Όταν χτύπησε το κινητό – ξυπνητήρι μετά από περίπου 3 ώρες ( είπαμε θέλω το δίωρο μου ), η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου ήταν να τηλεφωνούσα στον οδηγό να το αναβάλλαμε για την επόμενη μέρα. Γνωρίζοντας πως δεν είναι εφικτό μάζεψα τα κομμάτια μου και ετοίμασα τα πρωινά μου μαντζούνια.
Τελικά πέντε παρά πανέτοιμοι και μισοκοιμισμένοι οι περισσότεροι στην ρεσεψιόν, όπου οι υπάλληλοι είχαν φροντίσει να υπάρχει πάγκος με καφέ, τσάι και κουλουράκια, μια και υπήρχαν και άλλοι επισκέπτες, κυρίως Ινδοί, που κατέβαιναν αξημέρωτα για το πρωινό τους μπάνιο στον Γάγγη.
Η ώρα περνούσε, άρχιζε να χαράζει και ο οδηγός πουθενά. Μετά από μισή ώρα από το κανονισμένο ραντεβού μας ο οδηγός άφαντος. Ο θυρωρός να μας τσιγκλάει, πως θα χάσουμε την ανατολή του ηλίου και τις τελετές που λαμβάνουν χώρα εκείνη την ώρα και εμείς να μετανιώνουμε την ώρα και την στιγμή, που το προηγούμενο βράδυ παρασύραμε τον οδηγό στα μπερεκέτια και τα γλέντια μας και άντε να τον ξυπνήσεις τώρα. Αποφασίσαμε να τηλεφωνήσουμε στον πράκτορά μας προσδοκώντας βαθιά μέσα μας να μας πει, πως αναβάλλεται η βαρκάδα και να πάμε για ύπνο. Αλλά μετά τα απαραίτητα τηλέφωνα σαν να διακτινίστηκε ο οδηγός παρααγουροξυπνημένος και μετά τα απαραίτητα σόρυ ξεκινήσαμε για τον Γάγγη. Μας άφησε στο Dasaswamedh Ghat, το μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο από όλα. Η πρώτη εντύπωση ήταν αν μην τι άλλο επιβλητική. Δεκάδες άνθρωποι προσεύχονταν και ακολουθούσαν κάποιες ιεροτελεστίες, πριν βουτήξουν στα νερά του Γάγγη. Όλο αυτό βέβαια το χαλάνε η δυσωδία, η οποία είναι αποπνικτική σε συνδυασμό με την ζέστη, μια και οι αγελάδες, κατσίκες, σκυλιά και ότι άλλο ζωντανό κυκλοφορούν ανάμεσα στους προσκυνητές, αφοδεύοντας όπου τους κάνει κέφι.
Ανεβήκαμε στην βάρκα, αφού πρώτα πήραμε κάποιοι τα φύλλα λωτού με τα λουλούδια, τα οποία αφήσαμε πάνω στα νερά του ποταμού ψιθυρίζοντας τα ονόματα των αγαπημένων μας, που ζητάμε να φέρει προστασία και καλοτυχία ο Γάγγης.
Ο ιδιοκτήτης της βάρκας μας ξεναγεί, μια και έχει έναν πιτσιρικά που τραβάει κουπί. Ισχυρίζεται πως ξενάγησε τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και την Κατρίν Ντενέβ στο παρελθόν και δεν ξεχνάει να μας το θυμίζει με την πρώτη ευκαιρία. Η αλήθεια είναι, πως γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά, είναι κατατοπιστικότατος, ευγενικός και ωραίος μάγκας. Μείναμε εκστασιασμένοι παρακολουθώντας όλο αυτό το ιερό τρελοκομείο, όπως το αποκάλεσε ο Άρθουρ Κέστλερ. Άνθρωποι να μπανιάρονται εκεί που άλλοι πλένουνε τα ρούχα τους. Νεκροί να καίγονται και μετά οι στάχτες να ρίχνονται στα νερά του Γάγγη μαζί με το στήθος των ανδρών ή τους γοφούς των γυναικών, τα οποία δεν πρέπει να καούν και μετά να ακολουθεί όλη η οικογένεια για να λουστεί με τα νερά, τα οποία αποτελούν πλέον την τελευταία κατοικία του αγαπημένου τους ανθρώπου. Είδαμε κάποιον ιερέα να παραληρεί πάνω από τα πτώματα ανθρώπων που δεν πήγαν από φυσιολογικό θάνατο και έτσι δεν επιτρεπόταν να καούν. Η κατάληξη αυτών των νεκρών ήταν μία μεγάλη πέτρα δεμένη γύρω τους για να βυθιστούνε στον υδάτινο τάφο τους. Είδαμε εκπληκτικά κτίρια εξαιρετικής αρχιτεκτονικής, τα οποία κάλλιστα συναγωνίζονται αυτά της Βενετίας. Βγάλαμε αμέτρητες φωτογραφίες και δοκιμάσαμε την τύχη μας στα κουπιά, προσπαθώντας να κουμαντάρουμε την βάρκα.
