Αποχαιρετήσαμε την πανέμορφη πόλη της Τζαϊσαλμέρ και κινήσαμε για Δελχί, απ’ όπου θα πέρναμε το αεροπλάνο για Βαρανάσι. Επειδή η διαδρομή είναι μεγάλη έχουμε δύο διανυκτερεύσεις στην Μπικανέρ και την Μάνταβα.
Στην Μπικανέρ φτάσαμε γύρω στις 3 η ώρα. Η διαδρομή μονότονη και αδιάφορη.
Η Ρ. και ο Θ. εκφράζουν την επιθυμία να επισκεφτούν το παλάτι της πόλης. Οι υπόλοιποι μένουμε στο ξενοδοχείο, το Raj Vilas Palace, ένα απ’ έξω κουκλίστικο ξενοδοχείο. Στην ρεσεψιόν βλέποντας την βίζα μας εκφράζουν την απορία, για το πού είναι η Αθήνα και η Ελλάδα. Μήπως στην Νότιο Αμερική. Τους λέμε στην Ευρώπη και απορούν τι γλώσσα μιλάμε και με ποια άλλη μοιάζει η γλώσσα μας και πολλά άλλα. Μας δίνουν τελικά ένα δωμάτιο γωνιακό, το οποίο προφανώς χτυπάει όλη μέρα από παντού ο ήλιος και μετά από μία ώρα ούτε το κλιματιστικό, ούτε οι ανεμιστήρες οροφής καταφέρνουν να κάνουν κάτι. Φυσικά δεν υπάρχει κρύο νερό. Ανακουφιζόμαστε όταν αρχίζει να βρέχει, ανοίγουμε παράθυρα, για καλύτερα, αλλά μετά την βροχή τα πράγματα χειροτερεύουν. Λέμε να μην το κάνουμε θέμα και πως μέχρι το βράδυ θα ‘χει δροσίσει και βγαίνουμε για μία βραδινή βόλτα στην πόλη.
Απογοητευτήκαμε πολύ γρήγορα. Ήταν η πιο βρώμικη, αφιλόξενη πόλη που είδαμε στην Ινδία. Δίχως ρυμοτομία, αποχετεύσεις μετά την βροχή έμοιαζε σαν σκηνή βγαλμένη από σουρεαλιστική ταινία. Αφού αναζητήσαμε μάταια και δεν βρήκαμε τα εστιατόρια που σύστηνε ο τουριστικός μας οδηγός, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, το οποίο είχε ένα υπέροχο εστιατόριο στην ταράτσα με γρασίδι και κουκλοθέατρο παρακαλώ. Βέβαια η συνεννόηση με τα γκαρσόν θύμιζε ζώνη του λυκόφωτος, αλλά τελικά μετά από πολλές προσπάθειες καταφέραμε σχεδόν να φάμε, έχοντας μοναδική θέα πάνω από αυτήν την πραγματικά άσχημη πόλη.
Η νύχτα τελικά αποδείχτηκε εφιαλτική, αφού η ζέστη στο δωμάτιο ήταν αποπνιχτική.
Στην Μπικανέρ φτάσαμε γύρω στις 3 η ώρα. Η διαδρομή μονότονη και αδιάφορη.
Η Ρ. και ο Θ. εκφράζουν την επιθυμία να επισκεφτούν το παλάτι της πόλης. Οι υπόλοιποι μένουμε στο ξενοδοχείο, το Raj Vilas Palace, ένα απ’ έξω κουκλίστικο ξενοδοχείο. Στην ρεσεψιόν βλέποντας την βίζα μας εκφράζουν την απορία, για το πού είναι η Αθήνα και η Ελλάδα. Μήπως στην Νότιο Αμερική. Τους λέμε στην Ευρώπη και απορούν τι γλώσσα μιλάμε και με ποια άλλη μοιάζει η γλώσσα μας και πολλά άλλα. Μας δίνουν τελικά ένα δωμάτιο γωνιακό, το οποίο προφανώς χτυπάει όλη μέρα από παντού ο ήλιος και μετά από μία ώρα ούτε το κλιματιστικό, ούτε οι ανεμιστήρες οροφής καταφέρνουν να κάνουν κάτι. Φυσικά δεν υπάρχει κρύο νερό. Ανακουφιζόμαστε όταν αρχίζει να βρέχει, ανοίγουμε παράθυρα, για καλύτερα, αλλά μετά την βροχή τα πράγματα χειροτερεύουν. Λέμε να μην το κάνουμε θέμα και πως μέχρι το βράδυ θα ‘χει δροσίσει και βγαίνουμε για μία βραδινή βόλτα στην πόλη.
Απογοητευτήκαμε πολύ γρήγορα. Ήταν η πιο βρώμικη, αφιλόξενη πόλη που είδαμε στην Ινδία. Δίχως ρυμοτομία, αποχετεύσεις μετά την βροχή έμοιαζε σαν σκηνή βγαλμένη από σουρεαλιστική ταινία. Αφού αναζητήσαμε μάταια και δεν βρήκαμε τα εστιατόρια που σύστηνε ο τουριστικός μας οδηγός, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, το οποίο είχε ένα υπέροχο εστιατόριο στην ταράτσα με γρασίδι και κουκλοθέατρο παρακαλώ. Βέβαια η συνεννόηση με τα γκαρσόν θύμιζε ζώνη του λυκόφωτος, αλλά τελικά μετά από πολλές προσπάθειες καταφέραμε σχεδόν να φάμε, έχοντας μοναδική θέα πάνω από αυτήν την πραγματικά άσχημη πόλη.
Η νύχτα τελικά αποδείχτηκε εφιαλτική, αφού η ζέστη στο δωμάτιο ήταν αποπνιχτική.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160