Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.220
- Likes
- 55.392
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Αναχώρηση απο Αβάνα
- Άγιος Δομήνικος
- Άγιος Δομήνικος ΙΙ
- 'Αγιος Βικέντιος
- Γρενάδα
- Carriacou
- Carriacou II
- Carriacou III
- Mayreau
- Tobago Cay
- Επιστροφή στον Αγιο Βικέντιο - Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία ΙΙ
- Φωτο-περίληψη
- Αγία Λουκία ΙΙΙ
- Αγία Λουκία ΙV
- Μαρτινίκα
- Ντομίνικα
- Ντομίνικα ΙΙ
- Ντομινίκα ΙΙΙ
- Ντομινίκα κ Τέλος
Φτάσαμε βράδυ, μετά από μπόλικο κύμα και κάμποσους να ξερνάνε στο κατάστρωμα, την ώρα που εγώ αποβλακωνόμουν με το Football Manager κι ο κύριος D ροχάλιζε με το στόμα ανοιχτό. Αν ήμασταν σουπερ ήρωες η δική μου υπερδύναμη θα ήταν η ικανότητα να διαβάζω υπό οποιαδήποτε συνθήκη. Του D θα ήταν η ικανότητα να κοιμάται ακόμη και στο βομβαρδισμό της Πιονγιάνγκ, απίστευτη ικανότητα.
Φτάνουμε στο λιμάνι, όπου για άλλη μια φορά γίναμε μάρτυρες της φανταστικής πολιτικής που έχει η συγκεκριμένη εταιρεία σε ό,τι αφορά την παράδοση των αποσκευών: τις τοποθετούν όλες στο σαλόνι του σταθμού αποβίβασης και αποκλείουν το χώρο με κορδόνι. Έπειτα βάζουν όλους τους επιβάτες να είναι όρθιοι γύρω από το κορδόνι και να κοιτούν τη βαλίτσα τους χωρίς να τους επιτρέπεται να την πάρουν. Και ξαφνικά το κορδόνι εξαφανίζεται, όλοι χυμάνε πάνω στις βαλίτσες και γίνεται κομφούζιο. Φαντάζομαι ότι το κάνουν προκειμένου να εξασφαλίσουν πως όλοι έχουν οπτική επαφή με την αποσκευή τους και να μην πάρει κανείς την αποσκευή άλλου, αλλά το αποτέλεσμα είναι μια μάλλον αστεία κλωτσοπατινάδα.
Η οποία θα ήταν περισσότερο αστεία αν δεν έπρεπε πάλι εγώ, ναι εγώ φίλε αναγνώστη, να σέρνω την κωλο-Samsonite του κυρίου D στους δρόμους του Fort-de-France, όπου έχει ήδη σκοτεινιάσει κι εμείς ψάχνουμε για κατάλυμα.
Το νιώθεις ότι πάτησες πόδι στην Ευρωπαϊκή Ένωση με το που φτάνεις, τα κτίρια είναι μοντέρνα, τα αυοτκίνητα γαλλικά και υπάρχει μια ντεκαντάνς φτωχού προαστείου των Παρισίων. Μια κυριούλα μας δίνει προτεραιότητα παρότι είχε πράσινο και κατέβασε και το τζάμι για να μας προειδοποιήσει ότι “είναι επικίνδυνα” και να προσέχουμε πού πάμε. Η αλήθεια είναι ότι μας την έπεσαν κάτι μαυρούκοι έφηβοι και μας φώναξαν κάτι για τη μάνα μας γελώντας. Αναρωτήθηκα κι εγώ αν την έχουν δει ποτέ την κυρά-Μίκα και συνεχίσαμε.
Ξενοδοχεία δεν έχει και πολλά, τουλάχιστον όχι κοντά στο λιμάνι. Ένα ήταν κλειστό, δύο γεμάτα και το μόνο που είχε δωμάτιο είχε ένα τρίκλινο, ο ρεσεψιονίστ ήταν λίγο χαριτωμένος και από ένα δωμάτιο βγήκαν δυο σφίχτες, οπότε μια εσάνς λουγκροτέλ την είχε και είπαμε να το αφήσουμε γιατί αυτό το τρίτο κρεβάτι στο δωμάτιο μάλλον ήταν πρελούδιο ότι θα είχαμε επίσκεψη από το ρεσεψιονίστ ή κανά φίλο του σφίχτερμαν έτσι που τον κοιτούσε τον D.
Έλα όμως που δε βρίσκαμε και τίποτε άλλο και θέλαμε να περπατήσουμε και λίγο την πόλη το βράδυ, έστω για τις λίγες ώρες που θα είχαμε στο νησί. Επιπλέον πετύχαμε ένα ζευγάρι Ιρλανδών που με τους σάκους τους στους ώμους –σάκους, όχι Samsonite… άκου Samsonite-
Περιφέρονταν κι αυτοί χωρίς να βρίσκουν δωμάτιο. Μάλιστα μας ρώτησαν αν το λουγκροτέλ είχε κανένα δωμάτιο ελεύθερο. Με δεδομένο ότι μάλλον ήταν και το μόνο υπάρχον δωμάτιο στην περιοχή, ντρέπομαι αλλά το λέω, τους είπα ψέμματα, ότι δεν είχε διαθεσιμότητα, τους έστειλα σε άλλη κατεύθυνση και πήγαμε και το πήραμε εμείς το δωμάτιο. Αλητεία το ξέρω. Ακόμη κάνω μετάνοιες.
Βολευτήκαμε στο λουγκροτέλ, αφήσαμε τα πράγματα και πήγαμε για βόλτα. Είπαμε μια εσάνς γαλλικής ντεκαντάνς την έχει η πόλη, αλλά δεν τη λες και άσχημη. Είδαμε και το άγαλμα της Ιωσηφίνας, την οποία δεν έχουν και σε μεγάλη εκτίμηση οι κάτοικοι των υπερπόντιων γαλλικών κτήσεων και διαβάσαμε στον οδηγό μας πως μάλλον θα το βλέπαμε λουσμένο με μπογιές, αφού κάθε τρεις και λίγο όλο και κάποιος ντόπιος ξεφορτώνει ένα κουβά μπογιάς πάνω του. Ο οδηγός είχε δίκιο, αλλά είχε μείνει λίγο πίσω: το άγαλμα δεν ήταν απλώς μουτζουρωμένο, αλλά ακέφαλο. Τέτοια αγάπη προς τη μαμά Γαλλία έχουν οι άποικοι που την αποκεφάλισαν την κακομοίρα την Ιωσηφίνα (καλά τα ήθελε ο κώλος της κι αυτής).
Πέραν της απέχθειας για τη μαμά πατρίδα που υποδηλώνεται κι από τα επιθετικά γκραφίτι, οι Μαρτινικάνοι φημίζονται και για την κουζίνα τους. Ε, κάτσαμε και μεις να φάμε. Σαφέστατη βελτίωση σε σχέση με τα υπόλοιπα της Καραϊβικής αλλά δεν είναι ούτε Καράκας ούτε Κομποστέλα. Καλά φάγαμε πάντως, κάναμε τη βόλτα μας και πέσαμε για ύπνο, θέλοντας να ξυπνήσουμε νωρίς για να ρίξουμε μια ματιάωακόμη στο νησί.
