Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.220
- Likes
- 55.392
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Αναχώρηση απο Αβάνα
- Άγιος Δομήνικος
- Άγιος Δομήνικος ΙΙ
- 'Αγιος Βικέντιος
- Γρενάδα
- Carriacou
- Carriacou II
- Carriacou III
- Mayreau
- Tobago Cay
- Επιστροφή στον Αγιο Βικέντιο - Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία ΙΙ
- Φωτο-περίληψη
- Αγία Λουκία ΙΙΙ
- Αγία Λουκία ΙV
- Μαρτινίκα
- Ντομίνικα
- Ντομίνικα ΙΙ
- Ντομινίκα ΙΙΙ
- Ντομινίκα κ Τέλος
Κουρασμένα παλικάρια ήμαστε, την επομένη υποτίθεται ότι θα κάνουμε το γύρο του νησιού ξεκινώντας με πρωινή αφύπνιση, οπότε αποσυρθήκαμε για ύπνο, αρνούμενοι τη νέα πρόταση για μπιλιάρδο και ακόμη πιο εξωφρενικές ιστορίες από τον Τόνι. Ο οποίος Τόνι, θυμήθηκε να μου πει πως τα 100$ που είχαμε κανονίσει τελικώς είναι 200$, διότι το τζιπ που θα χρησιμοποιήσουμε δε θα είναι το δικό του, αλλά ένα που νοίκιασε. Του απάντησα πως δεν είμαστε ευχαριστημένοι, δεν είναι αυτό που συμφωνήσαμε, αλλά τελικά θα το δεχτούμε, υπό την προϋπόθεση πως δε θα μας ζητήσει άλλα χρήματα για βενζίνες ή οτιδήποτε άλλο. «Yaman, al’ right, forreal, great, yaman», απάντησε και μας άφησε να πάμε για ύπνο.
Πριν πέσω ξερός, άνοιξα λίγο τον υπολογιστή μου και χάζεψα λίγο τους τοίχους στο ανετότατο δωμάτιο που μας παραχωρήθηκε. Ένας τοίχος κοσμείται από τη φωτογραφία αποφοίτησης του γιο της Αλντόνα, αυτού που δεν της μιλάει από τότε που έμπλεξε με τον Τόνι. Φαίνεται σοβαρό και εμφανίσιμο παλικάρι, αλλά με επώνυμο «Condon» (δηλαδή «προφυλακτικό» στα Ισπανικά), μάλλον δε θα είχε πολλή τύχη στον ισπανόφωνο κόσμο. Ο D απλώνει το πελώριο κορμί του στο ανετότατο κρεβάτι και πριν σβήσει το φως και σκεπαστεί, μου απευθύνει ένα ρητορικό ερώτημα: «Ρε συ, τι παπατζής είναι αυτός ο Τόνι;», που πυροδοτεί μια επανάληψη κάθε ατάκας του οικοδεσπότη μας. Καλά γελάσαμε, άντε να δούμε τι θα δούμε αύριο, οπότε και ελπίζω να κάνει καλύτερο καιρό, σκέφτηκα ενώ μια επίμονη βροχή έκανε φοβερή φασαρία στην τσίγκινη σκεπή του σπιτιού του Τόνι.
Μπορεί να μη μας ξύπνησε κανείς, αλλά προς ανακούφισή μου, ο Τόνι ήταν ήδη ξύπνιος παρότι νωρίς, οπότε δε θα χάναμε τη μέρα. Φάγαμε ένα μικρό πρωινό και βγήκαμε στον κήπο του, για να δούμε από πού προήλθαν οι μπανάνες που μας προσέφερε. Εξεπλάγην ευχάριστα όταν διαπίστωσα ότι όντως έχει έναν πολύ προσεγμένο κήπο με πολλά διαφορετικά φρούτα. Τελικά υπάρχει και κάτι με το οποίο ασχολείται σοβαρά, χωρίς παπαρολογίες.
