Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.499
- Likes
- 31.327
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Κεφάλαιο 15
14 Οκτωβρίου 2018
Οστάνδη
Μέρος 2ο
Σε αυτήν την πλευρά της πόλης κυριαρχούν λιμενικές εγκαταστάσεις, πάρα πολλές αποθήκες, σκάφη για συντήρηση, κανάλια στα οποία μπαινοβγαίνουν συχνά πλοία, τεράστιοι γερανοί και αποβάθρες φορτοεκφόρτωσης.
Ένας πολύ ψηλός, λευκός και μπλε φάρος κυριαρχεί επίσης στο τοπίο. Ανεβαίνει στα 65 μέτρα πάνω από τη θάλασσα και καθοδηγεί με ασφάλεια τα πλοία στο λιμάνι. Ονομάζεται Lange Nelle και είναι ο τέταρτος στην ιστορία της Οστάνδης και ο τρίτος σε αυτήν την τοποθεσία.
Πέρασα αυτήν την ανοιγόμενη γεφυρούλα,
αναζητώντας το φρούριο του Ναπολέοντα, ένα πολυγωνικό οχυρό.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Πέμπτου Συνασπισμού ο Ναπολέων περίμενε βρετανική επίθεση από τη θάλασσα, στο λιμάνι της Οστάνδης, και το φρούριο αυτό κατασκευάστηκε στους αμμόλοφους, κοντά στο στόμιο του λιμανιού το 1811. Η βρετανική επίθεση δεν υλοποιήθηκε όμως ποτέ και το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση στρατευμάτων και ως οπλοστάσιο μέχρι το τέλος της γαλλικής κατοχής. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του γερμανικού πυροβολικού.
Σήμερα λειτουργεί σαν Μουσείο, αλλά από τις 16/9/2018 είναι κλειστό για ανακαίνιση.
Το De Halve Maan (μισή σελήνη), πάνω ακριβώς από την παραλία, είναι επίσης ένα φρούριο ήδη από το 1601.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Οστάνδης υπήρχαν ισπανικά κανόνια στο φρούριο για την αποτροπή ολλανδικών και αγγλικών πλοίων να μπουν στο λιμάνι της πόλης. Αλλά και οι Γερμανοί, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εγκατέστησαν την μπαταρία Eylau στην περιοχή. Η μπαταρία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των βρετανικών προσπαθειών αποκλεισμού, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1918. Μετά την απελευθέρωση της Οστάνδης οι Σύμμαχοι εγκατέστησαν εδώ δύο γαλλικά όπλα προκειμένου να αποτρέψουν επιχείρηση του εχθρού.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο γερμανικός στρατός φοβήθηκε μια μαζική εισβολή Συμμαχικών δυνάμεων δια θαλάσσης, κατά μήκος ολόκληρης της ακτογραμμής. Έσκαψαν ένα δίκτυο bunkers (καταφύγια) στο διάσημο Ατλαντικό Τείχος. Το οχυρό του Ναπολέοντα ήταν μέρος αυτού του τμήματος του Ατλαντικού Τείχους. Η ιστορία της περιοχής Halve Maan δε σταματά με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1950 το βελγικό ναυτικό χρησιμοποιούσε την περιοχή εγκαθιστώντας έναν μεταπολεμικό σταθμό σημάτων για να ελέγχει τα πλοία.
Μια άλλη μπαταρία, η “Hundius”, βρίσκεται ανατολικά της μπαταρίας "Half Moon". Ονομάζεται έτσι από τον Paul Hundius, διοικητή γερμανικού υποβρυχίου, που σκοτώθηκε κατά τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως μέρος του Ατλαντικού Τείχους, την 1η Ιουλίου 1943 μετακινήθηκε από το λιμενικό κανάλι, στους αμμόλοφους. H μπαταρία Hundius κατασκευάστηκε από Ουκρανούς και Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου και περιελάμβανε έναν πυροσβεστικό σταθμό, τέσσερα πυροβόλα όπλα, πυρομαχικά, αποθήκες πληρώματος, ένα σύστημα τάφρων και άλλες δομές.
Οι μπαταρίες Hundius και Half Moon εξακολουθούν να κρύβονται στους αμμόλοφους σήμερα.
Απόλαυσα τη βόλτα μου στην τεράστια αμμώδη παραλία ρουφώντας αχόρταγα τη γαλήνη της Βόρειας Θάλασσας και αναρωτήθηκα, πόσο πολύ τυχερή μπορεί να ήμουν, που βρέθηκα σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο μέρος, ένα τόσο ειδυλλιακό, ζεστό και απροσδόκητα ήρεμο απόγευμα.
Ένας εξίσου τεράστιος λιμενοβραχίονας περιπάτου εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα και καταλήγει στον φάρο που είχα δει από απέναντι.
Κάθισα στην άκρη της αρυτίδωτης Βόρειας Θάλασσας και απόλαυσα το υπέροχο τοπίο.
Ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα ήρθε να επισφραγίσει και να επιβραβεύσει την επιλογή που έκανα, να βρεθώ ένα ζεστό απόγευμα του Οκτώβρη στην Οστάνδη και συγκεκριμένα στο Fort Napoleon, πάνω σε μια τεράστια παραλία η οποία βρέχεται από τη Βόρεια Θάλασσα.
Όταν ο ήλιος κρύφτηκε τελείως πήρα τον δρόμο της επιστροφής προς το ferry. Η πόλη απέναντι είχε αρχίσει να βυθίζεται στο γκρίζο χρώμα του σούρουπου.
Έφτασα στον σταθμό του ferry και έπαθα ένα μικρό σοκ. Tο τελευταίο δρομολόγιο για απέναντι ήταν στις 18:00 το απόγευμα.
Πάει το ferry!!
Kαι τώρα πώς πάνε απέναντι? Περπατώντας μέσα στη νύχτα που απλώνεται γύρω μου και ψάχνοντας τη γέφυρα που είχα δει νωρίτερα στον χάρτη? Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Ήμουν μόνη. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Πάει, εδώ θα βρουν το πτώμα μου πεταμένο σε καμιά αποβάθρα, δίπλα σε καμιά βάρκα ή μέσα σε κανένα βαρέλι. Στο μυαλό μου περνούσαν εικόνες θρίλερ από αμερικάνικες χαζοταινίες όπου ο δολοφόνος κυνηγάει το θύμα του σε έρημες αποθήκες και σιδερένιες σκαλωσιές.
Βγήκα γρήγορα από τα κινηματογραφικά σενάρια και άρχισα να προχωράω προς την κατεύθυνση που είχα δει νωρίτερα ότι υπάρχει γέφυρα η οποία συνδέει τις δύο πλευρές. Ακόμα αδυνατούσα, ή μάλλον, δεν ήθελα να πιστέψω την αλήθεια του χάρτη, ότι δηλαδή έπρεπε να περπατήσω κοντά στα 4 χιλιόμετρα μέσα στην ερημιά, για να φτάσω στον σταθμό των τρένων, και στη συνέχεια στο κέντρο της πόλης.
Αναρωτιόμουν αν έκανα καλά που δε φρόντισα να μάθω την ώρα του τελευταίου ferry και επαναπαύθηκα στις δικές μου εκτιμήσεις. Μετά όμως αναίρεσα όλες τις σκέψεις και τελικά επικράτησε η μια και μοναδική. Και να ήξερα την ώρα της τελευταίας αναχώρησης του ferry, δε θα επέστρεφα. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω ένα τέτοιο ηλιοβασίλεμα και την εμπειρία να χώσω βαθιά τα πόδια μου στην άμμο μιας απέραντης παραλίας δίπλα στην αρυτίδωτη Βόρεια Θάλασσα.
Πίσω από ένα συρματόπλεγμα, έξω από μια μεγάλη αποθήκη, είδα μαζεμένους καμιά δεκαριά εργάτες να κουβεντιάζουν. Το πρόσωπό μου έλαμψε από χαρά. Ανθρώπινη παρουσία!
Ρώτησα: -“Γειά σας! Πως θα πάω απέναντι γιατί το ferry σταμάτησε?” Δεν καταλάβαιναν αγγλικά. Φώναξαν έναν άλλο κύριο ο όποιος βγήκε στην κορυφή ενός “πύργου” παρατήρησης. Tον ρώτησα το ίδιο ελπίζοντας να ακούσω κάτι διαφορετικό από αυτό που έδειχνε ο χάρτης (εξάλλου η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία). Για καλή μου τύχη αυτός μιλούσε άψογα αγγλικά και μου εξήγησε ότι πρέπει να περπατήσω όλο ευθεία, μέχρι να συναντήσω μια γέφυρα, πρέπει να περάσω αυτήν τη γέφυρα και στη συνέχεια θα συναντήσω μια άλλη γέφυρα, και αφού περάσω και την άλλη γέφυρα, θα βρω κάτι σκαλάκια, θα τα κατέβω και μετά προχωρώντας θα φτάσω δίπλα στον σταθμό του τρένου.
-"Πόση ώρα περίπου θα κάνω μέχρι την πρώτη γέφυρα?" τον ξαναρωτάω. -"Περίπου 10 λεπτά" μου απαντάει. Τον ευχαρίστησα θερμά και ξεκίνησα. Ρύθμισα και τους χάρτες για να είμαι ακόμα πιο σίγουρη. Προχώρησα λίγα μέτρα και άκουσα πάλι το gps να μου λέει: “Πάρτε το ferry”. -"Ποιο ferry χρυσό μου?" πάει το ferry. Έβγαλα την επιλογή "πορθμεία" και συνέχισα.
Περπατούσα, περπατούσα, περπατούσα, περνάνε 10 λεπτά, πουθενά στον ορίζοντα η γέφυρα. Ήμουν μόνη στο πουθενά. Γύρω μου έρημες αποθήκες. Νύχτωνε και εγώ ακόμα προχωρούσα. Με πλησίασε ένας νεαρός ποδηλάτης, η μοναδική ζωντανή παρουσία στην περιοχή. Να φοβηθώ ή να τον ρωτήσω? Οι σκέψεις πυροβολούσαν ασταμάτητα τον εγκέφαλό μου.
Τελικά τον ρώτησα, αν κοντεύω για την πρώτη γέφυρα. Άρχισε και αυτός να μου εξηγεί, σε άριστα ευτυχώς αγγλικά τη διαδρομή, λέγοντάς μου τα ίδια που μου είχε πει και ο προηγούμενος κύριος. Στο τέλος μου λέει: -“Θα έρθω μαζί σου μέχρι την πρώτη γέφυρα για να σου δείξω” και άρχισε να με ακολουθεί με το ποδήλατο. Πέρασαν άλλα 10 λεπτά και τότε φτάσαμε στην πρώτη γέφυρα. Εκεί με αποχαιρέτησε, τον ευχαρίστησα χίλιες φορές και συνέχισα να περπατάω. Πέρασα και τη δεύτερη γέφυρα και βρέθηκα στον τερματικό σταθμό του τραμ, προχωρώντας ανάμεσα σε ράγες και μαύρα σκοτάδια στο πουθενά. Περπατούσα ήδη μισή ώρα.
Τότε με προσεγγίζει ένας μεσήλικας ποδηλάτης και μου λέει: -“Hello! Είμαι αυτός από τον πύργο που ρώτησες πώς να περάσεις απέναντι. Θα κατέβω από το ποδήλατο και θα σε συνοδεύσω, για να σου δείξω τα σκαλάκια που πρέπει να κατέβεις μετά την επόμενη γέφυρα, ώστε να φτάσεις στη συνέχεια έξω από τον σταθμό του τρένου. Κατανοώ ότι για κάποιον που γνωρίζει τη διαδρομή είναι εύκολο, αλλά για κάποιον ξένο είναι εύκολο να μπερδευτεί.”
Τότε κατάλαβα, ότι τα 10 λεπτά που μου είχε πει ότι θα κάνω μέχρι την πρώτη γέφυρα, τα υπολόγιζε με "ποδηλατικούς" και όχι με "πεζοπορικούς" χρόνους. Και κάπως έτσι, μετά από σχεδόν 4 χιλιόμετρα και πενήντα λεπτά περπάτημα έφτασα, νύχτα πλέον, και χώθηκα στα στενά της πόλης για μια βραδινή περιπλάνηση.
Πέρασα από τον καθεδρικό ναό όπου η εκκωφαντική μουσική από το Λούνα Παρκ καλά κρατούσε.
Έκανα βόλτα στους δρόμους της πόλης και κατέληξα στο παραλιακό μέτωπο έξω από το καζίνο, όπου πλέον επικρατούσε ερημιά, αφού η κίνηση είχε μεταφερθεί προς το κέντρο. Πήρα βραδινές φωτογραφίες των Rock Strangers και του σιντριβανιού.
Την ώρα που σκεφτόμουν να πάρω τον δρόμο της επιστροφής προς το τρένο χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο γιος μου που με πήρε για να μάθει πώς τα περνούσα και τί ώρα σκόπευα να επιστρέψω. Μου ανακοίνωσε επίσης ότι ήταν σπίτι και μαγείρευε μακαρονάδα! Και τότε συνειδητοποίησα ότι ΟΛΗ μέρα δεν είχα φάει και δεν είχα πιει απολύτως ΤΙΠΟΤΑ. Ούτε καν πρωινό δεν είχα πάρει πριν φύγω, για μην κάνω φασαρία και τον ξυπνήσω που κοιμόταν.
Έβαλα “φτερά” στα ήδη πολύ καταπονημένα πόδια μου και για ένα λεπτό έχασα το τρένο που βρισκόταν μέσα στην αποβάθρα. Πήρα το επόμενο και έφτασα στον Sint-Pieters γύρω στις 22:30. Περπάτησα ακόμα 1,5 χιλιόμετρο και περίπου στις 23:00 έφτασα στο σπίτι. Εκείνη τη μέρα πρέπει να περπάτησα πάνω από 20-25 χιλιόμετρα και δύο ωραιότατες φουσκάλες έκαναν την εμφάνισή τους στα πόδια μου. Πόση ταλαιπωρία να αντέξουν και αυτά? Άρχισαν να διαμαρτύρονται εντόνως!
Υ.Γ @fenia42 ελπίζω αυτή η ανάρτηση για την Οστάνδη να σε βοηθήσει ώστε να αποφασίσεις, αν θα επιλέξεις να κάνεις μια απόδραση στην πόλη με την κόρη σου.
14 Οκτωβρίου 2018
Οστάνδη
Μέρος 2ο
Σε αυτήν την πλευρά της πόλης κυριαρχούν λιμενικές εγκαταστάσεις, πάρα πολλές αποθήκες, σκάφη για συντήρηση, κανάλια στα οποία μπαινοβγαίνουν συχνά πλοία, τεράστιοι γερανοί και αποβάθρες φορτοεκφόρτωσης.






Ένας πολύ ψηλός, λευκός και μπλε φάρος κυριαρχεί επίσης στο τοπίο. Ανεβαίνει στα 65 μέτρα πάνω από τη θάλασσα και καθοδηγεί με ασφάλεια τα πλοία στο λιμάνι. Ονομάζεται Lange Nelle και είναι ο τέταρτος στην ιστορία της Οστάνδης και ο τρίτος σε αυτήν την τοποθεσία.


Πέρασα αυτήν την ανοιγόμενη γεφυρούλα,

αναζητώντας το φρούριο του Ναπολέοντα, ένα πολυγωνικό οχυρό.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Πέμπτου Συνασπισμού ο Ναπολέων περίμενε βρετανική επίθεση από τη θάλασσα, στο λιμάνι της Οστάνδης, και το φρούριο αυτό κατασκευάστηκε στους αμμόλοφους, κοντά στο στόμιο του λιμανιού το 1811. Η βρετανική επίθεση δεν υλοποιήθηκε όμως ποτέ και το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση στρατευμάτων και ως οπλοστάσιο μέχρι το τέλος της γαλλικής κατοχής. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του γερμανικού πυροβολικού.


Σήμερα λειτουργεί σαν Μουσείο, αλλά από τις 16/9/2018 είναι κλειστό για ανακαίνιση.


Το De Halve Maan (μισή σελήνη), πάνω ακριβώς από την παραλία, είναι επίσης ένα φρούριο ήδη από το 1601.


Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Οστάνδης υπήρχαν ισπανικά κανόνια στο φρούριο για την αποτροπή ολλανδικών και αγγλικών πλοίων να μπουν στο λιμάνι της πόλης. Αλλά και οι Γερμανοί, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εγκατέστησαν την μπαταρία Eylau στην περιοχή. Η μπαταρία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των βρετανικών προσπαθειών αποκλεισμού, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1918. Μετά την απελευθέρωση της Οστάνδης οι Σύμμαχοι εγκατέστησαν εδώ δύο γαλλικά όπλα προκειμένου να αποτρέψουν επιχείρηση του εχθρού.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο γερμανικός στρατός φοβήθηκε μια μαζική εισβολή Συμμαχικών δυνάμεων δια θαλάσσης, κατά μήκος ολόκληρης της ακτογραμμής. Έσκαψαν ένα δίκτυο bunkers (καταφύγια) στο διάσημο Ατλαντικό Τείχος. Το οχυρό του Ναπολέοντα ήταν μέρος αυτού του τμήματος του Ατλαντικού Τείχους. Η ιστορία της περιοχής Halve Maan δε σταματά με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1950 το βελγικό ναυτικό χρησιμοποιούσε την περιοχή εγκαθιστώντας έναν μεταπολεμικό σταθμό σημάτων για να ελέγχει τα πλοία.
Μια άλλη μπαταρία, η “Hundius”, βρίσκεται ανατολικά της μπαταρίας "Half Moon". Ονομάζεται έτσι από τον Paul Hundius, διοικητή γερμανικού υποβρυχίου, που σκοτώθηκε κατά τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως μέρος του Ατλαντικού Τείχους, την 1η Ιουλίου 1943 μετακινήθηκε από το λιμενικό κανάλι, στους αμμόλοφους. H μπαταρία Hundius κατασκευάστηκε από Ουκρανούς και Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου και περιελάμβανε έναν πυροσβεστικό σταθμό, τέσσερα πυροβόλα όπλα, πυρομαχικά, αποθήκες πληρώματος, ένα σύστημα τάφρων και άλλες δομές.
Οι μπαταρίες Hundius και Half Moon εξακολουθούν να κρύβονται στους αμμόλοφους σήμερα.



Απόλαυσα τη βόλτα μου στην τεράστια αμμώδη παραλία ρουφώντας αχόρταγα τη γαλήνη της Βόρειας Θάλασσας και αναρωτήθηκα, πόσο πολύ τυχερή μπορεί να ήμουν, που βρέθηκα σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο μέρος, ένα τόσο ειδυλλιακό, ζεστό και απροσδόκητα ήρεμο απόγευμα.



Ένας εξίσου τεράστιος λιμενοβραχίονας περιπάτου εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα και καταλήγει στον φάρο που είχα δει από απέναντι.



Κάθισα στην άκρη της αρυτίδωτης Βόρειας Θάλασσας και απόλαυσα το υπέροχο τοπίο.


Ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα ήρθε να επισφραγίσει και να επιβραβεύσει την επιλογή που έκανα, να βρεθώ ένα ζεστό απόγευμα του Οκτώβρη στην Οστάνδη και συγκεκριμένα στο Fort Napoleon, πάνω σε μια τεράστια παραλία η οποία βρέχεται από τη Βόρεια Θάλασσα.





Όταν ο ήλιος κρύφτηκε τελείως πήρα τον δρόμο της επιστροφής προς το ferry. Η πόλη απέναντι είχε αρχίσει να βυθίζεται στο γκρίζο χρώμα του σούρουπου.


Έφτασα στον σταθμό του ferry και έπαθα ένα μικρό σοκ. Tο τελευταίο δρομολόγιο για απέναντι ήταν στις 18:00 το απόγευμα.
Πάει το ferry!!
Kαι τώρα πώς πάνε απέναντι? Περπατώντας μέσα στη νύχτα που απλώνεται γύρω μου και ψάχνοντας τη γέφυρα που είχα δει νωρίτερα στον χάρτη? Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Ήμουν μόνη. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Πάει, εδώ θα βρουν το πτώμα μου πεταμένο σε καμιά αποβάθρα, δίπλα σε καμιά βάρκα ή μέσα σε κανένα βαρέλι. Στο μυαλό μου περνούσαν εικόνες θρίλερ από αμερικάνικες χαζοταινίες όπου ο δολοφόνος κυνηγάει το θύμα του σε έρημες αποθήκες και σιδερένιες σκαλωσιές.

Βγήκα γρήγορα από τα κινηματογραφικά σενάρια και άρχισα να προχωράω προς την κατεύθυνση που είχα δει νωρίτερα ότι υπάρχει γέφυρα η οποία συνδέει τις δύο πλευρές. Ακόμα αδυνατούσα, ή μάλλον, δεν ήθελα να πιστέψω την αλήθεια του χάρτη, ότι δηλαδή έπρεπε να περπατήσω κοντά στα 4 χιλιόμετρα μέσα στην ερημιά, για να φτάσω στον σταθμό των τρένων, και στη συνέχεια στο κέντρο της πόλης.
Αναρωτιόμουν αν έκανα καλά που δε φρόντισα να μάθω την ώρα του τελευταίου ferry και επαναπαύθηκα στις δικές μου εκτιμήσεις. Μετά όμως αναίρεσα όλες τις σκέψεις και τελικά επικράτησε η μια και μοναδική. Και να ήξερα την ώρα της τελευταίας αναχώρησης του ferry, δε θα επέστρεφα. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω ένα τέτοιο ηλιοβασίλεμα και την εμπειρία να χώσω βαθιά τα πόδια μου στην άμμο μιας απέραντης παραλίας δίπλα στην αρυτίδωτη Βόρεια Θάλασσα.
Πίσω από ένα συρματόπλεγμα, έξω από μια μεγάλη αποθήκη, είδα μαζεμένους καμιά δεκαριά εργάτες να κουβεντιάζουν. Το πρόσωπό μου έλαμψε από χαρά. Ανθρώπινη παρουσία!
Ρώτησα: -“Γειά σας! Πως θα πάω απέναντι γιατί το ferry σταμάτησε?” Δεν καταλάβαιναν αγγλικά. Φώναξαν έναν άλλο κύριο ο όποιος βγήκε στην κορυφή ενός “πύργου” παρατήρησης. Tον ρώτησα το ίδιο ελπίζοντας να ακούσω κάτι διαφορετικό από αυτό που έδειχνε ο χάρτης (εξάλλου η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία). Για καλή μου τύχη αυτός μιλούσε άψογα αγγλικά και μου εξήγησε ότι πρέπει να περπατήσω όλο ευθεία, μέχρι να συναντήσω μια γέφυρα, πρέπει να περάσω αυτήν τη γέφυρα και στη συνέχεια θα συναντήσω μια άλλη γέφυρα, και αφού περάσω και την άλλη γέφυρα, θα βρω κάτι σκαλάκια, θα τα κατέβω και μετά προχωρώντας θα φτάσω δίπλα στον σταθμό του τρένου.
-"Πόση ώρα περίπου θα κάνω μέχρι την πρώτη γέφυρα?" τον ξαναρωτάω. -"Περίπου 10 λεπτά" μου απαντάει. Τον ευχαρίστησα θερμά και ξεκίνησα. Ρύθμισα και τους χάρτες για να είμαι ακόμα πιο σίγουρη. Προχώρησα λίγα μέτρα και άκουσα πάλι το gps να μου λέει: “Πάρτε το ferry”. -"Ποιο ferry χρυσό μου?" πάει το ferry. Έβγαλα την επιλογή "πορθμεία" και συνέχισα.
Περπατούσα, περπατούσα, περπατούσα, περνάνε 10 λεπτά, πουθενά στον ορίζοντα η γέφυρα. Ήμουν μόνη στο πουθενά. Γύρω μου έρημες αποθήκες. Νύχτωνε και εγώ ακόμα προχωρούσα. Με πλησίασε ένας νεαρός ποδηλάτης, η μοναδική ζωντανή παρουσία στην περιοχή. Να φοβηθώ ή να τον ρωτήσω? Οι σκέψεις πυροβολούσαν ασταμάτητα τον εγκέφαλό μου.
Τελικά τον ρώτησα, αν κοντεύω για την πρώτη γέφυρα. Άρχισε και αυτός να μου εξηγεί, σε άριστα ευτυχώς αγγλικά τη διαδρομή, λέγοντάς μου τα ίδια που μου είχε πει και ο προηγούμενος κύριος. Στο τέλος μου λέει: -“Θα έρθω μαζί σου μέχρι την πρώτη γέφυρα για να σου δείξω” και άρχισε να με ακολουθεί με το ποδήλατο. Πέρασαν άλλα 10 λεπτά και τότε φτάσαμε στην πρώτη γέφυρα. Εκεί με αποχαιρέτησε, τον ευχαρίστησα χίλιες φορές και συνέχισα να περπατάω. Πέρασα και τη δεύτερη γέφυρα και βρέθηκα στον τερματικό σταθμό του τραμ, προχωρώντας ανάμεσα σε ράγες και μαύρα σκοτάδια στο πουθενά. Περπατούσα ήδη μισή ώρα.
Τότε με προσεγγίζει ένας μεσήλικας ποδηλάτης και μου λέει: -“Hello! Είμαι αυτός από τον πύργο που ρώτησες πώς να περάσεις απέναντι. Θα κατέβω από το ποδήλατο και θα σε συνοδεύσω, για να σου δείξω τα σκαλάκια που πρέπει να κατέβεις μετά την επόμενη γέφυρα, ώστε να φτάσεις στη συνέχεια έξω από τον σταθμό του τρένου. Κατανοώ ότι για κάποιον που γνωρίζει τη διαδρομή είναι εύκολο, αλλά για κάποιον ξένο είναι εύκολο να μπερδευτεί.”
Τότε κατάλαβα, ότι τα 10 λεπτά που μου είχε πει ότι θα κάνω μέχρι την πρώτη γέφυρα, τα υπολόγιζε με "ποδηλατικούς" και όχι με "πεζοπορικούς" χρόνους. Και κάπως έτσι, μετά από σχεδόν 4 χιλιόμετρα και πενήντα λεπτά περπάτημα έφτασα, νύχτα πλέον, και χώθηκα στα στενά της πόλης για μια βραδινή περιπλάνηση.

Πέρασα από τον καθεδρικό ναό όπου η εκκωφαντική μουσική από το Λούνα Παρκ καλά κρατούσε.


Έκανα βόλτα στους δρόμους της πόλης και κατέληξα στο παραλιακό μέτωπο έξω από το καζίνο, όπου πλέον επικρατούσε ερημιά, αφού η κίνηση είχε μεταφερθεί προς το κέντρο. Πήρα βραδινές φωτογραφίες των Rock Strangers και του σιντριβανιού.



Την ώρα που σκεφτόμουν να πάρω τον δρόμο της επιστροφής προς το τρένο χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο γιος μου που με πήρε για να μάθει πώς τα περνούσα και τί ώρα σκόπευα να επιστρέψω. Μου ανακοίνωσε επίσης ότι ήταν σπίτι και μαγείρευε μακαρονάδα! Και τότε συνειδητοποίησα ότι ΟΛΗ μέρα δεν είχα φάει και δεν είχα πιει απολύτως ΤΙΠΟΤΑ. Ούτε καν πρωινό δεν είχα πάρει πριν φύγω, για μην κάνω φασαρία και τον ξυπνήσω που κοιμόταν.
Έβαλα “φτερά” στα ήδη πολύ καταπονημένα πόδια μου και για ένα λεπτό έχασα το τρένο που βρισκόταν μέσα στην αποβάθρα. Πήρα το επόμενο και έφτασα στον Sint-Pieters γύρω στις 22:30. Περπάτησα ακόμα 1,5 χιλιόμετρο και περίπου στις 23:00 έφτασα στο σπίτι. Εκείνη τη μέρα πρέπει να περπάτησα πάνω από 20-25 χιλιόμετρα και δύο ωραιότατες φουσκάλες έκαναν την εμφάνισή τους στα πόδια μου. Πόση ταλαιπωρία να αντέξουν και αυτά? Άρχισαν να διαμαρτύρονται εντόνως!
Υ.Γ @fenia42 ελπίζω αυτή η ανάρτηση για την Οστάνδη να σε βοηθήσει ώστε να αποφασίσεις, αν θα επιλέξεις να κάνεις μια απόδραση στην πόλη με την κόρη σου.
Last edited: