Η διαδρομή προς τη Τζαϊσαλμέρ είναι κατ’ αρχήν μονότονη. Το τοπίο σιγά, σιγά ερημώνει και το μόνο που βλέπει κανείς είναι κάποιους πλίθινους οικισμούς μέσα στο πουθενά απ’ όπου το πρωί παιδιά με την απαραίτητη στολή και το μεταλλικό κουτάκι με νερό ή γάλα ξεφυτρώνουνε και κινούνε για το σχολείο. Μα πού να βρίσκεται αυτό το σχολείο? Μείναμε με την απορία.
Μεταξύ των υπολοίπων ο οδηγός μας δεν ξέρει να διαβάζει κα αγγλικά. Περάσαμε μία τεράστια πινακίδα, η οποία οδηγούσε αριστερά προς την Τζαϊσαλμέρ. Εμείς όμως στρίψαμε δεξιά. Δεν διαμαρτυρηθήκαμε, πρώτον γιατί αυτός κάτι ξέρει παραπάνω από εμάς, όπως είπε ο Π. και δεύτερον μήπως ήθελε να μας πάει πάλι από κάποια πιο ενδιαφέρουσα διαδρομή? Τελικά μετά από περίπου 15 χλμ.- ευτυχώς – μία πινακίδα στα ινδικά πλέον κάτι δείχνει, που εμείς δεν κατανοούμε, αλλά ευτυχώς αυτός. Οπότε αφού ρωτάει κάποιον, που ο θεός Κρίσνα τον έστειλε στην μέση του πουθενά, κάνουμε μία ωραιότατη αναστροφή και μετά από 3 ώρες περίπου φτάνουμε στην Τζαϊσαλμέρ, την χρυσή πόλη.
Το ξενοδοχείο μας το Rang Mahal βρίσκεται περίπου 1 χλμ. έξω από την πόλη, όπου παρατηρείται μεγάλη ανοικοδόμηση, κυρίως από μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Είναι χτισμένο με την πέτρα της ερήμου και φαντάζει και αυτό να λαμπυρίζει κάτω από τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο. Η ζέστη είναι ανυπόφορη για μας, περίπου 50 βαθμοί και έτσι κλινόμαστε στα δωμάτια με τα κλιματιστικά μας και δίνουμε ραντεβού με τον οδηγό μας στις επτά η ώρα το βράδυ. Φυσικά και εδώ δεν υπάρχει κρύο νερό, αλλά το κάναμε πάλι θέμα πιο πολύ από περιέργεια, για να ακούσουμε τι θα μας πούνε. Ο νεαρός που ανέβηκε να το ελέγξει μας έδειξε ένα κόλπο. Ένας κρατάει το καζανάκι συνέχεια να τρέχει με καυτό νερό, ενώ ο άλλος κάνει μπάνιο. Το νερό σπάει κάπως, ισχυρίζεται. Τον ευχαριστούμε και μέσα στην απελπισία μας το δοκιμάζουμε κιόλας. Ο Π. γλύτωσε στο τσακ από εγκαύματα πρώτου βαθμού. Παρεμπιπτόντως εγκαύματα μπορεί κανείς να πάθει σε κρίσιμα σημεία του σώματος, αν κατά λάθος αντί να πατήσει το κουμπί για το καζανάκι, πατήσει το άλλο κουμπί που έχουν στις ινδικές τουαλέτες και το οποίο ρίχνει νερό με πίεση στον ποπό. Κάναμε τελικά μπάνιο με ανοιχτή την μπαταρία του ζεστού νερού, το οποίο ήταν πιο υποφερτό. Κάνοντας ζάπινγκ ανακαλύψαμε, πως πιάναμε το δορυφορικό πρόγραμμα της ΕΤ. Πέσαμε στις ειδήσεις των 3, αφού πηγαίναμε δυόμισι ώρες μπροστά. Ήταν η πρώτη μας επαφή με την Ελλάδα μετά από δύο εβδομάδες περίπου. Μετά τα πρώτα νέα, μακαρίσαμε την τύχη μας στους 50 βαθμούς της Τζαϊσαλμέρ και προτιμήσαμε τα ινδικά απογευματινά σίριαλ, που παρακολουθούσαμε πλέον με μανία.
Το βράδυ ανεβήκαμε στην παλιά πόλη. Περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα μέσα στα στενά της, για να καταλήξουμε στο μόνο κλειστό κλιματιζόμενο εστιατόριο, πάνω ακριβώς από την κεντρική είσοδο στην πλατεία Gopa Chowk. Είναι μία πιτσαρία και αν και συμπαθητική, είναι λιγάκι σκοτεινή και στενάχωρη. Ο εξωτερικός της χώρος, όπως και των περισσοτέρων εστιατορίων έχει καταπληκτική θέα στην παλιά πόλη, αλλά όσο και καλοπροαίρετος να είσαι δεν την παλεύεις την ζέστη.
Γυρίσαμε αργά στο ξενοδοχείο και περάσαμε άλλο ένα μπολιγουντιανό βράδυ.
Μεταξύ των υπολοίπων ο οδηγός μας δεν ξέρει να διαβάζει κα αγγλικά. Περάσαμε μία τεράστια πινακίδα, η οποία οδηγούσε αριστερά προς την Τζαϊσαλμέρ. Εμείς όμως στρίψαμε δεξιά. Δεν διαμαρτυρηθήκαμε, πρώτον γιατί αυτός κάτι ξέρει παραπάνω από εμάς, όπως είπε ο Π. και δεύτερον μήπως ήθελε να μας πάει πάλι από κάποια πιο ενδιαφέρουσα διαδρομή? Τελικά μετά από περίπου 15 χλμ.- ευτυχώς – μία πινακίδα στα ινδικά πλέον κάτι δείχνει, που εμείς δεν κατανοούμε, αλλά ευτυχώς αυτός. Οπότε αφού ρωτάει κάποιον, που ο θεός Κρίσνα τον έστειλε στην μέση του πουθενά, κάνουμε μία ωραιότατη αναστροφή και μετά από 3 ώρες περίπου φτάνουμε στην Τζαϊσαλμέρ, την χρυσή πόλη.
Το ξενοδοχείο μας το Rang Mahal βρίσκεται περίπου 1 χλμ. έξω από την πόλη, όπου παρατηρείται μεγάλη ανοικοδόμηση, κυρίως από μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Είναι χτισμένο με την πέτρα της ερήμου και φαντάζει και αυτό να λαμπυρίζει κάτω από τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο. Η ζέστη είναι ανυπόφορη για μας, περίπου 50 βαθμοί και έτσι κλινόμαστε στα δωμάτια με τα κλιματιστικά μας και δίνουμε ραντεβού με τον οδηγό μας στις επτά η ώρα το βράδυ. Φυσικά και εδώ δεν υπάρχει κρύο νερό, αλλά το κάναμε πάλι θέμα πιο πολύ από περιέργεια, για να ακούσουμε τι θα μας πούνε. Ο νεαρός που ανέβηκε να το ελέγξει μας έδειξε ένα κόλπο. Ένας κρατάει το καζανάκι συνέχεια να τρέχει με καυτό νερό, ενώ ο άλλος κάνει μπάνιο. Το νερό σπάει κάπως, ισχυρίζεται. Τον ευχαριστούμε και μέσα στην απελπισία μας το δοκιμάζουμε κιόλας. Ο Π. γλύτωσε στο τσακ από εγκαύματα πρώτου βαθμού. Παρεμπιπτόντως εγκαύματα μπορεί κανείς να πάθει σε κρίσιμα σημεία του σώματος, αν κατά λάθος αντί να πατήσει το κουμπί για το καζανάκι, πατήσει το άλλο κουμπί που έχουν στις ινδικές τουαλέτες και το οποίο ρίχνει νερό με πίεση στον ποπό. Κάναμε τελικά μπάνιο με ανοιχτή την μπαταρία του ζεστού νερού, το οποίο ήταν πιο υποφερτό. Κάνοντας ζάπινγκ ανακαλύψαμε, πως πιάναμε το δορυφορικό πρόγραμμα της ΕΤ. Πέσαμε στις ειδήσεις των 3, αφού πηγαίναμε δυόμισι ώρες μπροστά. Ήταν η πρώτη μας επαφή με την Ελλάδα μετά από δύο εβδομάδες περίπου. Μετά τα πρώτα νέα, μακαρίσαμε την τύχη μας στους 50 βαθμούς της Τζαϊσαλμέρ και προτιμήσαμε τα ινδικά απογευματινά σίριαλ, που παρακολουθούσαμε πλέον με μανία.
Το βράδυ ανεβήκαμε στην παλιά πόλη. Περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα μέσα στα στενά της, για να καταλήξουμε στο μόνο κλειστό κλιματιζόμενο εστιατόριο, πάνω ακριβώς από την κεντρική είσοδο στην πλατεία Gopa Chowk. Είναι μία πιτσαρία και αν και συμπαθητική, είναι λιγάκι σκοτεινή και στενάχωρη. Ο εξωτερικός της χώρος, όπως και των περισσοτέρων εστιατορίων έχει καταπληκτική θέα στην παλιά πόλη, αλλά όσο και καλοπροαίρετος να είσαι δεν την παλεύεις την ζέστη.
Γυρίσαμε αργά στο ξενοδοχείο και περάσαμε άλλο ένα μπολιγουντιανό βράδυ.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160