαρνηθήκαμε τη Jackson brewing company που ήταν στο δρόμο μας συνεχίζοντας σχεδόν απερίσπαστοι:


Λέω σχεδόν γιατί η ατάκα «ωραία μπάρα ρε φίλε, δε πάμε να πιούμε ένα;» ακούστηκε για πολλοστή φορά εκείνη τη μέρα, με το Νίκο να μη μου χαλάει χατίρι. Όντως ωραία μπάρα η Kerry Irish Pub με κολλημένα δολάρια παντού και φυσικά τη σημαία της Ιρλανδίας στο βάθος:

«Σε παίζω κι ένα μπιλιάρδο - στοίχημα για το επόμενο» είπα με περίσσιο θράσος αν και είχα να παίξω χρόνια, το οποίο από την αλαζονεία μου εννοείται ότι έχασα, μαζί με το στοίχημα ενός Αμερικανού που ήρθε στα ξεκάρφωτα και πόνταρε πάνω μου.
Χαλάλι, πόσες φορές θα χα την ευκαιρία να το ζήσω όλο αυτό;

Δε χρειάζεται να περιγράψω πως φτάσαμε στην Canal st για να πάρουμε το τραμ κανένα 2ωρο μετά. Ένα τραμ που περίμενε την αφεντιά μου για κανένα λεπτό, μιας και προσπαθούσα να περάσω το εισιτήριο από τον αναγνώστη ανεπιτυχώς. Λογικό, αν προσπαθείς να χτυπήσεις αυτό της Νέας Υόρκης στη Νέα Ορλεάνη… Ευτυχώς οι ευγενέστατοι άνθρωποι δε μ’ άρχισαν στα καντήλια.

Με την πείνα να έχει χτυπήσει κόκκινο οδηγηθήκαμε για ένα παραδοσιακό αμερικανικό γεύμα πριν επιστρέψουμε στο Hostel:

Ο φύλακας του χώρου μας περίμενε στο πεζούλι της εξώπορτας αυτή τη φορά:

Τελικά δε κάψαμε το βράδυ.
Πιάσαμε βράδυ με την επιπλέον βόλτα να κρίνεται περιττή. Καλή είναι και η αυλή του hostel για σβήσιμο.

Είχαμε εξάλλου κάνει πολλά. Γλεντούσαμε στην πόλη του γλεντιού όπως έπρεπε…
Mama told me when I was young
"Come sit beside me, my only son
And listen closely to what I say
And if you do this it'll help you
Some sunny day"
And be a simple kind of man
Oh, be something you love and understand
Baby, be a simple kind of man
Oh, won't you do this for me son, if you can?
Last edited: