Ξυπνήσαμε νωρίς, ώστε να αποφύγουμε όσο το δυνατόν γίνεται την ζέστη του μεσημεριού, αλλά πιστέψτε με δεν παλεύεται ούτε στις επτά το πρωί. Ζωσμένοι με καπέλα, θερμός, πετσέτες βρεγμένες και υγρά μαντιλάκια είχαμε γίνει εμείς το αξιοθέατο των Ινδών.
Η πόλη της Τζαϊσαλμέρ είναι η μοναδική τόσο παλιά πόλη, η οποία κατοικείται ακόμη επιμένει ο ξεναγός, που μας συνοδεύει. Χτισμένη πάνω σε έναν βράχο, περιτριγυρισμένη από ένα τείχος με 99 παρατηρητήρια η πόλη αυτή αποτελούσε στο παρελθόν υποχρεωτική στάση για τα καραβάνια, τα οποία διασχίζανε την έρημο Ταρ. Ανακαλύφτηκε τουριστικά τα τελευταία 15 χρόνια και έχει την πιο ραγδαία τουριστική ανάπτυξη αυτήν την στιγμή στην Ινδία, λόγω της ομορφιάς της, αλλά και εξαιτίας των σαφάρι με καμήλες και διανυκτέρευση που προσφέρει στην έρημο.
Κατοικούταν από πολλούς πλούσιους εμπόρους, των οποίων οι οικείες, τα χαβέλι, εκατοντάδες χρόνια μετά δεσπόζουν αριστοκρατικά μέσα στα στενά σοκάκια και είναι φτιαγμένα όλα από πέτρα της άμμου, σκαλισμένη και λαξευμένη τόσο περίτεχνα, που έχεις την εντύπωση, πως είναι από ξύλο. Οι ναοί αμέτρητοι και όμορφοι. Έξω από έναν τέτοιο ναό με βρήκε ένας τσαγκάρης και επέμεινε, πως οι σαγιονάρες μου ήταν έτοιμες να κοπούν και ας κόπιαζα λίγο μέχρι το μαγαζί του να μου τις έραβε. Με έπεισε μάλλον επειδή έψαχνα μια σκιά, κάπου να ξαποστάσω. Τις έβγαλα, στρογγυλοκάθησα και προσπαθούσα να δω τι θα τις κάνει. Τελικά δύο ραφές που είχαν ξεφύγει λιγάκι τις έραψε με μία παράταιρη κλωστή κιόλας και αφού πήρε 20 ρουπίες, χαιρετιστήκαμε ο καθένας ικανοποιημένος για τον δικό του λόγο.
Περπατήσαμε αρκετά μέσα στα στενά, ανακατευτήκαμε στην καθημερινότητα των ανθρώπων, παρατηρήσαμε στις πόρτες των σπιτιών τους να κρέμεται μία κλωστή με ένα λεμόνι και πιπεριά (για το κακό μάτι) και ανεβήκαμε σ’ ένα ψηλό σημείο, απ’ όπου έχεις θέα όλη την πόλη. Στο κατέβασμα ένα στραβοπάτημα και η σαγιονάρα μου έμεινε στο χέρι. Μονοσάνδαλη πλέον κάθισα σε μια γωνιά, ενώ ο ξεναγός με τον Π. πηγαίνανε σε άλλον τσαγκάρη αυτήν την φορά να μου την φτιάξουν. Η ζέστη αφόρητη, κάτω από τα μετέωρα πόδια μου κάθε λογής απόνερα και που και που κάποια αγελάδα ή κατσίκα να έρχεται να μου κρατά λίγη παρέα. Μετά από μισή ώρα επιστρέψανε και ο Π. με προειδοποίησε να μην πω κουβέντα. Κουβέντα λοιπόν για το σκουριασμένο καρφί που στερέωνε την σαγιονάρα και έμπαινε ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Τελευταίος σταθμός ήταν ένα εργαστήρι αργυροχοϊας. Συνήθως δεν ακολουθούμε τέτοιες προτάσεις ξεναγών, αλλά είχε χάρη η αγγαρεία που έκανε ο άνθρωπος με την σαγιονάρα και έτσι είπαμε να τον ακολουθήσουμε αποφασισμένοι, πως δεν θα αγοράζαμε φυσικά τίποτα. Η αλήθεια είναι πως όλα τα ασημικά ήταν μοναδικά κομψοτεχνήματα και τελικά η σαγιονάρα κόστισε πολλά ευρώ παραπάνω. Ασημωμένοι πλέον επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.
Το βράδυ γιόρταζε ο Θ. και είχαμε ιδιαίτερη έξοδο. Θέλαμε τσιγάρο μαζί με αλκοόλ και για να τα συνδυάσεις αυτά η μόνη λύση είναι Roof Restaurant.
Ένα με υπέροχη θέα στο κάστρο, ωραίο φαγητό και ζωντανή μουσική είναι το κάπως τουριστικό The Trio. Παρά την αποπνικτική ζέστη δεν πτοηθήκαμε, φάγαμε, ήπιαμε τις μπύρες μας, ευχηθήκαμε τα γνωστά και περάσαμε όμορφα κάτω από τον έναστρο ουρανό της Τζαϊσαλμέρ.
Η πόλη της Τζαϊσαλμέρ είναι η μοναδική τόσο παλιά πόλη, η οποία κατοικείται ακόμη επιμένει ο ξεναγός, που μας συνοδεύει. Χτισμένη πάνω σε έναν βράχο, περιτριγυρισμένη από ένα τείχος με 99 παρατηρητήρια η πόλη αυτή αποτελούσε στο παρελθόν υποχρεωτική στάση για τα καραβάνια, τα οποία διασχίζανε την έρημο Ταρ. Ανακαλύφτηκε τουριστικά τα τελευταία 15 χρόνια και έχει την πιο ραγδαία τουριστική ανάπτυξη αυτήν την στιγμή στην Ινδία, λόγω της ομορφιάς της, αλλά και εξαιτίας των σαφάρι με καμήλες και διανυκτέρευση που προσφέρει στην έρημο.
Κατοικούταν από πολλούς πλούσιους εμπόρους, των οποίων οι οικείες, τα χαβέλι, εκατοντάδες χρόνια μετά δεσπόζουν αριστοκρατικά μέσα στα στενά σοκάκια και είναι φτιαγμένα όλα από πέτρα της άμμου, σκαλισμένη και λαξευμένη τόσο περίτεχνα, που έχεις την εντύπωση, πως είναι από ξύλο. Οι ναοί αμέτρητοι και όμορφοι. Έξω από έναν τέτοιο ναό με βρήκε ένας τσαγκάρης και επέμεινε, πως οι σαγιονάρες μου ήταν έτοιμες να κοπούν και ας κόπιαζα λίγο μέχρι το μαγαζί του να μου τις έραβε. Με έπεισε μάλλον επειδή έψαχνα μια σκιά, κάπου να ξαποστάσω. Τις έβγαλα, στρογγυλοκάθησα και προσπαθούσα να δω τι θα τις κάνει. Τελικά δύο ραφές που είχαν ξεφύγει λιγάκι τις έραψε με μία παράταιρη κλωστή κιόλας και αφού πήρε 20 ρουπίες, χαιρετιστήκαμε ο καθένας ικανοποιημένος για τον δικό του λόγο.
Περπατήσαμε αρκετά μέσα στα στενά, ανακατευτήκαμε στην καθημερινότητα των ανθρώπων, παρατηρήσαμε στις πόρτες των σπιτιών τους να κρέμεται μία κλωστή με ένα λεμόνι και πιπεριά (για το κακό μάτι) και ανεβήκαμε σ’ ένα ψηλό σημείο, απ’ όπου έχεις θέα όλη την πόλη. Στο κατέβασμα ένα στραβοπάτημα και η σαγιονάρα μου έμεινε στο χέρι. Μονοσάνδαλη πλέον κάθισα σε μια γωνιά, ενώ ο ξεναγός με τον Π. πηγαίνανε σε άλλον τσαγκάρη αυτήν την φορά να μου την φτιάξουν. Η ζέστη αφόρητη, κάτω από τα μετέωρα πόδια μου κάθε λογής απόνερα και που και που κάποια αγελάδα ή κατσίκα να έρχεται να μου κρατά λίγη παρέα. Μετά από μισή ώρα επιστρέψανε και ο Π. με προειδοποίησε να μην πω κουβέντα. Κουβέντα λοιπόν για το σκουριασμένο καρφί που στερέωνε την σαγιονάρα και έμπαινε ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Τελευταίος σταθμός ήταν ένα εργαστήρι αργυροχοϊας. Συνήθως δεν ακολουθούμε τέτοιες προτάσεις ξεναγών, αλλά είχε χάρη η αγγαρεία που έκανε ο άνθρωπος με την σαγιονάρα και έτσι είπαμε να τον ακολουθήσουμε αποφασισμένοι, πως δεν θα αγοράζαμε φυσικά τίποτα. Η αλήθεια είναι πως όλα τα ασημικά ήταν μοναδικά κομψοτεχνήματα και τελικά η σαγιονάρα κόστισε πολλά ευρώ παραπάνω. Ασημωμένοι πλέον επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.
Το βράδυ γιόρταζε ο Θ. και είχαμε ιδιαίτερη έξοδο. Θέλαμε τσιγάρο μαζί με αλκοόλ και για να τα συνδυάσεις αυτά η μόνη λύση είναι Roof Restaurant.
Ένα με υπέροχη θέα στο κάστρο, ωραίο φαγητό και ζωντανή μουσική είναι το κάπως τουριστικό The Trio. Παρά την αποπνικτική ζέστη δεν πτοηθήκαμε, φάγαμε, ήπιαμε τις μπύρες μας, ευχηθήκαμε τα γνωστά και περάσαμε όμορφα κάτω από τον έναστρο ουρανό της Τζαϊσαλμέρ.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160