Εγερτήριο στις πέντε, αφού θέλουμε να είμαστε στις επτά στο Τάτζ Μαχάλ. Έχω την κακή, δεν ξέρω καλή συνήθεια, να ξυπνάω τουλάχιστον δύο ώρες πριν πάω κάπου το πρωί. Χρειάζομαι τον χρόνο μου, να κάνω τα μαντζούνια μου, μια και δεν πίνω καφέ, να ξυπνήσω καλά. Δεν μπορώ τα της τελευταίας στιγμής, το αγουροξυπνημένο ύφος, πρησμένα μάτια και ότι συνεπάγεται με αυτό. Ευτυχώς ταιριάξαμε με το ταίρι μου, τον Π., αν και αυτός θέλει τον χρόνο του κάπου αλλού το πρωί…
Μια και το τσιγάρο απαγορεύεται και στα δωμάτια σ’ αυτό το ξενοδοχείο, ετοιμάζω τα ροφήματά μας και πέντε και πέντε εγώ και ο Π. στην κεντρική είσοδο, όπου υπάρχει ένα τασάκι, απολαμβάνουμε την χαραυγή της μέρας, εν μέσω μερικών ενοχλητικών κουνουπιών.
Ξυπνάει ο καημένος ο φύλακας, χτυπάει ένα τηλέφωνο, βγαίνει και ένας αγουροξυπνημένος στην ρεσεψιόν. Κόσμος πηγαινοερχόταν μπροστά από το ξενοδοχείο, το οποίο βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη στα χωράφια. Όλοι κουβαλούσαν ένα μπουκάλι νερό. Πιστέψαμε πως πήγαιναν στις δουλειές τους, αλλά όταν μετά από λίγο τους είδαμε να επιστρέφουν με άδειο το μπουκάλι υποψιαστήκαμε, πως οι άνθρωποι πηγαίνανε κάπου να κάνουν την ανάγκη τους. Νιώθοντας πως τους κατασκοπεύουμε και μην αντέχοντας τα κουνούπια, πήγαμε στο δωμάτιο μας και καπνίσαμε στα κρυφά ένα τελευταίο τσιγάρο κάτω από τον εξαερισμό του μπάνιου.
Επτά η ώρα πανέτοιμοι για το πιο πολυφωτογραφημένο μνημείο αξεπέραστης αγάπης της Ινδίας και ένα από τα επτά σύγχρονα θαύματα του κόσμου, το Τάτζ Μαχάλ. Την ονομασία Τατζ Μαχάλ την έδωσαν οι Ευρωπαίοι στο μαυσωλείο, το οποίο σημαίνει η επίλεκτη του παλατιού. Η αρχική ονομασία του ήταν Rauza-i-Munavara, δηλ. φωτεινός τάφος.
Κατασκευάστηκε το 1653 μετά από εντολή του Shah Jahan (σ’ αυτόν τελικά η Ινδία οφείλει πολλά μνημεία) για να γίνει το μαυσωλείο της αγαπημένης των γυναικών του Μουμτάζ Μαχάλ, η οποία πέθανε σε ηλικία 38 ετών κατά την διάρκεια της γέννησης του 14ου παιδιού τους. 20.000 εργάτες χρειάστηκαν 22 χρόνια για να ολοκληρώσουν αυτήν την ένδειξη αγάπης του Τζαχάν προς την γυναίκα του. Χίλιοι ελέφαντες κουβάλησαν κομμάτια μαρμάρου βάρους μέχρι 2,5 τόνους από την Μακράνα, μία πόλη περίπου 300 χλμ. μακριά. Στην δεκαετία του 1830 εξυπηρετούσε ο κήπος του τους νεοφερμένους ¨Άγγλους στρατιώτες ως χώρος υποδοχής, μέχρι που ένας άλλος Άγγλος Έλγιν, ο λόρδος William Bentinck είχε την φαεινή ιδέα, να διαλύσει το Τατζ Μαχάλ σε κομμάτια και να τα πουλήσει στην Μεγάλη Βρετανία, ώστε να διακοσμήσουν κάποιοι ευγενείς τα σαλόνια τους. Ευτυχώς οι Βρετανοί δεν έδειξαν ενδιαφέρον και έτσι σήμερα έχουμε την τύχη να μπορούμε να θαυμάσουμε αυτό το πανέμορφο κομψοτέχνημα. Θέλω να σημειώσω εδώ, πως και τα γύρω κτίσματα είναι όλα πανέμορφα, αν και μπροστά σε αυτήν την έκφραση αγάπης δυστυχώς τα υπόλοιπα περνάνε απαρατήρητα.
Περάσαμε το πρωινό μας με έναν νεαρό ξεναγό, πολύ ορεξάτο να μας διηγείται και να εξηγεί με μεγάλο ενθουσιασμό τα πάντα γύρω από το μνημείο και την γύρω περιοχή. Όταν κάποια στιγμή του είπα, πως διάβασα κάπου, πως ο Τζαχάν είχε άλλες 72 γυναίκες, από τις οποίες με τις 8 τουλάχιστον είχε αποκτήσει παιδιά, μόνο που δεν παρεξηγήθηκε και μου τόνισε, πως η Μουμτάζ ήταν η μοναδική και αγαπημένη του γυναίκα. Δεν θα τα χαλάσουμε, άλλωστε βολεύει περισσότερο αυτή η εκδοχή.
Μαγευτήκαμε από το Τατζ Μαχάλ και τελειώνοντας κατά τις δέκα ενώ είχαμε χρόνο και ο ξεναγός μας πρότεινε κάποια άλλα αξιοθέατα στην πόλη, για τα οποία είχαμε διαβάσει και πραγματικά θέλαμε να τα δούμε, η εμπειρία και η κούραση της προηγούμενης ημέρας μας έκανε να αρνηθούμε οποιαδήποτε πρότασή του. Άλλωστε σκοπεύαμε να σταματήσουμε στο Fatehpur Sikri, περίπου 40 χλμ. έξω από τη Άγκρα και στο δρόμο μας για την επόμενη στάση μας την Τζαϊπούρ.
Φάγαμε στα γρήγορα πρωινό, επιβιβαστήκαμε και μετά από μία ώρα περίπου φτάσαμε στο Fatehpur Sikri. Η πόλη φάντασμα, που σηματοδοτεί την άνοδο και συγχρόνως πτώση της Μογγολικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον θρύλο, έφτασε ο Ακμπάρ (μογγόλος αυτοκράτορας) στο Σικρί για να ζητήσει από έναν άγιο που ζούσε πάνω στον βράχο να αποκτήσει γιο διάδοχο. Όταν εκπληρώθηκε η επιθυμία του, αποφάσισε να μεταφέρει - χτίσει εδώ την καινούρια πρωτεύουσα. Οι κατασκευές ξεκίνησαν το 1571 με την κατασκευή του 10 χλμ τείχους που περιβάλει την πόλη. Στο υψηλότερο σημείο είναι το τζαμί. Ονόμασε τη πόλη Φατεπούρ, δηλ. πόλη του θριάμβου, μια και είχε προηγηθεί μία νικηφόρα εκστρατεία προς το Γκουγιαράτ. Δυστυχώς όμως 15 χρόνια αργότερα περίπου τελειώνει και η ιστορία της πόλης αυτής, αφού υπήρχε πρόβλημα ύδρευσης. Τα επόμενα χρόνια επισκέπτονταν πολλοί ηγέτες την πόλη για να προσκυνήσουν τον τάφο του άγιου. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Εκατοντάδες ήταν οι Ινδοί που συναντήσαμε εκείνο το μεσημέρι στην ανάβασή μας προς την Φατεπούρ. Ο οδηγός μας άφησε στο πάρκινγκ, περίπου 1 χλμ. από την κύρια είσοδο. Από εκεί μπορεί κανείς να πάει πεζός ή να πάρει ένα τρίκυκλο ρίκσα. Προτιμήσαμε τη πεζοπορία, μην γνωρίζοντας, πως είναι ανηφόρα πρώτον και σε ακολουθούν κάθε λογής παιδιά και πραγματευτάδες και αγνοώντας τους 40 κάτι βαθμούς. Όταν σχεδόν λιπόθυμοι φτάσαμε επάνω χαρτζιλικώσαμε κάποιους πιτσιρικάδες που ανέβηκαν όλο το χιλιόμετρο μαζί μας ζητώντας ένα στυλό και αφού λουστήκαμε με νερό, ανεβήκαμε τα ατελείωτα ( μου φάνηκαν ) σκαλιά, για να βρεθούμε μπροστά σε ένα υπαίθριο παζάρι μέσα σε λασπόνερα ανάκατα με κάθε είδους χρώματα και οσμές. Να πω, πως δεν το ξέραμε? Το ξέραμε μάλλον. Πρέπει να βγάλουμε τα παπούτσια. Φυσικά αρνούμαστε και εξηγούμε, πως θέλουμε να δούμε την πόλη και πως δεν μας ενδιαφέρει να μπούμε στο τζαμί. Α !!!, τότε υπάρχει άλλη είσοδος. Και ξανά κατήφορος και ξανά ανήφορος και άλλα σκαλιά και το ίδιο παραμύθι, πρέπει να βγάλουμε τα παπούτσια μας. Τελικά βλέπουμε πως δεν μας θέλει και αποφασίζουμε να κόψουμε δρόμο μέσα από κάποια σοκάκια, τα οποία – συγνώμη δεν το ξέραμε – είναι χώρος, όπου κάνουν την ανάγκη τους κάποιες ινδές κυρίες. Μόνο με τις πέτρες και ό, τι άλλο φαντάζεστε που δεν μας πήραν. Για την κάθοδο πήραμε ένα τρίκυκλο ρίκσα, είμαστε λίγο ανάποδοι τελικά.
Ξεκινάμε για Τζαϊπούρ με το αμάξι ¨μπροστά Ανταρκτική, πίσω σάουνα¨.
Ρωτάω τον οδηγό μας πόση ώρα θα μας πάρει και η απάντηση είναι : maby 5 hours m’ am. Αυτή η απάντηση θα συνοδεύει από δω και πέρα κάθε ερώτηση για την διάρκεια του επόμενου προορισμού μας.
Μετά από δεν θυμάμαι πόσες ώρες φτάσαμε στην Τζαϊπούρ.
Το ξενοδοχείο μας το Shahpoura House μας αποζημιώνει για όλες τις ταλαιπωρίες όλων των ημερών. Θυμίζει χίλιες και μία νύχτες. Παλαιότερα αρχοντικό κάποιων αυλικών με εξαίσιες τοιχογραφίες και προσεγμένη και την παραμικρή λεπτομέρεια, φαντάζει σαν όαση στους 40 κάτι βαθμούς που επιμένουν ακόμη και αργά το απόγευμα. Ο διευθυντής μάνατζερ του ξενοδοχείου, ένας αξιοπρεπής, ευγενικός μα καθόλου δουλοπρεπής κύριος μοιάζει να έχει ξεμείνει εδώ από την εποχή της αποικιοκρατίας. Μας κατατοπίζει στους χώρους του ξενοδοχείου και μετά μας οδηγεί στα δωμάτια, τα οποία μοιάζει να βγήκαν από παραμύθια της Χαλιμάς. Αποφασίζουμε να το γιορτάσουμε κάνοντας μια βουτιά στην πισίνα και πίνοντας παγωμένες μπύρες. Μετά το βραδινό μπανάκι ανεβήκαμε στο roof restaurant και υπό το φως των αστεριών και των πυροτεχνημάτων ( γινόταν ένας γάμος εκεί κοντά ) δειπνήσαμε πίνοντας μπύρες και καπνίζοντας και τα πρώτα μας Beedis (ινδικά τσιγάρα από φύλλα ευκαλύπτου). Συγχρόνως κάποιες ινδές καλλονές χόρευαν με κανάτια στο κεφάλι και λίγο μετά απολαύσαμε ινδικό κουκλοθέατρο με μαριονέτες
-πρρρρρρρρρρ-, είναι ο ήχος που βγάζουν οι κούκλες υποτίθεται.