Μπαίνουμε στο τζιπ, το οποίο είναι μικρό, αλλά με καλές αναρτήσεις, πράγμα σημαντικό στους δρόμους της Αγίας Λουκίας. Η οδήγηση γίνεται από τα δεξιά, κάθομαι πίσω και πιάνω την κουβέντα με τον Τόνι, ή μάλλον με τα κοτσιδάκια του, τα οποία εξακολουθούν να κουδουνίζουν μαζί με τα χαϊμαλιά, προσφέροντας ένα χαριτωμένο θέαμα κάτω από το κόκκινο φουλάρι που καλύπτει την πλούσια κώμη του. Η βασική ιδέα είναι να αρχίσουμε να κινούμαστε νότια και στη συνέχεια κυκλικά, αντίθετα από τους δείκτες του ρολογιού, για να καταλήξουμε και πάλι στην Castries, όπου… ελπίζαμε ότι θα βρίσκαμε εισιτήριο για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς τη Ντομινίκα.
Η πρώτη μας στάση θα είναι σε έναν καταρράκτη, όχι πολύ μακριά από το εκκεντρικό σπίτι του Τόνι και της Αλντόνα. Ο καταρράκτης ονομάζεται PitonsWaterfall και βρίσκεται σε μια στροφή του δρόμου, αλλά ο επισκέπτης δεν έχει οπτική επαφή με το θέαμα, προκειμένου να τα σκάσει. Οι υπεύθυνοι έχουν φτιάξει μια ξύλινη πόρτα/είσοδο, όπου πληρώνεις το αντίτιμο και στη συνέχεια αποκτάς πρόσβαση. Θεμιτό, να πάρει κάτι και η τοπική κοινότητα. Όταν επισκεφθήκαμε εμείς τους καταρράκτες πάντως, η είσοδος ήταν μπλοκαρισμένη από ξυλουργούς που επισκεύαζαν την είσοδο, με αποτέλεσμα το εισιτήριο αντί να πάει στην τοπική κοινότητα να πάει στις τσέπες των ξυλουργών. Ας είναι, εμείς μια φορά τζαμπατζήδες δεν είμαστε. Ούτε καν ο κάτοχος του διπλωματικού διαβατηρίου, για να μη λέτε δηλαδή.
Ο περί ου ο λόγος καταρράκτης, αν και όμορφος, δεν είναι και κάτι το φοβερό. Είναι ένας όμορφος καταρράκτης, στη λιμνούλα του οποίου μπορείς να βουτήξεις κι απ’ ό,τι διαβάσαμε τα νερά είναι θερμά, αφού προέρχονται από το ηφαίστειο. Ή μπορείς να μην το κάνεις και να μείνεις με την ικανοποίηση ότι ενίσχυσες τρεις ξυλουργούς των οποίων γελούσαν και τα μουστάκια που δεν είχαν.
Συνεχίζουμε με το τζιπ που είχε «νοικιάσει» για μας ο Τόνι κι εντός ολίγων λεπτών βρεθήκαμε στο SulphurSprings, το οποίο υποτίθεται ότι είναι το «μόνο ηφαίστειο στον κόσμο στο οποίο μπορείς να οδηγήσεις». Χμ, αφού πληρώσαμε άλλη μια είσοδο, η υποχρεωτική αλλά συμπαθητική ξεναγός μας έκανε ένα δεκαπεντάλεπτο τουρ, στο οποίο απολαύσαμε το φοβερό ηφαίστειο, που δε διαθέτει κρατήρα, λάβα, μάγμα, κωνικό σχήμα, παρά πρόκειται για μπουρμπουλήθρες που βράζουν μέσα στη λάσπη. Για να το πω με τα λόγια του D “Ε όχι και ηφαίστειο αυτό. Εκεί που έκλασε η Αίτνα βγήκε αυτή η γούρνα». Και μάλλον είχε δίκιο ως προς την κοσμογονική προέλευση της γούρνας διότι μια ευδιάκριτη μυρωδιά αμπούλας κλανίλας την είχε. Τουλάχιστον η ξεναγός μας ήταν συμπαθέστατη και απάντησε και μερικές γενικότερες απορίες που είχαμε σχετικά με το νησί, με απαντήσεις ελαφρώς πιο τεκμηριωμένες από τις «εναλλακτικές» επεξηγήσεις του Τόνι, αν κι αυτό το μέτρο σύγκρισης ρίχνει τα στάνταρ πολύ χαμηλά. Τη συμπαθήσαμε ακόμη περισσότερο όταν μας είπε πόσο εκτιμά την Κούβα για τη δυνατότητα που δίνει στους Αγιολουκιανούς να σπουδάσουν δωρεάν εκεί.
