Αναχώρηση κατά τις οχτώ για την παλιά πόλη της Τζαϊπούρ, την λεγόμενη Pink city. Όταν το 1876 ο πρίγκηπας Αλβέρτος ( ο μετέπειτα βασιλιάς Εδουάρδος ο 6ος ) επισκέφτηκε την Τζαϊπούρ, βάφτηκαν όλα τα σπίτια της πόλης προς τιμήν του με ροζ χρώμα. Η πόλη δεν έχει αλλάξει από τότε και πολύ, αν και εμένα μου θύμισε περισσότερο ανοιχτό κεραμιδί το χρώμα της, παρά ροζ. Όπως και να ‘χει είναι μία πανέμορφη πόλη με μεγάλους δρόμους, πεζοδρόμια και αμέτρητα μαγαζάκια συγκεντρωμένα, ανάλογα με το εμπόρευμα τους σε κάποιον από τους δρόμους και τα σοκάκια.
Έχουμε μαζί μας και έναν τοπικό ξεναγό. Πρώτη στάση το Hawa Mahal, το παλάτι των ανέμων. Αν και δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία πρόσοψη κτιρίου αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Τζαϊπούρ και είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Κατασκευάστηκε το 1799 με εντολή του Μαχαραγιά Pratap Singh II, είναι πενταόροφο και εξυπηρετούσε τις κυρίες της αυλής, ώστε να μπορούν να παρακολουθούν διάφορες παρελάσεις στον δρόμο, χωρίς αυτές να είναι ορατές.
Συνεχίζουμε για το Amber Fort, ένα κάστρο – παλάτι περίπου 11 χλμ. βόρεια της πόλης. Η Άμπερ ήταν για πάνω από έξι αιώνες η πρωτεύουσα των Καχβάχας, πριν ο Τζάι Σίνγκ την μεταφέρει στην Τζαϊπούρ. Το κάστρο δεσπόζει από μακριά πάνω στον βράχο εντυπωσιακό και ζητάμε να κατέβουμε να βγάλουμε κάποιες φωτογραφίες. Ξαφνικά και ενώ προσπαθούμε να βρούμε το καλύτερο σημείο κάποιοι φουριόζοι έρχονται κατά πάνω μας, στρώνονται στα πόδια μας, βγάζουν από ένα καλάθι και ένα μουσικό όργανο και να σου αρχίζουν οι κόμπρες να χορεύουν και να λικνίζονται. Άλλαξε πλέον η εστίαση της φωτογραφικής μηχανής και μετά το απαραίτητο χαρτζιλίκωμα ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο στο κάστρο. Δεν χρησιμοποιήσαμε τους ελέφαντες για την ανάβαση, αν και μας την πρόσφερε το πρακτορείο, αφού είχαμε διαβάσει κάποια σχετικά άρθρα για κακοποίηση των ζώων και λαμβάνοντας υπ’ όψιν επίσης την υπερβολική ζέστη που επικρατούσε και θα ήταν διπλή κούραση γι’ αυτούς.
Το κάστρο – παλάτι κατ’ εκτίμηση μου είναι περισσότερο εντυπωσιακό απ’ έξω, παρά από μέσα, ίσως επειδή στην πορεία είδαμε εντυπωσιακότερα. Επίσης εκπληκτική είναι και η θέα που προσφέρει προς τα απέναντι βουνά, όπου εκτείνεται το εξωτερικό του τείχος και σου δίνει την εντύπωση, πως βλέπεις το Σινικό τείχος.
Και αυτός ο ξεναγός μας πολύ ορεξάτος και δεν σηκώνει και πολλά, πολλά, αφού μας κατατόπισε με λεπτομέρειες μετά από τρείς και κάτι ώρες επιμένει, πως πρέπει να δούμε το παλάτι του μαχαραγιά ή ένα μέρος του τουλάχιστον, μια και στο υπόλοιπο διαμένει ακόμη ο μαχαραγιάς. Αφού κάνουμε μία στάση στα θερινά ανάκτορα για φωτογραφίες, ακολουθεί το παλάτι, το οποίο δεν έχει ουσιαστικά τίποτα να προσφέρει. Οι χώροι που είναι επισκέψιμοι είναι αδιάφοροι, αλλά και το ίδιο το παλάτι ούτε εξωτερικά κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Το πιο εντυπωσιακό ίσως που είδαμε ήταν τα δύο μεγαλύτερα δοχεία του κόσμου, φτιαγμένα από ασήμι, τα οποία κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τον μαχαραγιά Μαντού Σινγκ, ώστε να μεταφέρει 9.000 λίτρα νερό από τον Γάγγη, όταν επισκέφτηκε την Μεγάλη Βρετανία, για να παραβρεθεί στους γάμους του βασιλιά Εδουάρδου. Την κυρίως αυλή εκείνη την ημέρα την είχαν νοικιάσει κάποιοι για να τελέσουν άλλους γάμους το ίδιο βράδυ και ένα συνεργείο από δεκάδες ανθρώπους έστηνε μία υπερπαραγωγή τύπου Μπόλιγουντ.
Επόμενη στάση το Jantar Mantar, το αστεροσκοπείο, απέναντι ακριβώς από το παλάτι. Κατασκευασμένο μεταξύ 1728 και 34 είναι υπαίθριο και διαθέτει τεράστια όργανα ( π.χ. ηλιακό ρολόι 30 μέτρων ), τα οποία μας εξήγησε λεπτομερέστατα ο ξεναγός μας, κάνοντας συγχρόνως και επίδειξη, όπου ήταν εφικτό.
Η ώρα είχε πάει δύο. Κοντεύαμε 6 ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο και αποφασίσαμε πως αρκετά η ξενάγηση και πως θέλαμε να περπατήσουμε λιγάκι μόνοι στην παλιά πόλη. Ο ξεναγός να επιμένει να μας συνοδέψει, στο τέλος σχεδόν παρεξηγηθήκαμε, τον στείλαμε στην ευχή του θεού Γκανέσα και απολαύσαμε το υπόλοιπο απόγευμα σουλατσάροντας και κάνοντας παζάρια και γνωριμίες.
Το βράδυ, αφού ψάξαμε χωρίς επιτυχία τον οδηγό μας, πήραμε ένα τρίκυκλο ρίκσα και δειπνήσαμε στο εστιατόριο Cooper Chimney, απέναντι από το ταχυδρομείο.
Επιστρέψαμε με τον ίδιο τρόπο και αφού ήπιαμε μερικές Kingfishers στο Roofrestaurant του ξενοδοχείου λιώσαμε στον ύπνο.
Έχουμε μαζί μας και έναν τοπικό ξεναγό. Πρώτη στάση το Hawa Mahal, το παλάτι των ανέμων. Αν και δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία πρόσοψη κτιρίου αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Τζαϊπούρ και είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Κατασκευάστηκε το 1799 με εντολή του Μαχαραγιά Pratap Singh II, είναι πενταόροφο και εξυπηρετούσε τις κυρίες της αυλής, ώστε να μπορούν να παρακολουθούν διάφορες παρελάσεις στον δρόμο, χωρίς αυτές να είναι ορατές.
Συνεχίζουμε για το Amber Fort, ένα κάστρο – παλάτι περίπου 11 χλμ. βόρεια της πόλης. Η Άμπερ ήταν για πάνω από έξι αιώνες η πρωτεύουσα των Καχβάχας, πριν ο Τζάι Σίνγκ την μεταφέρει στην Τζαϊπούρ. Το κάστρο δεσπόζει από μακριά πάνω στον βράχο εντυπωσιακό και ζητάμε να κατέβουμε να βγάλουμε κάποιες φωτογραφίες. Ξαφνικά και ενώ προσπαθούμε να βρούμε το καλύτερο σημείο κάποιοι φουριόζοι έρχονται κατά πάνω μας, στρώνονται στα πόδια μας, βγάζουν από ένα καλάθι και ένα μουσικό όργανο και να σου αρχίζουν οι κόμπρες να χορεύουν και να λικνίζονται. Άλλαξε πλέον η εστίαση της φωτογραφικής μηχανής και μετά το απαραίτητο χαρτζιλίκωμα ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο στο κάστρο. Δεν χρησιμοποιήσαμε τους ελέφαντες για την ανάβαση, αν και μας την πρόσφερε το πρακτορείο, αφού είχαμε διαβάσει κάποια σχετικά άρθρα για κακοποίηση των ζώων και λαμβάνοντας υπ’ όψιν επίσης την υπερβολική ζέστη που επικρατούσε και θα ήταν διπλή κούραση γι’ αυτούς.
Το κάστρο – παλάτι κατ’ εκτίμηση μου είναι περισσότερο εντυπωσιακό απ’ έξω, παρά από μέσα, ίσως επειδή στην πορεία είδαμε εντυπωσιακότερα. Επίσης εκπληκτική είναι και η θέα που προσφέρει προς τα απέναντι βουνά, όπου εκτείνεται το εξωτερικό του τείχος και σου δίνει την εντύπωση, πως βλέπεις το Σινικό τείχος.
Και αυτός ο ξεναγός μας πολύ ορεξάτος και δεν σηκώνει και πολλά, πολλά, αφού μας κατατόπισε με λεπτομέρειες μετά από τρείς και κάτι ώρες επιμένει, πως πρέπει να δούμε το παλάτι του μαχαραγιά ή ένα μέρος του τουλάχιστον, μια και στο υπόλοιπο διαμένει ακόμη ο μαχαραγιάς. Αφού κάνουμε μία στάση στα θερινά ανάκτορα για φωτογραφίες, ακολουθεί το παλάτι, το οποίο δεν έχει ουσιαστικά τίποτα να προσφέρει. Οι χώροι που είναι επισκέψιμοι είναι αδιάφοροι, αλλά και το ίδιο το παλάτι ούτε εξωτερικά κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Το πιο εντυπωσιακό ίσως που είδαμε ήταν τα δύο μεγαλύτερα δοχεία του κόσμου, φτιαγμένα από ασήμι, τα οποία κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τον μαχαραγιά Μαντού Σινγκ, ώστε να μεταφέρει 9.000 λίτρα νερό από τον Γάγγη, όταν επισκέφτηκε την Μεγάλη Βρετανία, για να παραβρεθεί στους γάμους του βασιλιά Εδουάρδου. Την κυρίως αυλή εκείνη την ημέρα την είχαν νοικιάσει κάποιοι για να τελέσουν άλλους γάμους το ίδιο βράδυ και ένα συνεργείο από δεκάδες ανθρώπους έστηνε μία υπερπαραγωγή τύπου Μπόλιγουντ.
Επόμενη στάση το Jantar Mantar, το αστεροσκοπείο, απέναντι ακριβώς από το παλάτι. Κατασκευασμένο μεταξύ 1728 και 34 είναι υπαίθριο και διαθέτει τεράστια όργανα ( π.χ. ηλιακό ρολόι 30 μέτρων ), τα οποία μας εξήγησε λεπτομερέστατα ο ξεναγός μας, κάνοντας συγχρόνως και επίδειξη, όπου ήταν εφικτό.
Η ώρα είχε πάει δύο. Κοντεύαμε 6 ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο και αποφασίσαμε πως αρκετά η ξενάγηση και πως θέλαμε να περπατήσουμε λιγάκι μόνοι στην παλιά πόλη. Ο ξεναγός να επιμένει να μας συνοδέψει, στο τέλος σχεδόν παρεξηγηθήκαμε, τον στείλαμε στην ευχή του θεού Γκανέσα και απολαύσαμε το υπόλοιπο απόγευμα σουλατσάροντας και κάνοντας παζάρια και γνωριμίες.
Το βράδυ, αφού ψάξαμε χωρίς επιτυχία τον οδηγό μας, πήραμε ένα τρίκυκλο ρίκσα και δειπνήσαμε στο εστιατόριο Cooper Chimney, απέναντι από το ταχυδρομείο.
Επιστρέψαμε με τον ίδιο τρόπο και αφού ήπιαμε μερικές Kingfishers στο Roofrestaurant του ξενοδοχείου λιώσαμε στον ύπνο.
Attachments
-
24,9 KB Προβολές: 160