Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.322
- Likes
- 27.679
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Ή αλλιώς, κολαούζος στον γιο μου που έφυγε για Erasmus στη Γάνδη, με αποδράσεις σε Λιλ, Μπριζ και Οστάνδη.
Κεφάλαιο 1
Εισαγωγή
Ο γιος μου σπουδάζει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Ηρακλείου Κρήτης και βρίσκεται στην τελική ευθεία για να πάρει το πτυχίο του. Απ΄ όταν ακόμα φοιτούσε στο τέταρτο έτος, τον τσιγκλούσα συνέχεια να ψάξει προγράμματα για Erasmus, αλλά πότε το ένα, πότε το άλλο δε βρέθηκε η κατάλληλη ευκαιρία για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο.
Φέτος όμως, λίγο πριν γίνει οριστικά πτυχιούχος υπήρξαν οι ιδανικές συνθήκες, κατατέθηκε η αίτηση και διεκπεραιώθηκαν οι διαδικασίες, για να γίνει τελικά δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης και να κάνει πρακτική εξάσκηση σε τρεις διαφορετικές κλινικές στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της πόλης, για μια περίοδο διάρκειας τεσσάρων μηνών, με διαμονή σε κάποια από τις πολλές Πανεπιστημιακές εστίες που διαθέτει η Γάνδη. Ημέρα παρουσίασης στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ορίστηκε η 8η Οκτωβρίου του 2018, αλλά στην εστία μπορούσε να εγκατασταθεί από την 1η Οκτωβρίου.
Αμέσως μόλις μάθαμε την ημερομηνία έναρξης του προγράμματός του κλείσαμε τα αεροπορικά εισιτήρια με Aegean, απορρίπτοντας τη φθηνότερη Ryan, λόγω της ασυνέπειας που επιδεικνύει το τελευταίο διάστημα με τις πολλές και συχνές ακυρώσεις των πτήσεών της. Μάλιστα αποφασίσαμε να πάμε νωρίτερα, στις 2 Οκτωβρίου, για να έχουμε ένα ικανοποιητικό περιθώριο προσαρμογής, αλλά και να κάνουμε μια διήμερη απόδραση στη Λιλ, πριν ξεκινήσουν οι καθημερινές υποχρεώσεις του στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.
Παρατηρήσατε φαντάζομαι τον πληθυντικό στην τελευταία πρόταση.
Εδώ κολλάει ο τίτλος της ιστορίας, αφού μαζί με τον βασιλικό (ο γιος μου), θα ποτιζόταν και η γλάστρα (εγώ δηλαδή), εφόσον ήμουν ο ηθικός αυτουργός και υποκινητής για ένα τέτοιο πρόγραμμα, αλλά και η πρώτη που πέταξα τη σκούφια μου από τη χαρά μου, όταν μου ανακοίνωσε ότι φεύγει τελικά για τη Γάνδη. Εξάλλου εκτός από τα ταξιδιωτικά σχέδια που ήδη είχε αρχίσει να καταστρώνει ο αχόρταγος νους μου, έπρεπε να βοηθήσω και το παιδί να εγκατασταθεί στο νέο του κατάλυμα. Πώς θα κουβαλούσε μόνο του 2 βαλίτσες 23 κιλών εκάστη, 2 χειραποσκευές και 2 σακίδια πλάτης? Ε !! Πώς??
Η άφιξη
2 Οκτωβρίου 2018, στις 9 το πρωί βρισκόμασταν καθισμένοι στις θέσεις μας και με την απογείωση του αεροσκάφους της Aegean, μια νέα περιπέτεια αλλά και εμπειρία ξεκινούσε, κυρίως για το παιδί μου, αλλά και για εμένα που το συνόδευα στο ξεκίνημα όλου αυτού του εγχειρήματος. Το πρωινό που μας πρόσφεραν ήρθε να μας τονώσει και να μας δώσει ενέργεια για τη δύσκολη μέρα που θα είχαμε μπροστά μας. Ομελέτα, ψωμάκι με βούτυρο και μαρμελάδα, γιαούρτι με μέλι και καφέ ή τσάι ή χυμό. Η πτήση άψογη, με λίγες αναταράξεις και στις 11:10 τοπική ώρα προσγειωθήκαμε στο βροχερό Διεθνές Αεροδρόμιο των Βρυξελλών (BRU).
Αφού περπατήσαμε μια αρκετά μεγάλη απόσταση πάνω σε κυλιόμενους, διαδοχικούς διαδρόμους καταλήξαμε στην αίθουσα παραλαβής αποσκευών η οποία βρισκόταν λίγο πριν την έξοδο του αεροδρομίου.