Καταλήξαμε στο μεγαλύτερο κρεματόριο, όπου κυρίως καίγονται οι νεκροί, των οποίων οι συγγενείς δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα για μία καύση με ξύλα. Από εκεί ανεβήκαμε στην παλιά πόλη και ο βαρκάρης μας προσφέρθηκε να εκτελέσει χρέη ξεναγού. Έτσι μπορώ να πω, πως μετά από δύο περίπου ώρες περπατήματος μέσα στα σοκάκια της πόλης είδαμε αμέτρητους ναούς, επισκεφτήκαμε σπίτια ντόπιων κατοίκων και ήπιαμε τσάι σε μία εσωτερική αυλή με αμέτρητα πηθίκια να χοροπηδάνε πάνω από τα κεφάλια μας.
Κόντευε δέκα η ώρα όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο και αφού φάγαμε πρωινό ξεκουραστήκαμε για λίγες ώρες για να συνεχίσουμε την περιήγηση στην πόλη.
Πάμπολλοι και εντυπωσιακοί οι ναοί κυρίως αυτός με τα πιθήκια, όπου υπάρχει και ένας μίνι ζωολογικός κήπος με πίθηκους φυσικά, αλλά μου έκανε περισσότερη εντύπωση ένας ναός αφιερωμένος στον Γκάντι, όπου υπάρχει ανάγλυφη η Ινδία με τις γύρω χώρες σε έναν τεράστιο χάρτη. Εντυπωσιακή επίσης και η πανεπιστημιούπολη, κληρονομιά των Άγγλων και όαση δροσιάς για ένα μεσημέρι του Ιουλίου.
Το απόγευμα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, αφού πρώτα μετά από παρακάλια του οδηγού επισκεφτήκαμε και ένα εργαστήριο μεταξουργίας. Είδαμε τους ανθρώπους να υφαίνουν το μετάξι με τόση επιδεξιότητα και να δημιουργούν αριστουργήματα. Φυσικά οι τιμές όσο και προσιτές να ήταν, ήταν απαγορευτικές για μας, μια και βρισκόμασταν στο τέλος του ταξιδιού μας και ο προϋπολογισμός μας είχε πέσει κατά πολύ έξω. Απογοητευμένος ο οδηγός μας, μια και η μίζα του ισοδυναμούσε με τα ποσοστά από ένα σάλι που αγόρασε η Ρ. μας επέστρεψε στο ξενοδοχείο.
Καθότι κουρασμένοι και άυπνοι πέσαμε πτώματα στα κρεβάτια ανανεώνοντας το ραντεβού μας για βραδινή έξοδο και φαγητό. Αυτήν την φορά φροντίσαμε να συμβουλευτούμε καλύτερα τον ταξιδιωτικό μας οδηγό – χάρτη και καταλήξαμε στο εστιατόριο The Garden, ένα εξαιρετικό μαγαζί στα βόρεια της πόλης μέσα σε έναν κήπο με εκπληκτικό φαγητό. Είχαμε και την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον γιο του ιδιοκτήτη τον Σαχίμ, ο οποίος τελούσε και χρέη σερβιτόρου, έναν νεαρό σπουδαστή πανέξυπνο και ευγενέστατο, ο οποίος μας έλυσε πολλές απορίες σχετικά με όλα αυτά που είδαμε κατά την διάρκεια της ημέρας.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο αποφασισμένοι να κοιμηθούμε νωρίς, μια και μας περίμενε άλλη μία συναρπαστική μέρα στο Βαρανάσι. Μπαίνοντας στο λόμπι ακούσαμε μουσική δυνατή να έρχεται από το υπόγειο του ξενοδοχείου. Η περιέργεια μας οδήγησε έναν όροφο πιο κάτω, όπου υπήρχε μία αίθουσα, απ’ αυτές που νοικιάζουν τα ξενοδοχεία για διάφορες συνεστιάσεις, συνέδρια κ.τ.λ. Εκείνη την βραδιά λοιπόν την είχε νοικιάσει ο σύλλογος φίλων της ντίσκο μουσικής και έκαναν το καθιερωμένο ετήσιο πάρτι τους. Δισταχτικά ρωτήσαμε αν μπορούμε να παρακολουθήσουμε το χάπενινγκ και αυτοί στην κυριολεξία μας σύρανε μέσα στην αίθουσα. Κάποιος κύριος, ο οποίος μας συστήθηκε ως πρόεδρος του συλλόγου μας κέρασε ποτό ( βότκα ή ουίσκι, τα μπουκάλια ήταν κρυμμένα κάτω από ένα τραπέζι και καμουφλαρισμένα, μια και το αλκοόλ δεν είναι θεμιτό από τη θρησκεία τους) και μετά τις απαραίτητες συστάσεις, από πού είμαστε κ.τ.λ. ( παρεμπιπτόντως ήταν από τους λίγους μέχρι εκείνη την στιγμή, που γνώριζε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και πολλά πράγματα για τον αρχαίο πολιτισμό και τη κουλτούρα μας), βάλθηκε να μας συστήσει σε όλους τους παρευρισκόμενους σαν να ήμασταν αξιοθέατα. Και δωσ’ του φωτογραφίες και κάμερα και… μέχρι που άνοιξε ο μπουφές. Λοιπόν για να γίνω πιο σαφής, οι Ινδοί – Ινδές που ήταν εκεί δεν ήταν τυχαίοι. Πρέπει λογικά να ανήκαν στην ελίτ της πόλης, ήταν όλοι ανεξαιρέτως χοντροί ( ας μου επιτραπεί η παρατήρηση, μια και δεν αντιπροσωπεύει το πάχος τον μέσο Ινδό τουλάχιστον ), οι γυναίκες φορούσαν πανέμορφα ολομέταξα σάρι και στη αίθουσα καθόντουσαν αριστερά οι άντρες και δεξιά οι γυναίκες με τα παιδιά. Υπήρχε ένας μπουφές, ο οποίος όταν άνοιξε μαζευτήκανε όλοι εκεί γεμίσανε τα πιάτα τους και ξανά στις καρέκλες τους βάλθηκαν να τρώνε με τα χέρια και αυτοί, ξεχνώντας προφανώς τον λόγο που βρίσκονταν εκεί. Σειρά είχαν δύο χορεύτριες της κακιάς ώρας, από την Βομβάη παρακαλώ, να ξεσηκώσουν με τις χορευτικές τους φιγούρες τον κόσμο που προς στιγμήν είχε ξεχάσει για πιο λόγο ήρθε και έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό. Πάνω κάτω ο πρόεδρος να προσπαθεί να τους ξεσηκώσει να χορέψουν, μας πήρε και εμάς η μπάλα και ξαφνικά βρεθήκαμε να στροβιλιζόμαστε πάνω στην πίστα στους ρυθμούς τραγουδιών της δεκαετίας του 80. Θυμηθήκαμε την εφηβεία μας, βοήθησαν και τα ουίσκι και αρχίσαμε τα χορευτικά μας τσαλίμια, αποκομίζοντας τα εύσημα του προέδρου. Όλα αυτά μέχρι να αρχίσουν τα ινδικά ντίσκο χιτς. Εκεί τα χάσαμε και παραδώσαμε την σκυτάλη στους Ινδούς – Ινδές, ο οποίοι είχαν ξεσηκώσει όλες τις χορευτικές φιγούρες από τις άπειρες ταινίες μπόλιγουντ και λικνίζονταν υπό τους ρυθμούς και τα τραγούδια των αντίστοιχων Ινδών Βίσση – Βανδή - Ρουβά. Αφού ευχαριστήσαμε και ευχηθήκαμε καλή συνέχεια ανεβήκαμε στα δωμάτια μας και λιώσαμε κυριολεκτικά στον ύπνο, αφού την επόμενη μέρα μπορούσαμε να κοιμηθούμε μέχρι τις 8 τουλάχιστον.
Τελικά πέντε παρά πανέτοιμοι και μισοκοιμισμένοι οι περισσότεροι στην ρεσεψιόν, όπου οι υπάλληλοι είχαν φροντίσει να υπάρχει πάγκος με καφέ, τσάι και κουλουράκια, μια και υπήρχαν και άλλοι επισκέπτες, κυρίως Ινδοί, που κατέβαιναν αξημέρωτα για το πρωινό τους μπάνιο στον Γάγγη.
Η ώρα περνούσε, άρχιζε να χαράζει και ο οδηγός πουθενά. Μετά από μισή ώρα από το κανονισμένο ραντεβού μας ο οδηγός άφαντος. Ο θυρωρός να μας τσιγκλάει, πως θα χάσουμε την ανατολή του ηλίου και τις τελετές που λαμβάνουν χώρα εκείνη την ώρα και εμείς να μετανιώνουμε την ώρα και την στιγμή, που το προηγούμενο βράδυ παρασύραμε τον οδηγό στα μπερεκέτια και τα γλέντια μας και άντε να τον ξυπνήσεις τώρα. Αποφασίσαμε να τηλεφωνήσουμε στον πράκτορά μας προσδοκώντας βαθιά μέσα μας να μας πει, πως αναβάλλεται η βαρκάδα και να πάμε για ύπνο. Αλλά μετά τα απαραίτητα τηλέφωνα σαν να διακτινίστηκε ο οδηγός παρααγουροξυπνημένος και μετά τα απαραίτητα σόρυ ξεκινήσαμε για τον Γάγγη. Μας άφησε στο Dasaswamedh Ghat, το μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο από όλα. Η πρώτη εντύπωση ήταν αν μην τι άλλο επιβλητική. Δεκάδες άνθρωποι προσεύχονταν και ακολουθούσαν κάποιες ιεροτελεστίες, πριν βουτήξουν στα νερά του Γάγγη. Όλο αυτό βέβαια το χαλάνε η δυσωδία, η οποία είναι αποπνικτική σε συνδυασμό με την ζέστη, μια και οι αγελάδες, κατσίκες, σκυλιά και ότι άλλο ζωντανό κυκλοφορούν ανάμεσα στους προσκυνητές, αφοδεύοντας όπου τους κάνει κέφι.
Ανεβήκαμε στην βάρκα, αφού πρώτα πήραμε κάποιοι τα φύλλα λωτού με τα λουλούδια, τα οποία αφήσαμε πάνω στα νερά του ποταμού ψιθυρίζοντας τα ονόματα των αγαπημένων μας, που ζητάμε να φέρει προστασία και καλοτυχία ο Γάγγης.
Ο ιδιοκτήτης της βάρκας μας ξεναγεί, μια και έχει έναν πιτσιρικά που τραβάει κουπί. Ισχυρίζεται πως ξενάγησε τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και την Κατρίν Ντενέβ στο παρελθόν και δεν ξεχνάει να μας το θυμίζει με την πρώτη ευκαιρία. Η αλήθεια είναι, πως γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά, είναι κατατοπιστικότατος, ευγενικός και ωραίος μάγκας. Μείναμε εκστασιασμένοι παρακολουθώντας όλο αυτό το ιερό τρελοκομείο, όπως το αποκάλεσε ο Άρθουρ Κέστλερ. Άνθρωποι να μπανιάρονται εκεί που άλλοι πλένουνε τα ρούχα τους. Νεκροί να καίγονται και μετά οι στάχτες να ρίχνονται στα νερά του Γάγγη μαζί με το στήθος των ανδρών ή τους γοφούς των γυναικών, τα οποία δεν πρέπει να καούν και μετά να ακολουθεί όλη η οικογένεια για να λουστεί με τα νερά, τα οποία αποτελούν πλέον την τελευταία κατοικία του αγαπημένου τους ανθρώπου. Είδαμε κάποιον ιερέα να παραληρεί πάνω από τα πτώματα ανθρώπων που δεν πήγαν από φυσιολογικό θάνατο και έτσι δεν επιτρεπόταν να καούν. Η κατάληξη αυτών των νεκρών ήταν μία μεγάλη πέτρα δεμένη γύρω τους για να βυθιστούνε στον υδάτινο τάφο τους. Είδαμε εκπληκτικά κτίρια εξαιρετικής αρχιτεκτονικής, τα οποία κάλλιστα συναγωνίζονται αυτά της Βενετίας. Βγάλαμε αμέτρητες φωτογραφίες και δοκιμάσαμε την τύχη μας στα κουπιά, προσπαθώντας να κουμαντάρουμε την βάρκα.
Καταλήξαμε στο μεγαλύτερο κρεματόριο, όπου κυρίως καίγονται οι νεκροί, των οποίων οι συγγενείς δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα για μία καύση με ξύλα. Από εκεί ανεβήκαμε στην παλιά πόλη και ο βαρκάρης μας προσφέρθηκε να εκτελέσει χρέη ξεναγού. Έτσι μπορώ να πω, πως μετά από δύο περίπου ώρες περπατήματος μέσα στα σοκάκια της πόλης είδαμε αμέτρητους ναούς, επισκεφτήκαμε σπίτια ντόπιων κατοίκων και ήπιαμε τσάι σε μία εσωτερική αυλή με αμέτρητα πηθίκια να χοροπηδάνε πάνω από τα κεφάλια μας.
Κόντευε δέκα η ώρα όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο και αφού φάγαμε πρωινό ξεκουραστήκαμε για λίγες ώρες για να συνεχίσουμε την περιήγηση στην πόλη.
Πάμπολλοι και εντυπωσιακοί οι ναοί κυρίως αυτός με τα πιθήκια, όπου υπάρχει και ένας μίνι ζωολογικός κήπος με πίθηκους φυσικά, αλλά μου έκανε περισσότερη εντύπωση ένας ναός αφιερωμένος στον Γκάντι, όπου υπάρχει ανάγλυφη η Ινδία με τις γύρω χώρες σε έναν τεράστιο χάρτη. Εντυπωσιακή επίσης και η πανεπιστημιούπολη, κληρονομιά των Άγγλων και όαση δροσιάς για ένα μεσημέρι του Ιουλίου.
Το απόγευμα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, αφού πρώτα μετά από παρακάλια του οδηγού επισκεφτήκαμε και ένα εργαστήριο μεταξουργίας. Είδαμε τους ανθρώπους να υφαίνουν το μετάξι με τόση επιδεξιότητα και να δημιουργούν αριστουργήματα. Φυσικά οι τιμές όσο και προσιτές να ήταν, ήταν απαγορευτικές για μας, μια και βρισκόμασταν στο τέλος του ταξιδιού μας και ο προϋπολογισμός μας είχε πέσει κατά πολύ έξω. Απογοητευμένος ο οδηγός μας, μια και η μίζα του ισοδυναμούσε με τα ποσοστά από ένα σάλι που αγόρασε η Ρ. μας επέστρεψε στο ξενοδοχείο.
Καθότι κουρασμένοι και άυπνοι πέσαμε πτώματα στα κρεβάτια ανανεώνοντας το ραντεβού μας για βραδινή έξοδο και φαγητό. Αυτήν την φορά φροντίσαμε να συμβουλευτούμε καλύτερα τον ταξιδιωτικό μας οδηγό – χάρτη και καταλήξαμε στο εστιατόριο The Garden, ένα εξαιρετικό μαγαζί στα βόρεια της πόλης μέσα σε έναν κήπο με εκπληκτικό φαγητό. Είχαμε και την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον γιο του ιδιοκτήτη τον Σαχίμ, ο οποίος τελούσε και χρέη σερβιτόρου, έναν νεαρό σπουδαστή πανέξυπνο και ευγενέστατο, ο οποίος μας έλυσε πολλές απορίες σχετικά με όλα αυτά που είδαμε κατά την διάρκεια της ημέρας.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο αποφασισμένοι να κοιμηθούμε νωρίς, μια και μας περίμενε άλλη μία συναρπαστική μέρα στο Βαρανάσι. Μπαίνοντας στο λόμπι ακούσαμε μουσική δυνατή να έρχεται από το υπόγειο του ξενοδοχείου. Η περιέργεια μας οδήγησε έναν όροφο πιο κάτω, όπου υπήρχε μία αίθουσα, απ’ αυτές που νοικιάζουν τα ξενοδοχεία για διάφορες συνεστιάσεις, συνέδρια κ.τ.λ. Εκείνη την βραδιά λοιπόν την είχε νοικιάσει ο σύλλογος φίλων της ντίσκο μουσικής και έκαναν το καθιερωμένο ετήσιο πάρτι τους. Δισταχτικά ρωτήσαμε αν μπορούμε να παρακολουθήσουμε το χάπενινγκ και αυτοί στην κυριολεξία μας σύρανε μέσα στην αίθουσα. Κάποιος κύριος, ο οποίος μας συστήθηκε ως πρόεδρος του συλλόγου μας κέρασε ποτό ( βότκα ή ουίσκι, τα μπουκάλια ήταν κρυμμένα κάτω από ένα τραπέζι και καμουφλαρισμένα, μια και το αλκοόλ δεν είναι θεμιτό από τη θρησκεία τους) και μετά τις απαραίτητες συστάσεις, από πού είμαστε κ.τ.λ. ( παρεμπιπτόντως ήταν από τους λίγους μέχρι εκείνη την στιγμή, που γνώριζε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και πολλά πράγματα για τον αρχαίο πολιτισμό και τη κουλτούρα μας), βάλθηκε να μας συστήσει σε όλους τους παρευρισκόμενους σαν να ήμασταν αξιοθέατα. Και δωσ’ του φωτογραφίες και κάμερα και… μέχρι που άνοιξε ο μπουφές. Λοιπόν για να γίνω πιο σαφής, οι Ινδοί – Ινδές που ήταν εκεί δεν ήταν τυχαίοι. Πρέπει λογικά να ανήκαν στην ελίτ της πόλης, ήταν όλοι ανεξαιρέτως χοντροί ( ας μου επιτραπεί η παρατήρηση, μια και δεν αντιπροσωπεύει το πάχος τον μέσο Ινδό τουλάχιστον ), οι γυναίκες φορούσαν πανέμορφα ολομέταξα σάρι και στη αίθουσα καθόντουσαν αριστερά οι άντρες και δεξιά οι γυναίκες με τα παιδιά. Υπήρχε ένας μπουφές, ο οποίος όταν άνοιξε μαζευτήκανε όλοι εκεί γεμίσανε τα πιάτα τους και ξανά στις καρέκλες τους βάλθηκαν να τρώνε με τα χέρια και αυτοί, ξεχνώντας προφανώς τον λόγο που βρίσκονταν εκεί. Σειρά είχαν δύο χορεύτριες της κακιάς ώρας, από την Βομβάη παρακαλώ, να ξεσηκώσουν με τις χορευτικές τους φιγούρες τον κόσμο που προς στιγμήν είχε ξεχάσει για πιο λόγο ήρθε και έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό. Πάνω κάτω ο πρόεδρος να προσπαθεί να τους ξεσηκώσει να χορέψουν, μας πήρε και εμάς η μπάλα και ξαφνικά βρεθήκαμε να στροβιλιζόμαστε πάνω στην πίστα στους ρυθμούς τραγουδιών της δεκαετίας του 80. Θυμηθήκαμε την εφηβεία μας, βοήθησαν και τα ουίσκι και αρχίσαμε τα χορευτικά μας τσαλίμια, αποκομίζοντας τα εύσημα του προέδρου. Όλα αυτά μέχρι να αρχίσουν τα ινδικά ντίσκο χιτς. Εκεί τα χάσαμε και παραδώσαμε την σκυτάλη στους Ινδούς – Ινδές, ο οποίοι είχαν ξεσηκώσει όλες τις χορευτικές φιγούρες από τις άπειρες ταινίες μπόλιγουντ και λικνίζονταν υπό τους ρυθμούς και τα τραγούδια των αντίστοιχων Ινδών Βίσση – Βανδή - Ρουβά. Αφού ευχαριστήσαμε και ευχηθήκαμε καλή συνέχεια ανεβήκαμε στα δωμάτια μας και λιώσαμε κυριολεκτικά στον ύπνο, αφού την επόμενη μέρα μπορούσαμε να κοιμηθούμε μέχρι τις 8 τουλάχιστον.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160