Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.220
- Likes
- 55.391
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Αναχώρηση απο Αβάνα
- Άγιος Δομήνικος
- Άγιος Δομήνικος ΙΙ
- 'Αγιος Βικέντιος
- Γρενάδα
- Carriacou
- Carriacou II
- Carriacou III
- Mayreau
- Tobago Cay
- Επιστροφή στον Αγιο Βικέντιο - Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία ΙΙ
- Φωτο-περίληψη
- Αγία Λουκία ΙΙΙ
- Αγία Λουκία ΙV
- Μαρτινίκα
- Ντομίνικα
- Ντομίνικα ΙΙ
- Ντομινίκα ΙΙΙ
- Ντομινίκα κ Τέλος
Το αεροπλάνο είναι μικρό και σχετικά άδειο. Οι αεροσυνοδοί ντυμένες στα γαλάζια και κίτρινα και η πτήση μέχρι την Antigua ως συνήθως βαρετή. Η θέα της Antigua από αέρος δεν είναι και τίποτε το φοβερό. Φλερτάρουμε με την ιδέα να βγούμε και να κάνουμε μια σύντομη βόλτα στο St John’s, αλλά δε διάβασα τίποτε το πολύ ενθαρρυντικό ούτε για την πρωτεύουσα, ούτε και για το νησάκι, γι’ αυτό και το σνομπάραμε. Αν οι συστάσεις του είναι ότι έχουν εξοχικά ο Έρικ Κλάπτον, η Όπρα και ο Αρμάνι, να μας λείπει το βύσσινο.
Η μιάμιση ώρα στο λιλιπούτειων διαστάσεων αεροδρόμιο ήταν πάντως ευχάριστη, με δωρεάν δείγματα σοκολάτας κι ενός πολύ ενδιαφέροντος promotional rum cake. «Καλά ρε, όλο θα το φας; Δείγμα είναι, δεν είναι για χόρταση», είπε ο D, προσπαθώντας να θολώσει τα νερά αφού είχε καταβροχθίσει τα μισά σοκολατάκια που επίσης προορίζονταν για δείγμα.
Το επόμενο… αεροδρόμιο που θα βλέπαμε ήταν εκείνο των Barbados, στο Bridgetown. Ρίξαμε μια φοβερή τρεχάλα για να προλάβουμε την επόμενη πτήση μας, που όμως είχε καθυστέρηση αφού το πλήρωμα θα ήταν ίδιο με εκείνο της προηγούμενης και πήγαινε με το πάσο του από το ένα αεροπλάνο στο άλλο. Κι αφού γνωριστήκαμε με τις αεροσυνοδούς, είπα να ρωτήσω πόσο πληρώνονται. «Πολύ καλά, από 1000 δολάρια Καραϊβικής και πάνω», απάντησε με χαμόγελο η κοπελιά, που είναι από τη Γουϊάνα. Με τη σημερινή ισοτιμία, αυτό είναι κάτι λιγότερο από 300 ευρώ.
Επιτέλους προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Kingstown, πρωτεύουσας του Αγίου Βικέντιου και των Γρεναδίνων. Φτάσαμε αργά το απόγευμα και την επόμενη… ξαναπετάμε στις 7 το πρωί, οπότε το σχέδιό μας ήταν να αφήσουμε κάπου το σάκο και τη Samsonite και να περάσουμε το βράδυ τρώγοντας, πίνοντας και σουλατσάροντας στα στενά της πόλης.
Έλα όμως που ο υπάλληλος της Υπηρεσίας Μετανάστευσης έχει άλλη άποψη. «Πού θα μείνετε;», με ρωτάει. «Όχι κάπου συγκεκριμένα», απαντάω. Η απάντηση δεν του άρεσε και μου διευκρινίζει πως θα πρέπει να δηλώσω κάποιο κατάλυμα. Κοιτάω από πίσω του μια αφίσα για κάποιο cottage και παπαγαλίζω το όνομα που βλέπω εκεί. Φαίνεται να τον ξεγελάω, αλλά την ίδια στιγμή η υπάλληλος που εξυπηρετεί τον D φωνάζει στον δικό μου «Ρε συ, αυτός εδώ λέει ότι θα κοιμηθούν στο αεροδρόμιο, δε γίνεται αυτό». Ρωτάω γιατί δε γίνεται και παίρνω μια προφανή απάντηση: «Πρώτον κλείνουμε στις 10, δεύτερον βλέπεις πουθενά χώρο για να κοιμηθούν δυο άνθρωποι;». Καλά λέει, ακόμη και το «τελωνείο» είναι ένα… σχολικό θρανίο με έναν άνθρωπο που κάθεται πάνω του, ούτε καρέκλα δεν έχει! Μας υποχρεώνουν να κάνουμε κράτηση σε κάποιο κατάλυμα και δεν τους ενδιαφέρει ούτε το εισιτήριό μας, ούτε το διπλωματικό διαβατήριο που κουνάμε χαζοχαρούμενα.
Μας παραπέμπουν στο τουριστικό γραφείο… δηλαδή το τρίτο και μοναδικό γραφείο που βρίσκεται εντός των 16 τετραγωνικών μέτρων που αποτελούν το διεθνές αεροδρόμιο E.T Joshua, όπου και μας ενημερώνουν πως η κοντινότερη επιλογή είναι ένα Adam’s Place, το οποίο βρίσκεται «όλο ευθεία, ανεβαίνοντας το λόφο και πάλι όλο ευθεία». Έτσι που μας το είπαν ακούστηκε μακριά. Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, το Adam’s Place είναι στα 20 μέτρα, σε ένα λοφίσκο όπου φτάνει κανείς ανεβαίνοντας… έξι σκαλοπάτια. Κλασική περίπτωση ανθρώπων που μένουν σε μέρος με μηδαμινές αποστάσεις και θεωρούν και τα είκοσι μέτρα υπολογίσιμο μέγεθος.
Το κατάλυμα είναι ένα κτίσμα από ξύλο, με μεγάλα ευρύχωρα δωμάτια, δωρεάν wi-fi, μια ευγενική παχουλούλα ρεσεψιονίστ και παίρνουμε τη σουίτα των 67$, αφού τα απλά δωμάτια των 33$ είναι όλα κατειλημμένα. Περιέργως, αυτή τη φορά είμαι εγώ αυτός που τρώγεται για να βγει το βράδυ. Οι πληροφορίες λένε πως το Kingstown είναι μικρό αλλά όμορφο και θέλω να το περπατήσω όλο. Ο D απ’ την άλλη δεν έχει αντοχές κι έχει στο πλευρό του και τη ρεσεψιονίστ: «Τι να κάνετε εκεί κάτω; Θα πληρώσετε 25EC για να πάτε, άλλα τόσα για να γυρίσετε και είναι όλα κλειστά. Εδώ απέναντι να πάτε, έχει καραόκε σήμερα, Δευτέρα βράδυ, είναι καταπληκτικά. Και παραδίπλα έχει και Pizza Hut και McDonald’s, είναι η καλύτερη επιλογή σας για σήμερα».
Δεν με τρελαίνει η ιδέα του karaoke σε ένα υπαίθριο καφέ με τσιμεντένιες καρέκλες που βλέπω από το παράθυρο του ξύλινου δωματίου μου και αυτό που ακούω είναι ακόμη πιο ανησυχητικό: μια νεαρή έχει πάρει το μικρόφωνο και έχει βαλθεί να κάνει τη Σελίν Ντιόν να κόψει το τραγούδι, γιατί αυτό θα κάνει αν μάθει πώς τα κομμάτια της μετατράπηκαν σε φονική ηχορύπανση, ηχητικό πυρηνικό όπλο κι εξολοθρευτικό ανθρωποδιώχτη ταυτόχρονα. Ο D επιμένει να πάμε, παραείναι κουρασμένος για να βγει στην πόλη, αφού όλοι λένε πως θα είναι άδεια. Ε, ας πάμε στο karaoke. Δεν του χαλάω χατίρι γιατί είναι ευγενικό παλικάρι και με ανέχεται. Κάνουμε ντους (γιατί είμαστε καθαρά αγόρια, να το τονίσουμε αυτό), σηκώνω χρήματα από το ΑΤΜ (ωραία είναι τα δολλάρια Καραϊβικής, κολλαριστά και χρωματιστά) και διασχίζουμε τα 50 μέτρα που μας χωρίζουν από το karaoke.
Καθόμαστε σε ένα από τα τσιμεντένια παγκάκια του πάρκινγκ στο οποίου έχουν στηθεί μια γιγαντοοθόνη όπου προβάλλονται οι στίχοι, το desk ενός DJ και δυο μικρόφωνα. Κάτω από την τσιμεντένια ομπρέλα μας κάθονται μια υπέρβαρη κοπελίτσα, ένας… Ινδός ράστα παππούς και μπροστά μας 3-4 ζευγαράκια, συν μερικοί όρθιοι στο πάρκινγκ, που στηρίζονται στα τεταρτο-πέμπτο χέρι αυτοκίνητά τους κρατώντας από μια μπύρα. Σηκώνεται ένας μαυρούλης και παίρνει το μικρόφωνο. Χειροκροτείται από τους είκοσι παριστάμενους και με το που βάζει το στόμα του στο μικρόφωνο λέει «Yaman”.
FLASHBACK: Νότια Ινδία, λίγα χρόνια πριν, σε κάποιο συνέδριο. Καθόμαστε έξω από τις καμπίνες με μερικούς συνομηλίκους συναδέλφους και κάνουμε τον καταμερισμό των ομιλητών. «Και ποιος θα κάνει τον Τζαμαϊκανό υπουργό;», ρωτάει η Amber. Άκρα του τάφου σιωπή απλώνεται στην αίθουσα. Σκέφτομαι πως δεν έχω πρόβλημα να τον κάνω εγώ και δεν κατανοώ γιατί κανείς δεν προθυμοποιείται. Το θέμα το έχω διαβάσει, την ορολογία την κατέχω, Τζαμαϊκανούς έχω ξανακάνει, έχω εκπαιδευθεί σε μπόλικες προφορές από Σκωτσέζικες μέχρι… Voralberg και δεν βρίσκω καμία δυσκολία, αλλά με ανησυχούν τα παγωμένα πρόσωπα που βλέπω γύρω μου. Σηκώνω το χέρι μου και βλέπω μια συντονισμένη ανακούφιση. «Μπράβο ρε Χόρχε», λέει ο Χιροφούμι γνέφοντας. «Είσαι και ο πρώτος», μου κλείνει το μάτι η Chuing Hie και καταλαβαίνω πως έκανα κοτσάνα, της οποίας τις διαστάσεις δεν έχω προφανώς κατανοήσει ακόμη, διαφορετικά δε θα με ευχαριστούσαν άνθρωποι από τις πέντε ηπείρους. Ρωτάω τον Ερνέστο τι το φοβερό έχει ο Τζαμαϊκανός υπουργός. Με τρόμο στα μάτια εισπράττω την απάντηση ότι «είναι από τα Blue Mountains”. Ε και; Λες και είναι κανένα ανθρωπόμορφο τέρας από τη Μόρντορ κάνουν όλοι. Τόσο δύσκολη προφορά έχουν στα βουνά της Τζαμάικα δηλαδή; «Ε ναι», λέει ο πάντα ειλικρινής Ερνέστο (αν δεν ήταν ειλικρινής δε θα τον έλεγαν Ερνέστο…). Κάνω να το πάρω πίσω, αλλά η Πορτορικανή Χοσεφίνα πλησιάζει, βάζει τα μπράτσα της γύρω από το υπερμέγεθες στήθος της και με ευχαριστεί κι αυτή σκύβοντας επιδεικτικά. Ξέρετε το ανέκδοτο που ένας άνδρας θέλει να επιλέξει ποια γυναίκα θα παντρευτεί και δίνει στις τρεις υποψήφιες από ένα εκατομμύριο για να δει πώς θα το αξιοποιήσουν; Η μια τα χαλάει στα ρούχα, η άλλη κάνει επενδύσεις και βγάζει χρήματα και η τρίτη τα βάζει στην τράπεζα. Και ποια παντρεύεται ο συμπαθής ανήρ; Αυτή με το μεγαλύτερο στήθος! Έτσι την πάτησα κι εγώ.
Δυο ώρες αργότερα, ο Τζαμαϊκανός υπουργός ανεβαίνει στο βήμα. Χτυπάει το μικρόφωνο με το δάχτυλό του για να βεβαιωθεί πως λειτουργεί και αρθρώνει τη μοναδική λέξη που κατάλαβα από όλη την ομιλία του: Yaman, ή καλύτερα (στη σαξονικότερη εκδοχή του) Yeah Mon. Κι από κει και πέρα το χάος: «Γουά χα του Ρίτσα σα κόνκρι κοκλούούού-ζα ε τέρνε ίντου άξα!», λέει κι απορώ ποια είναι αυτή η Ρίτσα στην οποία αναφέρεται. «Κοζίφα όνλα το ντόντα τόκα, γουά μπέτα γκοχόμα», συνεχίζει στα αλαμπουρνέζικα και ολοκληρώνει με ένα καταφατικό «Yaman».
Καμία μετάφραση δε βγαίνει από το στόμα του κατεψυγμένου διερμηνέα και όλοι κοιτούν προς την καμπίνα μου, θαυμάζοντας τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι στο κούτελό μου. Τελικώς προσπαθώ να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα και προσεγγίζοντας το μικρόφωνο μπροστά μου, λέω: «Παρακαλώ να παρακαλέσει κάποιος τον αξιότιμο ομιλητή να κάνει μια προσπάθεια να μιλήσει λίγο πιο standard English, διότι ο διερμηνέας δεν είναι εξοικειωμένος με την προφορά του και η μόνη λέξη που κατανόησε είναι το Yaman!”. Γέλια ακούγονται από το κοινό, κάποιος εξηγεί στον υπουργό τι είπα, γελάει κι αυτός και αποφασίζει να μιλήσει ανθρώπινα μπας και μεταφραστούν στις υπόλοιπες γλώσσες αυτά που είπε. «Yaman», λέει και μου κάνει από το βήμα το σήμα της ειρήνης.
Για την ιστορία, η φράση του υπουργού ήταν κάτι σαν “We’re here to reach some concrete conclusions and turn them into actions. ‘Coz if we’re here only to do the talking, we’d better go home”.
Το flashback διαλύεται μεμιάς. Το Yaman, Yeah Mon, ή όπως αλλιώς γράφεται έχει πολλές χρήσεις. Είναι «ΟΚ», «πάμε», «ό,τι πεις», «σε έχω γραμμένο», «μάλλον όχι», «μάλλον ναι», «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα», «χαλαρουίτα» και γενικώς μια λεκτική εισαγωγή στη χαλαρότητα της αγγλόφωνης Καραϊβικής. Σε αυτή τη χαλαρότητα θέλω να εισέλθω κι εγώ, ξεχνώντας το flashback.
Ο μαυρούλης πιάνει το μικρόφωνο και ξεκινάει να τραγουδάει R&B. Άγγελος κατέβηκε στη γη, μεταμφιέστηκε σε Αγιοβικεντιανό που πήγε στο karaoke της γειτονιάς του και τραγουδάει με βελούδινη φωνή. Έμεινα άφωνος. Χωρίς καμία υπερβολή, μια από τις καλύτερες ερμηνείες που έχω δει ποτέ, οπουδήποτε. Φοβερή κίνηση, απίστευτη φωνή, ανατρίχιασα. Ό,τι κι αν τραγούδησε ήταν συγκλονιστικό, από το Hey Jude και το Buffalo Soldier μέχρι Eminem & Rihanna. Οι διπλανοί μας χειροκροτούσαν νωχελικά χαμογελώντας, το κοινό ζήτησε να τραγουδήσει άλλο ένα τραγούδι ο τύπος, δυο ευτραφείς κοπελίτσες δίπλα μου λένε «αχ, τι ωραία που τραγουδάει» κι εμείς βλέπουμε μια μοναδική παράσταση σε ένα καραόκε ενός πάρκινγκ, απέναντι από το αεροδρόμιο του Kingstown. Ανεβαίνει και μια κοπελίτσα, ο DJ της βάζει το τραγούδι που ζήτησε και χειροκροτείται θερμά κι αυτή, παρότι σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με τον απαράμιλλο τύπο που τραγούδησε πριν από αυτή.
Μετά θα σηκωθεί κι άλλη κοπελίτσα, μια μεσήλικας, ένα ζευγαράκι. Όλοι θα χειροκροτηθούν από ένα κοινό που πήγε να περάσει καλά στην ψυχαγωγία της γειτονιάς, χωρίς να κουτσομπολέψει, ή να κοροϊδέψει τους παράφωνους, ακομπλεξάριστα και απλά, από τον Ινδό παππού ράσταμαν μέχρι τις δεκαπεντάχρονες δίπλα μου.
Στο πάρκινγκ βρίσκεται κι ένα εστιατόριο, από αυτά που σερβίρουν το φαγητό σε κεσεδάκια. Διαλέγει κανείς φαγητό από τα 4-5 μεταλλικά κουτιά, γεμίζει το κεσεδάκι του και πληρώνει ανάλογα με το μέγεθος του κεσέ. Επιλέγω ένα κεσεδάκι των 10EC (λιγότερο από τρία ευρώ) και πάω να φάω έξω, στο τσιμεντένιο παγκάκι. Το συκωτάκι ήταν πολύ καλό και το κοκκινιστό με τα μακαρόνια αξιοπρεπέστατα, για να μην πω πως ήταν και το καλύτερο φαγητό σε όλο το ταξίδι. Ζήλεψε κι ο D και πήρε κι αυτός, για να αποφανθεί πως είναι πάρα πολύ καλό.
Πιάνω κουβέντα με την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου, μια 50χρονη με γλυκό χαμόγελο που φαίνεται πολύ ευτυχής που βρισκόμαστε εκεί, άλλωστε είμαστε και οι μόνοι λευκοί εκεί γύρω. «We hope to see more of you here», λέει και μας εύχεται καλό ταξίδι, αφού πρώτα με πληροφορήσει για τις ειδικές βραδιές που διοργανώνονται στο πάρκινγκ: δυο φορές την εβδομάδα καραόκε, κάθε Τετάρτη βραδιά calypso, άλλη βραδιά ντίσκο κλπ. Η ψυχαγωγία της γειτονιάς είναι απλή και αυθεντική, χωρίς πολλά φρου φρου. Και με παγκάκια. Όχι όπως στον Άγιο Δομίνικο όπου θυμήθηκαν να φτιάξουν ένα εμπορικό κέντρο στο μέγεθος του μαυσωλείου του Κιμ Ιλ Σουνγκ, αλλά χώρο για ένα τιμημένο παγκάκι σε ολόκληρο προάστιο δε βρήκαν. Τα παγκάκια δεν αποδίδουν κέρδος και τα τρώει η μαύρη μαρμάγκα.
Περνάμε από το «Pizza Hut», που αποδεικνύεται μια απλή πιτσαρία και το McDonald’s είναι ένα ανώνυμο φαστφουντάδικο. Η ρεσεψιονίστ απλώς χρησιμοποίησε τις ονομασίες των διεθνών αλυσίδων ώστε να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Ωστόσο, στην επιστροφή μας στο νησί λίγες μέρες αργότερα, θα διαπιστώσουμε πως και McDonald’s υπάρχουν και Pizza Hut και μπόλικη αμερικάνικη κουλτούρα.
Το καραόκε δεν έχει τελειώσει ακόμη, αλλά θα πρέπει να ξυπνήσουμε στις 5, οπότε αποσυρόμαστε στο Adam’sPlace. Αύριο θα είμαστε στη Γρενάδα, κι από εκεί στο Carriacou, το οποίο και αναμένουμε να είναι ένα ψιλοξεχασμένο νησάκι με φιλικούς κατοίκους, απομονωμένες παραλίες και χαλαρό τρόπο ζωής. Ο Dμε ρωτάει αν είχε δίκιο που έλεγε να πάμε στο καραόκε και απαντώ καταφατικά: «Yaman».
Η μιάμιση ώρα στο λιλιπούτειων διαστάσεων αεροδρόμιο ήταν πάντως ευχάριστη, με δωρεάν δείγματα σοκολάτας κι ενός πολύ ενδιαφέροντος promotional rum cake. «Καλά ρε, όλο θα το φας; Δείγμα είναι, δεν είναι για χόρταση», είπε ο D, προσπαθώντας να θολώσει τα νερά αφού είχε καταβροχθίσει τα μισά σοκολατάκια που επίσης προορίζονταν για δείγμα.
Το επόμενο… αεροδρόμιο που θα βλέπαμε ήταν εκείνο των Barbados, στο Bridgetown. Ρίξαμε μια φοβερή τρεχάλα για να προλάβουμε την επόμενη πτήση μας, που όμως είχε καθυστέρηση αφού το πλήρωμα θα ήταν ίδιο με εκείνο της προηγούμενης και πήγαινε με το πάσο του από το ένα αεροπλάνο στο άλλο. Κι αφού γνωριστήκαμε με τις αεροσυνοδούς, είπα να ρωτήσω πόσο πληρώνονται. «Πολύ καλά, από 1000 δολάρια Καραϊβικής και πάνω», απάντησε με χαμόγελο η κοπελιά, που είναι από τη Γουϊάνα. Με τη σημερινή ισοτιμία, αυτό είναι κάτι λιγότερο από 300 ευρώ.
Επιτέλους προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Kingstown, πρωτεύουσας του Αγίου Βικέντιου και των Γρεναδίνων. Φτάσαμε αργά το απόγευμα και την επόμενη… ξαναπετάμε στις 7 το πρωί, οπότε το σχέδιό μας ήταν να αφήσουμε κάπου το σάκο και τη Samsonite και να περάσουμε το βράδυ τρώγοντας, πίνοντας και σουλατσάροντας στα στενά της πόλης.
Έλα όμως που ο υπάλληλος της Υπηρεσίας Μετανάστευσης έχει άλλη άποψη. «Πού θα μείνετε;», με ρωτάει. «Όχι κάπου συγκεκριμένα», απαντάω. Η απάντηση δεν του άρεσε και μου διευκρινίζει πως θα πρέπει να δηλώσω κάποιο κατάλυμα. Κοιτάω από πίσω του μια αφίσα για κάποιο cottage και παπαγαλίζω το όνομα που βλέπω εκεί. Φαίνεται να τον ξεγελάω, αλλά την ίδια στιγμή η υπάλληλος που εξυπηρετεί τον D φωνάζει στον δικό μου «Ρε συ, αυτός εδώ λέει ότι θα κοιμηθούν στο αεροδρόμιο, δε γίνεται αυτό». Ρωτάω γιατί δε γίνεται και παίρνω μια προφανή απάντηση: «Πρώτον κλείνουμε στις 10, δεύτερον βλέπεις πουθενά χώρο για να κοιμηθούν δυο άνθρωποι;». Καλά λέει, ακόμη και το «τελωνείο» είναι ένα… σχολικό θρανίο με έναν άνθρωπο που κάθεται πάνω του, ούτε καρέκλα δεν έχει! Μας υποχρεώνουν να κάνουμε κράτηση σε κάποιο κατάλυμα και δεν τους ενδιαφέρει ούτε το εισιτήριό μας, ούτε το διπλωματικό διαβατήριο που κουνάμε χαζοχαρούμενα.
Μας παραπέμπουν στο τουριστικό γραφείο… δηλαδή το τρίτο και μοναδικό γραφείο που βρίσκεται εντός των 16 τετραγωνικών μέτρων που αποτελούν το διεθνές αεροδρόμιο E.T Joshua, όπου και μας ενημερώνουν πως η κοντινότερη επιλογή είναι ένα Adam’s Place, το οποίο βρίσκεται «όλο ευθεία, ανεβαίνοντας το λόφο και πάλι όλο ευθεία». Έτσι που μας το είπαν ακούστηκε μακριά. Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, το Adam’s Place είναι στα 20 μέτρα, σε ένα λοφίσκο όπου φτάνει κανείς ανεβαίνοντας… έξι σκαλοπάτια. Κλασική περίπτωση ανθρώπων που μένουν σε μέρος με μηδαμινές αποστάσεις και θεωρούν και τα είκοσι μέτρα υπολογίσιμο μέγεθος.
Το κατάλυμα είναι ένα κτίσμα από ξύλο, με μεγάλα ευρύχωρα δωμάτια, δωρεάν wi-fi, μια ευγενική παχουλούλα ρεσεψιονίστ και παίρνουμε τη σουίτα των 67$, αφού τα απλά δωμάτια των 33$ είναι όλα κατειλημμένα. Περιέργως, αυτή τη φορά είμαι εγώ αυτός που τρώγεται για να βγει το βράδυ. Οι πληροφορίες λένε πως το Kingstown είναι μικρό αλλά όμορφο και θέλω να το περπατήσω όλο. Ο D απ’ την άλλη δεν έχει αντοχές κι έχει στο πλευρό του και τη ρεσεψιονίστ: «Τι να κάνετε εκεί κάτω; Θα πληρώσετε 25EC για να πάτε, άλλα τόσα για να γυρίσετε και είναι όλα κλειστά. Εδώ απέναντι να πάτε, έχει καραόκε σήμερα, Δευτέρα βράδυ, είναι καταπληκτικά. Και παραδίπλα έχει και Pizza Hut και McDonald’s, είναι η καλύτερη επιλογή σας για σήμερα».
Δεν με τρελαίνει η ιδέα του karaoke σε ένα υπαίθριο καφέ με τσιμεντένιες καρέκλες που βλέπω από το παράθυρο του ξύλινου δωματίου μου και αυτό που ακούω είναι ακόμη πιο ανησυχητικό: μια νεαρή έχει πάρει το μικρόφωνο και έχει βαλθεί να κάνει τη Σελίν Ντιόν να κόψει το τραγούδι, γιατί αυτό θα κάνει αν μάθει πώς τα κομμάτια της μετατράπηκαν σε φονική ηχορύπανση, ηχητικό πυρηνικό όπλο κι εξολοθρευτικό ανθρωποδιώχτη ταυτόχρονα. Ο D επιμένει να πάμε, παραείναι κουρασμένος για να βγει στην πόλη, αφού όλοι λένε πως θα είναι άδεια. Ε, ας πάμε στο karaoke. Δεν του χαλάω χατίρι γιατί είναι ευγενικό παλικάρι και με ανέχεται. Κάνουμε ντους (γιατί είμαστε καθαρά αγόρια, να το τονίσουμε αυτό), σηκώνω χρήματα από το ΑΤΜ (ωραία είναι τα δολλάρια Καραϊβικής, κολλαριστά και χρωματιστά) και διασχίζουμε τα 50 μέτρα που μας χωρίζουν από το karaoke.
Καθόμαστε σε ένα από τα τσιμεντένια παγκάκια του πάρκινγκ στο οποίου έχουν στηθεί μια γιγαντοοθόνη όπου προβάλλονται οι στίχοι, το desk ενός DJ και δυο μικρόφωνα. Κάτω από την τσιμεντένια ομπρέλα μας κάθονται μια υπέρβαρη κοπελίτσα, ένας… Ινδός ράστα παππούς και μπροστά μας 3-4 ζευγαράκια, συν μερικοί όρθιοι στο πάρκινγκ, που στηρίζονται στα τεταρτο-πέμπτο χέρι αυτοκίνητά τους κρατώντας από μια μπύρα. Σηκώνεται ένας μαυρούλης και παίρνει το μικρόφωνο. Χειροκροτείται από τους είκοσι παριστάμενους και με το που βάζει το στόμα του στο μικρόφωνο λέει «Yaman”.
FLASHBACK: Νότια Ινδία, λίγα χρόνια πριν, σε κάποιο συνέδριο. Καθόμαστε έξω από τις καμπίνες με μερικούς συνομηλίκους συναδέλφους και κάνουμε τον καταμερισμό των ομιλητών. «Και ποιος θα κάνει τον Τζαμαϊκανό υπουργό;», ρωτάει η Amber. Άκρα του τάφου σιωπή απλώνεται στην αίθουσα. Σκέφτομαι πως δεν έχω πρόβλημα να τον κάνω εγώ και δεν κατανοώ γιατί κανείς δεν προθυμοποιείται. Το θέμα το έχω διαβάσει, την ορολογία την κατέχω, Τζαμαϊκανούς έχω ξανακάνει, έχω εκπαιδευθεί σε μπόλικες προφορές από Σκωτσέζικες μέχρι… Voralberg και δεν βρίσκω καμία δυσκολία, αλλά με ανησυχούν τα παγωμένα πρόσωπα που βλέπω γύρω μου. Σηκώνω το χέρι μου και βλέπω μια συντονισμένη ανακούφιση. «Μπράβο ρε Χόρχε», λέει ο Χιροφούμι γνέφοντας. «Είσαι και ο πρώτος», μου κλείνει το μάτι η Chuing Hie και καταλαβαίνω πως έκανα κοτσάνα, της οποίας τις διαστάσεις δεν έχω προφανώς κατανοήσει ακόμη, διαφορετικά δε θα με ευχαριστούσαν άνθρωποι από τις πέντε ηπείρους. Ρωτάω τον Ερνέστο τι το φοβερό έχει ο Τζαμαϊκανός υπουργός. Με τρόμο στα μάτια εισπράττω την απάντηση ότι «είναι από τα Blue Mountains”. Ε και; Λες και είναι κανένα ανθρωπόμορφο τέρας από τη Μόρντορ κάνουν όλοι. Τόσο δύσκολη προφορά έχουν στα βουνά της Τζαμάικα δηλαδή; «Ε ναι», λέει ο πάντα ειλικρινής Ερνέστο (αν δεν ήταν ειλικρινής δε θα τον έλεγαν Ερνέστο…). Κάνω να το πάρω πίσω, αλλά η Πορτορικανή Χοσεφίνα πλησιάζει, βάζει τα μπράτσα της γύρω από το υπερμέγεθες στήθος της και με ευχαριστεί κι αυτή σκύβοντας επιδεικτικά. Ξέρετε το ανέκδοτο που ένας άνδρας θέλει να επιλέξει ποια γυναίκα θα παντρευτεί και δίνει στις τρεις υποψήφιες από ένα εκατομμύριο για να δει πώς θα το αξιοποιήσουν; Η μια τα χαλάει στα ρούχα, η άλλη κάνει επενδύσεις και βγάζει χρήματα και η τρίτη τα βάζει στην τράπεζα. Και ποια παντρεύεται ο συμπαθής ανήρ; Αυτή με το μεγαλύτερο στήθος! Έτσι την πάτησα κι εγώ.
Δυο ώρες αργότερα, ο Τζαμαϊκανός υπουργός ανεβαίνει στο βήμα. Χτυπάει το μικρόφωνο με το δάχτυλό του για να βεβαιωθεί πως λειτουργεί και αρθρώνει τη μοναδική λέξη που κατάλαβα από όλη την ομιλία του: Yaman, ή καλύτερα (στη σαξονικότερη εκδοχή του) Yeah Mon. Κι από κει και πέρα το χάος: «Γουά χα του Ρίτσα σα κόνκρι κοκλούούού-ζα ε τέρνε ίντου άξα!», λέει κι απορώ ποια είναι αυτή η Ρίτσα στην οποία αναφέρεται. «Κοζίφα όνλα το ντόντα τόκα, γουά μπέτα γκοχόμα», συνεχίζει στα αλαμπουρνέζικα και ολοκληρώνει με ένα καταφατικό «Yaman».
Καμία μετάφραση δε βγαίνει από το στόμα του κατεψυγμένου διερμηνέα και όλοι κοιτούν προς την καμπίνα μου, θαυμάζοντας τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι στο κούτελό μου. Τελικώς προσπαθώ να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα και προσεγγίζοντας το μικρόφωνο μπροστά μου, λέω: «Παρακαλώ να παρακαλέσει κάποιος τον αξιότιμο ομιλητή να κάνει μια προσπάθεια να μιλήσει λίγο πιο standard English, διότι ο διερμηνέας δεν είναι εξοικειωμένος με την προφορά του και η μόνη λέξη που κατανόησε είναι το Yaman!”. Γέλια ακούγονται από το κοινό, κάποιος εξηγεί στον υπουργό τι είπα, γελάει κι αυτός και αποφασίζει να μιλήσει ανθρώπινα μπας και μεταφραστούν στις υπόλοιπες γλώσσες αυτά που είπε. «Yaman», λέει και μου κάνει από το βήμα το σήμα της ειρήνης.
Για την ιστορία, η φράση του υπουργού ήταν κάτι σαν “We’re here to reach some concrete conclusions and turn them into actions. ‘Coz if we’re here only to do the talking, we’d better go home”.
Το flashback διαλύεται μεμιάς. Το Yaman, Yeah Mon, ή όπως αλλιώς γράφεται έχει πολλές χρήσεις. Είναι «ΟΚ», «πάμε», «ό,τι πεις», «σε έχω γραμμένο», «μάλλον όχι», «μάλλον ναι», «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα», «χαλαρουίτα» και γενικώς μια λεκτική εισαγωγή στη χαλαρότητα της αγγλόφωνης Καραϊβικής. Σε αυτή τη χαλαρότητα θέλω να εισέλθω κι εγώ, ξεχνώντας το flashback.
Ο μαυρούλης πιάνει το μικρόφωνο και ξεκινάει να τραγουδάει R&B. Άγγελος κατέβηκε στη γη, μεταμφιέστηκε σε Αγιοβικεντιανό που πήγε στο karaoke της γειτονιάς του και τραγουδάει με βελούδινη φωνή. Έμεινα άφωνος. Χωρίς καμία υπερβολή, μια από τις καλύτερες ερμηνείες που έχω δει ποτέ, οπουδήποτε. Φοβερή κίνηση, απίστευτη φωνή, ανατρίχιασα. Ό,τι κι αν τραγούδησε ήταν συγκλονιστικό, από το Hey Jude και το Buffalo Soldier μέχρι Eminem & Rihanna. Οι διπλανοί μας χειροκροτούσαν νωχελικά χαμογελώντας, το κοινό ζήτησε να τραγουδήσει άλλο ένα τραγούδι ο τύπος, δυο ευτραφείς κοπελίτσες δίπλα μου λένε «αχ, τι ωραία που τραγουδάει» κι εμείς βλέπουμε μια μοναδική παράσταση σε ένα καραόκε ενός πάρκινγκ, απέναντι από το αεροδρόμιο του Kingstown. Ανεβαίνει και μια κοπελίτσα, ο DJ της βάζει το τραγούδι που ζήτησε και χειροκροτείται θερμά κι αυτή, παρότι σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με τον απαράμιλλο τύπο που τραγούδησε πριν από αυτή.
Μετά θα σηκωθεί κι άλλη κοπελίτσα, μια μεσήλικας, ένα ζευγαράκι. Όλοι θα χειροκροτηθούν από ένα κοινό που πήγε να περάσει καλά στην ψυχαγωγία της γειτονιάς, χωρίς να κουτσομπολέψει, ή να κοροϊδέψει τους παράφωνους, ακομπλεξάριστα και απλά, από τον Ινδό παππού ράσταμαν μέχρι τις δεκαπεντάχρονες δίπλα μου.
Στο πάρκινγκ βρίσκεται κι ένα εστιατόριο, από αυτά που σερβίρουν το φαγητό σε κεσεδάκια. Διαλέγει κανείς φαγητό από τα 4-5 μεταλλικά κουτιά, γεμίζει το κεσεδάκι του και πληρώνει ανάλογα με το μέγεθος του κεσέ. Επιλέγω ένα κεσεδάκι των 10EC (λιγότερο από τρία ευρώ) και πάω να φάω έξω, στο τσιμεντένιο παγκάκι. Το συκωτάκι ήταν πολύ καλό και το κοκκινιστό με τα μακαρόνια αξιοπρεπέστατα, για να μην πω πως ήταν και το καλύτερο φαγητό σε όλο το ταξίδι. Ζήλεψε κι ο D και πήρε κι αυτός, για να αποφανθεί πως είναι πάρα πολύ καλό.
Πιάνω κουβέντα με την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου, μια 50χρονη με γλυκό χαμόγελο που φαίνεται πολύ ευτυχής που βρισκόμαστε εκεί, άλλωστε είμαστε και οι μόνοι λευκοί εκεί γύρω. «We hope to see more of you here», λέει και μας εύχεται καλό ταξίδι, αφού πρώτα με πληροφορήσει για τις ειδικές βραδιές που διοργανώνονται στο πάρκινγκ: δυο φορές την εβδομάδα καραόκε, κάθε Τετάρτη βραδιά calypso, άλλη βραδιά ντίσκο κλπ. Η ψυχαγωγία της γειτονιάς είναι απλή και αυθεντική, χωρίς πολλά φρου φρου. Και με παγκάκια. Όχι όπως στον Άγιο Δομίνικο όπου θυμήθηκαν να φτιάξουν ένα εμπορικό κέντρο στο μέγεθος του μαυσωλείου του Κιμ Ιλ Σουνγκ, αλλά χώρο για ένα τιμημένο παγκάκι σε ολόκληρο προάστιο δε βρήκαν. Τα παγκάκια δεν αποδίδουν κέρδος και τα τρώει η μαύρη μαρμάγκα.
Περνάμε από το «Pizza Hut», που αποδεικνύεται μια απλή πιτσαρία και το McDonald’s είναι ένα ανώνυμο φαστφουντάδικο. Η ρεσεψιονίστ απλώς χρησιμοποίησε τις ονομασίες των διεθνών αλυσίδων ώστε να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Ωστόσο, στην επιστροφή μας στο νησί λίγες μέρες αργότερα, θα διαπιστώσουμε πως και McDonald’s υπάρχουν και Pizza Hut και μπόλικη αμερικάνικη κουλτούρα.
Το καραόκε δεν έχει τελειώσει ακόμη, αλλά θα πρέπει να ξυπνήσουμε στις 5, οπότε αποσυρόμαστε στο Adam’sPlace. Αύριο θα είμαστε στη Γρενάδα, κι από εκεί στο Carriacou, το οποίο και αναμένουμε να είναι ένα ψιλοξεχασμένο νησάκι με φιλικούς κατοίκους, απομονωμένες παραλίες και χαλαρό τρόπο ζωής. Ο Dμε ρωτάει αν είχε δίκιο που έλεγε να πάμε στο καραόκε και απαντώ καταφατικά: «Yaman».