Ακολουθώντας τις ταμπέλες που έγραφαν “Train”, σέρνοντας όλες αυτές τις βαλίτσες και με τα σακίδια στις πλάτες κατεβήκαμε με το ασανσέρ ένα επίπεδο και βρεθήκαμε μπροστά στα αυτόματα μηχανήματα έκδοσης εισιτηρίων για το τρένο προς τη Γάνδη. Το εισιτήριο για τον ενήλικα κόστιζε 16 ευρώ, ενώ για τους νέους κάτω των 26 κόστιζε 11,80 ευρώ και πληρώσαμε με χρεωστική κάρτα το αντίτιμο. Με τις κυλιόμενες σκάλες κατεβήκαμε άλλον έναν όροφο και φτάσαμε στις πλατφόρμες του τρένου. Μάλιστα το τρένο για τον προορισμό μας θα ερχόταν σε λίγα λεπτά και συγκεκριμένα στις 12:25.
Ο συρμός στον οποίο επιβιβαστήκαμε θα έκανε πολλές ενδιάμεσες στάσεις κατά τη διάρκεια της διαδρομής, οπότε ο γιος μου αποφάσισε να αλλάξουμε τρένο στις Βρυξέλλες, για να εξοικονομήσουμε τουλάχιστον 30 λεπτά χρόνο και αυτό κάναμε. Στον σταθμό Midi Central κατεβήκαμε και αλλάξαμε αποβάθρα παίρνοντας ένα γρήγορο τρένο το οποίο θα έφτανε στη Γάνδη χωρίς καμία ενδιάμεση στάση σε χρόνο 30 λεπτών.
Ο καιρός ήταν μουντός αλλά η βροχή είχε σταματήσει και η Βέλγικη εξοχή μας έκανε να έχουμε στραμμένα τα βλέμματα συνέχεια έξω από το παράθυρο καταγράφοντας τις πρώτες εικόνες του ταξιδιού. Μικρά χωριά με σπιτάκια με γκρίζες επικλινείς στέγες, λιβάδια πράσινα με παχιές αγελάδες ή εύρωστα άλογα, επίπεδες εκτάσεις με δέντρα στα φθινοπωρινά χρώματα συνέθεταν ένα ήρεμο, γυαλιστερό από τη βροχή τοπίο.
Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε μπήκαμε στα προάστια της Γάνδης και το τρένο σε πολύ λίγο σταμάτησε στον σιδηροδρομικό σταθμό Sint-Pieters της πόλης.
Βγαίνοντας έξω από τον σταθμό ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, αλλά δεν έκανε κρύο, ούτε έβρεχε.
Κοιτώντας αριστερά, κάτω από το επίπεδο του δρόμου, σε έναν σκεπαστό χώρο λειτουργεί πιάτσα ταξί στην οποία μπορείς να φτάσεις σέρνοντας τις βαλίτσες σε κατηφορική ράμπα, εύκολα και ξεκούραστα. Με τόσες αποσκευές η χρήση ταξί ήταν μονόδρομος και μάλιστα έπρεπε το αυτοκίνητο να είναι μεγάλο για να χωρέσουν όλα τα μπαγκάζια.
Χωρέσαμε στο δεύτερο στη σειρά όχημα το οποίο οδηγούσε μια ευγενέστατη κυρία με άπταιστα Αγγλικά. Η τιμή εκκίνησης ήταν στα 8,5 ευρώ για διαδρομή έως 3 χιλιόμετρα, απόσταση την οποία δεν ξεπεράσαμε, αφού ο προορισμός μας, δηλαδή το HOME CANTERBURY ήταν περίπου στα 2 χιλιόμετρα από τον σταθμό του τρένου Sint-Pieters. Το πολύ σε 10 λεπτά βρισκόμασταν έξω από τα διαδοχικά συγκροτήματα Πανεπιστημιακών φοιτητικών εστιών με διάφορα ονόματα όπως: HOME GRONINGEN, HOME GOTTINGEN, HOME UPPSALA και φυσικά το HOME CANTERBURY, δηλαδή το δικό μας.
Έμεινα στο πεζοδρόμιο να προσέχω τα πράγματα μέχρι να τακτοποιήσει ο γιος μου τα χαρτιά και να παραλάβει το κλειδί του. Άρχισα να παρατηρώ προσεκτικά τη γειτονιά και το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όλοι οι φοιτητές κυκλοφορούσαν στον δρόμο με ποδήλατα.
Όλοι ανεξαιρέτως.
Έστρεψα το βλέμμα μου προς τα κτίρια και παρατήρησα άπειρα ποδήλατα παρκαρισμένα στις “αυλές” των εστιών. Σε μερικά μόλις βήματα από την είσοδο του συγκροτήματος υπήρχε κανάλι, στην όχθη του οποίου “έτρεχε” ένας ποδηλατόδρομος, αλλά και χώρος με καταπράσινο γκαζόν.