Ξανά στο τζιπ και πλέον κινούμαστε προς τα νότια. Σταδιακά η φύση γίνεται πιο ξερή, λιγότερο πράσινη και περισσότερο κίτρινη, η βλάστηση πιο αραιή και συνειδητοποιούμε πως πολύ απλά η περιοχή γύρω από το Soufriere είναι εκπληκτικής ομορφιάς, το υπόλοιπο νησί είναι.. ένα νησί της Καραϊβικής. Είχαμε την ατυχία να γνωρίσουμε πρώτα το ομορφότερο κομμάτι και κακώς υποθέσαμε πως το μοτίβο θα συνεχιζόταν. Ακόμη κι έτσι, η βόλτα είναι πολύ ευχάριστη, σταματήσαμε και σε κάποιο σημείο πανοραμικής θέας ώστε να βγάλουμε φωτογραφία με τον Τόνι και γενικώς ωραίο είναι το νησάκι αλλά δεν τρελαθήκαμε κιόλας.
Η φύση αλλάζει, γίνεται πιο ξερή, με πιο πανοραμικές θέες. Φτάσαμε στο Castries με σκοπό να βγάλουμε και το εισιτήριο για τη Ντομινίκα και να ξέρουμε τι ώρα θα φύγουμε αλλά τζίφος. Τα γραφεία της ακτοπλοϊκής εταιρείας (ο Θεός να την κάνει) είναι κλειστά, μια ταμπέλα δεν υπάρχει και ο μόνος μούτσος που βρήκα μου έδωσε πληροφορίες για τον …μούτσο: “Ελάτε κατά τις 3 και θα δούμε αν θα φύγει το καράβι, αν υπάρχει εισιτήριο και αν μπορείτε να επιβιβαστείτε”. Μάιστα. Τι να κάνουμε, αποδεχόμαστε ότι μπορεί και να μη φτάσουμε στη Ντομινίκα και το Σχέδιο Βου λέει ότι αν χρειαστεί να μείνουμε κι άλλο στην Αγία Λουκία (μεγάλη η χάρη της) θα πάμε τέλος πάντων σε εκείνες τις παραλίες να χαρεί κι ο D και να κοπανάω εγώ το κεφάλι μου στον τοίχο. Θέλω να πάω στη Ντομινίκα.
Πριν πέσω ξερός, άνοιξα λίγο τον υπολογιστή μου και χάζεψα λίγο τους τοίχους στο ανετότατο δωμάτιο που μας παραχωρήθηκε. Ένας τοίχος κοσμείται από τη φωτογραφία αποφοίτησης του γιο της Αλντόνα, αυτού που δεν της μιλάει από τότε που έμπλεξε με τον Τόνι. Φαίνεται σοβαρό και εμφανίσιμο παλικάρι, αλλά με επώνυμο «Condon» (δηλαδή «προφυλακτικό» στα Ισπανικά), μάλλον δε θα είχε πολλή τύχη στον ισπανόφωνο κόσμο. Ο D απλώνει το πελώριο κορμί του στο ανετότατο κρεβάτι και πριν σβήσει το φως και σκεπαστεί, μου απευθύνει ένα ρητορικό ερώτημα: «Ρε συ, τι παπατζής είναι αυτός ο Τόνι;», που πυροδοτεί μια επανάληψη κάθε ατάκας του οικοδεσπότη μας. Καλά γελάσαμε, άντε να δούμε τι θα δούμε αύριο, οπότε και ελπίζω να κάνει καλύτερο καιρό, σκέφτηκα ενώ μια επίμονη βροχή έκανε φοβερή φασαρία στην τσίγκινη σκεπή του σπιτιού του Τόνι.
Μπορεί να μη μας ξύπνησε κανείς, αλλά προς ανακούφισή μου, ο Τόνι ήταν ήδη ξύπνιος παρότι νωρίς, οπότε δε θα χάναμε τη μέρα. Φάγαμε ένα μικρό πρωινό και βγήκαμε στον κήπο του, για να δούμε από πού προήλθαν οι μπανάνες που μας προσέφερε. Εξεπλάγην ευχάριστα όταν διαπίστωσα ότι όντως έχει έναν πολύ προσεγμένο κήπο με πολλά διαφορετικά φρούτα. Τελικά υπάρχει και κάτι με το οποίο ασχολείται σοβαρά, χωρίς παπαρολογίες.
Μπαίνουμε στο τζιπ, το οποίο είναι μικρό, αλλά με καλές αναρτήσεις, πράγμα σημαντικό στους δρόμους της Αγίας Λουκίας. Η οδήγηση γίνεται από τα δεξιά, κάθομαι πίσω και πιάνω την κουβέντα με τον Τόνι, ή μάλλον με τα κοτσιδάκια του, τα οποία εξακολουθούν να κουδουνίζουν μαζί με τα χαϊμαλιά, προσφέροντας ένα χαριτωμένο θέαμα κάτω από το κόκκινο φουλάρι που καλύπτει την πλούσια κώμη του. Η βασική ιδέα είναι να αρχίσουμε να κινούμαστε νότια και στη συνέχεια κυκλικά, αντίθετα από τους δείκτες του ρολογιού, για να καταλήξουμε και πάλι στην Castries, όπου… ελπίζαμε ότι θα βρίσκαμε εισιτήριο για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς τη Ντομινίκα.
Η πρώτη μας στάση θα είναι σε έναν καταρράκτη, όχι πολύ μακριά από το εκκεντρικό σπίτι του Τόνι και της Αλντόνα. Ο καταρράκτης ονομάζεται PitonsWaterfall και βρίσκεται σε μια στροφή του δρόμου, αλλά ο επισκέπτης δεν έχει οπτική επαφή με το θέαμα, προκειμένου να τα σκάσει. Οι υπεύθυνοι έχουν φτιάξει μια ξύλινη πόρτα/είσοδο, όπου πληρώνεις το αντίτιμο και στη συνέχεια αποκτάς πρόσβαση. Θεμιτό, να πάρει κάτι και η τοπική κοινότητα. Όταν επισκεφθήκαμε εμείς τους καταρράκτες πάντως, η είσοδος ήταν μπλοκαρισμένη από ξυλουργούς που επισκεύαζαν την είσοδο, με αποτέλεσμα το εισιτήριο αντί να πάει στην τοπική κοινότητα να πάει στις τσέπες των ξυλουργών. Ας είναι, εμείς μια φορά τζαμπατζήδες δεν είμαστε. Ούτε καν ο κάτοχος του διπλωματικού διαβατηρίου, για να μη λέτε δηλαδή.
Ο περί ου ο λόγος καταρράκτης, αν και όμορφος, δεν είναι και κάτι το φοβερό. Είναι ένας όμορφος καταρράκτης, στη λιμνούλα του οποίου μπορείς να βουτήξεις κι απ’ ό,τι διαβάσαμε τα νερά είναι θερμά, αφού προέρχονται από το ηφαίστειο. Ή μπορείς να μην το κάνεις και να μείνεις με την ικανοποίηση ότι ενίσχυσες τρεις ξυλουργούς των οποίων γελούσαν και τα μουστάκια που δεν είχαν.
Συνεχίζουμε με το τζιπ που είχε «νοικιάσει» για μας ο Τόνι κι εντός ολίγων λεπτών βρεθήκαμε στο SulphurSprings, το οποίο υποτίθεται ότι είναι το «μόνο ηφαίστειο στον κόσμο στο οποίο μπορείς να οδηγήσεις». Χμ, αφού πληρώσαμε άλλη μια είσοδο, η υποχρεωτική αλλά συμπαθητική ξεναγός μας έκανε ένα δεκαπεντάλεπτο τουρ, στο οποίο απολαύσαμε το φοβερό ηφαίστειο, που δε διαθέτει κρατήρα, λάβα, μάγμα, κωνικό σχήμα, παρά πρόκειται για μπουρμπουλήθρες που βράζουν μέσα στη λάσπη. Για να το πω με τα λόγια του D “Ε όχι και ηφαίστειο αυτό. Εκεί που έκλασε η Αίτνα βγήκε αυτή η γούρνα». Και μάλλον είχε δίκιο ως προς την κοσμογονική προέλευση της γούρνας διότι μια ευδιάκριτη μυρωδιά αμπούλας κλανίλας την είχε. Τουλάχιστον η ξεναγός μας ήταν συμπαθέστατη και απάντησε και μερικές γενικότερες απορίες που είχαμε σχετικά με το νησί, με απαντήσεις ελαφρώς πιο τεκμηριωμένες από τις «εναλλακτικές» επεξηγήσεις του Τόνι, αν κι αυτό το μέτρο σύγκρισης ρίχνει τα στάνταρ πολύ χαμηλά. Τη συμπαθήσαμε ακόμη περισσότερο όταν μας είπε πόσο εκτιμά την Κούβα για τη δυνατότητα που δίνει στους Αγιολουκιανούς να σπουδάσουν δωρεάν εκεί.
Ξανά στο τζιπ και πλέον κινούμαστε προς τα νότια. Σταδιακά η φύση γίνεται πιο ξερή, λιγότερο πράσινη και περισσότερο κίτρινη, η βλάστηση πιο αραιή και συνειδητοποιούμε πως πολύ απλά η περιοχή γύρω από το Soufriere είναι εκπληκτικής ομορφιάς, το υπόλοιπο νησί είναι.. ένα νησί της Καραϊβικής. Είχαμε την ατυχία να γνωρίσουμε πρώτα το ομορφότερο κομμάτι και κακώς υποθέσαμε πως το μοτίβο θα συνεχιζόταν. Ακόμη κι έτσι, η βόλτα είναι πολύ ευχάριστη, σταματήσαμε και σε κάποιο σημείο πανοραμικής θέας ώστε να βγάλουμε φωτογραφία με τον Τόνι και γενικώς ωραίο είναι το νησάκι αλλά δεν τρελαθήκαμε κιόλας.
Η φύση αλλάζει, γίνεται πιο ξερή, με πιο πανοραμικές θέες. Φτάσαμε στο Castries με σκοπό να βγάλουμε και το εισιτήριο για τη Ντομινίκα και να ξέρουμε τι ώρα θα φύγουμε αλλά τζίφος. Τα γραφεία της ακτοπλοϊκής εταιρείας (ο Θεός να την κάνει) είναι κλειστά, μια ταμπέλα δεν υπάρχει και ο μόνος μούτσος που βρήκα μου έδωσε πληροφορίες για τον …μούτσο: “Ελάτε κατά τις 3 και θα δούμε αν θα φύγει το καράβι, αν υπάρχει εισιτήριο και αν μπορείτε να επιβιβαστείτε”. Μάιστα. Τι να κάνουμε, αποδεχόμαστε ότι μπορεί και να μη φτάσουμε στη Ντομινίκα και το Σχέδιο Βου λέει ότι αν χρειαστεί να μείνουμε κι άλλο στην Αγία Λουκία (μεγάλη η χάρη της) θα πάμε τέλος πάντων σε εκείνες τις παραλίες να χαρεί κι ο D και να κοπανάω εγώ το κεφάλι μου στον τοίχο. Θέλω να πάω στη Ντομινίκα.