Με μεγάλη μας χαρά φύγαμε από τη Μπικανέρ για να φτάσουμε μετά από τρεις και κάτι ώρες στην Μάνταβα, μία μικρή πόλη, η οποία και αυτήν με την σειρά της αποτελεί κυρίως υποχρεωτική στάση, για όποιον θέλει να πάει από το Δελχί στην Τζαϊσαλμέρ. Η Μάνταβα θυμίζει ένα μικρό μεσαιωνικό χωριό και αν περιποιούνταν οι κάτοικοι λίγο τα κτίρια τους θα ήταν όλα σαν ζωγραφιά.
Μείναμε στο Heritage Mandawa ένα Guesthouse με υπέροχες τοιχογραφίες, όπου συναντήσαμε πολλούς περιηγητές από όλο τον κόσμο, άλλους να ακολουθούν την ίδια διαδρομή με μας και άλλους να ξεκινάνε τώρα την τουρ στο Ρατζαστάν. Ανταλλάξαμε απόψεις, συμφωνήσαμε πως η ζέστη είναι υπερβολική για μας τους Ευρωπαίους και βγήκαμε μία βόλτα στην πόλη. Μετά από λίγο μερικά παιδιά ηλικίας 11 – 12 χρονών προσφέρονται σε άπταιστα αγγλικά να είναι οι ξεναγοί μας. Εξηγούμε, πως δεν χρειαζόμαστε ξεναγό και τότε προσπαθούν να μας πάνε το καθένα στο μαγαζί της οικογένειάς τους. Υποσχεθήκαμε να πάμε μετά το φαγητό στο κάστρο –ξενοδοχείο της πόλης. Υπερτιμημένο θα το χαρακτήριζα με μέτριο φαγητό.
Βγαίνοντας πήρε να ψιχαλίζει και μέχρι να βγούμε στον κεντρικό η βροχή έπεφτε καταρρακτώδες. Μπροστά εμείς με βήμα ταχύ να προσπαθούμε να μην πατήσουμε όσο μπορούμε όλες τις ακαθαρσίες, τις οποίες η βροχή είχε απλώσει σ’ όλο τον δρόμο και από πίσω η κουστωδία με τους πιτσιρικάδες, να μας ακολουθεί μέχρι το ξενοδοχείο. Δρόσισε κάπως με την βροχή, αλλά το αποτέλεσμα ήταν οι συνήθεις ολιγόλεπτες διακοπές ρεύματος να γίνουν ωριαίες. Φυσικά ο ξενώνας είχε γεννήτρια, η οποία δυστυχώς δεν μπορούσε να σηκώσει κλιματιστικό και έτσι αφεθήκαμε στην όποια δροσιά έβγαζε ο ανεμιστήρας οροφής. Το βράδυ φάγαμε στον ξενώνα, όπου επέλεγες μεταξύ κρεάτινου ή χορτοφαγικού μενού. Και τα δύο ήταν πανάκριβα και άγευστα. Στο εστιατόριο συναντήσαμε και την πρώτη Ελληνίδα, μόνιμη όμως κάτοικο Βυρητού. Χαρήκαμε πολύ, ανταλλάξαμε κουβέντες γλυκές, τα κλασσικά που συμβαίνουν μεταξύ Ελλήνων μακριά από την χώρα τους και κυρίως σταθήκαμε στην Βυρητό, μια και την είχαμε επισκεφτεί το προηγούμενο καλοκαίρι και θέλαμε να κάνουμε λίγο και τους έξυπνους.
Το βράδυ μας το περάσαμε στο μπαλκόνι – ταράτσα που ενώνει όλα τα δωμάτια του πρώτου ορόφου και δημιουργεί μία πολύ όμορφη παρεϊστικη ατμόσφαιρα. Έκπληκτοι ανακαλύψαμε, πως οι πιτσιρικάδες από το απόγευμα με σινιέ πλέον ρούχα ήταν στην είσοδο του ξενώνα και περίμεναν. Εμάς? Κάποιους άλλους? ¨όπως και να ‘χει ο Χ. κατέβηκε τους χαρτζιλίκωσε και πήγανε και αυτοί στη ευχή του θεού Σίβα.
Απέναντι ακριβώς από τον ξενώνα παγώνια σε μία αυλή κορδώνονταν και αργότερα μας νανούρισαν παρ’ όλη την ζέστη με τα ιού, ιού.
Μείναμε στο Heritage Mandawa ένα Guesthouse με υπέροχες τοιχογραφίες, όπου συναντήσαμε πολλούς περιηγητές από όλο τον κόσμο, άλλους να ακολουθούν την ίδια διαδρομή με μας και άλλους να ξεκινάνε τώρα την τουρ στο Ρατζαστάν. Ανταλλάξαμε απόψεις, συμφωνήσαμε πως η ζέστη είναι υπερβολική για μας τους Ευρωπαίους και βγήκαμε μία βόλτα στην πόλη. Μετά από λίγο μερικά παιδιά ηλικίας 11 – 12 χρονών προσφέρονται σε άπταιστα αγγλικά να είναι οι ξεναγοί μας. Εξηγούμε, πως δεν χρειαζόμαστε ξεναγό και τότε προσπαθούν να μας πάνε το καθένα στο μαγαζί της οικογένειάς τους. Υποσχεθήκαμε να πάμε μετά το φαγητό στο κάστρο –ξενοδοχείο της πόλης. Υπερτιμημένο θα το χαρακτήριζα με μέτριο φαγητό.
Βγαίνοντας πήρε να ψιχαλίζει και μέχρι να βγούμε στον κεντρικό η βροχή έπεφτε καταρρακτώδες. Μπροστά εμείς με βήμα ταχύ να προσπαθούμε να μην πατήσουμε όσο μπορούμε όλες τις ακαθαρσίες, τις οποίες η βροχή είχε απλώσει σ’ όλο τον δρόμο και από πίσω η κουστωδία με τους πιτσιρικάδες, να μας ακολουθεί μέχρι το ξενοδοχείο. Δρόσισε κάπως με την βροχή, αλλά το αποτέλεσμα ήταν οι συνήθεις ολιγόλεπτες διακοπές ρεύματος να γίνουν ωριαίες. Φυσικά ο ξενώνας είχε γεννήτρια, η οποία δυστυχώς δεν μπορούσε να σηκώσει κλιματιστικό και έτσι αφεθήκαμε στην όποια δροσιά έβγαζε ο ανεμιστήρας οροφής. Το βράδυ φάγαμε στον ξενώνα, όπου επέλεγες μεταξύ κρεάτινου ή χορτοφαγικού μενού. Και τα δύο ήταν πανάκριβα και άγευστα. Στο εστιατόριο συναντήσαμε και την πρώτη Ελληνίδα, μόνιμη όμως κάτοικο Βυρητού. Χαρήκαμε πολύ, ανταλλάξαμε κουβέντες γλυκές, τα κλασσικά που συμβαίνουν μεταξύ Ελλήνων μακριά από την χώρα τους και κυρίως σταθήκαμε στην Βυρητό, μια και την είχαμε επισκεφτεί το προηγούμενο καλοκαίρι και θέλαμε να κάνουμε λίγο και τους έξυπνους.
Το βράδυ μας το περάσαμε στο μπαλκόνι – ταράτσα που ενώνει όλα τα δωμάτια του πρώτου ορόφου και δημιουργεί μία πολύ όμορφη παρεϊστικη ατμόσφαιρα. Έκπληκτοι ανακαλύψαμε, πως οι πιτσιρικάδες από το απόγευμα με σινιέ πλέον ρούχα ήταν στην είσοδο του ξενώνα και περίμεναν. Εμάς? Κάποιους άλλους? ¨όπως και να ‘χει ο Χ. κατέβηκε τους χαρτζιλίκωσε και πήγανε και αυτοί στη ευχή του θεού Σίβα.
Απέναντι ακριβώς από τον ξενώνα παγώνια σε μία αυλή κορδώνονταν και αργότερα μας νανούρισαν παρ’ όλη την ζέστη με τα ιού, ιού.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160