Κατευχαριστημένοι αποσυρθήκαμε στα δωμάτιά μας και αποκοιμηθήκαμε σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Μια και το τσιγάρο απαγορεύεται και στα δωμάτια σ’ αυτό το ξενοδοχείο, ετοιμάζω τα ροφήματά μας και πέντε και πέντε εγώ και ο Π. στην κεντρική είσοδο, όπου υπάρχει ένα τασάκι, απολαμβάνουμε την χαραυγή της μέρας, εν μέσω μερικών ενοχλητικών κουνουπιών.
Ξυπνάει ο καημένος ο φύλακας, χτυπάει ένα τηλέφωνο, βγαίνει και ένας αγουροξυπνημένος στην ρεσεψιόν. Κόσμος πηγαινοερχόταν μπροστά από το ξενοδοχείο, το οποίο βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη στα χωράφια. Όλοι κουβαλούσαν ένα μπουκάλι νερό. Πιστέψαμε πως πήγαιναν στις δουλειές τους, αλλά όταν μετά από λίγο τους είδαμε να επιστρέφουν με άδειο το μπουκάλι υποψιαστήκαμε, πως οι άνθρωποι πηγαίνανε κάπου να κάνουν την ανάγκη τους. Νιώθοντας πως τους κατασκοπεύουμε και μην αντέχοντας τα κουνούπια, πήγαμε στο δωμάτιο μας και καπνίσαμε στα κρυφά ένα τελευταίο τσιγάρο κάτω από τον εξαερισμό του μπάνιου.
Επτά η ώρα πανέτοιμοι για το πιο πολυφωτογραφημένο μνημείο αξεπέραστης αγάπης της Ινδίας και ένα από τα επτά σύγχρονα θαύματα του κόσμου, το Τάτζ Μαχάλ. Την ονομασία Τατζ Μαχάλ την έδωσαν οι Ευρωπαίοι στο μαυσωλείο, το οποίο σημαίνει η επίλεκτη του παλατιού. Η αρχική ονομασία του ήταν Rauza-i-Munavara, δηλ. φωτεινός τάφος.
Κατασκευάστηκε το 1653 μετά από εντολή του Shah Jahan (σ’ αυτόν τελικά η Ινδία οφείλει πολλά μνημεία) για να γίνει το μαυσωλείο της αγαπημένης των γυναικών του Μουμτάζ Μαχάλ, η οποία πέθανε σε ηλικία 38 ετών κατά την διάρκεια της γέννησης του 14ου παιδιού τους. 20.000 εργάτες χρειάστηκαν 22 χρόνια για να ολοκληρώσουν αυτήν την ένδειξη αγάπης του Τζαχάν προς την γυναίκα του. Χίλιοι ελέφαντες κουβάλησαν κομμάτια μαρμάρου βάρους μέχρι 2,5 τόνους από την Μακράνα, μία πόλη περίπου 300 χλμ. μακριά. Στην δεκαετία του 1830 εξυπηρετούσε ο κήπος του τους νεοφερμένους ¨Άγγλους στρατιώτες ως χώρος υποδοχής, μέχρι που ένας άλλος Άγγλος Έλγιν, ο λόρδος William Bentinck είχε την φαεινή ιδέα, να διαλύσει το Τατζ Μαχάλ σε κομμάτια και να τα πουλήσει στην Μεγάλη Βρετανία, ώστε να διακοσμήσουν κάποιοι ευγενείς τα σαλόνια τους. Ευτυχώς οι Βρετανοί δεν έδειξαν ενδιαφέρον και έτσι σήμερα έχουμε την τύχη να μπορούμε να θαυμάσουμε αυτό το πανέμορφο κομψοτέχνημα. Θέλω να σημειώσω εδώ, πως και τα γύρω κτίσματα είναι όλα πανέμορφα, αν και μπροστά σε αυτήν την έκφραση αγάπης δυστυχώς τα υπόλοιπα περνάνε απαρατήρητα.
Περάσαμε το πρωινό μας με έναν νεαρό ξεναγό, πολύ ορεξάτο να μας διηγείται και να εξηγεί με μεγάλο ενθουσιασμό τα πάντα γύρω από το μνημείο και την γύρω περιοχή. Όταν κάποια στιγμή του είπα, πως διάβασα κάπου, πως ο Τζαχάν είχε άλλες 72 γυναίκες, από τις οποίες με τις 8 τουλάχιστον είχε αποκτήσει παιδιά, μόνο που δεν παρεξηγήθηκε και μου τόνισε, πως η Μουμτάζ ήταν η μοναδική και αγαπημένη του γυναίκα. Δεν θα τα χαλάσουμε, άλλωστε βολεύει περισσότερο αυτή η εκδοχή.
Μαγευτήκαμε από το Τατζ Μαχάλ και τελειώνοντας κατά τις δέκα ενώ είχαμε χρόνο και ο ξεναγός μας πρότεινε κάποια άλλα αξιοθέατα στην πόλη, για τα οποία είχαμε διαβάσει και πραγματικά θέλαμε να τα δούμε, η εμπειρία και η κούραση της προηγούμενης ημέρας μας έκανε να αρνηθούμε οποιαδήποτε πρότασή του. Άλλωστε σκοπεύαμε να σταματήσουμε στο Fatehpur Sikri, περίπου 40 χλμ. έξω από τη Άγκρα και στο δρόμο μας για την επόμενη στάση μας την Τζαϊπούρ.
Φάγαμε στα γρήγορα πρωινό, επιβιβαστήκαμε και μετά από μία ώρα περίπου φτάσαμε στο Fatehpur Sikri. Η πόλη φάντασμα, που σηματοδοτεί την άνοδο και συγχρόνως πτώση της Μογγολικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον θρύλο, έφτασε ο Ακμπάρ (μογγόλος αυτοκράτορας) στο Σικρί για να ζητήσει από έναν άγιο που ζούσε πάνω στον βράχο να αποκτήσει γιο διάδοχο. Όταν εκπληρώθηκε η επιθυμία του, αποφάσισε να μεταφέρει - χτίσει εδώ την καινούρια πρωτεύουσα. Οι κατασκευές ξεκίνησαν το 1571 με την κατασκευή του 10 χλμ τείχους που περιβάλει την πόλη. Στο υψηλότερο σημείο είναι το τζαμί. Ονόμασε τη πόλη Φατεπούρ, δηλ. πόλη του θριάμβου, μια και είχε προηγηθεί μία νικηφόρα εκστρατεία προς το Γκουγιαράτ. Δυστυχώς όμως 15 χρόνια αργότερα περίπου τελειώνει και η ιστορία της πόλης αυτής, αφού υπήρχε πρόβλημα ύδρευσης. Τα επόμενα χρόνια επισκέπτονταν πολλοί ηγέτες την πόλη για να προσκυνήσουν τον τάφο του άγιου. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Εκατοντάδες ήταν οι Ινδοί που συναντήσαμε εκείνο το μεσημέρι στην ανάβασή μας προς την Φατεπούρ. Ο οδηγός μας άφησε στο πάρκινγκ, περίπου 1 χλμ. από την κύρια είσοδο. Από εκεί μπορεί κανείς να πάει πεζός ή να πάρει ένα τρίκυκλο ρίκσα. Προτιμήσαμε τη πεζοπορία, μην γνωρίζοντας, πως είναι ανηφόρα πρώτον και σε ακολουθούν κάθε λογής παιδιά και πραγματευτάδες και αγνοώντας τους 40 κάτι βαθμούς. Όταν σχεδόν λιπόθυμοι φτάσαμε επάνω χαρτζιλικώσαμε κάποιους πιτσιρικάδες που ανέβηκαν όλο το χιλιόμετρο μαζί μας ζητώντας ένα στυλό και αφού λουστήκαμε με νερό, ανεβήκαμε τα ατελείωτα ( μου φάνηκαν ) σκαλιά, για να βρεθούμε μπροστά σε ένα υπαίθριο παζάρι μέσα σε λασπόνερα ανάκατα με κάθε είδους χρώματα και οσμές. Να πω, πως δεν το ξέραμε? Το ξέραμε μάλλον. Πρέπει να βγάλουμε τα παπούτσια. Φυσικά αρνούμαστε και εξηγούμε, πως θέλουμε να δούμε την πόλη και πως δεν μας ενδιαφέρει να μπούμε στο τζαμί. Α !!!, τότε υπάρχει άλλη είσοδος. Και ξανά κατήφορος και ξανά ανήφορος και άλλα σκαλιά και το ίδιο παραμύθι, πρέπει να βγάλουμε τα παπούτσια μας. Τελικά βλέπουμε πως δεν μας θέλει και αποφασίζουμε να κόψουμε δρόμο μέσα από κάποια σοκάκια, τα οποία – συγνώμη δεν το ξέραμε – είναι χώρος, όπου κάνουν την ανάγκη τους κάποιες ινδές κυρίες. Μόνο με τις πέτρες και ό, τι άλλο φαντάζεστε που δεν μας πήραν. Για την κάθοδο πήραμε ένα τρίκυκλο ρίκσα, είμαστε λίγο ανάποδοι τελικά.
Ξεκινάμε για Τζαϊπούρ με το αμάξι ¨μπροστά Ανταρκτική, πίσω σάουνα¨.
Ρωτάω τον οδηγό μας πόση ώρα θα μας πάρει και η απάντηση είναι : maby 5 hours m’ am. Αυτή η απάντηση θα συνοδεύει από δω και πέρα κάθε ερώτηση για την διάρκεια του επόμενου προορισμού μας.
Μετά από δεν θυμάμαι πόσες ώρες φτάσαμε στην Τζαϊπούρ.
Το ξενοδοχείο μας το Shahpoura House μας αποζημιώνει για όλες τις ταλαιπωρίες όλων των ημερών. Θυμίζει χίλιες και μία νύχτες. Παλαιότερα αρχοντικό κάποιων αυλικών με εξαίσιες τοιχογραφίες και προσεγμένη και την παραμικρή λεπτομέρεια, φαντάζει σαν όαση στους 40 κάτι βαθμούς που επιμένουν ακόμη και αργά το απόγευμα. Ο διευθυντής μάνατζερ του ξενοδοχείου, ένας αξιοπρεπής, ευγενικός μα καθόλου δουλοπρεπής κύριος μοιάζει να έχει ξεμείνει εδώ από την εποχή της αποικιοκρατίας. Μας κατατοπίζει στους χώρους του ξενοδοχείου και μετά μας οδηγεί στα δωμάτια, τα οποία μοιάζει να βγήκαν από παραμύθια της Χαλιμάς. Αποφασίζουμε να το γιορτάσουμε κάνοντας μια βουτιά στην πισίνα και πίνοντας παγωμένες μπύρες. Μετά το βραδινό μπανάκι ανεβήκαμε στο roof restaurant και υπό το φως των αστεριών και των πυροτεχνημάτων ( γινόταν ένας γάμος εκεί κοντά ) δειπνήσαμε πίνοντας μπύρες και καπνίζοντας και τα πρώτα μας Beedis (ινδικά τσιγάρα από φύλλα ευκαλύπτου). Συγχρόνως κάποιες ινδές καλλονές χόρευαν με κανάτια στο κεφάλι και λίγο μετά απολαύσαμε ινδικό κουκλοθέατρο με μαριονέτες
-πρρρρρρρρρρ-, είναι ο ήχος που βγάζουν οι κούκλες υποτίθεται.
Κατευχαριστημένοι αποσυρθήκαμε στα δωμάτιά μας και αποκοιμηθήκαμε σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160