Ήρθε ο γιος μου με το κλειδί και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, σε μια πτέρυγα με 15 περίπου δωμάτια, τα οποία εξυπηρετούσε μια κοινόχρηστη κουζίνα. 007 ο αριθμός του ευρύχωρου και πολύ καθαρού δωματίου. Τυχαίο? Δε νομίζω, αφού στη συνέχεια θα προέκυπτε “αποστολή” που θα έπρεπε να φέρουμε εις πέρας.
Στις φωτογραφίες που είχαμε δει ο χώρος φαινόταν πιο στενάχωρος και περιορισμένος, αλλά στην πραγματικότητα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Η ντουλάπα για τα ρούχα ήταν άνετη, το γραφείο μεγάλο, υπήρχαν ράφια στον τοίχο, ψυγείο και ένα γλυκούλικο κόκκινο μπάνιο. Θα μπορούσα άνετα να τοποθετήσω το φουσκωτό στρώμα κάμπινγκ που είχα φέρει μαζί μου και να βολευτώ για κάποιες μέρες, κάνοντας τις βόλτες μου στη Γάνδη αλλά και μονοήμερες εξορμήσεις στα πέριξ. Η κοινόχρηστη κουζίνα είχε ντουλάπια για τον κάθε φοιτητή, όπου μπορούσε να κλειδώσει τα μαγειρικά του σκεύη και τις προμήθειες.
Στους όρους διαμονής της εστίας υπήρχε ένας όρος, ο οποίος ανέφερε ότι ο φοιτητής μπορούσε να έχει επισκέπτες, αλλά να μην παραμένουν όλη τη διάρκεια της νύχτας στο δωμάτιο. Σε γενικές γραμμές υπάρχει ελαστικότητα σε αυτό το θέμα, αφού ο γιος μου έχει φιλοξενηθεί τουλάχιστον δύο φορές από φίλες του φοιτήτριες σε άλλες πόλεις. Αλλά και πάλι δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε αν σίγουρα θα κατάφερνα να μείνω κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα μαζί του στο δωμάτιο ή θα έπρεπε να κλείσω κάποιο ξενοδοχείο, γεγονός που θα επηρέαζε και τον χρόνο παραμονής μου στη Γάνδη.
Πάντως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν είχα κλείσει εισιτήριο επιστροφής και είχα μέσα μου μια τεράστια επιθυμία να δηλώσω “προσωρινός κάτοικος Γάνδης” χωρίς να αναγκαστώ να δω την πόλη σαν απλός επισκέπτης λίγων ημερών. Εγώ θα έδειχνα απόλυτη διακριτικότητα, χωρίς πολλά-πολλά σούρτα-φέρτα, και είχα μέσα μου την ελπίδα ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά και θα πραγματοποιηθούν οι ταξιδιωτικές μου αποδράσεις όπως τις είχα ονειρευτεί.
Αφήσαμε τις βαλίτσες και βγήκαμε για τα πρώτα μας ψώνια στο σούπερ μάρκετ, κυρίως καθαριστικά, νερά και κάτι για πρόχειρο φαγητό. Εντάξει καθαρό ήταν το δωμάτιο αλλά δε γίνεται να εγκατασταθείς έτσι απλά. Έπρεπε ο χώρος να καθαριστεί ξανά, να σκουπιστεί και να σφουγγαριστεί. Ο γιος μου γνώριζε ότι μπορούσε να βρει ηλεκτρική σκούπα από τη διεύθυνση της εστίας, αλλά είπαμε πρώτη μέρα, να μην μπούμε σε αυτήν τη διαδικασία ψάχνοντας τους υπεύθυνους και να αγοράσουμε μια δική μας κοινή σκούπα και ένα φαράσι για αρχή.
Ανοίγω μια μεγάλη παρένθεση εδώ για να πω ότι: Οι γνωστές κλισέ φράσεις περί Ελληνίδας μάνας: “Φόρα τη ζακέτα σου μην κρυώσεις, τί έφαγες σήμερα, αφήστε τα παιδιά να αναπνεύσουν και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και λοιπά και λοιπά…..” δε με αντιπροσωπεύουν και δεν ισχύουν για μένα. Ο γιος μου ανετότατα θα τα έκανε και μόνος του όλα αυτά. Και θα καθάριζε, και θα τακτοποιούσε τα πράγματά του, και το μπάνιο του θα το έκανε να αστράφτει, και τα ρούχα του θα σιδέρωνε. Εξάλλου 6 χρόνια στην Κρήτη μόνος του κρατούσε πεντακάθαρο το σπίτι του, αλλά αφού βρισκόμουν μαζί του λογικό ήταν να μοιραστούμε τις δουλειές, για να τελειώνουμε και να εγκατασταθούμε μια ώρα γρηγορότερα. Κλείνω την παρένθεση.
Πρώτη επαφή λοιπόν με Βέλγικο σούπερ μάρκετ. Διαφορετικά προϊόντα, άγνωστη γλώσσα, βαδίζουμε στην αρχή λίγο στα τυφλά, αλλά σιγά σιγά αρχίζουμε να προσαρμοζόμαστε, βλέπουμε που και που και κανένα γνωστό προϊόν. Τεράστια ποικιλία σε ψωμιά, μπαγκέτες, κρουασάν, κέικ, γλυκά, σάντουιτς, σοκολάτες…..χαμός!! Αγοράσαμε λοιπόν τα καθαριστικά μας, τα σφουγγάρια, τα wettex και τις χλωρίνες, αλλά δε βρίσκαμε πουθενά τις σκούπες, τους κουβάδες και τις σφουγγαρίστρες. Ψάχναμε στους διαδρόμους, πουθενά! Σκεφτήκαμε ότι το συγκεκριμένο σούπερ μάρκετ μπορεί να επικεντρώνεται περισσότερο στα τρόφιμα και ότι πρέπει να αναζητήσουμε κάποιο άλλο το οποίο να διαθέτει και τέτοιου είδους εξοπλισμό.
- "Ok, λέω στον γιο μου, πάμε στο δωμάτιο να ξεκινήσω εγώ το καθάρισμα να μη χάνουμε χρόνο και εσύ πήγαινε σε κάποιο άλλο σούπερ μάρκετ να βρεις σκούπα, κουβά και σφουγγαρίστρα". Πράγματι ξεκινάω να καθαρίζω τα ράφια, τη ντουλάπα, το γραφείο και εκείνος φεύγει για αναζήτηση των υπολοίπων εργαλείων καθαριότητας. Κάποια στιγμή χτυπάει το κινητό μου και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
(γιος): -"Έλα, ήρθα σε ένα Carrefour Express, αλλά ούτε εδώ βρίσκω τίποτα από όλα αυτά που θέλουμε. Aπ΄ ότι βλέπω στους χάρτες υπάρχει και ένα άλλο σούπερ μάρκετ εδώ στη γειτονιά και θα πάω σε εκείνο".
(εγώ): -"Εντάξει πήγαινε, ελπίζω να βρεις εκεί".
Περνάει κάμποση ώρα και χτυπάει πάλι το τηλέφωνο:
(γιος): -"Έλα, βρήκα μια σκούπα με το κοντάρι της και ένα φαράσι που κάνουν 13 ευρώ".
(εγώ): - "13 ευρώ μια σκούπα και ένα φαράσι" ?
(γιος): - "Άκου τώρα και το καλύτερο".
(εγώ): - "Ωχ!! για πες".
(γιος): -"Απλή σφουγγαρίστρα και κουβά δε βρίσκω. Έχει μόνο ένα "σύστημα" σφουγγαρίσματος Vileda που κάνει 35 ευρώ".
(εγώ): -"35 ευρώ? μην την πάρεις βέβαια. Πάρε μόνο τη σκούπα με το φαράσι και θα δούμε τί θα κάνουμε με σφουγγαρίστρα. Θα κοιτάξουμε αύριο και σε άλλο σούπερ μάρκετ. Και πάλι για μια σκούπα και ένα φαράσι πολλά είναι τα 13 ευρώ, αλλά κάπως πρέπει να σκουπίσουμε σήμερα".
Και ιδού το απόκτημα των δεκατριών ευρώ:
Aπό τη σύγχυση μέχρι και τη φωτογραφία θολή την έβγαλα.
Για την ιστορία κατέληξα να σφουγγαρίζω το πάτωμα και το μπάνιο βουτώντας ένα wettex σε πλαστικό μπολάκι με νερό και χλωρίνη και δένοντάς το πάνω στη σκούπα. Αυτό ήταν μαρτύριο, όχι σφουγγάρισμα, αλλά τελικώς η καθαριότης εστέφθη με μεγάλη επιτυχία. Τακτοποιηθήκαμε λοιπόν πλήρως, φάγαμε σάντουιτς και γλυκάκια και αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή-εμπειρία-μυρωδιά με την πόλη, που θα φιλοξενούσε το παιδί μου κυρίως για τους επόμενους τέσσερις μήνες, αλλά και εμένα για τις επόμενες μέρες (ποιος ξέρει πόσες). Όσο για την αποστολή κουβάς-σφουγγαρίστρα είχε και συνέχεια. Μεγάλη μάλιστα!
