Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 9.615
- Likes
- 50.261
- Επόμενο Ταξίδι
- Umhlanga
- Ονειρεμένο Ταξίδι
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Αναχώρηση απο Αβάνα
- Άγιος Δομήνικος
- Άγιος Δομήνικος ΙΙ
- 'Αγιος Βικέντιος
- Γρενάδα
- Carriacou
- Carriacou II
- Carriacou III
- Mayreau
- Tobago Cay
- Επιστροφή στον Αγιο Βικέντιο - Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία
- Αγία Λουκία ΙΙ
- Φωτο-περίληψη
- Αγία Λουκία ΙΙΙ
- Αγία Λουκία ΙV
- Μαρτινίκα
- Ντομίνικα
- Ντομίνικα ΙΙ
- Ντομινίκα ΙΙΙ
- Ντομινίκα κ Τέλος
Δε θυμάμαι και πολλά από τη διαδρομή με το πλοίο, άρα μάλλον έπαιζα πάλι FootballManager παίρνοντας το τέταρτο σερί ChampionsLeague με το Αιγάλεω και ο D μάλλον ροχάλιζε πάλι.
Η θέα με την άφιξη είναι ενθαρρυντική, αν και η αλήθεια είναι πως είμαι θετικά προκατειλημένος: η Ντομινίκα είναι το νησί που ήθελα πιο πολύ να επισκεφθώ. Για το ηφαίστειο, τους τελευταίους εναπομείναντες Ινδιάνους στην Καραϊβική, το επικό trekking, τον πρόεδρο ράστα κολλητό του Τσάβες, την έλλειψη τουριστών, την ησυχία, μη σου πω και την έλλειψη παραλιών. Το λιμανάκι του Roseau είναι συμπαθέστατο, με λίγα και χαριτωμένα ξύλινα κτίρια στην ακτογραμμή του και αναμένω ένα εξαιρετικά θερμό καλωσόρισμα, μιας που έτσι κι αλλιώς αυτοί που κατέβηκαν από το καράβι είναι ελάχιστοι.
Αμ δε. Μια πελώρια μαύρη στον έλεγχο διαβατηρίων (στο όρθιο, χωρίς γραφείο, σαν ελεγκτής εισιτηρίων στο τρόλεϊ ας πούμε) μας κοιτάει με μισό μάτι. “Πού είναι το εισιτήριο με το οποίο θα φύγετε από το νησί;” μας λέει. Ε, δεν έχουμε. “Α, τότε θα σας απελάσουμε”. Τι λέει μωρέ αυτή, που ακόμη δεν ήρθαμε και θα μας απελάσουν κιόλας. “Κοιτάξτε”, λέει η φωνή που γίνεται βαθιά και βγαίνει το διπλωματικό διαβατήριο από την τσέπη “αυτό εδώ είναι ένα διπλωματικό διαβατήριο και όπως ξέρετε…”. Μπα, ανένδοτη η κυρία. “Δεν ξέρω τίποτε! Χέστηκα κι αν είναι διπλωματικό! Εισιτήριο αναχώρησης έχετε ή δεν έχετε;”.
Ε δεν έχουμε. Αλλά αδυνατώ να καταλάβω πώς θα μας απελάσει η κυριούλα, αφού το πλοίο έφυγε και το επόμενο έρχεται σε τρεις μέρες πάλι. Στη θάλασσα θα μας πετάξει; Με τα πολλά την πείθω να με αφήσει να μπω στη χώρα (δηλαδή να κάνω… δύο βήματα πίσω της!), να αγοράσω εισιτήρια αναχώρησης και μετά να μας αφήσει. Δέχεται αφού μουρμουράει κάτι για τους διπλωμάτες και πως δεν κατανοεί πώς ταξιδεύει ο κόσμος χωρίς εισιτήρια, αλλά συμφωνεί εν τέλει μόνο υπό τον όρο ότι ένας εκ των δύο θα μείνει μαζί της ως… όμηρος.
Εννοείται πως θα μείνει ο κύριος D. Κι αυτό γιατί είναι πιο Νεάντερταλ κι από μένα τον Κρο Μάνιον και δεν έχει ούτε ΑΤΜ ούτε πιστωτική, οπότε σε μένα πέφτει ο κλήρος να βγάλω λεφτά για να αγοράσουμε το πολυπόθητο εισιτήριο. Ρωτάω και μου λένε πως διαθέτει δύο ΑΤΜ το νησί. Το πρώτο δε δουλεύει, όμορφα. Πάω στο δεύτερο σκεφτόμενος πως αν δε δουλεύει κι αυτό την κάτσαμε και θα πρέπει μάλλον να κάνει κάποιο ψυχικό ο κύριος D με τη μαμά Άφρικα για να μας αφήσει ήσυχους. Τελικώς δούλεψε κι έτσι τα χέρια μου γέμισαν με δολάρια Καραϊβικής και ο Dέχασε την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα την υπερτροφική μαυρούλα.
Δεν έχουμε ιδέα πού πηγαίνουμε, αλλά έχει ένα γραφείο τουριστικών πληροφοριών, όπου όσο περιμένω να έρθει η σειρά μου βλέπω αφίσες που προσκαλούν τους ξένους να αγοράσουν ακίνητα στη Ντομινίκα, η οποία σε αντάλλαγμα δίνει καθεστώς μόνιμου κατοίκου και υπηκοότητα (!), βλέπω μια μπροσούρα για 14ήμερο τρέκ και ορισμένες εξαιρετικές φωτογραφίες του νησιού. Γαμάτο φαίνεται το νησί, όπως κι η κοπελίτσα στις πληροφορίες, που όταν της είπα πως ψάχνουμε κάτι μέσα στη φύση, μακριά από το λιμάνι και οικογενειακό μου πρότεινε το PetitParadise και μου υπέδειξε πώς καταλήγουμε εκεί, παίρνοντας ένα μινι βαν το οποίο ανεβαίνει “προς τα πάνω”. Υποθέτω πως πήγαμε κάπου κοντά στο Trafalgar, δεν είμαι και πολύ σίγουρος.
Αυτό που θυμάμαι είναι να το βαν να κάνει ολιγόλεπτο ζιγκ ζαγκ υπό τους ήχους της ρέγγε. Να περνάει δίπλα από ξύλινα πολύχρωμα σπιτάκια, με κήπους με λουλούδια όλων των δυνατών αποχρώσεων, μυρωδιές και χρώματα σε κάτι που επιτέλους θυμίζει τα πρώτα νησάκια που είχαμε επισκεφθεί στο ταξίδι, αλλά στο πιο τροπικό. Ο Μικρός Παράδεισος είναι ένα guesthouse πολύ προσεγμένο με παιχνιδιάρικα χρώματα πάνω στην ξύλινη κατασκευή, εξωτερικά μπάνια αλλά κυρίως μια θέα επί της ζούγκλας που κόβει την ανάσα.
Γιατί η Ντομινίκα ακριβώς αυτό είναι: το νησί που δεν έχει παραλίες (κι επομένως τη γλιτώνει από το μαζικό τουρισμό), όπου οι κρουαζιεράδες περιορίζονται σε 2-3 ώρες για ψώνια στην αγορά του λιμανιού (που κι αυτή ανεπιτήδευτη είναι, ουσιαστικά 5-6 περίπτερα με κολιέ και μπλουζάκια), όπου ζουν μερικές εκατοντάδες απόγονοι των ανθρωποφάγων μέχρι σχετικά πρόσφατα Caribe, όπου ο βυθός είναι εκπληκτικός, όπου η πρωτογενής βλάστηση επιβίωσε αφού λόγω της ορεινότητας δεν την έκαψαν για ζαχαροκάλαμο οι αποικιοκράτες, όπου το τρεκκινγκ είναι επικό κι όπου οι ρυθμοί είναι χαλλαροί.
Μας υποδέχθηκε μια χοντρούλα (είπαμε όλοι χοντρούληδες είναι σε αυτό το κομμάτι της Καραϊβικής) ονόματι Τζοάν και μας ανακοινώνει με ένα χαμόγελο χιλίων καρατίων ότι ναι, έχει δωμάτιο. Πεινάμε και πετάγεται ο άντρας της με ποδιά (!) και μας λέει πως είμαστε στο σωστό σημείο γιατί είναι ο καλύτερος μάγειρας στο νησί. Καθόμαστε στην ξύλινη βεράντα του ξύλινου σπιτιού τους με την απίστευτη θέα, απολαμβάνουμε δυο κρύες λεμονάδες και παραγγέλνουμε ψαράκι στα κάρβουνα, αφού πρώτα ρωτάμε τι προλαβαίνουμε να δούμε μέχρι να πέσει ο ήλιος και να μαγειρέψει ο μάστορας. Μας είπαν πως οι καταρράκτες είναι μόλις μισή ώρα μακριά και προλαβαίνουμε στο τσακ να πάμε πριν σκοτεινιάσει, οπότε φέυγουμε με τη μία, ονειρευόμενοι ήδη το ψάρι που βλέπουμε να καθαρίζεται.
Η διαδρομή είναι σε άσφαλτο, αλλά αμάξια δεν υπάρχουν. Η βλάστηση εντυπωσιακή, όπως και οι ανηφόρες, αλλά μετά από τόσες ώρες στο καράβι, το χρειαζόμασταν. Τα σπιτάκια όλα χαριτωμένα, περνάμε από ένα μπαρ που είναι “κλειστό έως αύριο”, το οποίο μου φαίνεται πολύ πιο ειλικρινές από το “επιστρέφω αμέσως”. Περιττό να πω πως και τις επόμενες μέρες κλειστό “έως άυριο” ήταν… Βλάστηση μπόλικη, πουλιά και πεταλούδες το ίδιο, η ώρα είναι ιδανική (ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει), βρήκαμε και το μονοπάτι κι αρχίζουμε να κατεβαίνουμε, όπου προφανώς είμαστε μόνοι μας. Περπατάμε πάνω σε πέτρες για να μη μας πάρει το ποτάμι και από κάποιο σημείο κι έπειτα ακούμε και τον καταρράκτη, αλλά δεν τον βλέπουμε μέχρι να φτάσουμε από κάτω του. Α μάλιστα, αυτός είναι καφές, δηλαδή καταρράκτης. Πολύ όμορφο τοπίο, άξιζε τη βόλτα, βγάλαμε τις selfies μας σαν καλοί τουρίστες, μόνο που πλέον νυχτώνει κι ευτυχώς βρήκε ο D το μονοπάτι αλλιώς εκεί θα κοιμόμασταν και θα χάναμε και το ψαράκι.
Η θέα με την άφιξη είναι ενθαρρυντική, αν και η αλήθεια είναι πως είμαι θετικά προκατειλημένος: η Ντομινίκα είναι το νησί που ήθελα πιο πολύ να επισκεφθώ. Για το ηφαίστειο, τους τελευταίους εναπομείναντες Ινδιάνους στην Καραϊβική, το επικό trekking, τον πρόεδρο ράστα κολλητό του Τσάβες, την έλλειψη τουριστών, την ησυχία, μη σου πω και την έλλειψη παραλιών. Το λιμανάκι του Roseau είναι συμπαθέστατο, με λίγα και χαριτωμένα ξύλινα κτίρια στην ακτογραμμή του και αναμένω ένα εξαιρετικά θερμό καλωσόρισμα, μιας που έτσι κι αλλιώς αυτοί που κατέβηκαν από το καράβι είναι ελάχιστοι.
Αμ δε. Μια πελώρια μαύρη στον έλεγχο διαβατηρίων (στο όρθιο, χωρίς γραφείο, σαν ελεγκτής εισιτηρίων στο τρόλεϊ ας πούμε) μας κοιτάει με μισό μάτι. “Πού είναι το εισιτήριο με το οποίο θα φύγετε από το νησί;” μας λέει. Ε, δεν έχουμε. “Α, τότε θα σας απελάσουμε”. Τι λέει μωρέ αυτή, που ακόμη δεν ήρθαμε και θα μας απελάσουν κιόλας. “Κοιτάξτε”, λέει η φωνή που γίνεται βαθιά και βγαίνει το διπλωματικό διαβατήριο από την τσέπη “αυτό εδώ είναι ένα διπλωματικό διαβατήριο και όπως ξέρετε…”. Μπα, ανένδοτη η κυρία. “Δεν ξέρω τίποτε! Χέστηκα κι αν είναι διπλωματικό! Εισιτήριο αναχώρησης έχετε ή δεν έχετε;”.
Ε δεν έχουμε. Αλλά αδυνατώ να καταλάβω πώς θα μας απελάσει η κυριούλα, αφού το πλοίο έφυγε και το επόμενο έρχεται σε τρεις μέρες πάλι. Στη θάλασσα θα μας πετάξει; Με τα πολλά την πείθω να με αφήσει να μπω στη χώρα (δηλαδή να κάνω… δύο βήματα πίσω της!), να αγοράσω εισιτήρια αναχώρησης και μετά να μας αφήσει. Δέχεται αφού μουρμουράει κάτι για τους διπλωμάτες και πως δεν κατανοεί πώς ταξιδεύει ο κόσμος χωρίς εισιτήρια, αλλά συμφωνεί εν τέλει μόνο υπό τον όρο ότι ένας εκ των δύο θα μείνει μαζί της ως… όμηρος.
Εννοείται πως θα μείνει ο κύριος D. Κι αυτό γιατί είναι πιο Νεάντερταλ κι από μένα τον Κρο Μάνιον και δεν έχει ούτε ΑΤΜ ούτε πιστωτική, οπότε σε μένα πέφτει ο κλήρος να βγάλω λεφτά για να αγοράσουμε το πολυπόθητο εισιτήριο. Ρωτάω και μου λένε πως διαθέτει δύο ΑΤΜ το νησί. Το πρώτο δε δουλεύει, όμορφα. Πάω στο δεύτερο σκεφτόμενος πως αν δε δουλεύει κι αυτό την κάτσαμε και θα πρέπει μάλλον να κάνει κάποιο ψυχικό ο κύριος D με τη μαμά Άφρικα για να μας αφήσει ήσυχους. Τελικώς δούλεψε κι έτσι τα χέρια μου γέμισαν με δολάρια Καραϊβικής και ο Dέχασε την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα την υπερτροφική μαυρούλα.
Δεν έχουμε ιδέα πού πηγαίνουμε, αλλά έχει ένα γραφείο τουριστικών πληροφοριών, όπου όσο περιμένω να έρθει η σειρά μου βλέπω αφίσες που προσκαλούν τους ξένους να αγοράσουν ακίνητα στη Ντομινίκα, η οποία σε αντάλλαγμα δίνει καθεστώς μόνιμου κατοίκου και υπηκοότητα (!), βλέπω μια μπροσούρα για 14ήμερο τρέκ και ορισμένες εξαιρετικές φωτογραφίες του νησιού. Γαμάτο φαίνεται το νησί, όπως κι η κοπελίτσα στις πληροφορίες, που όταν της είπα πως ψάχνουμε κάτι μέσα στη φύση, μακριά από το λιμάνι και οικογενειακό μου πρότεινε το PetitParadise και μου υπέδειξε πώς καταλήγουμε εκεί, παίρνοντας ένα μινι βαν το οποίο ανεβαίνει “προς τα πάνω”. Υποθέτω πως πήγαμε κάπου κοντά στο Trafalgar, δεν είμαι και πολύ σίγουρος.
Αυτό που θυμάμαι είναι να το βαν να κάνει ολιγόλεπτο ζιγκ ζαγκ υπό τους ήχους της ρέγγε. Να περνάει δίπλα από ξύλινα πολύχρωμα σπιτάκια, με κήπους με λουλούδια όλων των δυνατών αποχρώσεων, μυρωδιές και χρώματα σε κάτι που επιτέλους θυμίζει τα πρώτα νησάκια που είχαμε επισκεφθεί στο ταξίδι, αλλά στο πιο τροπικό. Ο Μικρός Παράδεισος είναι ένα guesthouse πολύ προσεγμένο με παιχνιδιάρικα χρώματα πάνω στην ξύλινη κατασκευή, εξωτερικά μπάνια αλλά κυρίως μια θέα επί της ζούγκλας που κόβει την ανάσα.
Γιατί η Ντομινίκα ακριβώς αυτό είναι: το νησί που δεν έχει παραλίες (κι επομένως τη γλιτώνει από το μαζικό τουρισμό), όπου οι κρουαζιεράδες περιορίζονται σε 2-3 ώρες για ψώνια στην αγορά του λιμανιού (που κι αυτή ανεπιτήδευτη είναι, ουσιαστικά 5-6 περίπτερα με κολιέ και μπλουζάκια), όπου ζουν μερικές εκατοντάδες απόγονοι των ανθρωποφάγων μέχρι σχετικά πρόσφατα Caribe, όπου ο βυθός είναι εκπληκτικός, όπου η πρωτογενής βλάστηση επιβίωσε αφού λόγω της ορεινότητας δεν την έκαψαν για ζαχαροκάλαμο οι αποικιοκράτες, όπου το τρεκκινγκ είναι επικό κι όπου οι ρυθμοί είναι χαλλαροί.
Μας υποδέχθηκε μια χοντρούλα (είπαμε όλοι χοντρούληδες είναι σε αυτό το κομμάτι της Καραϊβικής) ονόματι Τζοάν και μας ανακοινώνει με ένα χαμόγελο χιλίων καρατίων ότι ναι, έχει δωμάτιο. Πεινάμε και πετάγεται ο άντρας της με ποδιά (!) και μας λέει πως είμαστε στο σωστό σημείο γιατί είναι ο καλύτερος μάγειρας στο νησί. Καθόμαστε στην ξύλινη βεράντα του ξύλινου σπιτιού τους με την απίστευτη θέα, απολαμβάνουμε δυο κρύες λεμονάδες και παραγγέλνουμε ψαράκι στα κάρβουνα, αφού πρώτα ρωτάμε τι προλαβαίνουμε να δούμε μέχρι να πέσει ο ήλιος και να μαγειρέψει ο μάστορας. Μας είπαν πως οι καταρράκτες είναι μόλις μισή ώρα μακριά και προλαβαίνουμε στο τσακ να πάμε πριν σκοτεινιάσει, οπότε φέυγουμε με τη μία, ονειρευόμενοι ήδη το ψάρι που βλέπουμε να καθαρίζεται.
Η διαδρομή είναι σε άσφαλτο, αλλά αμάξια δεν υπάρχουν. Η βλάστηση εντυπωσιακή, όπως και οι ανηφόρες, αλλά μετά από τόσες ώρες στο καράβι, το χρειαζόμασταν. Τα σπιτάκια όλα χαριτωμένα, περνάμε από ένα μπαρ που είναι “κλειστό έως αύριο”, το οποίο μου φαίνεται πολύ πιο ειλικρινές από το “επιστρέφω αμέσως”. Περιττό να πω πως και τις επόμενες μέρες κλειστό “έως άυριο” ήταν… Βλάστηση μπόλικη, πουλιά και πεταλούδες το ίδιο, η ώρα είναι ιδανική (ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει), βρήκαμε και το μονοπάτι κι αρχίζουμε να κατεβαίνουμε, όπου προφανώς είμαστε μόνοι μας. Περπατάμε πάνω σε πέτρες για να μη μας πάρει το ποτάμι και από κάποιο σημείο κι έπειτα ακούμε και τον καταρράκτη, αλλά δεν τον βλέπουμε μέχρι να φτάσουμε από κάτω του. Α μάλιστα, αυτός είναι καφές, δηλαδή καταρράκτης. Πολύ όμορφο τοπίο, άξιζε τη βόλτα, βγάλαμε τις selfies μας σαν καλοί τουρίστες, μόνο που πλέον νυχτώνει κι ευτυχώς βρήκε ο D το μονοπάτι αλλιώς εκεί θα κοιμόμασταν και θα χάναμε και το ψαράκι.