Ξυπνήσαμε κάθιδροι αξημέρωτα, μια και έπρεπε να αναχωρήσουμε στις 6, ώστε να προλάβουμε την πτήση μας για Βαρανάσι. Ο οδηγός μας ορεξάτος αποφάσισε να μας αποδείξει τις οδηγητικές του ικανότητες στον κακοτράχαλο χωραφόδρομο που ακολουθήσαμε. Ράλι Παρίσι - Ντακάρ μου θύμισε η διαδρομή. Αυτός προφανώς βιαζόταν να μας ξεφορτωθεί, εμείς να φτάσουμε γρήγορα στο Δελχί και έτσι σιωπήσαμε και μετά από 4 ώρες περίπου όταν βγήκαμε σε Highway ευχαριστήσαμε όλους τους θεούς της Ινδίας.
Φτάσαμε σε λάθος αεροδρόμιο φυσικά, μια και οι εσωτερικές πτήσεις αναχωρούν από άλλο αεροδρόμιο ευτυχώς παραδίπλα. Διαβάζοντας τις κατατοπιστικότατες πινακίδες καθοδηγήσαμε τον οδηγό μας στο σωστό αεροδρόμιο, όπου αφού ανταλλάξαμε δήθεν φιλοφρονήσεις και τον χαρτζιλικώσαμε αμυδρά, στηθήκαμε στα γκισέ της Spice Jet. Μετά το απαραίτητο τσέκιν, περάσαμε τον πιο εξονυχιστικό έλεγχο, καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού μας. Μας πήρανε όλους τους αναπτήρες, αλλά παραδόξως μας επιτρέψανε να πάρουμε τα νερά μας. Κάθε χειραποσκευή, ακόμη και η φωτογραφική μηχανή φέρει πάνω της μετά ένα καρτελάκι με την απαραίτητη σφραγίδα. Αναζητήσαμε το καπνιστήριο, όπου παρατηρήσαμε πως όλοι κυκλοφορούσαν με σπίρτα. Μετανιώσαμε που δεν καταδεχτήκαμε τα σπίρτα από τα ξενοδοχεία όπου προσφέρονταν και παρακαλέσαμε για φωτιά, μια και οι ηλεκτρονικοί αναπτήρες δεν λειτουργούσαν.
Η πτήση για Βαρανάσι συγκρίνεται με το πρωινό Παρίσι – Ντακάρ. Αν και ο καιρός ήταν καλός δεν έλειπαν οι αναταράξεις και κατά την προσγείωση χάσαμε λίγο το χρώμα μας.
Άφιξη στο Βαρανάσι, την ιερότερη των ιερών πόλεων στην Ινδία. Ότι είναι η Μέκκα για τους Μουσουλμάνους και η Ιερουσαλήμ για τους Χριστιανούς αποτελεί το Βαρανάσι για τους Ινδουιστές. Ο Μαρκ Τουαίην είπε πως το Βαρανάσι είναι αρχαιότερο από την ιστορία, αρχαιότερο των παραδόσεων και των θρύλων και δείχνει αρχαιότερο από όλα αυτά μαζί. Το πόσο δίκαιο είχε θα το ανακαλύπταμε τις επόμενς ημέρες…
Η αίθουσα αφίξεων στο Βαρανάσι ήταν ένας μικρός χώρος, όπου με το ζόρι χωρούσαμε όλοι οι επιβάτες. Ο μοναδικός ιμάντας δούλευε με ταχύτητα χελώνας.
Όταν επιτέλους φτάσανε όλες οι αποσκευές, μας ζητήθηκαν τα αποκόμματα από τις κάρτες επιβίβασης για να γίνει επιβεβαίωση. Όπως πάντα την είχα αφήσει στο αεροπλάνο και έτσι μου ζητήθηκε διαβατήριο για ταυτοποίηση.
Ο οδηγός που μας περίμενε αποδείχθηκε ένας ευγενικότατος νεαρός Ινδός με τα ούτε βασικά αγγλικά φυσικά. Παρ’ όλα αυτά κατά την διαδρομή προς την πόλη μας εξηγούσε ό,τι σε μας φαινόταν αξιοπερίεργο. Είδαμε ομάδες από νεαρούς ντυμένους στα πορτοκαλί και ξυπόλυτους να κουβαλάνε με ένα στολισμένο μεγάλο μπαστούνι στους ώμους τους δύο μικρά βαρελάκια. Μας εξήγησε πως σε τρεις μέρες ήταν η γιορτή του Θεού Σίβα και πως πηγαίνανε στον Γάγγη, για να πάρουν νερό και να το προσφέρουν στον Θεό τους. Η διαδρομή ήταν περίπου 28 χλμ. πήγαινε έλα. Τις επόμενες μέρες θα βλέπαμε εκατοντάδες νέους σε ομάδες ντυμένους στα πορτοκαλί να ανεβοκατεβαίνουν ακούραστοι αυτήν την διαδρομή εκπληρώνοντας ίσως ένα τάμα τους. Λίγο παρακάτω μπροστά μας, φορτωμένος στην οροφή πάνω σ’ ένα τρίκυκλο ρίκσα ένα νεκρός ντυμένος και στολισμένος στα χρυσά χοροπηδούσε σε κάθε λακκούβα, ενώ μέσα στο όχημα στριμωγμένοι δεκάδες στην κυριολεξία συγγενείς τον συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, την mother Gagga ( μητέρα Γάγγης). Οι δρόμοι μία ατελείωτη πανδαισία χρωμάτων. Μία ζωντανή πόλη, τελείως διαφορετική από αυτές που επισκεφτήκαμε μέχρι τώρα.
Το ξενοδοχείο μας το Hindustan International αποδείχτηκε επίσης πάρα πολύ καλό, καθαρό και με πολύ ευγενικό προσωπικό. Όταν φτάσαμε ήταν πλέον αργά το απόγευμα. Ξεκουραστήκαμε και ζητήσαμε από τον οδηγό μας να μας πάει σ’ ένα εστιατόριο με θέα τον Γαγγη στο Lotus Lounge στο Raja Ghat. Προσπαθεί να μας μεταπείσει, λόγω του ότι είναι μακριά και θα συναντήσουμε κίνηση και καλύτερα να πάμε σ’ ένα κοντά στο ξενοδοχείο κ.τ.λ. Ανένδοτοι εμείς, προσδοκώντας να δούμε τον Γάγγη φωτισμένο την νύχτα επιμένουμε. Τελικά μετά από μία ώρα περίπου (είχε όντως κίνηση, αλλά χαθήκαμε κιόλας), φτάνουμε σ’ ένα σημείο, όπου παρκάρει. Μας εξηγεί, πως το αυτοκίνητο δεν μπορεί να πάει παρακάτω και σε maby 10 minutes με τα πόδια είναι το εστιατόριο. Ζητάμε να μας συνοδεύσει μέχρι εκεί ευτυχώς, γιατί συνεχώς κοβόταν το ρεύμα, τα σοκάκια μέσα στην παλιά πόλη δαιδαλώδη και θεοσκότεινα, μυστήριοι τύποι να μας ακολουθούνε προσπαθώντας να μας πουλήσουν κάτι ή επιμένοντας να τους ακολουθήσουμε κάπου. Σκιαχτήκαμε αρκετά κυρίως όταν τα δέκα λεπτά είχαν περάσει και εμείς σχεδόν τρέχοντας ακολουθούσαμε τον οδηγό καθώς αναρωτιόμασταν αν ξέρει που μας πηγαίνει. Ευτυχώς ήξερε και κάποια στιγμή φτάσαμε, αλλά δυστυχώς ήταν κλειστό. Και ξανά ο ίδιος δρόμος επιστροφής με βήμα ταχύ και τα κεφάλια κάτω προσπαθώντας μέσα στο σκοτάδι να αποφύγουμε τις κάθε είδους ακαθαρσίες που καταλάμβαναν τα στενά δρομάκια.
Πειθήνιοι πλέον ζητήσαμε να μας οδηγήσει στο εστιατόριο που μας είχε προτείνει, μην τολμώντας να ζητήσουμε κάτι άλλο, πριν προσανατολιστούμε στην πόλη.
Μετά από μία ώρα φτάσαμε στο Brownies ένα ινδικό εστιατόριο με διεθνής κουζίνα μόνο για τουρίστες, όπως εξήγησε ο οδηγός. Η διακόσμηση του εστιατορίου καταπληκτική με κορμούς δέντρων και σκοινιά. Μέσα υπήρχαν μόνο Ινδοί ( κάτι που δεν μας χάλασε καθόλου ), μόνο άνδρες, επιτρεπόταν το κάπνισμα και μία παρέα γιόρταζε γενέθλια και τραγουδούσαν όλοι μαζί ινδικά τραγούδια. Κατενθουσιαστήκαμε, παραγγείλαμε τις μπύρες μας και το μενού του ήταν όντως διεθνές, μέχρι και χωριάτικη σαλάτα είχε. Καλέσαμε και τον οδηγό να φάει μαζί μας και δωσ’ του μπύρες και τραγούδια…. Το φαγητό ερχόταν με δόσεις ( προφανώς είχαν ένα τηγάνι και έναν φούρνο), δεν είχε καμία σχέση με αυτό που περιμέναμε και το τελευταίο πιάτο κατά τις δώδεκα ήταν ωμό. Περάσαμε όμως υπέροχα και έτσι κατευχαριστημένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής δίνοντας ραντεβού με τον οδηγό στις πέντε παρά το ξημέρωμα για να κάνουμε την καθιερωμένη για τους τουρίστες βαρκάδα στον Γάγγη.
Φτάσαμε σε λάθος αεροδρόμιο φυσικά, μια και οι εσωτερικές πτήσεις αναχωρούν από άλλο αεροδρόμιο ευτυχώς παραδίπλα. Διαβάζοντας τις κατατοπιστικότατες πινακίδες καθοδηγήσαμε τον οδηγό μας στο σωστό αεροδρόμιο, όπου αφού ανταλλάξαμε δήθεν φιλοφρονήσεις και τον χαρτζιλικώσαμε αμυδρά, στηθήκαμε στα γκισέ της Spice Jet. Μετά το απαραίτητο τσέκιν, περάσαμε τον πιο εξονυχιστικό έλεγχο, καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού μας. Μας πήρανε όλους τους αναπτήρες, αλλά παραδόξως μας επιτρέψανε να πάρουμε τα νερά μας. Κάθε χειραποσκευή, ακόμη και η φωτογραφική μηχανή φέρει πάνω της μετά ένα καρτελάκι με την απαραίτητη σφραγίδα. Αναζητήσαμε το καπνιστήριο, όπου παρατηρήσαμε πως όλοι κυκλοφορούσαν με σπίρτα. Μετανιώσαμε που δεν καταδεχτήκαμε τα σπίρτα από τα ξενοδοχεία όπου προσφέρονταν και παρακαλέσαμε για φωτιά, μια και οι ηλεκτρονικοί αναπτήρες δεν λειτουργούσαν.
Η πτήση για Βαρανάσι συγκρίνεται με το πρωινό Παρίσι – Ντακάρ. Αν και ο καιρός ήταν καλός δεν έλειπαν οι αναταράξεις και κατά την προσγείωση χάσαμε λίγο το χρώμα μας.
Άφιξη στο Βαρανάσι, την ιερότερη των ιερών πόλεων στην Ινδία. Ότι είναι η Μέκκα για τους Μουσουλμάνους και η Ιερουσαλήμ για τους Χριστιανούς αποτελεί το Βαρανάσι για τους Ινδουιστές. Ο Μαρκ Τουαίην είπε πως το Βαρανάσι είναι αρχαιότερο από την ιστορία, αρχαιότερο των παραδόσεων και των θρύλων και δείχνει αρχαιότερο από όλα αυτά μαζί. Το πόσο δίκαιο είχε θα το ανακαλύπταμε τις επόμενς ημέρες…
Η αίθουσα αφίξεων στο Βαρανάσι ήταν ένας μικρός χώρος, όπου με το ζόρι χωρούσαμε όλοι οι επιβάτες. Ο μοναδικός ιμάντας δούλευε με ταχύτητα χελώνας.
Όταν επιτέλους φτάσανε όλες οι αποσκευές, μας ζητήθηκαν τα αποκόμματα από τις κάρτες επιβίβασης για να γίνει επιβεβαίωση. Όπως πάντα την είχα αφήσει στο αεροπλάνο και έτσι μου ζητήθηκε διαβατήριο για ταυτοποίηση.
Ο οδηγός που μας περίμενε αποδείχθηκε ένας ευγενικότατος νεαρός Ινδός με τα ούτε βασικά αγγλικά φυσικά. Παρ’ όλα αυτά κατά την διαδρομή προς την πόλη μας εξηγούσε ό,τι σε μας φαινόταν αξιοπερίεργο. Είδαμε ομάδες από νεαρούς ντυμένους στα πορτοκαλί και ξυπόλυτους να κουβαλάνε με ένα στολισμένο μεγάλο μπαστούνι στους ώμους τους δύο μικρά βαρελάκια. Μας εξήγησε πως σε τρεις μέρες ήταν η γιορτή του Θεού Σίβα και πως πηγαίνανε στον Γάγγη, για να πάρουν νερό και να το προσφέρουν στον Θεό τους. Η διαδρομή ήταν περίπου 28 χλμ. πήγαινε έλα. Τις επόμενες μέρες θα βλέπαμε εκατοντάδες νέους σε ομάδες ντυμένους στα πορτοκαλί να ανεβοκατεβαίνουν ακούραστοι αυτήν την διαδρομή εκπληρώνοντας ίσως ένα τάμα τους. Λίγο παρακάτω μπροστά μας, φορτωμένος στην οροφή πάνω σ’ ένα τρίκυκλο ρίκσα ένα νεκρός ντυμένος και στολισμένος στα χρυσά χοροπηδούσε σε κάθε λακκούβα, ενώ μέσα στο όχημα στριμωγμένοι δεκάδες στην κυριολεξία συγγενείς τον συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, την mother Gagga ( μητέρα Γάγγης). Οι δρόμοι μία ατελείωτη πανδαισία χρωμάτων. Μία ζωντανή πόλη, τελείως διαφορετική από αυτές που επισκεφτήκαμε μέχρι τώρα.
Το ξενοδοχείο μας το Hindustan International αποδείχτηκε επίσης πάρα πολύ καλό, καθαρό και με πολύ ευγενικό προσωπικό. Όταν φτάσαμε ήταν πλέον αργά το απόγευμα. Ξεκουραστήκαμε και ζητήσαμε από τον οδηγό μας να μας πάει σ’ ένα εστιατόριο με θέα τον Γαγγη στο Lotus Lounge στο Raja Ghat. Προσπαθεί να μας μεταπείσει, λόγω του ότι είναι μακριά και θα συναντήσουμε κίνηση και καλύτερα να πάμε σ’ ένα κοντά στο ξενοδοχείο κ.τ.λ. Ανένδοτοι εμείς, προσδοκώντας να δούμε τον Γάγγη φωτισμένο την νύχτα επιμένουμε. Τελικά μετά από μία ώρα περίπου (είχε όντως κίνηση, αλλά χαθήκαμε κιόλας), φτάνουμε σ’ ένα σημείο, όπου παρκάρει. Μας εξηγεί, πως το αυτοκίνητο δεν μπορεί να πάει παρακάτω και σε maby 10 minutes με τα πόδια είναι το εστιατόριο. Ζητάμε να μας συνοδεύσει μέχρι εκεί ευτυχώς, γιατί συνεχώς κοβόταν το ρεύμα, τα σοκάκια μέσα στην παλιά πόλη δαιδαλώδη και θεοσκότεινα, μυστήριοι τύποι να μας ακολουθούνε προσπαθώντας να μας πουλήσουν κάτι ή επιμένοντας να τους ακολουθήσουμε κάπου. Σκιαχτήκαμε αρκετά κυρίως όταν τα δέκα λεπτά είχαν περάσει και εμείς σχεδόν τρέχοντας ακολουθούσαμε τον οδηγό καθώς αναρωτιόμασταν αν ξέρει που μας πηγαίνει. Ευτυχώς ήξερε και κάποια στιγμή φτάσαμε, αλλά δυστυχώς ήταν κλειστό. Και ξανά ο ίδιος δρόμος επιστροφής με βήμα ταχύ και τα κεφάλια κάτω προσπαθώντας μέσα στο σκοτάδι να αποφύγουμε τις κάθε είδους ακαθαρσίες που καταλάμβαναν τα στενά δρομάκια.
Πειθήνιοι πλέον ζητήσαμε να μας οδηγήσει στο εστιατόριο που μας είχε προτείνει, μην τολμώντας να ζητήσουμε κάτι άλλο, πριν προσανατολιστούμε στην πόλη.
Μετά από μία ώρα φτάσαμε στο Brownies ένα ινδικό εστιατόριο με διεθνής κουζίνα μόνο για τουρίστες, όπως εξήγησε ο οδηγός. Η διακόσμηση του εστιατορίου καταπληκτική με κορμούς δέντρων και σκοινιά. Μέσα υπήρχαν μόνο Ινδοί ( κάτι που δεν μας χάλασε καθόλου ), μόνο άνδρες, επιτρεπόταν το κάπνισμα και μία παρέα γιόρταζε γενέθλια και τραγουδούσαν όλοι μαζί ινδικά τραγούδια. Κατενθουσιαστήκαμε, παραγγείλαμε τις μπύρες μας και το μενού του ήταν όντως διεθνές, μέχρι και χωριάτικη σαλάτα είχε. Καλέσαμε και τον οδηγό να φάει μαζί μας και δωσ’ του μπύρες και τραγούδια…. Το φαγητό ερχόταν με δόσεις ( προφανώς είχαν ένα τηγάνι και έναν φούρνο), δεν είχε καμία σχέση με αυτό που περιμέναμε και το τελευταίο πιάτο κατά τις δώδεκα ήταν ωμό. Περάσαμε όμως υπέροχα και έτσι κατευχαριστημένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής δίνοντας ραντεβού με τον οδηγό στις πέντε παρά το ξημέρωμα για να κάνουμε την καθιερωμένη για τους τουρίστες βαρκάδα στον Γάγγη.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160