Κεφάλαιο 1
Εισαγωγή
Ο γιος μου σπουδάζει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Ηρακλείου Κρήτης και βρίσκεται στην τελική ευθεία για να πάρει το πτυχίο του. Απ΄ όταν ακόμα φοιτούσε στο τέταρτο έτος, τον τσιγκλούσα συνέχεια να ψάξει προγράμματα για Erasmus, αλλά πότε το ένα, πότε το άλλο δε βρέθηκε η κατάλληλη ευκαιρία για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο.
Φέτος όμως, λίγο πριν γίνει οριστικά πτυχιούχος υπήρξαν οι ιδανικές συνθήκες, κατατέθηκε η αίτηση και διεκπεραιώθηκαν οι διαδικασίες, για να γίνει τελικά δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης και να κάνει πρακτική εξάσκηση σε τρεις διαφορετικές κλινικές στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της πόλης, για μια περίοδο διάρκειας τεσσάρων μηνών, με διαμονή σε κάποια από τις πολλές Πανεπιστημιακές εστίες που διαθέτει η Γάνδη. Ημέρα παρουσίασης στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ορίστηκε η 8η Οκτωβρίου του 2018, αλλά στην εστία μπορούσε να εγκατασταθεί από την 1η Οκτωβρίου.
Αμέσως μόλις μάθαμε την ημερομηνία έναρξης του προγράμματός του κλείσαμε τα αεροπορικά εισιτήρια με Aegean, απορρίπτοντας τη φθηνότερη Ryan, λόγω της ασυνέπειας που επιδεικνύει το τελευταίο διάστημα με τις πολλές και συχνές ακυρώσεις των πτήσεών της. Μάλιστα αποφασίσαμε να πάμε νωρίτερα, στις 2 Οκτωβρίου, για να έχουμε ένα ικανοποιητικό περιθώριο προσαρμογής, αλλά και να κάνουμε μια διήμερη απόδραση στη Λιλ, πριν ξεκινήσουν οι καθημερινές υποχρεώσεις του στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.
Παρατηρήσατε φαντάζομαι τον πληθυντικό στην τελευταία πρόταση.
Εδώ κολλάει ο τίτλος της ιστορίας, αφού μαζί με τον βασιλικό (ο γιος μου), θα ποτιζόταν και η γλάστρα (εγώ δηλαδή), εφόσον ήμουν ο ηθικός αυτουργός και υποκινητής για ένα τέτοιο πρόγραμμα, αλλά και η πρώτη που πέταξα τη σκούφια μου από τη χαρά μου, όταν μου ανακοίνωσε ότι φεύγει τελικά για τη Γάνδη. Εξάλλου εκτός από τα ταξιδιωτικά σχέδια που ήδη είχε αρχίσει να καταστρώνει ο αχόρταγος νους μου, έπρεπε να βοηθήσω και το παιδί να εγκατασταθεί στο νέο του κατάλυμα. Πώς θα κουβαλούσε μόνο του 2 βαλίτσες 23 κιλών εκάστη, 2 χειραποσκευές και 2 σακίδια πλάτης? Ε !! Πώς??
Η άφιξη
2 Οκτωβρίου 2018, στις 9 το πρωί βρισκόμασταν καθισμένοι στις θέσεις μας και με την απογείωση του αεροσκάφους της Aegean, μια νέα περιπέτεια αλλά και εμπειρία ξεκινούσε, κυρίως για το παιδί μου, αλλά και για εμένα που το συνόδευα στο ξεκίνημα όλου αυτού του εγχειρήματος. Το πρωινό που μας πρόσφεραν ήρθε να μας τονώσει και να μας δώσει ενέργεια για τη δύσκολη μέρα που θα είχαμε μπροστά μας. Ομελέτα, ψωμάκι με βούτυρο και μαρμελάδα, γιαούρτι με μέλι και καφέ ή τσάι ή χυμό. Η πτήση άψογη, με λίγες αναταράξεις και στις 11:10 τοπική ώρα προσγειωθήκαμε στο βροχερό Διεθνές Αεροδρόμιο των Βρυξελλών (BRU).
Αφού περπατήσαμε μια αρκετά μεγάλη απόσταση πάνω σε κυλιόμενους, διαδοχικούς διαδρόμους καταλήξαμε στην αίθουσα παραλαβής αποσκευών η οποία βρισκόταν λίγο πριν την έξοδο του αεροδρομίου.
Ακολουθώντας τις ταμπέλες που έγραφαν “Train”, σέρνοντας όλες αυτές τις βαλίτσες και με τα σακίδια στις πλάτες κατεβήκαμε με το ασανσέρ ένα επίπεδο και βρεθήκαμε μπροστά στα αυτόματα μηχανήματα έκδοσης εισιτηρίων για το τρένο προς τη Γάνδη. Το εισιτήριο για τον ενήλικα κόστιζε 16 ευρώ, ενώ για τους νέους κάτω των 26 κόστιζε 11,80 ευρώ και πληρώσαμε με χρεωστική κάρτα το αντίτιμο. Με τις κυλιόμενες σκάλες κατεβήκαμε άλλον έναν όροφο και φτάσαμε στις πλατφόρμες του τρένου. Μάλιστα το τρένο για τον προορισμό μας θα ερχόταν σε λίγα λεπτά και συγκεκριμένα στις 12:25.
Ο συρμός στον οποίο επιβιβαστήκαμε θα έκανε πολλές ενδιάμεσες στάσεις κατά τη διάρκεια της διαδρομής, οπότε ο γιος μου αποφάσισε να αλλάξουμε τρένο στις Βρυξέλλες, για να εξοικονομήσουμε τουλάχιστον 30 λεπτά χρόνο και αυτό κάναμε. Στον σταθμό Midi Central κατεβήκαμε και αλλάξαμε αποβάθρα παίρνοντας ένα γρήγορο τρένο το οποίο θα έφτανε στη Γάνδη χωρίς καμία ενδιάμεση στάση σε χρόνο 30 λεπτών.
Ο καιρός ήταν μουντός αλλά η βροχή είχε σταματήσει και η Βέλγικη εξοχή μας έκανε να έχουμε στραμμένα τα βλέμματα συνέχεια έξω από το παράθυρο καταγράφοντας τις πρώτες εικόνες του ταξιδιού. Μικρά χωριά με σπιτάκια με γκρίζες επικλινείς στέγες, λιβάδια πράσινα με παχιές αγελάδες ή εύρωστα άλογα, επίπεδες εκτάσεις με δέντρα στα φθινοπωρινά χρώματα συνέθεταν ένα ήρεμο, γυαλιστερό από τη βροχή τοπίο.
Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε μπήκαμε στα προάστια της Γάνδης και το τρένο σε πολύ λίγο σταμάτησε στον σιδηροδρομικό σταθμό Sint-Pieters της πόλης.
Βγαίνοντας έξω από τον σταθμό ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, αλλά δεν έκανε κρύο, ούτε έβρεχε.
Κοιτώντας αριστερά, κάτω από το επίπεδο του δρόμου, σε έναν σκεπαστό χώρο λειτουργεί πιάτσα ταξί στην οποία μπορείς να φτάσεις σέρνοντας τις βαλίτσες σε κατηφορική ράμπα, εύκολα και ξεκούραστα. Με τόσες αποσκευές η χρήση ταξί ήταν μονόδρομος και μάλιστα έπρεπε το αυτοκίνητο να είναι μεγάλο για να χωρέσουν όλα τα μπαγκάζια.
Χωρέσαμε στο δεύτερο στη σειρά όχημα το οποίο οδηγούσε μια ευγενέστατη κυρία με άπταιστα Αγγλικά. Η τιμή εκκίνησης ήταν στα 8,5 ευρώ για διαδρομή έως 3 χιλιόμετρα, απόσταση την οποία δεν ξεπεράσαμε, αφού ο προορισμός μας, δηλαδή το HOME CANTERBURY ήταν περίπου στα 2 χιλιόμετρα από τον σταθμό του τρένου Sint-Pieters. Το πολύ σε 10 λεπτά βρισκόμασταν έξω από τα διαδοχικά συγκροτήματα Πανεπιστημιακών φοιτητικών εστιών με διάφορα ονόματα όπως: HOME GRONINGEN, HOME GOTTINGEN, HOME UPPSALA και φυσικά το HOME CANTERBURY, δηλαδή το δικό μας.
Έμεινα στο πεζοδρόμιο να προσέχω τα πράγματα μέχρι να τακτοποιήσει ο γιος μου τα χαρτιά και να παραλάβει το κλειδί του. Άρχισα να παρατηρώ προσεκτικά τη γειτονιά και το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όλοι οι φοιτητές κυκλοφορούσαν στον δρόμο με ποδήλατα.
Όλοι ανεξαιρέτως.
Έστρεψα το βλέμμα μου προς τα κτίρια και παρατήρησα άπειρα ποδήλατα παρκαρισμένα στις “αυλές” των εστιών. Σε μερικά μόλις βήματα από την είσοδο του συγκροτήματος υπήρχε κανάλι, στην όχθη του οποίου “έτρεχε” ένας ποδηλατόδρομος, αλλά και χώρος με καταπράσινο γκαζόν.
Ήρθε ο γιος μου με το κλειδί και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, σε μια πτέρυγα με 15 περίπου δωμάτια, τα οποία εξυπηρετούσε μια κοινόχρηστη κουζίνα. 007 ο αριθμός του ευρύχωρου και πολύ καθαρού δωματίου. Τυχαίο? Δε νομίζω, αφού στη συνέχεια θα προέκυπτε “αποστολή” που θα έπρεπε να φέρουμε εις πέρας.
Στις φωτογραφίες που είχαμε δει ο χώρος φαινόταν πιο στενάχωρος και περιορισμένος, αλλά στην πραγματικότητα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Η ντουλάπα για τα ρούχα ήταν άνετη, το γραφείο μεγάλο, υπήρχαν ράφια στον τοίχο, ψυγείο και ένα γλυκούλικο κόκκινο μπάνιο. Θα μπορούσα άνετα να τοποθετήσω το φουσκωτό στρώμα κάμπινγκ που είχα φέρει μαζί μου και να βολευτώ για κάποιες μέρες, κάνοντας τις βόλτες μου στη Γάνδη αλλά και μονοήμερες εξορμήσεις στα πέριξ. Η κοινόχρηστη κουζίνα είχε ντουλάπια για τον κάθε φοιτητή, όπου μπορούσε να κλειδώσει τα μαγειρικά του σκεύη και τις προμήθειες.
Στους όρους διαμονής της εστίας υπήρχε ένας όρος, ο οποίος ανέφερε ότι ο φοιτητής μπορούσε να έχει επισκέπτες, αλλά να μην παραμένουν όλη τη διάρκεια της νύχτας στο δωμάτιο. Σε γενικές γραμμές υπάρχει ελαστικότητα σε αυτό το θέμα, αφού ο γιος μου έχει φιλοξενηθεί τουλάχιστον δύο φορές από φίλες του φοιτήτριες σε άλλες πόλεις. Αλλά και πάλι δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε αν σίγουρα θα κατάφερνα να μείνω κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα μαζί του στο δωμάτιο ή θα έπρεπε να κλείσω κάποιο ξενοδοχείο, γεγονός που θα επηρέαζε και τον χρόνο παραμονής μου στη Γάνδη.
Πάντως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν είχα κλείσει εισιτήριο επιστροφής και είχα μέσα μου μια τεράστια επιθυμία να δηλώσω “προσωρινός κάτοικος Γάνδης” χωρίς να αναγκαστώ να δω την πόλη σαν απλός επισκέπτης λίγων ημερών. Εγώ θα έδειχνα απόλυτη διακριτικότητα, χωρίς πολλά-πολλά σούρτα-φέρτα, και είχα μέσα μου την ελπίδα ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά και θα πραγματοποιηθούν οι ταξιδιωτικές μου αποδράσεις όπως τις είχα ονειρευτεί.
Αφήσαμε τις βαλίτσες και βγήκαμε για τα πρώτα μας ψώνια στο σούπερ μάρκετ, κυρίως καθαριστικά, νερά και κάτι για πρόχειρο φαγητό. Εντάξει καθαρό ήταν το δωμάτιο αλλά δε γίνεται να εγκατασταθείς έτσι απλά. Έπρεπε ο χώρος να καθαριστεί ξανά, να σκουπιστεί και να σφουγγαριστεί. Ο γιος μου γνώριζε ότι μπορούσε να βρει ηλεκτρική σκούπα από τη διεύθυνση της εστίας, αλλά είπαμε πρώτη μέρα, να μην μπούμε σε αυτήν τη διαδικασία ψάχνοντας τους υπεύθυνους και να αγοράσουμε μια δική μας κοινή σκούπα και ένα φαράσι για αρχή.
Ανοίγω μια μεγάλη παρένθεση εδώ για να πω ότι: Οι γνωστές κλισέ φράσεις περί Ελληνίδας μάνας: “Φόρα τη ζακέτα σου μην κρυώσεις, τί έφαγες σήμερα, αφήστε τα παιδιά να αναπνεύσουν και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και λοιπά και λοιπά…..” δε με αντιπροσωπεύουν και δεν ισχύουν για μένα. Ο γιος μου ανετότατα θα τα έκανε και μόνος του όλα αυτά. Και θα καθάριζε, και θα τακτοποιούσε τα πράγματά του, και το μπάνιο του θα το έκανε να αστράφτει, και τα ρούχα του θα σιδέρωνε. Εξάλλου 6 χρόνια στην Κρήτη μόνος του κρατούσε πεντακάθαρο το σπίτι του, αλλά αφού βρισκόμουν μαζί του λογικό ήταν να μοιραστούμε τις δουλειές, για να τελειώνουμε και να εγκατασταθούμε μια ώρα γρηγορότερα. Κλείνω την παρένθεση.
Πρώτη επαφή λοιπόν με Βέλγικο σούπερ μάρκετ. Διαφορετικά προϊόντα, άγνωστη γλώσσα, βαδίζουμε στην αρχή λίγο στα τυφλά, αλλά σιγά σιγά αρχίζουμε να προσαρμοζόμαστε, βλέπουμε που και που και κανένα γνωστό προϊόν. Τεράστια ποικιλία σε ψωμιά, μπαγκέτες, κρουασάν, κέικ, γλυκά, σάντουιτς, σοκολάτες…..χαμός!! Αγοράσαμε λοιπόν τα καθαριστικά μας, τα σφουγγάρια, τα wettex και τις χλωρίνες, αλλά δε βρίσκαμε πουθενά τις σκούπες, τους κουβάδες και τις σφουγγαρίστρες. Ψάχναμε στους διαδρόμους, πουθενά! Σκεφτήκαμε ότι το συγκεκριμένο σούπερ μάρκετ μπορεί να επικεντρώνεται περισσότερο στα τρόφιμα και ότι πρέπει να αναζητήσουμε κάποιο άλλο το οποίο να διαθέτει και τέτοιου είδους εξοπλισμό.
- "Ok, λέω στον γιο μου, πάμε στο δωμάτιο να ξεκινήσω εγώ το καθάρισμα να μη χάνουμε χρόνο και εσύ πήγαινε σε κάποιο άλλο σούπερ μάρκετ να βρεις σκούπα, κουβά και σφουγγαρίστρα". Πράγματι ξεκινάω να καθαρίζω τα ράφια, τη ντουλάπα, το γραφείο και εκείνος φεύγει για αναζήτηση των υπολοίπων εργαλείων καθαριότητας. Κάποια στιγμή χτυπάει το κινητό μου και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
(γιος): -"Έλα, ήρθα σε ένα Carrefour Express, αλλά ούτε εδώ βρίσκω τίποτα από όλα αυτά που θέλουμε. Aπ΄ ότι βλέπω στους χάρτες υπάρχει και ένα άλλο σούπερ μάρκετ εδώ στη γειτονιά και θα πάω σε εκείνο".
(εγώ): -"Εντάξει πήγαινε, ελπίζω να βρεις εκεί".
Περνάει κάμποση ώρα και χτυπάει πάλι το τηλέφωνο:
(γιος): -"Έλα, βρήκα μια σκούπα με το κοντάρι της και ένα φαράσι που κάνουν 13 ευρώ".
(εγώ): - "13 ευρώ μια σκούπα και ένα φαράσι" ?
(γιος): - "Άκου τώρα και το καλύτερο".
(εγώ): - "Ωχ!! για πες".
(γιος): -"Απλή σφουγγαρίστρα και κουβά δε βρίσκω. Έχει μόνο ένα "σύστημα" σφουγγαρίσματος Vileda που κάνει 35 ευρώ".
(εγώ): -"35 ευρώ? μην την πάρεις βέβαια. Πάρε μόνο τη σκούπα με το φαράσι και θα δούμε τί θα κάνουμε με σφουγγαρίστρα. Θα κοιτάξουμε αύριο και σε άλλο σούπερ μάρκετ. Και πάλι για μια σκούπα και ένα φαράσι πολλά είναι τα 13 ευρώ, αλλά κάπως πρέπει να σκουπίσουμε σήμερα".
Και ιδού το απόκτημα των δεκατριών ευρώ:
Aπό τη σύγχυση μέχρι και τη φωτογραφία θολή την έβγαλα.
Για την ιστορία κατέληξα να σφουγγαρίζω το πάτωμα και το μπάνιο βουτώντας ένα wettex σε πλαστικό μπολάκι με νερό και χλωρίνη και δένοντάς το πάνω στη σκούπα. Αυτό ήταν μαρτύριο, όχι σφουγγάρισμα, αλλά τελικώς η καθαριότης εστέφθη με μεγάλη επιτυχία. Τακτοποιηθήκαμε λοιπόν πλήρως, φάγαμε σάντουιτς και γλυκάκια και αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή-εμπειρία-μυρωδιά με την πόλη, που θα φιλοξενούσε το παιδί μου κυρίως για τους επόμενους τέσσερις μήνες, αλλά και εμένα για τις επόμενες μέρες (ποιος ξέρει πόσες). Όσο για την αποστολή κουβάς-σφουγγαρίστρα είχε και συνέχεια. Μεγάλη μάλιστα!
Last edited: