Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.310
- Likes
- 56.161
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Προσδοκίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Το πλυντήριο, το κάρμα, η φάρσα και ο γουρλωμάτης
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Εισαγωγή στο απόλυτο χάος
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Ντάκα και λίγο παραέξω, ghost city, πανηγύρι και ντεμέκ Ταζ Μαχάλ
- Φωτογραφίες
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Ινδία, φαγητάρες και Sivasagar
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Ναοι, ξαναφαγητάρες και Jorhat
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: Tα satras του Majuli
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: Γίββωνες στην ομίχλη, οι ορχιδέες του μάγειρα κι ένα σόου
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Ελέφαντες, ρινόκεροι, άλμα επί στηθαίου μετά μπαούλου και καλώς ήρθαμε στη Meghalaya.
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: Καταρράκτες χωρίς νερό, σπήλαια και πάλι καταρράκτες (με λίγο νερό)
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Τα μενίρ, ο ποταμός Dawki, κόμμα-διαμάντι, το καθαρότερο χωριό της Ινδίας και οι ζωντανές γέφυρες από ρίζες δέντρων.
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: H έκπληξη του Guwahati
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: Άφιξη Agartala, παλάτι-μουσείο και το ξενοδοχείο του 5,8
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15: Unakoti, το Angkor Wat (φωτιά θα πέσει να μας κάψει) της Tripura
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16: Ο ναός-τούρτα, το υδάτινο παλάτι και το one and only
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17: Το Moirang, η λίμνη Loktak, η λάσπη, οι διαδηλώσεις και ο καλός οικοδεσπότης του καταλύματος της κατσαρίδας
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18: Το Ιmphal που έπρεπε να είχα μείνει και η Nagaland
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19: Το νεκροταφείο του ΒΠΠ και το Sekrenyi
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20: Κάτι τσόντα αρχαία και άφιξη στην Καλκούτα
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21: Καλκούτα, India par Excellence
- Φωτογραφίες
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22: Αποτίμηση, εντυπώσεις και άλλα τέτοια θεωρητικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17: Το Moirang, η λίμνη Loktak, η λάσπη, οι διαδηλώσεις και ο καλός οικοδεσπότης του καταλύματος της κατσαρίδας
Ήρθε η μέρα που θα χωριζόμασταν. Πετούσαμε πάντως συμβατές ώρες, οπότε πήγαμε μαζί στο αεροδρόμιο, με ένα tuk tuk να αγκομαχάει υπό το βάρος του μπαούλου. Ο Α θα μου έλειπε, το μπαούλο του όχι. Ο Α θα πετούσε για το Νέο Δελχί, εγώ για κάποιο Imphal, την πρωτεύουσα της τέταρτης από τις πέντε αδελφές που θα επισκεπτόμουν, ονόματι Manipur.
Φυσικά στο αεροδρόμιο είχαμε ξανά-μανά τις ίδιες ενοχλητικές διαδικασίες για τα καλώδια και τις πρίζες, μετά αποχαιρετιστήκαμε και μπήκα στο τιγκαρισμένο αεροπλάνο, όντας και πάλι ο μόνος μη Ινδός. Το οποίο έγινε ακόμη εμφανέστερο με την άφιξη στο Imphal, στο αεροδρόμιο του οποίου υπάρχει διαφορετική είσοδος για αλλοδαπούς κι άλλη για Ινδούς: είχα δική μου είσοδο. Ήξερα καλά ότι θα χρειαζόταν να βγάλω επιτόπου κάποια άδεια και για το Manipur αλλά και για τη Nagaland, που μέχρι το πρόσφατο παρελθόν ήταν χρονοβόρες και δύσκολες, αλλά δεν είχα εικόνα του βαθμού δυσκολίας/ευκολίας που είχαν επιφέρει τα νέα μέτρα. Τελικώς με οδήγησαν σε κάποιο γραφειάκι, με έβαλαν να συμπληρώσω κάποιες φόρμες, να δείξω κάποια βασικά δικαιολογητικά, μου έδωσαν ένα αριθμό αδείας που κόλλησαν με ένα αυτοκόλλητο στο διαβατήριό μου, με έβαλαν να υπογράψω και μια υπεύθυνη δήλωση, να βγάλω μια φωτογραφία ένα έγγραφο που θα έπρεπε να επιδεικνύω αν μου ζητηθεί από τις αρχές... κι έφυγα. Αυτό ήταν, μισή ώρα δουλειά.
Αυτό σήμαινε πως θα μπορούσα να επισκεφθώ τη λίμνη Loktak σήμερα κιόλας αν βιαζόμουν. Βγήκα από το αεροδρόμιο, διαπίστωσα πως σε αυτή την επαρχία δε λειουτργεί η uber και βρέθηκα αντιμέτωπος με ταξιτζήδες που ήθελαν 22€ για μια απόσταση που δε φαινόταν να είναι πάνω από 40 χιλιόμετρα. Τους αγνόησα και βγήκα προς τα έξω, εμφανίστηκαν δυο-τρεις άλλοι που είχαν ένα τιμοκατάλογο όπου αναγραφόταν τιμή 18,5€ , κακώς αποφάσισα να μη χάσω άλλο χρόνο ψάχνοντας παραπάνω, με δεδομένο ότι έπρεπε να πάω στο Moirang, να βρω το κατάλυμά μου και να δω πως θα έφτανα στο χάιλάιτ της ημέρας, τη λίμνη Loktak. Εκ των υστέρων θποθέτω πως μια νορμάλ τιμή δε θα έπρεπε να είναι πάνω από 10€.
Η διαδρομή ήταν επίπεδη, με αρκετούς ορυζώνες και πρόσωπα που παρέπεμπαν σε νοτιανατολική Ασία, πράγμα απολύτως λογικό, αφού βρισκόμουν πια πολύ κοντά στη Βιρμανία. O καιρός ήταν γαρ εγγύς, εεε μουντός εννοώ και τα κτίρια δεν είχαν καμία απολύτως χάρη, υπήρχε όμως μια σχετική άπλα, ακόμη μεγαλύτερη από αυτή των υπόλοιπων “αδελφών”, καμία σχέση με τη συνήθη πυκνότητα δόμησης στην Ινδία.
Είχα δυσκολευτεί πολύ να βρω κατάλυμα στο παγκοσμίως άγνωστο Moirang, για το οποίο το μόνο που ήξερα ήταν πως μόλις και μερικές μέρες πριν υπήρχαν αναταραχές. Οι άδειες που απαιτούνται για την περιοχή δεν είναι τυχαίες, ακόμη υπάρχουν αντάρτες, καταπατήσεις δικαιωμάτων και διαδηλώσεις που συχνά είναι βίαιες. Ένα και μοναδικό κατάλυμα είχα βρει online κι επειδή δεν είμαι και πολύ picky, το διάλεξα χωρίς πολλά-πολλά, ειδικά επειδή θα ήμουν μόνος και στην τελική ένα βράδυ θα ήταν όλο κι όλο. Δυσκολεύτηκα πολύ να το βρω διότι είτε το GPS δεν είχε καλό στίγμα ή βρισκόταν μέσα σε κάποιο εντελώς ατημέλητο κτίριο, αν όχι ερειπωμένο. Πήρα τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη κι αποδείχθηκε πως ήταν το δεύτερο: έπρεπε να περάσω από ένα σκοτεινό στενό διάδρομο ανάμεσα σε δυο κτίρια, να υπερπηδήσω τη λάσπη (είχε βρέξει), να περάσω από μια εγκαταλελειμένη οικοδομή και να καταλήξω στο κτίριο όπου βρισκόταν το κατάλυμα. Το οποίο κατάλυμα ήταν ένα ευρύχωρο αλλά βρώμικο δωμάτιο, χωρίς μπάνιο, με ένα τυφλό παράθυρο και μπόλικα έντομα. Ο ευγενέστατος νέος ιδιοκτήτης μου είπε πως άμεσα θα μου έφερνε και μια λάμπα για τις διακοπές ρεύματος (!), μου έδειξε το κοινό ντους που λειτουργούσε με το σύστημα κανάτα και την κοινή τουαλέτα που θα μοιραζόμουν με άλλα πέντε δωμάτια-κουτιά, η οποία ήταν ανυψωμένη τουρκική χέστρα που κάποτε πρέπει να είχε δει καλύτερες ημέρες. Ψιλοχέστηκα -όχι κυριολεκτικά ευτυχώς- εγώ βιαζόμουν να πάω στη λίμνη Loktak, που δεν ήταν και πολύ μακριά αλλά θα σκοτείνιαζε σε τρεις ώρες κι ήθελα να κάνω τη βαρκάδα. Φιλοτιμήθηκε ο ευγενέστατος αυτός άνθρωπος να με πάει με το μηχανάκι του, ενώ πιάσαμε και κουβέντα, αφού το επίπεδο των Αγγλικών είναι πολύ καλό σε αυτό το κομμάτι της χώρας, χάρη κυρίως στους Βαπτιστές ιεραπόστολους και στην πανδαισία τοπικών γλωσσών που καθιστούν τα Αγγλικά lingua franca.
Πρiν φύγουμε αγόρασα και μια ομπρέλα στα 3€ γιατί ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει επικίνδυνα και μιας που είχα και λίγο χρόνο μέχρι να μου φέρει ο άνθρωπος κι ένα “φιδάκι για τα κουνούπια” πήγα απέναντι σε μια λαϊκή αγορά που ήταν πενταβρώμικη, πολύ αυθεντική και στην οποία εργάζονταν μόνο γυναίκες, φαντάστηκα ως μικρή εκδοχή της αντίστοιχης μεγαλύτερης και πολύ πιο διάσημης στο Imphal. Συγκράτησα τις όμορφες, εξωτικές εικόνες που θύμιζαν Βιρμανία και άσχημες και βρώμικες συνθήκες λασπίλας και σκατίλας από τις σβουνιές των αγελάδων, συν τις πρώτες σταγόνες.
Φτάσαμε πολύ γρήγορα στην προβλήτα απ' όπου φεύγουν οι βάρκες, πάνω στη λίμνη. Υπάρχει κι ένα εισιτήριο 10 ρουπιών μόλις για την είσοδο στο χώρο, το οποίο το πλήρωσε αυτός, αποχαιρετώντας με κι εξασφαλίζοντας ότι θα πλήρωνα δίκαιη και όχι “φουσκωμένη” τιμή στη βάρκα. Υπήρχε ελάχιστος κόσμος στην προβλήτα και κατάλαβα πως θα έπρεπε να περιμένω μέχρι να συμπληρωθεί έστω ένας μίνιμουμ αριθμός επιβατών, αφού εγω και 3-4 ντόπιοι δεν αρκούσαμε. Το όλο εγχείρημα φάνηκε ακόμη δυσκολότερο όταν οι μακρινοί κεραυνοί στο βάθος της όχι τόσο υποσχόμενης λίμνης πλησίασαν και στο τέλος μετατράπηκαν σε μια τέλεια καταιγίδα που κατέληξε στον ορισμό των καρεκλοπόδαρων, ευτυχώς υπήρχε ένα παράπηγμα όπου περίμενα υπομονετικά να τελειώσει, παρέα με τους τρεις κυρίους που εισέπρατταν το εισιτήριο για τη βαρκάδα, υποθέτω ως μέλη κάποιου συνεταιρισμού. Τελικώς σταμάτησε η βροχή μετά από περίπου 40 λεπτά, εμφανίστηκε άλλο ένα ζευγαράκι και μας είπαν να επιβιβαστούμε για την τελευταία βαρκάδα της ημέρας.
Για τη λίμνη Loktak ήξερα ελάχιστα πράγματα. Είχα δει μια και μόνο φωτογραφία, και προσπάθησα να μη δω άλλη, από κάτι κύκλους από επιπλέον γκαζόν στο νερό, που υπέθεσα πως είναι κάποια τεχνική ψαρέματος και η εικόνα ήταν πολύ φωτογενής, οπότε αποφάσισα πως θα άξιζε τον κόπο. Αργότερα διάβασα πως οι ντόπιοι έχουν αυτά τα επιπλέοντα “χαλάκια” από γκαζόν, τα βάζουν με τέτοιο τρόπο που να σχηματίζουν μεγάλους κύκλους, στους οποίους εγκλωβίζουν με δίχτυα τα ψάρια της λίμνης και αφού τα καλοταϊσουν τα βγάζουν για να τα πουλήσουν στην τοπική αγορά, όπως γίνεται επί αιώνες. Επίσης διάβασα πως σε κάποια από τα νησάκια που σχηματίζονται όπου είναι πιο πυκνό το γκαζόν υπήρχαν και κάποιες κοινότητες που έμοιαζαν λίγο σε αυτές των Urοs στη Βολιβία και το Περού, οι οποίες μάλλον εξαφανίζονταν και είχαν μείνει κανα-δυο σπιτάκια μόνο, για τουριστικούς λόγους, εξυπηρετώντας τον τοπικό τουρισμό βεβαίως.
Ε, μπήκαμε στη βάρκα και περίμενα να δω κάτι γραφικό. Ο καιρός δε βοηθούσε, αν και το ότι δεν έρχινε καρέκλες ήταν μια ανακούφιση. Κάναμε μια βόλτα, είδαμε κάποιες από τις επιπλέουσες “γιρλάντες”, ένα κτίσμα πάνω σε ένα νησί, 2-3 ψαράδες και... αυτάααααααα. Από ψηλά -όπως ήταν και η φωτογραφία που είχα δει- το θέαμα πρέπει να είναι πιο εντυπωσιακό, αλλά από το την επιφάνεια του νερού, με τον καιρό μουντό και την ορατότητα χαμηλή, θα χαρακτήριζα όλη την επίσκεψη μπούρδα, ή έστω παίρνει τον τίτλο της απογοήτευσης του ταξιδιού. Σα να μην έφτανε αυτό, άρχισε πάλι να βρέχει καταρρακτωδώς, αλλά ευτυχώς σταμάτησε γρήγορα. Η τελική μου εντύπωση ήταν “γι αυτό ήρθα;”.
Βρήκα ένα tuk tuk για την πόλη, αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει έτσι το Moirang, και το πρώτο μου μέλημα ήταν να βρω ένα εντομοαπωθητικό γιατί κατάλαβα ότι θα γινόταν η σφαγή του Δράμαλη στο δωμάτιο, αλλά κανένα από τα τρία δεν είχε τέτοιο προϊόν. Αποφάσισα να ξαναπάω στην αγορά να τη δω με την ησυχία μου και όντως είχε μπόλικη γραφικότητα, έστω κι αν η λάσπη και οι μυρωδιές είχαν γίνει ενοχλητικότερες. Κοίταξα να δω αν θα μπορούσα να φάω κάτι, αλλά όλοι φαινόταν να τρώνε κάτι πικρά χόρτα, αποξηραμένα ψάρια με έντονη δυσωδία και κάτι τηγανίλες, ή αραιές σούπες γεμάτες ψαροκόκκαλα. Χμ, είμαι στην Ινδία και δε βρίσκω καν αξιοπρεπές φαγητό. Ποιον κοροϊδεύω; Δεν είμαι ακριβώς στην Ινδία.
Είπα να συμβουλευτώ το φίλο μου το Γούγλη, όπου και πάλι δεν έβρισκα κάτι το εντυπωσιακό, τουλάχιστον εμφανίστηκε ένα καφέ που οι φωτογραφίες το έκαναν να φαίνεται τουλάχιστον αξιοπρεπές, αλλά όταν μπήκα μέσα η εικόνα του φαγητού δεν ήταν της προκοπής, ούτε καν για τα δικά μου μπαρουτοκαπνισμένα στάνταρ. Κάπου εκεί πέρασε μπροστά μου με το μηχανάκι του -ναι, τόσο μικρό είναι το Moirang- ο ιδιοκτήτης του καταλύματός μου, που χωρίς να με ρωτήσει τι έψαχνα μου είπε “θα σου φέρω εγώ τηγανητό ρύζι που έφτιαξα στο σπίτι, καταλαβαίνω ότι το φαγητό στην πόλη μας είναι χάλια. Δεν έχει πολλές επιλογές. Και το δωμάτιο δεν είναι καλό, αλλά ελπίζω να μπορέσεις κοιμηθείς”, μου είπε σε μια έκρηξη ειλικρίνειας και αμέσως αποφάσισα να μην αφήσω κριτική για να μην τον κάψω, άλλωστε οι μόλις τρεις κριτικές που είχε του άφηναν μια βαθμολογία πολύ καλύτερη αυτού που άξιζε και δεν ήθελα να τη χαλάσω. Μου έφερε μια σακουλίτσα με τηγανητό ρύζι που τρωγόταν μια χαρά και μιλήσαμε για λίγα λεπτά, όπου μάλιστα μου έδειξε κι ένα σπίτι που προ ολίγων ημερών είχε ανατιναχθεί από μια ρουκέτα των ανταρτών. Αυτό μου έλειπε, να φάω και καμιά ρουκέτα στο κεφάλι. Τον ευχαρίστησα, ήταν ο ορισμός του καλού host.
Έφαγα στα γρήγορα το φαγητό που τόσο απλόχερα μου είχε προσφέρει ο άνθρωπος κι έκανα μια τελευταία βόλτα στο Moirang, όπου τα μαγαζιά έκλειναν, αλλά η λάσπη παρέμενε, όπως και ενοχλητική βροχή. Φτωχική κωμόπολη θα τη χαρακτήριζα, με ανθρώπους του μόχθου που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα εν μέσω απ' ό,τι φαίνεται, περιοδικών αναταραχών. Επέστρεψα στο δωμάτιο, προσπάθησα να φορτίσω κάπως αλλά η μόνη πρίζα ήταν πολύ ψηλά, τελικώς κατάφερα να κάνω μια πυραμίδα από τραπέζι, καρέκλα και μια κατσαρόλα, στην κορυφή της οποίας έβαλα το κινητό μου ώστε να φορτίσει πριν ξεκινήσει το blackout.
Το κρεβάτι ήταν μάλλον βρώμικι, για την κοινή ντουσιέρα και τουαλέτα ούτε λόγος πλην μιας “κατάθεσης σε ρευστό” αντί για “σκληρό νόμισμα” και σκότωσα με το παπούτσι μου και μια κατσαρίδα, αφήνοντας μια ωραία πατημασιά στον τοίχο. Έκανε και ψυχρούλα, ψιλοσιχαινόμουν τα σεντόνια κι αποφάσισα να ξαπλώσω με τα ρούχα και να γράψω το ημερολόγιό μου. Ήταν αποτυχία η σημερινή μέρα; Ε, επιτυχία δεν την έλεγες, σκέφτηκα, αλλά κάθε νέο μέρος που βλέπεις κάτι σου προσφέρει, κάθε νέα εμπειρία είναι όμορφη, θα υπάρχουν και αποτυχίες, αναλογίστηκα. Στην τελική, πόσοι άνθρωποι έχουν περάσει τη νύχτα τους στο Moirang;
Λίγα λεπτά αργότερα κατάλαβα γιατί κανένας ξένος δε διανυκτερεύει εκεί: οι φωνές αρχικά ήταν μακρινές, αλλά όσο πλησίαζαν έγινε ξεκάθαρο πως πρόκειται για διαδήλωση, με ντουντούκες, συνθήματα και μάλλον θυμωμένο ύφος. Όσο πλησίαζαν τόσο πιο έντονες ήταν και ο θυμός γινόταν όλο και εντονότερος. Με έτρωγε η περιέργεια να βγω και να δω τι γίνεται, αλλά γκουγκλάροντας να δω τι είχε συμβεί τις προηγούμενες ημέρες διάβασα για αιματηρές συγκρούσεις κι επιθέσεις κατά “ξένων”, υποθέτω Βιρμανών, οπότε είπα να περιοριστώ στο ρόλο του αυτήκοου μάρτυρα, άλλωστε στο κτίριο δεν υπήρχε ρεσεψιόν ή κάτι άλλο, αν έμπλεκα πουθενά και με έπαιρναν στο κυνήγι δε θα με βοηθούσε και κανείς. Η πορεία της διαδήλωση ήταν μάλλον κυκλική, αφού φάνηκε να περνάει τρεις φορές από το κτίσμα όπου βρισκόμουν και μετά ξεθύμανε, ίσως και λόγω της νέας μπόρας. Καλά ήμουν εκεί κλεισμένος, έγραψα το ημερολόγιό μου και κοιμήθηκα όσο μπορούσα. Την επόμενη κατάλαβα ότι έπρεπε να είχα διανυκτερεύσει στο Imphal, για πολλούς λόγους. Δεν πειράζει, όσο μεγαλώνουμε μαθαίνουμε, παιδί είμαι ακόμη.