Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.220
- Likes
- 55.393
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Αναχώρηση απο Αβάνα
- Άγιος Δομήνικος
- Άγιος Δομήνικος ΙΙ
- 'Αγιος Βικέντιος
- Γρενάδα
- Carriacou
- Carriacou II
- Carriacou III
- Mayreau
- Tobago Cay
- Επιστροφή στον Αγιο Βικέντιο - Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία ΙΙ
- Φωτο-περίληψη
- Αγία Λουκία ΙΙΙ
- Αγία Λουκία ΙV
- Μαρτινίκα
- Ντομίνικα
- Ντομίνικα ΙΙ
- Ντομινίκα ΙΙΙ
- Ντομινίκα κ Τέλος
Το οποίο ψαράκι ήταν εξαιρετικό και μάλλον το καλύτερο δείπνο μας σε όλο το ταξίδι. Γενικά η κουζίνα της Καραϊβικής είναι από τις πολύ μέτριες του πλανήτη: μικρή ποικιλία, ελάχιστη φαντασία, αδικαιολόγητη μη χρήση μπαχαρικών σε μια περιοχή όπου ευδοκιμούν και με το παραπάνω.
Το επόμενο πρωί θέλαμε να πάμε για τρέκκινγκ, άλλωστε αυτό είναι και η βασική ατραξιόν του νησιού, η αχαλίνωτή του φύση, τα ατέλειωτα μονοπάτια μέσα στη ζούγκλα και το συνεχώς εναλασσόμενο περιβάλλον, παρά τη μικρή έκταση της χώρας. Συζητήσαμε με τη Τζοάν, της οποίας ο αδελφός (Τζόζεφ) είναι ξεναγός τρέκκινγκ και χρεώνει 40$ το άτομο. Εξωφρενικό ποσό (δηλαδή αν ήμασταν 5 άτομα ο άνθρωπος θα πληρωνόταν 200$ για λίγες ώρες δουλειά; ), αλλά… τόσο γράφει το LonelyPlanet, άρα είναι νόμος. Αυτά τα LP είναι πραγματική πληγή: οτιδήποτε γραφεί εκεί, λόγω της δημοτικότητάς τους (ανεξήγητη κατ’ εμέ, χωρίς να είναι οι χειρότεροι οδηγοί που υπάρχουν, είναι χαμηλής ποιότητας και γεμάτοι λάθη) αυτομάτως μετατρέπεται σε νόμο. Δεδομένου ότι οι συγγραφείς τους δε γωνρίζουν αρκετά καλά τις χώρες για τις οποίες γράφουν και ότι πλέον υποχρεώνονται να γράψουν ολόκληρο οδηγό σε… 52 μέρες (!) για αμοιβή μερικών εκατοντάδων ευρώ, κάνουν συνεχώς λάθη, ειδικά στις τιμές, όπου υπερχρεώνονται από τους ντόπιους, μη γνωρίζοντας την οικονομική πραγματικότητα της χώρας στην οποία ταξιδεύουν. Άπειρα τα παραδείγματα και συνεχώς πληθαίνουν, αφού από τότε που πωλήθηκε ο όμιλος (εδώ και αρκετά χρόνια δυστυχώς), έχει εγκαταλειφθεί η πρόσληψη σοβαρών ταξιδιωτικών συγγραφέων και προτιμούνται οι λύσεις ανθρώπων που ουσιαστικά γράφουν σχεδόν εθελοντικά (προσπαθώντας να “χτίσουν” μετά πάνω στη φήμη τους ως “συγγραφείς LP”. Κλασικό παράδειγμα εταιρείας που έπεσε θύμα της επιτυχίας της. Ε, αυτό το “LonelyPlanetplague” είναι ενοχλητικό, το είπα κι ησύχασα.Τέλος πάντων, συμφωνήσαμε να φύγουμε το επόμενο πρωί νωρίς και πέσαμε για ύπνο, θαυμάζοντας για άλλη μια φορά το καταπράσινο όργιο της φύσης από το porch του σπιτιού μας. Η κουνουπέρα που έμαζε ολίγον υπερβολική ως παρουσία πάνω από το κρεβάτι μας αποδείχθηκε υπερπολύτιμη, αναλογιστεί κανείς την επιδρομή κουνουπιών που ακολούθησε. Ε, τέτοια φύση δε γίνεται να μην έχει και το μικρό τίμημά της.
Το πρωινό μας ήταν ικανοποιητικό, εμφανίστηκε στην ώρα του κι ο Τζόζεφ και ξεκινήσαμε. Ο Τζόζεφ είναι ένας αγαθός γίγαντας 42 ετών, εντυπωσιακής διάπλασης (και αντοχής απ’ ό,τι θα μαθαίναμε σε λίγο), λιγομίλητος, σοβαρός και με ενδιαφέρουσες πολιτικές απόψεις, οπότε αποφασίσαμε στη διάρκεια του τρεκ να τον ρωτήσουμε για διάφορες πτυχές της ζωής στη Ντομινίκα.
Η διαδρομή ξεκίνησε από τον οικισμό μας, ο οποίος μάθαμε ότι ονομάζεται WottenWaven και ο τελικός στόχος ήταν η BoilingLake, που είναι ακριβώς αυτό που υποδηλώνει το όνομά της. Η πραγματική ατραξιόν πάντως δεν είναι ο τελικός προορισμός, αλλά η διαδρομή. Πήγαμε να βγάλουμε άδεια για την είσοδο στον εθνικό δρυμό, αλλά το εκδοτήριο ήταν κλειστό, μάλλον επειδή ξεκινήσαμε νωρίς, ή ο συμπαθής ράσταμαν που εκδίδει τα εισιτήρια αποφάσισε να πάει στη δουλειά του λίγο αργότερα, οπότε ξεκινήσαμε χωρίς άδεια.
Δυστυχώς η φωτογραφική μου μηχανή, και κατ’ επέκταση οι φωτογραφίες, είναι εξαιρετικά κακής ποιότητας και δεν αποδίδουν το μεγαλείο της φύσης, ούτε την ποικιλία της. Ξεκινήσαμε διασχίζοντας ποτάμια μέσα σε καταπράσινα δάση, περνώντας από τροπικά φαράγγια, συνεχίσαμε σε μονοπάτια κάτω από πανύψηλα δέντρα που έκρυβαν τον ήλιο, είδαμε πελώριες φτέρες και κορμούς δέντρων απίστευτου πάχους και ύψους, συνεχίσαμε σε πρωτογενή ζούγκλα (έχω κάνει αρκετά τρεκ στον Αμαζόνιο και το συγκεκριμένο δεν έχει τίποτε να ζηλέψει), για να καταλήξουμε σε πλαγιές που θυμίζουν τα αγαπημένα μου τοπία, εκεί όπου οι Άνδεις συναντούν τον Αμαζόνιο.
Κουραστικό ήταν το τρεκ κι επιτέλους μετά από μιάμιση ώρα συνεχούς ανάβασης ο Τζόζεφ πρότεινε να κάνουμε διάλειμμα. “Α, είμαστε στα μισά;”, ρώτησα. “Ναι”, λέει αυτός “στα μισά των μισών”. Δηλαδή μετά από τέτοιο ξεποδάριασμα και λαχάνιασμα κι έχουμε κάνει μόλις το ¼ της διαδρομής. Η θέα πάντως είναι απίστευτη, ενώ δίπλα μας ξαποσταίνουν και μερικοί νεαροί και αθλητικότατοι Αμερικανοί, προφανώς από το κρουαζιερόπλοιο που είδαμε να αράζει ανοιχτά του νησιού. Πιάσαμε την κουβέντα με το γεωλόγο καθηγητή τους που μας εξήγησε πως πρόκειται για φοιτητική εκδρομή διάρκειας 3 μηνών πάνω στο πλοίο, όπου θα επισκέπτονταν διάφορες χώρες με σκοπό να μάθουν για τη φύση, να εξασκήσουν τις γλώσσες τους, να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς και να κάνουν fieldstudy. Όλα αυτά στην προνομιακή τιμή των 30.000$ ανά φοιτητή. Γουάου. Ακόμη πιο γουάου μου φάνηκε ότι ο καθηγητής επέμενε επί μήνες να προσπαθήσει να βγάλει άδεια και για την Κούβα, τελικώς τα κατάφερε, βρήκαν και καράβι να τους πάει εκεί… αλλά τελικά η εταιρεία στην οποία ανήκε αυτό έκανε πίσω λόγω επιπλοκών στο εμπάργκο παρά την άδεια και η Κούβα εξαιρέθηκε από το itinerary.
Ξελαχανιάσαμε, προσποιηθήκαμε ότι δεν τα έχουμε παίξει και συνεχίσαμε, αυτή τη φορά πάντως σε πολύ πιο βατό τερέν. Για την ποικιλία των οικοσυστημάτων ειλικρινά δεν έχω λόγια, δεν μπορώ να διανοηθώ πως σε ένα τόσο μικρό νησί, σε ένα μόνο πολύωρο τρεκ μπορεί κανείς να θαυμάσει τόσο διαφορετική φύση. Τώρα ήταν σειρά για ημι-ερημικό ορεινό τοπίο, γκέιζερ, ρυάκι με θειάφι, ξανά ημιτροπικές πλαγιές, κάθοδο στην εύγλωττα ονομαζόμενη Desolation Valley και στο βάθος ξεπρόβαλαν τα νέφη που προκαλεί το νερό της Boiling Lake, η οποία όταν πλησιάσαμε μου φάνηκε θεόρατη (αργότερα μάθαμε ότι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τέτοια λίμνη στον κόσμο, με την πρώτη να βρίσκεται στη Νέα Ζηλανδία). Το νερό της ήταν γκρίζο, η θέρμη έφτανε μέχρι τα μάτια μας, η χαρακτηριστική μυρωδιά σάπιου αβγού μας έτσουζε τα μάτια και το δέος έγινε ακόμη μεγαλύτερο όταν είδαμε τον ξεναγό των Αμερικανών μπροστά μας να σηκώνει τα μπατζάκια του και αν τους δείχνει τα εγκαύματα ένας Θεός ξέρει ποιου βαθμού του προκάλεσε πριν λίγα χρόνια το νερό όταν έπεσε σε αυτό προσπαθώντας να πιάσει τη φωτογραφική μηχανή ενός πελάτη του.
Ακόμη και με καλύτερη μηχανή δε νομίζω πως βγαίνουν και πολύ καλές οι φωτογραφίες, με τον καπνό να καλύπτει τα πάντα και τη λίμνη να έχει τέτοια διάμετρο που ακόμη και πανοραμικές φωτό δεν αρκούν για να καλύψουν το εύρος της, αλλά όταν πάτε θα με καταλάβετε, πραγματικά ενυπωσιακό το θέαμα. Δεν είναι τυχαίο που η Ντομινίκα θεωρείται παράδεισος για τους τρέκερς και οι αρχές του νησιού προωθούν ένα δεκατετραήμερο τρεκ που πρέπει να είναι ονείρωξη για dedicatedtrekkers, αλλά μάλλον toomuchκαι βαρετό για κάτι κακομοίρηδες ερασιτέχνες σαν κι εμάς.
Πιάσαμε την κουβέντα με τον Τζόζεφ και με ενδιέφερε ιδιαίτερα η γνώμη του για τον Σκέριτ, τον νεότατο, ράστα, φιλοκομουνιστή, κολλητό του Τσάβες, πρόεδρο της χώρας, που είναι αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της πολιτικής σκηνής της Καραϊβικής. Κανείς δεν περίμενε ότι ο 30άρης αγρότης Σκέριτ θα γινόταν πρόεδρος και δε θα γινόταν αν δεν είχε πεθάνει εντελώς απρόσμενα ο ηγέτης του κόμματός του, μετά ο διάδοχός του και οι υπόλοιποι δεν… αρνιόντουσαν να αναλάβουν φοβούμενοι… την κατάρα του προεδρικού θώκου. Ο Σκέριτ αποτέλεσε γρήγορα διεθνή είδηση όταν συντάχθηκε με τον Τσάβες (αναμενόμενο, τα περισσότερα από τα μικρά κράτη της Καραϊβικής έχουν όλο και στενότερες σχέσεις με τη Βενεζουέλα και αντιαμερικάνικη στάση… με αντάλλαγμα ολίγο πετρέλαιο σε αξιοζήλευτες τιμές), τα έβαλε με το ΔΝΤ, και όταν ακολούθησε το Chineseway: έκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν, με αντάλλαγμα να κατασκευάσουν οι Κινέζοι ένα μεγάλο νοσοκομείο, μια μεγάλη αρτηρία, ένα τεράστιο σχολείο κι ένα υπερσυγχρονο γήπεδο πολλαπλών αθλητικών χρήσεων. Για ένα μικρό κρατίδιο μόλις ογδόντα χιλιάδων κατοίκων αυτά είναι έργα πνοής (που έλεγε και ο Σημίτης) και για την Κίνα άλλη μια (εξαγορασμένη) ψήφος στα Ηνωμένα Έθνη.
Ο Τζόζεφ θεωρεί ότι ο Σκέριτ είναι έξυπνος, τον ψήφισε, του αρέσουν οι σοσιαλιστικές πολιτικές του και θεωρεί ότι η χώρα πάει αισθητά καλύτερα. Ταυτόχρονα τον προβληματίζουν τα “διεθνή σκάνδαλα”. Αναρωτήθηκα κι εγώ σε τι σκάνδαλα, διεθνούς φύσης μάλιστα, έχει αναμιχθεί ο ράστα φίλος μας και πληροφορήθηκα ότι συνηθίζει να μοιράζει διπλωματικά διαβατήρια Ντομινίκας σε ανθρώπους που δεν είναι καν υπήκοοι της χώρας. Φαντάστηκα πως πρόκειται για επιχειρηματίες και ο Τζόζεφ το επιβεβαίωσε, αλλά στην εθνικότητά τους έπεσα τελείως έξω. “Κινέζοι” ήταν οι λέξη που περίμενα να ακούσω και γούρλωσα τα μάτια μου όταν εισέπραξα ένα ξερό “Ινδοί” κι ένα πονηρό κλείσιμο ματιού. Ο Σκέριτ επίσης έχει δώσει κι άλλα δείγματα ότι την έχει ψωνίσει, αλλά ακόμη κι έτσι την ψήφο του Τζόζεφ “μάλλον” θα την πάρει.
Μιλήσαμε και για τους τυφώνες (ένας από αυτούς τη δεκαετία του ’70 διέλυσε μεγάλο μέρος του εθνικού πάρκου στο οποίο κάναμε trekkking, αλλά αυτό αναζωογονήθηκε μόνο του σε χρόνο ρεκόρ) τις προοπτικές του νησιού, τους διάσημους παπαγάλους του, όλα αυτά με τη φοβερή φύση για backdrop. Φύγαμε πια από το μονοπάτι από το οποίο είχαμε ξεκινήσει και ο Τζόζεφ μας πρότεινε να πάμε στο TitouGorge, στο ποτάμι του οποίου είθισται να πηγαίνει ο κόσμος για να δροσίζεται. Στο δρόμο κάναμε μια στάση σε ένα περίπτερο-μπαρ, όπου ήπιαμε ένα νεράκι που μας προσέφερε η βαριεστημένη κοπελίτσα, σε ένα πόστερ πίσω από την οποία μια θεά διαφήμιζε την εθνική μπύρα Kulubi. Έπιασα την κουβέντα με έναν φαινομενικά φιλήσυχο ράστα, αλλά μόλις τον ρώτησα τη γνώμη του για το Σκέριτ έκανε σα γκρέμπλιν που έφαγε μετά τα μεσάνυχτα: τα μάτια του γύρισαν ανάποδα, το πρόωπό του κοκκίνησε, έπιασε τη ματσέτα του κι έκανε μια νευρική χειρονομία στο ύψος του λαιμού υποννοώντας ότι αν τον πετύχει πουθενά θα του κόψει το λαρύγγι κι έφυγε βρίζοντας. “Ε δεν είναι και όλοι ενθουσιασμένοι με τον κύριο Σκέριτ”, μας είπε ο Τζόζεφ, που σύντομα όμως είχε να αντιμετωπίσει άλλα θέματα, αφού μας πέτυχε ένας δασοφύλακας και δε χάρηκε ιδιαίτερα που δεν είχαμε κόψει ειστήρια, του έβαλε τις φωνές και τον απείλησε σε έντονο ύφος για τις επιπτώσεις που θα έχει αν επαναληφθεί.
Συνεχίσαμε, αυτή τη φορά καθοδικά, με τα γόνατά μας πια να νιώθουν το χαρακτηριστικό τσίμπημα που ενοχλεί πολύ κόσμο όταν κατεβαίνει πολλά σκαλιά, αλλά σύντομα φτάσαμε στο… ποθητό φαράγγι. Όπου δεν ήμασταν μόνοι μας, αλλά είχε φτάσει κι ένα μικρό γκρουπ από αμερικανίδες από το εκπαιδευτικό κρουαζιερόπλοιο, όλες με γυμνασμένα και ακόμη πιο ποθητά κορμιά. Τι διάολο και οι φοιτητές που είχαμε δει στο τρεκ αθλητικότατοι είναι, τίποτε φοιτητές γυμναστικής ακαδημίας θα είναι, σκέφτηκα για να εισπράξω ένα αποβλακωμένο “αχά” από το σύντροφο D που κοιτούσε αποσβωλομένος. Οι Αμερικανίδες έμειναν με τα μπικίνι τους και μία-μία πηδούσανα πό ύψος 5 μέτρων στο βαθύ ποτάμι που διασχίζει το στενό φαράγγι. Το θέαμα παραήταν ελκυστικό (το φαράγγι λέω, ας αφήσουμε τις Αμερικανίδες) και ο D αποφάσισε να βουτήξει πρώτος για να ακολουθήσω εγώ. Μετά την ιδρωτίλα και την κούραση του τρεκ, ένα μπάνιο στα δροσερά γλυκά νερά του ποταμού θα ήταν ό,τι έπρεπε. Πήρα φόρα και ΠΛΑΤΣ, έπεσα μέσα, όχι τελείως άφοβα. Από το πρώτο δευτερόλεπτο ένιωσα το κρύο νερό σα να διαπερνάει το κορμί μου. Απίστευτη αίσθηση δροσιάς και η έλλειψη άλατος ανέκαθεν με γοήτευε. Η δε θέα κοιτώντας ψηλά προς το φαράγγι και την τροπική βλάστηση τριγύρω ήταν φανταστική. Κολυμπώντας προς τα πάνω φτάνει κανείς σε δυο μικρούς καταρράκτες, η ορμή των οποίων σε προκαλεί να κολυμπήσεις κόντρα στο ρέμα και να προσπαθήσεις να τους σκαρφαλώσεις χωρίς να γκρεμοτσακιστείς, για να ξαναβουτήξεις στα δροσερότατα νερά. Χωρίς κανένα ενδοιασμό, επρόκειτο για το καλύτερο μπάνιο της ζωής μου, τέτοια αίσθηση φρεσκάδας δεν έχω ξανανιώσει και η ομορφιά του μέρους είναι δύσκολο να περιγραφεί. Για τόσο μικρό νησί, η Ντομινίκα έχει πάρα πολλά φυσικά θαύματα και σύντομα θα ανακαλύπταμε κι άλλα…
Το επόμενο πρωί θέλαμε να πάμε για τρέκκινγκ, άλλωστε αυτό είναι και η βασική ατραξιόν του νησιού, η αχαλίνωτή του φύση, τα ατέλειωτα μονοπάτια μέσα στη ζούγκλα και το συνεχώς εναλασσόμενο περιβάλλον, παρά τη μικρή έκταση της χώρας. Συζητήσαμε με τη Τζοάν, της οποίας ο αδελφός (Τζόζεφ) είναι ξεναγός τρέκκινγκ και χρεώνει 40$ το άτομο. Εξωφρενικό ποσό (δηλαδή αν ήμασταν 5 άτομα ο άνθρωπος θα πληρωνόταν 200$ για λίγες ώρες δουλειά; ), αλλά… τόσο γράφει το LonelyPlanet, άρα είναι νόμος. Αυτά τα LP είναι πραγματική πληγή: οτιδήποτε γραφεί εκεί, λόγω της δημοτικότητάς τους (ανεξήγητη κατ’ εμέ, χωρίς να είναι οι χειρότεροι οδηγοί που υπάρχουν, είναι χαμηλής ποιότητας και γεμάτοι λάθη) αυτομάτως μετατρέπεται σε νόμο. Δεδομένου ότι οι συγγραφείς τους δε γωνρίζουν αρκετά καλά τις χώρες για τις οποίες γράφουν και ότι πλέον υποχρεώνονται να γράψουν ολόκληρο οδηγό σε… 52 μέρες (!) για αμοιβή μερικών εκατοντάδων ευρώ, κάνουν συνεχώς λάθη, ειδικά στις τιμές, όπου υπερχρεώνονται από τους ντόπιους, μη γνωρίζοντας την οικονομική πραγματικότητα της χώρας στην οποία ταξιδεύουν. Άπειρα τα παραδείγματα και συνεχώς πληθαίνουν, αφού από τότε που πωλήθηκε ο όμιλος (εδώ και αρκετά χρόνια δυστυχώς), έχει εγκαταλειφθεί η πρόσληψη σοβαρών ταξιδιωτικών συγγραφέων και προτιμούνται οι λύσεις ανθρώπων που ουσιαστικά γράφουν σχεδόν εθελοντικά (προσπαθώντας να “χτίσουν” μετά πάνω στη φήμη τους ως “συγγραφείς LP”. Κλασικό παράδειγμα εταιρείας που έπεσε θύμα της επιτυχίας της. Ε, αυτό το “LonelyPlanetplague” είναι ενοχλητικό, το είπα κι ησύχασα.Τέλος πάντων, συμφωνήσαμε να φύγουμε το επόμενο πρωί νωρίς και πέσαμε για ύπνο, θαυμάζοντας για άλλη μια φορά το καταπράσινο όργιο της φύσης από το porch του σπιτιού μας. Η κουνουπέρα που έμαζε ολίγον υπερβολική ως παρουσία πάνω από το κρεβάτι μας αποδείχθηκε υπερπολύτιμη, αναλογιστεί κανείς την επιδρομή κουνουπιών που ακολούθησε. Ε, τέτοια φύση δε γίνεται να μην έχει και το μικρό τίμημά της.
Το πρωινό μας ήταν ικανοποιητικό, εμφανίστηκε στην ώρα του κι ο Τζόζεφ και ξεκινήσαμε. Ο Τζόζεφ είναι ένας αγαθός γίγαντας 42 ετών, εντυπωσιακής διάπλασης (και αντοχής απ’ ό,τι θα μαθαίναμε σε λίγο), λιγομίλητος, σοβαρός και με ενδιαφέρουσες πολιτικές απόψεις, οπότε αποφασίσαμε στη διάρκεια του τρεκ να τον ρωτήσουμε για διάφορες πτυχές της ζωής στη Ντομινίκα.
Η διαδρομή ξεκίνησε από τον οικισμό μας, ο οποίος μάθαμε ότι ονομάζεται WottenWaven και ο τελικός στόχος ήταν η BoilingLake, που είναι ακριβώς αυτό που υποδηλώνει το όνομά της. Η πραγματική ατραξιόν πάντως δεν είναι ο τελικός προορισμός, αλλά η διαδρομή. Πήγαμε να βγάλουμε άδεια για την είσοδο στον εθνικό δρυμό, αλλά το εκδοτήριο ήταν κλειστό, μάλλον επειδή ξεκινήσαμε νωρίς, ή ο συμπαθής ράσταμαν που εκδίδει τα εισιτήρια αποφάσισε να πάει στη δουλειά του λίγο αργότερα, οπότε ξεκινήσαμε χωρίς άδεια.
Δυστυχώς η φωτογραφική μου μηχανή, και κατ’ επέκταση οι φωτογραφίες, είναι εξαιρετικά κακής ποιότητας και δεν αποδίδουν το μεγαλείο της φύσης, ούτε την ποικιλία της. Ξεκινήσαμε διασχίζοντας ποτάμια μέσα σε καταπράσινα δάση, περνώντας από τροπικά φαράγγια, συνεχίσαμε σε μονοπάτια κάτω από πανύψηλα δέντρα που έκρυβαν τον ήλιο, είδαμε πελώριες φτέρες και κορμούς δέντρων απίστευτου πάχους και ύψους, συνεχίσαμε σε πρωτογενή ζούγκλα (έχω κάνει αρκετά τρεκ στον Αμαζόνιο και το συγκεκριμένο δεν έχει τίποτε να ζηλέψει), για να καταλήξουμε σε πλαγιές που θυμίζουν τα αγαπημένα μου τοπία, εκεί όπου οι Άνδεις συναντούν τον Αμαζόνιο.
Κουραστικό ήταν το τρεκ κι επιτέλους μετά από μιάμιση ώρα συνεχούς ανάβασης ο Τζόζεφ πρότεινε να κάνουμε διάλειμμα. “Α, είμαστε στα μισά;”, ρώτησα. “Ναι”, λέει αυτός “στα μισά των μισών”. Δηλαδή μετά από τέτοιο ξεποδάριασμα και λαχάνιασμα κι έχουμε κάνει μόλις το ¼ της διαδρομής. Η θέα πάντως είναι απίστευτη, ενώ δίπλα μας ξαποσταίνουν και μερικοί νεαροί και αθλητικότατοι Αμερικανοί, προφανώς από το κρουαζιερόπλοιο που είδαμε να αράζει ανοιχτά του νησιού. Πιάσαμε την κουβέντα με το γεωλόγο καθηγητή τους που μας εξήγησε πως πρόκειται για φοιτητική εκδρομή διάρκειας 3 μηνών πάνω στο πλοίο, όπου θα επισκέπτονταν διάφορες χώρες με σκοπό να μάθουν για τη φύση, να εξασκήσουν τις γλώσσες τους, να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς και να κάνουν fieldstudy. Όλα αυτά στην προνομιακή τιμή των 30.000$ ανά φοιτητή. Γουάου. Ακόμη πιο γουάου μου φάνηκε ότι ο καθηγητής επέμενε επί μήνες να προσπαθήσει να βγάλει άδεια και για την Κούβα, τελικώς τα κατάφερε, βρήκαν και καράβι να τους πάει εκεί… αλλά τελικά η εταιρεία στην οποία ανήκε αυτό έκανε πίσω λόγω επιπλοκών στο εμπάργκο παρά την άδεια και η Κούβα εξαιρέθηκε από το itinerary.
Ξελαχανιάσαμε, προσποιηθήκαμε ότι δεν τα έχουμε παίξει και συνεχίσαμε, αυτή τη φορά πάντως σε πολύ πιο βατό τερέν. Για την ποικιλία των οικοσυστημάτων ειλικρινά δεν έχω λόγια, δεν μπορώ να διανοηθώ πως σε ένα τόσο μικρό νησί, σε ένα μόνο πολύωρο τρεκ μπορεί κανείς να θαυμάσει τόσο διαφορετική φύση. Τώρα ήταν σειρά για ημι-ερημικό ορεινό τοπίο, γκέιζερ, ρυάκι με θειάφι, ξανά ημιτροπικές πλαγιές, κάθοδο στην εύγλωττα ονομαζόμενη Desolation Valley και στο βάθος ξεπρόβαλαν τα νέφη που προκαλεί το νερό της Boiling Lake, η οποία όταν πλησιάσαμε μου φάνηκε θεόρατη (αργότερα μάθαμε ότι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τέτοια λίμνη στον κόσμο, με την πρώτη να βρίσκεται στη Νέα Ζηλανδία). Το νερό της ήταν γκρίζο, η θέρμη έφτανε μέχρι τα μάτια μας, η χαρακτηριστική μυρωδιά σάπιου αβγού μας έτσουζε τα μάτια και το δέος έγινε ακόμη μεγαλύτερο όταν είδαμε τον ξεναγό των Αμερικανών μπροστά μας να σηκώνει τα μπατζάκια του και αν τους δείχνει τα εγκαύματα ένας Θεός ξέρει ποιου βαθμού του προκάλεσε πριν λίγα χρόνια το νερό όταν έπεσε σε αυτό προσπαθώντας να πιάσει τη φωτογραφική μηχανή ενός πελάτη του.
Ακόμη και με καλύτερη μηχανή δε νομίζω πως βγαίνουν και πολύ καλές οι φωτογραφίες, με τον καπνό να καλύπτει τα πάντα και τη λίμνη να έχει τέτοια διάμετρο που ακόμη και πανοραμικές φωτό δεν αρκούν για να καλύψουν το εύρος της, αλλά όταν πάτε θα με καταλάβετε, πραγματικά ενυπωσιακό το θέαμα. Δεν είναι τυχαίο που η Ντομινίκα θεωρείται παράδεισος για τους τρέκερς και οι αρχές του νησιού προωθούν ένα δεκατετραήμερο τρεκ που πρέπει να είναι ονείρωξη για dedicatedtrekkers, αλλά μάλλον toomuchκαι βαρετό για κάτι κακομοίρηδες ερασιτέχνες σαν κι εμάς.
Πιάσαμε την κουβέντα με τον Τζόζεφ και με ενδιέφερε ιδιαίτερα η γνώμη του για τον Σκέριτ, τον νεότατο, ράστα, φιλοκομουνιστή, κολλητό του Τσάβες, πρόεδρο της χώρας, που είναι αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της πολιτικής σκηνής της Καραϊβικής. Κανείς δεν περίμενε ότι ο 30άρης αγρότης Σκέριτ θα γινόταν πρόεδρος και δε θα γινόταν αν δεν είχε πεθάνει εντελώς απρόσμενα ο ηγέτης του κόμματός του, μετά ο διάδοχός του και οι υπόλοιποι δεν… αρνιόντουσαν να αναλάβουν φοβούμενοι… την κατάρα του προεδρικού θώκου. Ο Σκέριτ αποτέλεσε γρήγορα διεθνή είδηση όταν συντάχθηκε με τον Τσάβες (αναμενόμενο, τα περισσότερα από τα μικρά κράτη της Καραϊβικής έχουν όλο και στενότερες σχέσεις με τη Βενεζουέλα και αντιαμερικάνικη στάση… με αντάλλαγμα ολίγο πετρέλαιο σε αξιοζήλευτες τιμές), τα έβαλε με το ΔΝΤ, και όταν ακολούθησε το Chineseway: έκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν, με αντάλλαγμα να κατασκευάσουν οι Κινέζοι ένα μεγάλο νοσοκομείο, μια μεγάλη αρτηρία, ένα τεράστιο σχολείο κι ένα υπερσυγχρονο γήπεδο πολλαπλών αθλητικών χρήσεων. Για ένα μικρό κρατίδιο μόλις ογδόντα χιλιάδων κατοίκων αυτά είναι έργα πνοής (που έλεγε και ο Σημίτης) και για την Κίνα άλλη μια (εξαγορασμένη) ψήφος στα Ηνωμένα Έθνη.
Ο Τζόζεφ θεωρεί ότι ο Σκέριτ είναι έξυπνος, τον ψήφισε, του αρέσουν οι σοσιαλιστικές πολιτικές του και θεωρεί ότι η χώρα πάει αισθητά καλύτερα. Ταυτόχρονα τον προβληματίζουν τα “διεθνή σκάνδαλα”. Αναρωτήθηκα κι εγώ σε τι σκάνδαλα, διεθνούς φύσης μάλιστα, έχει αναμιχθεί ο ράστα φίλος μας και πληροφορήθηκα ότι συνηθίζει να μοιράζει διπλωματικά διαβατήρια Ντομινίκας σε ανθρώπους που δεν είναι καν υπήκοοι της χώρας. Φαντάστηκα πως πρόκειται για επιχειρηματίες και ο Τζόζεφ το επιβεβαίωσε, αλλά στην εθνικότητά τους έπεσα τελείως έξω. “Κινέζοι” ήταν οι λέξη που περίμενα να ακούσω και γούρλωσα τα μάτια μου όταν εισέπραξα ένα ξερό “Ινδοί” κι ένα πονηρό κλείσιμο ματιού. Ο Σκέριτ επίσης έχει δώσει κι άλλα δείγματα ότι την έχει ψωνίσει, αλλά ακόμη κι έτσι την ψήφο του Τζόζεφ “μάλλον” θα την πάρει.
Μιλήσαμε και για τους τυφώνες (ένας από αυτούς τη δεκαετία του ’70 διέλυσε μεγάλο μέρος του εθνικού πάρκου στο οποίο κάναμε trekkking, αλλά αυτό αναζωογονήθηκε μόνο του σε χρόνο ρεκόρ) τις προοπτικές του νησιού, τους διάσημους παπαγάλους του, όλα αυτά με τη φοβερή φύση για backdrop. Φύγαμε πια από το μονοπάτι από το οποίο είχαμε ξεκινήσει και ο Τζόζεφ μας πρότεινε να πάμε στο TitouGorge, στο ποτάμι του οποίου είθισται να πηγαίνει ο κόσμος για να δροσίζεται. Στο δρόμο κάναμε μια στάση σε ένα περίπτερο-μπαρ, όπου ήπιαμε ένα νεράκι που μας προσέφερε η βαριεστημένη κοπελίτσα, σε ένα πόστερ πίσω από την οποία μια θεά διαφήμιζε την εθνική μπύρα Kulubi. Έπιασα την κουβέντα με έναν φαινομενικά φιλήσυχο ράστα, αλλά μόλις τον ρώτησα τη γνώμη του για το Σκέριτ έκανε σα γκρέμπλιν που έφαγε μετά τα μεσάνυχτα: τα μάτια του γύρισαν ανάποδα, το πρόωπό του κοκκίνησε, έπιασε τη ματσέτα του κι έκανε μια νευρική χειρονομία στο ύψος του λαιμού υποννοώντας ότι αν τον πετύχει πουθενά θα του κόψει το λαρύγγι κι έφυγε βρίζοντας. “Ε δεν είναι και όλοι ενθουσιασμένοι με τον κύριο Σκέριτ”, μας είπε ο Τζόζεφ, που σύντομα όμως είχε να αντιμετωπίσει άλλα θέματα, αφού μας πέτυχε ένας δασοφύλακας και δε χάρηκε ιδιαίτερα που δεν είχαμε κόψει ειστήρια, του έβαλε τις φωνές και τον απείλησε σε έντονο ύφος για τις επιπτώσεις που θα έχει αν επαναληφθεί.
Συνεχίσαμε, αυτή τη φορά καθοδικά, με τα γόνατά μας πια να νιώθουν το χαρακτηριστικό τσίμπημα που ενοχλεί πολύ κόσμο όταν κατεβαίνει πολλά σκαλιά, αλλά σύντομα φτάσαμε στο… ποθητό φαράγγι. Όπου δεν ήμασταν μόνοι μας, αλλά είχε φτάσει κι ένα μικρό γκρουπ από αμερικανίδες από το εκπαιδευτικό κρουαζιερόπλοιο, όλες με γυμνασμένα και ακόμη πιο ποθητά κορμιά. Τι διάολο και οι φοιτητές που είχαμε δει στο τρεκ αθλητικότατοι είναι, τίποτε φοιτητές γυμναστικής ακαδημίας θα είναι, σκέφτηκα για να εισπράξω ένα αποβλακωμένο “αχά” από το σύντροφο D που κοιτούσε αποσβωλομένος. Οι Αμερικανίδες έμειναν με τα μπικίνι τους και μία-μία πηδούσανα πό ύψος 5 μέτρων στο βαθύ ποτάμι που διασχίζει το στενό φαράγγι. Το θέαμα παραήταν ελκυστικό (το φαράγγι λέω, ας αφήσουμε τις Αμερικανίδες) και ο D αποφάσισε να βουτήξει πρώτος για να ακολουθήσω εγώ. Μετά την ιδρωτίλα και την κούραση του τρεκ, ένα μπάνιο στα δροσερά γλυκά νερά του ποταμού θα ήταν ό,τι έπρεπε. Πήρα φόρα και ΠΛΑΤΣ, έπεσα μέσα, όχι τελείως άφοβα. Από το πρώτο δευτερόλεπτο ένιωσα το κρύο νερό σα να διαπερνάει το κορμί μου. Απίστευτη αίσθηση δροσιάς και η έλλειψη άλατος ανέκαθεν με γοήτευε. Η δε θέα κοιτώντας ψηλά προς το φαράγγι και την τροπική βλάστηση τριγύρω ήταν φανταστική. Κολυμπώντας προς τα πάνω φτάνει κανείς σε δυο μικρούς καταρράκτες, η ορμή των οποίων σε προκαλεί να κολυμπήσεις κόντρα στο ρέμα και να προσπαθήσεις να τους σκαρφαλώσεις χωρίς να γκρεμοτσακιστείς, για να ξαναβουτήξεις στα δροσερότατα νερά. Χωρίς κανένα ενδοιασμό, επρόκειτο για το καλύτερο μπάνιο της ζωής μου, τέτοια αίσθηση φρεσκάδας δεν έχω ξανανιώσει και η ομορφιά του μέρους είναι δύσκολο να περιγραφεί. Για τόσο μικρό νησί, η Ντομινίκα έχει πάρα πολλά φυσικά θαύματα και σύντομα θα ανακαλύπταμε κι άλλα…