Πρωινό εγερτήριο και κατά τις 9 έχει έρθει να μας πάρει ο οδηγός μας, ο οποίος θα μας συνοδεύσει και στο υπόλοιπο ταξίδι μας στο Ρατζαστάν, πανέτοιμος για την περιήγηση μας στο Δελχί. Μας συστήνεται ( το όνομα του δεν το θυμάμαι – ήταν και πολύ δύσκολο για να το συγκρατήσω- του δώσαμε στην πορεία το όνομα «ό,τι νά ναι» και το τίμησε δεόντως ).
Η μέρα Κυριακή και κατευθυνόμαστε προς το παλαιό Δελχί. Στον δρόμο προς το Jamia Masjid έχει στηθεί το μεγαλύτερο παζάρι μεταχειρισμένων βιβλίων, το οποίο λαμβάνει χώρα κάθε Κυριακή, όπως μας εξηγεί ο οδηγός μας. Ζητάμε να σταματήσουμε και χαζεύουμε λιγάκι. Καταλήγουμε με έναν τόμο με ποιήματα από τον μεγαλύτερο Ινδό ποιητή – όπως μας είπαν τουλάχιστον – τον Mirza Abdul… στα ινδικά πάντα και καλαμπουρίζουμε, πως είναι μία καλή αρχή να μάθουμε ινδικά. Διασχίζοντας το παζάρι, το οποίο συνεχίζει με ρούχα, φρούτα, χαλιά και ό,τι βάλει ο νους σου φτάσαμε στο Jamia Masjid, το μεγαλύτερο τζαμί της Ινδίας, το οποίο κατασκευάστηκε από κόκκινη πέτρα με εντολή του Shah Jahan σε διάρκεια 6 ετών, κόστισε 1 εκατομ. ρουπίες και εγκαινιάστηκε το 1650. Έξω από το τζαμί κάθε είδους πραγματευτάδες προσπαθούν να μας πουλήσουν από προσευχητάρια μέχρι μαστίγια και κάποιοι ζητιάνοι κρέμονται από πάνω μας. Αμάθητοι ακόμη κάνουμε το λάθος να δώσουμε κάτι σε κάποια μικρά παιδιά, τα οποία μας σπαράξαν την καρδιά. Λέω το λάθος, γιατί σε δευτερόλεπτα ξεφυτρώσανε από παντού μανάδες με βυζανιάρικα να μας δείχνουν το στόμα τους και να λένε πεινάμε, παράλυτοι και αξιολύπητοι ηλικιωμένοι. Με κινήσεις ζογκλέρ ξεφύγαμε και ανεβήκαμε τα σκαλιά, για να βρεθούμε στην κύρια είσοδο, που οδηγεί στην 90 επι 90 μέτρα εσωτερική αυλή, όπου μπορούν να πάρουν θέση 20.000 πιστοί. Εκεί όμως απογοητευτήκαμε, όταν μας είπανε, πως έπρεπε να βγάλουμε τα παπούτσια μας. Έχουμε επισκεφτεί πολλά τζαμιά και ευχαρίστως βγάζαμε τα παπούτσια μας, αλλά εδώ τα πράγματα άλλαζαν. Παντού νερά σε διάφορους χρωματισμούς και αφού κάποιοι από εμάς δεν είχαμε κάνει τα απαραίτητα εμβόλια, θεωρήσαμε πιο σοφό να περιοριστούμε σε κάποιες φωτογραφίες γύρω από το τζαμί και όσο μπορέσαμε να δούμε από την είσοδο.
Επόμενος σταθμός το περίπου 1,5 χιλιόμετρο πιο κάτω Lal Qila , το κόκκινο φρούριο.
Η αλήθεια είναι, πως όταν φτάσαμε αναζητήσαμε επειγόντως την σκιά του μοναδικού δέντρου, πάνω από τα γκισέ με τα εισιτήρια, μια και οι 45 βαθμοί και βάλε μας είχαν κάνει κόκκινους σαν παντζάρια. Με απορία και κρυφά γελάκια μας κοιτούσαν οι Ινδοί άνετοι, χωρίς σταγόνα ιδρώτα πάνω τους, να ρίχνουμε νερό στο κεφάλι μας και να σκουπιζόμαστε με βρεγμένες πετσέτες. Αφού συνήλθαμε λιγάκι περάσαμε την κύρια πύλη και ακολουθώντας τα σημεία που έπεφτε λίγη σκιά το περιηγηθήκαμε. Κατασκευάστηκε και αυτό κατ’ εντολή του Shah Jahan το 1648, ο οποίος λέγεται, πως όταν το περιηγήθηκε είπε « πως αν υπάρχει παράδεισος, τότε είναι εδώ, είναι εδώ.» Δεν ξέρω αν υπάρχει και πως είναι ο παράδεισος, το σίγουρο είναι πάντως, πως το όλο οικοδόμημα με τις εκτάσεις πράσινου και τα υπέροχα κτίρια αξίζει κάποιος να το επισκεφτεί. Στον δρόμο προς την έξοδο έχει ένα σνάκ μπαρ, όπου προσφέρεται εξαίσιος φρεσκοστυμένος χυμός μάνγκο (χωρίς παγάκια τον ζητάτε φυσικά).
Λίγα λεπτά με τα πόδια από το κόκκινο φρούριο μέσα σε ένα πάρκο στις όχθες του ποταμού Γιαμούνα βρίσκεται ένα μνημείο αφιερωμένο στους πολιτικούς οδηγούς της ανεξάρτητης Ινδίας. Ο Νεχρού, η κόρη του Ιντίρα Γκάντι και οι δύο γιοί της αποτεφρώθηκαν εδώ στο πάρκο της ειρήνης και λίγο παρακάτω ένας απλός τάφος με μαύρο μάρμαρο υποδεικνύει το σημείο, στο οποίο ετάφη ο Μαχάτμα Γκάντι μετά την δολοφονία του το 1948. Απέναντι ακριβώς βρίσκεται το μουσείο αφιερωμένο στην μεγαλύτερη ψυχή της Ινδίας. Δυστυχώς μας πίεζε ο χρόνος αρκετά και δεν το επισκεφτήκαμε.
Επόμενη στάση το Humayun Mausoleum, το μαυσωλείο, στο οποίο βρίσκεται ο τάφος του Χουμαγιάν και κατασκευάστηκε το 1565 εννέα χρόνια μετά τον θάνατό του με εντολή της συζύγου του. Το μαυσωλείο αυτό θεωρείται το ωραιότερο κατασκεύασμα της πρώιμης μογγολικής εποχής. Όλος ο χώρος είναι πολύ όμορφος με πολύ μεγάλες εκτάσεις πράσινου, όπου τριγυρνάνε αμέτρητα σκιουράκια. Επίσης η ταράτσα του μαυσωλείου, όπου είναι θαμμένα πάνω από εκατό μέλη της οικογένειας, μεταξύ αυτών και η γυναίκα του Χουμαγιάν, προσφέρει πολύ ωραία θέα στην γύρω περιοχή. Και εδώ θα προτείνω το σνάκ μπάρ στην έξοδο του μαυσωλείου, όπου αν έχετε κανένα μπισκοτάκι θα σας πλησιάσουν τα σκιουράκια να τα ταΐσετε. Επίσης είναι και μέρος κατάλληλο να παρηγορήσετε κάποιον, π.χ. την Ρ., της οποίας σε μία προσπάθειά της να βγάλει την τέλεια φωτογραφία, έπεσε η φωτογραφική μηχανή κάτω και έσπασε.
Τελευταία στάση τοQutb Minar, ένας κίονας θριάμβου 72,5 μέτρα ψιλός, κατασκευασμένος επίσης από κόκκινη πέτρα. Κατασκευάστηκε από τον Qutb-ud-Din-Aibak το 1193 και στην πορεία κατασκευάστηκαν πολλές προεκτάσεις και τάφοι.
Έπιασε να σουρουπώνει, όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον ξενώνα μας. Κάτι που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν πώς έπεφτε ξαφνικά η νύχτα. Ο ήλιος προφανώς δύει γρηγορότερα στις χώρες που είναι πιο κοντά στον Ισημερινό υποθέσαμε.
Αν και πεινασμένοι προτιμήσαμε να κάνουμε ένα ντουζάκι και να βγούμε φρέσκοι και καθαροί για φαγητό και βραδινή τσάρκα. Τελικά η τσάρκα ήταν μέχρι το δίπλα τετράγωνο, μια και εκεί βρήκαμε ένα εστιατόριο, το οποίο πρότεινε και ο γερμανόφωνος ταξιδιωτικός μας οδηγός ( Indien – der Norden των Martin und Thomas Barkmeier, εκδόσεις reise know-how), ο οποίος στάθηκε πολύτιμος καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού μας. Το εστιατόριο ονομάζεται malhotra σε ένα σοκάκι παράλληλο στη οδό main bazaar. Το μενού κλασσικά περιείχε κοτόπουλο με ρύζι μαγειρεμένο με διάφορες εκδοχές και πολλά νάαν.
Μαζευτήκαμε νωρίς, μαζέψαμε πράγματα, μια και την επόμενη μέρα, αφού παραλαμβάναμε την βαλίτσα της Ρ. είχαμε αναχώρηση για Άγκρα.
Η μέρα Κυριακή και κατευθυνόμαστε προς το παλαιό Δελχί. Στον δρόμο προς το Jamia Masjid έχει στηθεί το μεγαλύτερο παζάρι μεταχειρισμένων βιβλίων, το οποίο λαμβάνει χώρα κάθε Κυριακή, όπως μας εξηγεί ο οδηγός μας. Ζητάμε να σταματήσουμε και χαζεύουμε λιγάκι. Καταλήγουμε με έναν τόμο με ποιήματα από τον μεγαλύτερο Ινδό ποιητή – όπως μας είπαν τουλάχιστον – τον Mirza Abdul… στα ινδικά πάντα και καλαμπουρίζουμε, πως είναι μία καλή αρχή να μάθουμε ινδικά. Διασχίζοντας το παζάρι, το οποίο συνεχίζει με ρούχα, φρούτα, χαλιά και ό,τι βάλει ο νους σου φτάσαμε στο Jamia Masjid, το μεγαλύτερο τζαμί της Ινδίας, το οποίο κατασκευάστηκε από κόκκινη πέτρα με εντολή του Shah Jahan σε διάρκεια 6 ετών, κόστισε 1 εκατομ. ρουπίες και εγκαινιάστηκε το 1650. Έξω από το τζαμί κάθε είδους πραγματευτάδες προσπαθούν να μας πουλήσουν από προσευχητάρια μέχρι μαστίγια και κάποιοι ζητιάνοι κρέμονται από πάνω μας. Αμάθητοι ακόμη κάνουμε το λάθος να δώσουμε κάτι σε κάποια μικρά παιδιά, τα οποία μας σπαράξαν την καρδιά. Λέω το λάθος, γιατί σε δευτερόλεπτα ξεφυτρώσανε από παντού μανάδες με βυζανιάρικα να μας δείχνουν το στόμα τους και να λένε πεινάμε, παράλυτοι και αξιολύπητοι ηλικιωμένοι. Με κινήσεις ζογκλέρ ξεφύγαμε και ανεβήκαμε τα σκαλιά, για να βρεθούμε στην κύρια είσοδο, που οδηγεί στην 90 επι 90 μέτρα εσωτερική αυλή, όπου μπορούν να πάρουν θέση 20.000 πιστοί. Εκεί όμως απογοητευτήκαμε, όταν μας είπανε, πως έπρεπε να βγάλουμε τα παπούτσια μας. Έχουμε επισκεφτεί πολλά τζαμιά και ευχαρίστως βγάζαμε τα παπούτσια μας, αλλά εδώ τα πράγματα άλλαζαν. Παντού νερά σε διάφορους χρωματισμούς και αφού κάποιοι από εμάς δεν είχαμε κάνει τα απαραίτητα εμβόλια, θεωρήσαμε πιο σοφό να περιοριστούμε σε κάποιες φωτογραφίες γύρω από το τζαμί και όσο μπορέσαμε να δούμε από την είσοδο.
Επόμενος σταθμός το περίπου 1,5 χιλιόμετρο πιο κάτω Lal Qila , το κόκκινο φρούριο.
Η αλήθεια είναι, πως όταν φτάσαμε αναζητήσαμε επειγόντως την σκιά του μοναδικού δέντρου, πάνω από τα γκισέ με τα εισιτήρια, μια και οι 45 βαθμοί και βάλε μας είχαν κάνει κόκκινους σαν παντζάρια. Με απορία και κρυφά γελάκια μας κοιτούσαν οι Ινδοί άνετοι, χωρίς σταγόνα ιδρώτα πάνω τους, να ρίχνουμε νερό στο κεφάλι μας και να σκουπιζόμαστε με βρεγμένες πετσέτες. Αφού συνήλθαμε λιγάκι περάσαμε την κύρια πύλη και ακολουθώντας τα σημεία που έπεφτε λίγη σκιά το περιηγηθήκαμε. Κατασκευάστηκε και αυτό κατ’ εντολή του Shah Jahan το 1648, ο οποίος λέγεται, πως όταν το περιηγήθηκε είπε « πως αν υπάρχει παράδεισος, τότε είναι εδώ, είναι εδώ.» Δεν ξέρω αν υπάρχει και πως είναι ο παράδεισος, το σίγουρο είναι πάντως, πως το όλο οικοδόμημα με τις εκτάσεις πράσινου και τα υπέροχα κτίρια αξίζει κάποιος να το επισκεφτεί. Στον δρόμο προς την έξοδο έχει ένα σνάκ μπαρ, όπου προσφέρεται εξαίσιος φρεσκοστυμένος χυμός μάνγκο (χωρίς παγάκια τον ζητάτε φυσικά).
Λίγα λεπτά με τα πόδια από το κόκκινο φρούριο μέσα σε ένα πάρκο στις όχθες του ποταμού Γιαμούνα βρίσκεται ένα μνημείο αφιερωμένο στους πολιτικούς οδηγούς της ανεξάρτητης Ινδίας. Ο Νεχρού, η κόρη του Ιντίρα Γκάντι και οι δύο γιοί της αποτεφρώθηκαν εδώ στο πάρκο της ειρήνης και λίγο παρακάτω ένας απλός τάφος με μαύρο μάρμαρο υποδεικνύει το σημείο, στο οποίο ετάφη ο Μαχάτμα Γκάντι μετά την δολοφονία του το 1948. Απέναντι ακριβώς βρίσκεται το μουσείο αφιερωμένο στην μεγαλύτερη ψυχή της Ινδίας. Δυστυχώς μας πίεζε ο χρόνος αρκετά και δεν το επισκεφτήκαμε.
Επόμενη στάση το Humayun Mausoleum, το μαυσωλείο, στο οποίο βρίσκεται ο τάφος του Χουμαγιάν και κατασκευάστηκε το 1565 εννέα χρόνια μετά τον θάνατό του με εντολή της συζύγου του. Το μαυσωλείο αυτό θεωρείται το ωραιότερο κατασκεύασμα της πρώιμης μογγολικής εποχής. Όλος ο χώρος είναι πολύ όμορφος με πολύ μεγάλες εκτάσεις πράσινου, όπου τριγυρνάνε αμέτρητα σκιουράκια. Επίσης η ταράτσα του μαυσωλείου, όπου είναι θαμμένα πάνω από εκατό μέλη της οικογένειας, μεταξύ αυτών και η γυναίκα του Χουμαγιάν, προσφέρει πολύ ωραία θέα στην γύρω περιοχή. Και εδώ θα προτείνω το σνάκ μπάρ στην έξοδο του μαυσωλείου, όπου αν έχετε κανένα μπισκοτάκι θα σας πλησιάσουν τα σκιουράκια να τα ταΐσετε. Επίσης είναι και μέρος κατάλληλο να παρηγορήσετε κάποιον, π.χ. την Ρ., της οποίας σε μία προσπάθειά της να βγάλει την τέλεια φωτογραφία, έπεσε η φωτογραφική μηχανή κάτω και έσπασε.
Τελευταία στάση τοQutb Minar, ένας κίονας θριάμβου 72,5 μέτρα ψιλός, κατασκευασμένος επίσης από κόκκινη πέτρα. Κατασκευάστηκε από τον Qutb-ud-Din-Aibak το 1193 και στην πορεία κατασκευάστηκαν πολλές προεκτάσεις και τάφοι.
Έπιασε να σουρουπώνει, όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον ξενώνα μας. Κάτι που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν πώς έπεφτε ξαφνικά η νύχτα. Ο ήλιος προφανώς δύει γρηγορότερα στις χώρες που είναι πιο κοντά στον Ισημερινό υποθέσαμε.
Αν και πεινασμένοι προτιμήσαμε να κάνουμε ένα ντουζάκι και να βγούμε φρέσκοι και καθαροί για φαγητό και βραδινή τσάρκα. Τελικά η τσάρκα ήταν μέχρι το δίπλα τετράγωνο, μια και εκεί βρήκαμε ένα εστιατόριο, το οποίο πρότεινε και ο γερμανόφωνος ταξιδιωτικός μας οδηγός ( Indien – der Norden των Martin und Thomas Barkmeier, εκδόσεις reise know-how), ο οποίος στάθηκε πολύτιμος καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού μας. Το εστιατόριο ονομάζεται malhotra σε ένα σοκάκι παράλληλο στη οδό main bazaar. Το μενού κλασσικά περιείχε κοτόπουλο με ρύζι μαγειρεμένο με διάφορες εκδοχές και πολλά νάαν.
Μαζευτήκαμε νωρίς, μαζέψαμε πράγματα, μια και την επόμενη μέρα, αφού παραλαμβάναμε την βαλίτσα της Ρ. είχαμε αναχώρηση για Άγκρα.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160