Το πρωί κάναμε μια βολτίτσα ακόμη θαυμάζοντας τα ομορφούτσικα κτίρια, το απίθανο περπάτημα μιας ξιπόλιτης μιγάδος γαζέλας, ενώ είπαμε να πάρουμε και το λεωφορείο μέχρι το StPierre, εκεί δηλαδή όπου η έκρηξη του MontPele είχε καταστροφικά αποτελέσματα πριν από λίγες δεκαετίες. Ξέραμε πως δε θα μπορούσαμε να δούμε και πολλά, αλλά είπαμε να πάμε για τη διαδρομή και η αλήθεια είναι πως δεν ήταν κι άσχημη. Μας ξένισε πάντως και η χρήση του ευρώ, αλλά κυρίως η κίνηση πρωινιάτικα (είπαμε, ήμαστε στη Γαλλία πλέον, θεωρητικά στον πρώτο κόσμο), εξαιτίας της οποίας γυρίσαμε με τη μία, έχοντας ρίξει μόλις μια ματιά στην παραλία του St Pierre και την ηφαιστειογενή της άμμο, φοβούμενοι μη χάσουμε το φέρι που θα μας πήγαινε στη Γη της Επαγγελίας: τη Ντομινίκα.
Φτάνουμε στο λιμάνι, όπου για άλλη μια φορά γίναμε μάρτυρες της φανταστικής πολιτικής που έχει η συγκεκριμένη εταιρεία σε ό,τι αφορά την παράδοση των αποσκευών: τις τοποθετούν όλες στο σαλόνι του σταθμού αποβίβασης και αποκλείουν το χώρο με κορδόνι. Έπειτα βάζουν όλους τους επιβάτες να είναι όρθιοι γύρω από το κορδόνι και να κοιτούν τη βαλίτσα τους χωρίς να τους επιτρέπεται να την πάρουν. Και ξαφνικά το κορδόνι εξαφανίζεται, όλοι χυμάνε πάνω στις βαλίτσες και γίνεται κομφούζιο. Φαντάζομαι ότι το κάνουν προκειμένου να εξασφαλίσουν πως όλοι έχουν οπτική επαφή με την αποσκευή τους και να μην πάρει κανείς την αποσκευή άλλου, αλλά το αποτέλεσμα είναι μια μάλλον αστεία κλωτσοπατινάδα.
Η οποία θα ήταν περισσότερο αστεία αν δεν έπρεπε πάλι εγώ, ναι εγώ φίλε αναγνώστη, να σέρνω την κωλο-Samsonite του κυρίου D στους δρόμους του Fort-de-France, όπου έχει ήδη σκοτεινιάσει κι εμείς ψάχνουμε για κατάλυμα.
Το νιώθεις ότι πάτησες πόδι στην Ευρωπαϊκή Ένωση με το που φτάνεις, τα κτίρια είναι μοντέρνα, τα αυοτκίνητα γαλλικά και υπάρχει μια ντεκαντάνς φτωχού προαστείου των Παρισίων. Μια κυριούλα μας δίνει προτεραιότητα παρότι είχε πράσινο και κατέβασε και το τζάμι για να μας προειδοποιήσει ότι “είναι επικίνδυνα” και να προσέχουμε πού πάμε. Η αλήθεια είναι ότι μας την έπεσαν κάτι μαυρούκοι έφηβοι και μας φώναξαν κάτι για τη μάνα μας γελώντας. Αναρωτήθηκα κι εγώ αν την έχουν δει ποτέ την κυρά-Μίκα και συνεχίσαμε.
Ξενοδοχεία δεν έχει και πολλά, τουλάχιστον όχι κοντά στο λιμάνι. Ένα ήταν κλειστό, δύο γεμάτα και το μόνο που είχε δωμάτιο είχε ένα τρίκλινο, ο ρεσεψιονίστ ήταν λίγο χαριτωμένος και από ένα δωμάτιο βγήκαν δυο σφίχτες, οπότε μια εσάνς λουγκροτέλ την είχε και είπαμε να το αφήσουμε γιατί αυτό το τρίτο κρεβάτι στο δωμάτιο μάλλον ήταν πρελούδιο ότι θα είχαμε επίσκεψη από το ρεσεψιονίστ ή κανά φίλο του σφίχτερμαν έτσι που τον κοιτούσε τον D.
Έλα όμως που δε βρίσκαμε και τίποτε άλλο και θέλαμε να περπατήσουμε και λίγο την πόλη το βράδυ, έστω για τις λίγες ώρες που θα είχαμε στο νησί. Επιπλέον πετύχαμε ένα ζευγάρι Ιρλανδών που με τους σάκους τους στους ώμους –σάκους, όχι Samsonite… άκου Samsonite-
Περιφέρονταν κι αυτοί χωρίς να βρίσκουν δωμάτιο. Μάλιστα μας ρώτησαν αν το λουγκροτέλ είχε κανένα δωμάτιο ελεύθερο. Με δεδομένο ότι μάλλον ήταν και το μόνο υπάρχον δωμάτιο στην περιοχή, ντρέπομαι αλλά το λέω, τους είπα ψέμματα, ότι δεν είχε διαθεσιμότητα, τους έστειλα σε άλλη κατεύθυνση και πήγαμε και το πήραμε εμείς το δωμάτιο. Αλητεία το ξέρω. Ακόμη κάνω μετάνοιες.
Βολευτήκαμε στο λουγκροτέλ, αφήσαμε τα πράγματα και πήγαμε για βόλτα. Είπαμε μια εσάνς γαλλικής ντεκαντάνς την έχει η πόλη, αλλά δεν τη λες και άσχημη. Είδαμε και το άγαλμα της Ιωσηφίνας, την οποία δεν έχουν και σε μεγάλη εκτίμηση οι κάτοικοι των υπερπόντιων γαλλικών κτήσεων και διαβάσαμε στον οδηγό μας πως μάλλον θα το βλέπαμε λουσμένο με μπογιές, αφού κάθε τρεις και λίγο όλο και κάποιος ντόπιος ξεφορτώνει ένα κουβά μπογιάς πάνω του. Ο οδηγός είχε δίκιο, αλλά είχε μείνει λίγο πίσω: το άγαλμα δεν ήταν απλώς μουτζουρωμένο, αλλά ακέφαλο. Τέτοια αγάπη προς τη μαμά Γαλλία έχουν οι άποικοι που την αποκεφάλισαν την κακομοίρα την Ιωσηφίνα (καλά τα ήθελε ο κώλος της κι αυτής).
Πέραν της απέχθειας για τη μαμά πατρίδα που υποδηλώνεται κι από τα επιθετικά γκραφίτι, οι Μαρτινικάνοι φημίζονται και για την κουζίνα τους. Ε, κάτσαμε και μεις να φάμε. Σαφέστατη βελτίωση σε σχέση με τα υπόλοιπα της Καραϊβικής αλλά δεν είναι ούτε Καράκας ούτε Κομποστέλα. Καλά φάγαμε πάντως, κάναμε τη βόλτα μας και πέσαμε για ύπνο, θέλοντας να ξυπνήσουμε νωρίς για να ρίξουμε μια ματιάωακόμη στο νησί.
Το πρωί κάναμε μια βολτίτσα ακόμη θαυμάζοντας τα ομορφούτσικα κτίρια, το απίθανο περπάτημα μιας ξιπόλιτης μιγάδος γαζέλας, ενώ είπαμε να πάρουμε και το λεωφορείο μέχρι το StPierre, εκεί δηλαδή όπου η έκρηξη του MontPele είχε καταστροφικά αποτελέσματα πριν από λίγες δεκαετίες. Ξέραμε πως δε θα μπορούσαμε να δούμε και πολλά, αλλά είπαμε να πάμε για τη διαδρομή και η αλήθεια είναι πως δεν ήταν κι άσχημη. Μας ξένισε πάντως και η χρήση του ευρώ, αλλά κυρίως η κίνηση πρωινιάτικα (είπαμε, ήμαστε στη Γαλλία πλέον, θεωρητικά στον πρώτο κόσμο), εξαιτίας της οποίας γυρίσαμε με τη μία, έχοντας ρίξει μόλις μια ματιά στην παραλία του St Pierre και την ηφαιστειογενή της άμμο, φοβούμενοι μη χάσουμε το φέρι που θα μας πήγαινε στη Γη της Επαγγελίας: τη Ντομινίκα.