Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.220
- Likes
- 55.392
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 1: Προσδοκίες, αναχώρηση από Ελλάδα προς Σιγκαπούρη
- Κεφάλαιο 2: Κάποιες ώρες στη Σιγκαπούρη και κάποιο κατάλυμα στο Μπαλί
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 3: Ναοί, βατράχια, αράχνες, φαράγγια και η Μητέρα των Ναών
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 4: Ο Νότος, το Μπαλί που δε θέλω να ξέρω
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 5: Ναοί, βροχή, χοροί και το Μπαλί που αγάπησα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 6: Ο τουρισμός στην εποχή του Instagram και το “βαθύ” Μπαλί που δε μασάει από τέτοια
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 7: Nusa Penida, ο παράδεισος της παραλίας και η κόλαση της "ασφάλτου"
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 8: Χαλάρωση, σκάλες και σεισμός στη Nusa Penida
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 9: Denpasar, Kuta κι άλλα μέρη που πάμε μόνο αν είμαστε υποχρεωμένοι
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 10: Tana Toraja, χωρίς νεροβούβαλο δεν έχει παράδεισο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 11: Αχ τα καημένα τα γουρουνάκια
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 12: Makassar, το ενδιαφέρον αδιάφορο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 13: Raja Ampat, καλώς φτάσαμε στον παράδεισο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 14: Ο υποθαλάσσιος τοίχος, η παραλία-θαύμα, ένας θάνατος, ποντικός-σκαθάρι και λίγα αίματα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 15: Τα καρχαρίνια, ο παράδεισος και το απρόβλεπτο της ζωής (και του θανάτου)
- Φωτογραφίες
- Kεφάλαιο 16: Sorong, μια άγνωστη ευχάριστη έκπληξη και η επικείμενη ανατροπή
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 17: Manado, η πόλη που δεν μας έκατσε άσχημα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 18: Ένας κρατήρας, η κυνοφαγία, τα ρεκόρ γκίνες, οι κουκουβάγιες, ένα μουσείο ναρκεμπόρων και το καυτό νερό και φαγητό
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 19: Ένα βροχερό stopover και το πολυαναμενόμενο Kai Kecil
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 20: Με μηχανάκι στον παράδεισο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 21: To sandbar και η αθωότητα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 22: Και δυο μέρες στη Τζακάρτα
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 23: Σύνοψη, συμπεράσματα, αξιολόγηση κι επεράσαμε όμορφα-όμορφα-όμορφα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: Raja Ampat, καλώς φτάσαμε στον παράδεισο
Επιτέλους, έφτασε η μέρα που θα πηγαίναμε στο Raja Ampat. Όπου Raja Ampat είναι ένα αρχιπέλαγος στην ινδονησιακή επαρχία της νοτιοδυτικής Παπούα, γνωστό λόγω της βιοποικιλότητάς του και της εκπλητικής φύσης, με τις φωτογραφίες -ειδικά από το Piaynemo- να έχουν γίνει viral και τον τουρισμό σιγά-σιγά να κάνει δειλά βήματα στην περιοχή. Η πρόσβαση δεν είναι άμεση, γι αυτό κι εμείς αναγκαστήκαμε να περάσουμε τη μέρα στο Makassar, μετά θα έπρεπε να πάρουμε άλλη πτήση, καράβι και στο τέλος ταχύπλοο. Μια μικρή Οδύσσεια δηλαδή, από αυτές που κάνουν τα ταξίδια μαγικά γιατί δεν είναι μόνο η Ιθάκη αλλά και η γλυκιά ταλαιπωρία αυτό που αναζητά κανείς, ειδικά στις εσχατιές του κόσμου.
Καλέσαμε λοιπόν χαράματα ένα ταξάκι με την αγαπημένη μας εφαρμογή, όντως -γιατί είχαμε μια αμφιβολία από την προηγούμενη- κληθήκαμε να πληρώσουμε τα διόδια και φύγαμε από την πόλη θαυμάζοντας μερικές δεκάδες πόρνες και κωλόμπαρα στο δρόμο για το αεροδρόμιο του Makassar, αποχαιρετώντας το Sulawesi, θεωρώντας που θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να επιστρέψω (spoiler: μεγάλη μπουκιά φάε!).
Η πτήση μέχρι το Sorong έγινε απρόσκοπτα και προσγειωθήκαμε εντός δύο ωρών, όπου πήραμε ένα ταξάκι που είχαμε κανονίσει με το κατάλυμά μας και μας μετέφερε στο ελαφρώς παρακμιακό λιμάνι. Ήταν 6.50, τα γραφεία της ακτοπλοϊκής εταιρείας άνοιγαν στις 8 και το πλοίο αναχωρούσε στις 9, οπότε είχαμε το χρόνο να κάνουμε μια βολτίτσα και να δούμε μερικά σάπια πλοία, κάποια φτωχόσπιτα πάνω στο νερό, ένα μεθύστακα, μια κυριούλα που από τα χαράματα είχε στήσει το περιπτεράκι της για να πουλήσει instant soups σε εξευτελιστική τιμή, ένα αδέσποτο γουρούνι και να θαυμάσουμε και ολούθε αμέτρητες κόκκινες φτυσιές, υπέθεσα από το αηδιαστικό beetlenut που μασάνε σε τόσα μέρη στην Ωκεανία, καταστρέφοντας τα δόντια τους.
Το πλοίο μας ήταν ένα εξαιρετικό χρέπι που μπροστά του φάνταζαν κρουαζιερόπλοια οι σκυλοπνίχτρες του Αγούδημου, έγραφε όμως “executive class” κι έδινε μια εσάνς ντεμέκ γκλαμουριάς. Πήραμε τα εισιτήριά μας και μπήκαμε, για να διαπιστώσουμε πως η μπόχα ήταν αφόρητη. Πραγματικά αφόρητη, δεν ήταν δυνατό να καθίσει κανείς στον εσωτερικό χώρο στα καθίσματα λεωφορείου, οπότε πιάσαμε θέση έξω, όπου και γνωρίσαμε ένα συμπαθέστατο ζευγαράκι μεσηλίκων Γεμρανών free divers καθώς κι ένα ζευγαράκι Γάλλων που είχαν πάρει ως sabbatical 5 μήνες. Να, αυτά μου λείπουν! Οι Γερμανοί μάλιστα έρχονταν από τον επόμενο σταθμό μας, το Nabire, όπου όντως κολύμπησαν με φαλαινοκαρχαρίες, μας είπαν ότι ήταν εκπληκτικά αλλά μας επιβεβαίωσαν ότι λόγω ελάχιστων επιβατών οι πτήσεις προς τα κει ακυρώνονται πιο συχνά από ό,τι πραγματοποιούνται κι ότι οι ίδιοι έχασαν τρεις ημέρες. Ελπίζαμε να μη μας συμβεί διότι το δικό μας πρόγραμμα ήταν σφιχτό και με συνεχείς πτήσεις, αλλά αυτό που προείχε τώρα ήταν να φτάσουμε στον παράδεισο του νησιού Kri.
To σαπιοκάραβό μας καθυστερησε πολύ να φτάσει στο Wasai, αν και δε μας χάλασε αφού ειχαμε καλή μουσική (κάτι Ινδονήσιους ράστα από πίσω μας) και την εξωτική Γαλλίδα θα μπορούσα να την κοιτάω για ώρες. Φτάσαμε πάντως μετά από 2,5 ώρες και βρήκαμε εύκολα το μικροσκοπικό τυπάκο που θα πήγαινε τους Γερμανούς κι εμάς στο Kri, με μια μικρή βάρκα με εξωλέμβια αν και ήταν σαφές πως θα μέναμε σε διαφορετικά μέρη του νησιού: αυτοί θα έμεναν στο Turtle Guesthouse κι εμείς στο Nus Homestay.
Όσα νησιά περάσαμε ήταν κατάφυτα, καταπράσινα, απλά πανέμορφα, η διαδρομή ήταν εκπληκτική σε μια από τις πιο όμορφες χώρες του κόσμου κατ' εμέ. Είχε λίγο κύμα με αποτέλεσμα να βρεχόμαστε λιγάκι, αλλά είχε κι αυτό την πλάκα του. Φτάσαμε πρώτα στο κατάλυμα των Γερμανών: καμιά δεκαριά καλύβες με στέγη από φύλλα φοίνικα και τοίχους από ψάθα στέκονταν πάνω στο νερό, και τρεις-τέσσερις ακόμη στέκονταν πάνω στην άμμο σε μια παραλία με οργιώδη βλάστηση, όπου δεν έπρεπε να ζει πάνω από μία ή δύο οικογένειες. Ο κύριος που τους υποδέχθηκε ήταν ένας συμπαθής, χαμογελαστός ιθαγενής χωρίς Αγγλικά, μπλουζάκι ή δόντια, αλλά με χαμόγελο που σε καλωσόριζε από τα μάτια. Όνειρο το μέρος και ο τουρισμός στα σπάργανα. Ευχηθήκαμε να είναι έτσι και το δικό μας. “Α, η δική σας κοινότητα είναι πιο μικρή!”, μας είπε ο βαρκάρης μας. Απόρησα. Πόσο πιο μικρή; Δηλαδή αντί για δυο οικογένειες έχει μόνο μία;
Θα το μαθαίναμε εντός είκοσι λεπτών, αφού έπρεπε να πλευρίσουμε όλο το νησί, το Nus είναι από την άλλη πλευρά. Εντάξει, τι να πει κανείς για την πρώτη θέα, ήταν τόσο ειδυλλιακό όλο αυτό που ούτε να βγάλω φωτογραφίες δεν ήθελα: τέσσερις καλύβες πάνω στο νερό, συνδέονταν με μια γεφυρούλα από σανίδες και το background ήταν πυκνή τροπική βλάστηση που έφτανε σχεδόν μέχρι την ήρεμη θάλασσα. Τι μέρος ρε φίλε! Τσιμπηθήκαμε, αν κι ενδόμυχα ευχήθηκα να ήταν και η Χ. κι εκεί, που τέτοια ώρα εργαζόταν σε ένα μακρινό μέρος ονόματι Αθήνα.
Μας υποδέχθηκε ένας νεαρός ονόματι Indra, με καλούτσικα Αγγλικά, μας έδειξε τις δυο καλύβες μας, που ουσιαστικά δε διέθεταν πόρτα, μας είπε πως θα είχαμε ρεύμα από τις 6 το πρωί ως τις 6 το βράδυ, ότι “κάποιες φορές μέσα στη μέρα” θα είχαμε και δεδομένα και μας έδειξε και το μικροσκοπικό εστιατόριο όπου θα είχαμε μπουφέ πρωί-μεσημέρι-βράδυ “με λίγα αλλά καλά πραγματάκια”, που περιλαμβανόταν στην καταπληκτική τιμή των 35€/καλύβα/βραδιά, αφού το κατάλυμα λειτουργεί με πλήρη διατροφή, δεν υπάρχει άλλωστε και κάποιο άλλο μέρος για φαγητό. Μας εξήγησε πως οι ντόπιοι σε αυτή την πλευρά του νησιού είναι μια οικογένεια (τους οποίους και γνωρίσαμε αργότερα), οι οποίοι είχαν παραχωρήσει το management των τεσσάρων καλύβων στο Ringa, τον Indra και τον Uli, που έμεναν σε άλλο νησί και είχαν ξεκινήσει την “επιχείρηση” λίγο πριν τον κορωνοϊό, που τους έβαλε χαλινάρι. Νέα παιδιά δηλαδή από το διπλανό νησί (που είχε 5-6 οικογένειες) που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στον τουρισμό.
Η καλύβες μας ήταν πολύ απλές: η δική μου και του Στέλιου είχε ένα διπλό κρεβάτι με το απαραίτητο δίχτυ για τα κουνούπια, δύο παράθυρα από ψάθα που ουσιαστικά δεν έκλειναν κι ένα τραπεζάκι για να αφήσουμε τα πράγματά μας. Ντουσιέρα δεν υπήρχε εντός της καλύβας, υπήρχαν όμως κάποια υποτυπώση ντους στην ξηρά, που μας φάνηκαν επαρκή για τις τρεις ημέρες της διαμονής μας.
Ήταν ήδη ώρα για μεσημεριανό, οπότε αφήσαμε τους σάκους μας στην καλύβα μας και καθίσαμε στο ένα από τα δύο τραπέζια, αφού σερβιριστήκαμε από το μικροσκοπικό αλλά νοστιμότατο μπουφέ. Ψιλοπιάσαμε κουβέντα με μια παρέα νεαρών Ιταλών, όλοι τους γιατροί, που στεγάζονταν στις υπόλοιπες καλύβες και κάτσαμε να μιλήσουμε με τον Indra για τις εκδρομές με τη βάρκα που διοργανώνουν. Η βασική μας επιθυμία ήταν να πάμε βέβαια στο Piaynemo, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε κάποιος άλλος για να μοιραστούμε το κόστος της μετάβασης, που λόγω απόστασης ήταν στα 480€, ήτοι 160€ για τον καθένα μας, δυστυχώς οι Ιταλοί είχαν πάει ήδη την προηγούμενη. Οι υπόλοιπες εκδρομές πάντως είχαν λογική τιμή, από 30-90€/βάρκα, άλλωστε η αποστάσεις ήταν πολύ μικρότερες.
Αφού φάγαμε, βάλαμε τα μαγιό μας, πήραμε τις δωρεάν (και πολύ καλές!) μάσκες που διέθετε το κατάλυμα, περπατήσαμε μέχρι τη μεγάλη πλατφόρμα και βουτήξαμε για να δούμε το βυθό. Ω ΛΑ ΛΑ. Φοβερός βυθός ρε παιδιά, δεν περιγράφεται με λόγια. Με εντυπωσίασαν κάτι μεγάλα πλακέ ψάρια που δε σκιάζονταν καθόλου από την παρουσία μας στα λημέρια τους, δυο σκορπίνες για τις οποίες με προειδοποίησε ο Πάνος (που την κατέχει τη θάλασσα) και όοοοοολα αυτά τα χρώματα, ψάρια, κοράλια που βρίσκονταν μόλις 50 μέτρα από το κρεβάτι μας. Είχε λίγο ρεύμα, αλλά ήταν διαχειρίσιμο και συνεχίσαμε το snorkeling μέχρι το σούρουπο. Θα κατέτασσα την ποιότητα μόλις ένα σκαλί κάτω από τον ανυπέρβλητο βυθό του Palau.
Στο δείπνο ξαναρωτήσαμε τα παιδιά μήπως και βρήκαν κάποιον ακόμη για το Piaynemo, αλλά δυστυχώς ούτε στα καταλύματα από τα γύρω νησιά φαίνεται να υπήρχε κάποιος, οπότε κατόπιν διαβούλευσης με τους Ιταλούς αποφασίσουμε να κλείσουμε για το Friwen wall και την ομώνυμη παραλία, ελπίζοντας ότι θα βρίσκαμε παρέα για το Piaynemo τη μεθεπόμενη. Το ηλιοβασίλεμα ήταν απίθανο από τις καλύβες μας, με ένα βαρκάρη που έκανε κουπί να το κάνει ακόμη πιο όμορφο και το βράδυ κάτσαμε στο μπουφέ με τους 5 Ιταλούς μέχρι αργά, ανταλάσσοντας γνώμες, εμπειρίες και κάνοντας χαβαλέ, εξαιρετικά παιδιά ήταν όλοι και κάναμε πολύ καλή παρέα.
Δεν είχαμε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου την προηγούμενη, οπότε κοιμηθήκαμε νωρίς. Είχα διαβάσει κάτι περίεργα για ποντίκια που τρέχουν πάνω στις σκεπές, αλλά κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Τουλάχιστον το πρώτο βράδυ...
Επιτέλους, έφτασε η μέρα που θα πηγαίναμε στο Raja Ampat. Όπου Raja Ampat είναι ένα αρχιπέλαγος στην ινδονησιακή επαρχία της νοτιοδυτικής Παπούα, γνωστό λόγω της βιοποικιλότητάς του και της εκπλητικής φύσης, με τις φωτογραφίες -ειδικά από το Piaynemo- να έχουν γίνει viral και τον τουρισμό σιγά-σιγά να κάνει δειλά βήματα στην περιοχή. Η πρόσβαση δεν είναι άμεση, γι αυτό κι εμείς αναγκαστήκαμε να περάσουμε τη μέρα στο Makassar, μετά θα έπρεπε να πάρουμε άλλη πτήση, καράβι και στο τέλος ταχύπλοο. Μια μικρή Οδύσσεια δηλαδή, από αυτές που κάνουν τα ταξίδια μαγικά γιατί δεν είναι μόνο η Ιθάκη αλλά και η γλυκιά ταλαιπωρία αυτό που αναζητά κανείς, ειδικά στις εσχατιές του κόσμου.
Καλέσαμε λοιπόν χαράματα ένα ταξάκι με την αγαπημένη μας εφαρμογή, όντως -γιατί είχαμε μια αμφιβολία από την προηγούμενη- κληθήκαμε να πληρώσουμε τα διόδια και φύγαμε από την πόλη θαυμάζοντας μερικές δεκάδες πόρνες και κωλόμπαρα στο δρόμο για το αεροδρόμιο του Makassar, αποχαιρετώντας το Sulawesi, θεωρώντας που θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να επιστρέψω (spoiler: μεγάλη μπουκιά φάε!).
Η πτήση μέχρι το Sorong έγινε απρόσκοπτα και προσγειωθήκαμε εντός δύο ωρών, όπου πήραμε ένα ταξάκι που είχαμε κανονίσει με το κατάλυμά μας και μας μετέφερε στο ελαφρώς παρακμιακό λιμάνι. Ήταν 6.50, τα γραφεία της ακτοπλοϊκής εταιρείας άνοιγαν στις 8 και το πλοίο αναχωρούσε στις 9, οπότε είχαμε το χρόνο να κάνουμε μια βολτίτσα και να δούμε μερικά σάπια πλοία, κάποια φτωχόσπιτα πάνω στο νερό, ένα μεθύστακα, μια κυριούλα που από τα χαράματα είχε στήσει το περιπτεράκι της για να πουλήσει instant soups σε εξευτελιστική τιμή, ένα αδέσποτο γουρούνι και να θαυμάσουμε και ολούθε αμέτρητες κόκκινες φτυσιές, υπέθεσα από το αηδιαστικό beetlenut που μασάνε σε τόσα μέρη στην Ωκεανία, καταστρέφοντας τα δόντια τους.
Το πλοίο μας ήταν ένα εξαιρετικό χρέπι που μπροστά του φάνταζαν κρουαζιερόπλοια οι σκυλοπνίχτρες του Αγούδημου, έγραφε όμως “executive class” κι έδινε μια εσάνς ντεμέκ γκλαμουριάς. Πήραμε τα εισιτήριά μας και μπήκαμε, για να διαπιστώσουμε πως η μπόχα ήταν αφόρητη. Πραγματικά αφόρητη, δεν ήταν δυνατό να καθίσει κανείς στον εσωτερικό χώρο στα καθίσματα λεωφορείου, οπότε πιάσαμε θέση έξω, όπου και γνωρίσαμε ένα συμπαθέστατο ζευγαράκι μεσηλίκων Γεμρανών free divers καθώς κι ένα ζευγαράκι Γάλλων που είχαν πάρει ως sabbatical 5 μήνες. Να, αυτά μου λείπουν! Οι Γερμανοί μάλιστα έρχονταν από τον επόμενο σταθμό μας, το Nabire, όπου όντως κολύμπησαν με φαλαινοκαρχαρίες, μας είπαν ότι ήταν εκπληκτικά αλλά μας επιβεβαίωσαν ότι λόγω ελάχιστων επιβατών οι πτήσεις προς τα κει ακυρώνονται πιο συχνά από ό,τι πραγματοποιούνται κι ότι οι ίδιοι έχασαν τρεις ημέρες. Ελπίζαμε να μη μας συμβεί διότι το δικό μας πρόγραμμα ήταν σφιχτό και με συνεχείς πτήσεις, αλλά αυτό που προείχε τώρα ήταν να φτάσουμε στον παράδεισο του νησιού Kri.
To σαπιοκάραβό μας καθυστερησε πολύ να φτάσει στο Wasai, αν και δε μας χάλασε αφού ειχαμε καλή μουσική (κάτι Ινδονήσιους ράστα από πίσω μας) και την εξωτική Γαλλίδα θα μπορούσα να την κοιτάω για ώρες. Φτάσαμε πάντως μετά από 2,5 ώρες και βρήκαμε εύκολα το μικροσκοπικό τυπάκο που θα πήγαινε τους Γερμανούς κι εμάς στο Kri, με μια μικρή βάρκα με εξωλέμβια αν και ήταν σαφές πως θα μέναμε σε διαφορετικά μέρη του νησιού: αυτοί θα έμεναν στο Turtle Guesthouse κι εμείς στο Nus Homestay.
Όσα νησιά περάσαμε ήταν κατάφυτα, καταπράσινα, απλά πανέμορφα, η διαδρομή ήταν εκπληκτική σε μια από τις πιο όμορφες χώρες του κόσμου κατ' εμέ. Είχε λίγο κύμα με αποτέλεσμα να βρεχόμαστε λιγάκι, αλλά είχε κι αυτό την πλάκα του. Φτάσαμε πρώτα στο κατάλυμα των Γερμανών: καμιά δεκαριά καλύβες με στέγη από φύλλα φοίνικα και τοίχους από ψάθα στέκονταν πάνω στο νερό, και τρεις-τέσσερις ακόμη στέκονταν πάνω στην άμμο σε μια παραλία με οργιώδη βλάστηση, όπου δεν έπρεπε να ζει πάνω από μία ή δύο οικογένειες. Ο κύριος που τους υποδέχθηκε ήταν ένας συμπαθής, χαμογελαστός ιθαγενής χωρίς Αγγλικά, μπλουζάκι ή δόντια, αλλά με χαμόγελο που σε καλωσόριζε από τα μάτια. Όνειρο το μέρος και ο τουρισμός στα σπάργανα. Ευχηθήκαμε να είναι έτσι και το δικό μας. “Α, η δική σας κοινότητα είναι πιο μικρή!”, μας είπε ο βαρκάρης μας. Απόρησα. Πόσο πιο μικρή; Δηλαδή αντί για δυο οικογένειες έχει μόνο μία;
Θα το μαθαίναμε εντός είκοσι λεπτών, αφού έπρεπε να πλευρίσουμε όλο το νησί, το Nus είναι από την άλλη πλευρά. Εντάξει, τι να πει κανείς για την πρώτη θέα, ήταν τόσο ειδυλλιακό όλο αυτό που ούτε να βγάλω φωτογραφίες δεν ήθελα: τέσσερις καλύβες πάνω στο νερό, συνδέονταν με μια γεφυρούλα από σανίδες και το background ήταν πυκνή τροπική βλάστηση που έφτανε σχεδόν μέχρι την ήρεμη θάλασσα. Τι μέρος ρε φίλε! Τσιμπηθήκαμε, αν κι ενδόμυχα ευχήθηκα να ήταν και η Χ. κι εκεί, που τέτοια ώρα εργαζόταν σε ένα μακρινό μέρος ονόματι Αθήνα.
Μας υποδέχθηκε ένας νεαρός ονόματι Indra, με καλούτσικα Αγγλικά, μας έδειξε τις δυο καλύβες μας, που ουσιαστικά δε διέθεταν πόρτα, μας είπε πως θα είχαμε ρεύμα από τις 6 το πρωί ως τις 6 το βράδυ, ότι “κάποιες φορές μέσα στη μέρα” θα είχαμε και δεδομένα και μας έδειξε και το μικροσκοπικό εστιατόριο όπου θα είχαμε μπουφέ πρωί-μεσημέρι-βράδυ “με λίγα αλλά καλά πραγματάκια”, που περιλαμβανόταν στην καταπληκτική τιμή των 35€/καλύβα/βραδιά, αφού το κατάλυμα λειτουργεί με πλήρη διατροφή, δεν υπάρχει άλλωστε και κάποιο άλλο μέρος για φαγητό. Μας εξήγησε πως οι ντόπιοι σε αυτή την πλευρά του νησιού είναι μια οικογένεια (τους οποίους και γνωρίσαμε αργότερα), οι οποίοι είχαν παραχωρήσει το management των τεσσάρων καλύβων στο Ringa, τον Indra και τον Uli, που έμεναν σε άλλο νησί και είχαν ξεκινήσει την “επιχείρηση” λίγο πριν τον κορωνοϊό, που τους έβαλε χαλινάρι. Νέα παιδιά δηλαδή από το διπλανό νησί (που είχε 5-6 οικογένειες) που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στον τουρισμό.
Η καλύβες μας ήταν πολύ απλές: η δική μου και του Στέλιου είχε ένα διπλό κρεβάτι με το απαραίτητο δίχτυ για τα κουνούπια, δύο παράθυρα από ψάθα που ουσιαστικά δεν έκλειναν κι ένα τραπεζάκι για να αφήσουμε τα πράγματά μας. Ντουσιέρα δεν υπήρχε εντός της καλύβας, υπήρχαν όμως κάποια υποτυπώση ντους στην ξηρά, που μας φάνηκαν επαρκή για τις τρεις ημέρες της διαμονής μας.
Ήταν ήδη ώρα για μεσημεριανό, οπότε αφήσαμε τους σάκους μας στην καλύβα μας και καθίσαμε στο ένα από τα δύο τραπέζια, αφού σερβιριστήκαμε από το μικροσκοπικό αλλά νοστιμότατο μπουφέ. Ψιλοπιάσαμε κουβέντα με μια παρέα νεαρών Ιταλών, όλοι τους γιατροί, που στεγάζονταν στις υπόλοιπες καλύβες και κάτσαμε να μιλήσουμε με τον Indra για τις εκδρομές με τη βάρκα που διοργανώνουν. Η βασική μας επιθυμία ήταν να πάμε βέβαια στο Piaynemo, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε κάποιος άλλος για να μοιραστούμε το κόστος της μετάβασης, που λόγω απόστασης ήταν στα 480€, ήτοι 160€ για τον καθένα μας, δυστυχώς οι Ιταλοί είχαν πάει ήδη την προηγούμενη. Οι υπόλοιπες εκδρομές πάντως είχαν λογική τιμή, από 30-90€/βάρκα, άλλωστε η αποστάσεις ήταν πολύ μικρότερες.
Αφού φάγαμε, βάλαμε τα μαγιό μας, πήραμε τις δωρεάν (και πολύ καλές!) μάσκες που διέθετε το κατάλυμα, περπατήσαμε μέχρι τη μεγάλη πλατφόρμα και βουτήξαμε για να δούμε το βυθό. Ω ΛΑ ΛΑ. Φοβερός βυθός ρε παιδιά, δεν περιγράφεται με λόγια. Με εντυπωσίασαν κάτι μεγάλα πλακέ ψάρια που δε σκιάζονταν καθόλου από την παρουσία μας στα λημέρια τους, δυο σκορπίνες για τις οποίες με προειδοποίησε ο Πάνος (που την κατέχει τη θάλασσα) και όοοοοολα αυτά τα χρώματα, ψάρια, κοράλια που βρίσκονταν μόλις 50 μέτρα από το κρεβάτι μας. Είχε λίγο ρεύμα, αλλά ήταν διαχειρίσιμο και συνεχίσαμε το snorkeling μέχρι το σούρουπο. Θα κατέτασσα την ποιότητα μόλις ένα σκαλί κάτω από τον ανυπέρβλητο βυθό του Palau.
Στο δείπνο ξαναρωτήσαμε τα παιδιά μήπως και βρήκαν κάποιον ακόμη για το Piaynemo, αλλά δυστυχώς ούτε στα καταλύματα από τα γύρω νησιά φαίνεται να υπήρχε κάποιος, οπότε κατόπιν διαβούλευσης με τους Ιταλούς αποφασίσουμε να κλείσουμε για το Friwen wall και την ομώνυμη παραλία, ελπίζοντας ότι θα βρίσκαμε παρέα για το Piaynemo τη μεθεπόμενη. Το ηλιοβασίλεμα ήταν απίθανο από τις καλύβες μας, με ένα βαρκάρη που έκανε κουπί να το κάνει ακόμη πιο όμορφο και το βράδυ κάτσαμε στο μπουφέ με τους 5 Ιταλούς μέχρι αργά, ανταλάσσοντας γνώμες, εμπειρίες και κάνοντας χαβαλέ, εξαιρετικά παιδιά ήταν όλοι και κάναμε πολύ καλή παρέα.
Δεν είχαμε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου την προηγούμενη, οπότε κοιμηθήκαμε νωρίς. Είχα διαβάσει κάτι περίεργα για ποντίκια που τρέχουν πάνω στις σκεπές, αλλά κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Τουλάχιστον το πρώτο βράδυ...
Last edited: