mikrh tsopana
Member
- Μηνύματα
- 1.794
- Likes
- 8.438
- Επόμενο Ταξίδι
- Ελλάδα-Παλέρμο-Μπιλμπάο
- Ταξίδι-Όνειρο
- θα το αποφασίσω αύριο
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Εκουαδόρ-Κίτο
- Εκουαδόρ-Κίτο (B)
- Εκουαδόρ-Mompiche
- Εκουαδόρ-Ιστορικό Κέντρο
- Εκουαδόρ-Baños
- Βραζιλία
- Καταρράκτες Ιγουασού-Αργεντινή-Βραζιλία
- Παραγουάη
- Αργεντινή-Σάλτα
- Αργεντινή-Σάλτα (B)
- Αργεντινή-Σάλτα (Γ)
- Εκουαδόρ-Μέση Του Κόσμου
- Εκουαδόρ-Οταβάλο
- Εκουαδόρ-Αμαζόνιος
- Εκουαδόρ-Puerto Lopez,Manabi
- Εκουαδόρ-Λίμνη Κιλοτόα
- Κολομβία-Εσωτερικές Διαδρομές
- Κολομβία-San Agustin
- Κολομβία-Νέιβα
- Κολομβία-Έρημος Τατακόα
- Κολομβία-Μέχρι την Μπογκοτά
- Κολομβία-Μπογκοτά
- Κολομβία-Βίγια δε Λέιβα, Μπαριτσάρα
- Κολομβία-Μεντεγίν-Καρταχένα
- Κολομβία-Καρταχένα δε Ίντιας
- Κολομβία-Playa Blanca
- Επίλογος
Κεφάλαιο 3: Κολομβία
Υποκεφάλαιο 3.4: Βίγια δε Λέιβα, Μπαριτσάρα
Τίτλος : Εφιάλτης στο δρόμο μέχρι το χόστελ
Εναλλακτικός τίτλος: Η μικρή τσοπάνα και η μικρή Ολλανδέζα
Οι στροφές μέχρι τη Βίγια δε Λέιβα διαδεχόταν η μία την άλλη. Η τσοπάνα ένιωσε το στομάχι της να στριφογυρίζει και να δένεται κόμπο έτσι που να μοιάζει με το δρόμο-κουλούρι Θεσσαλονίκης στον οποίο βρισκόταν επί 4 σχεδόν ώρες. Η βροχή έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα και αύξανε επικίνδυνα την αδρεναλίνη της αθώας χωριατοπούλας, που για να αντέξει κούμπωσε μία δραμαμίνη.
Αυτή της την εμπειρία τη μοιραζόταν με τη συνταξιδιώτισσα Σάρα, την οποία γνώρισε στη Μπογκοτά και με την οποία θα περνούσε αρκετό από το υπόλοιπο διάστημα που της έμενε σε αυτή την όμορφη χώρα. Μαζί πήραν ταξί χωρίς πολλά λόγια για το χόστελ και –ω! τί έκπληξις!- βρήκαν ακριβώς εκεί και μία άλλη Ολλανδεζα συνταξιδιώτισσα που είχαν επίσης γνωρίσει στη Μπογκοτά. Οι 3 τους πήγαν στη ρεσεψιόν για το δωμάτιο που είχαν κλείσει. Από την αρχή ο ρεσεψιονίστ δεν είχε κάτσει καλά στην τσο, αφού έκανε ότι τα ήξερε όλα. Όταν πήρε λοιπόν το διαβατήριό της να σημειώσει τα στοιχεία της και σημείωσε τα λάθος στοιχεία(ελληνικοί χαρακτήρες) παρά τις προειδοποιήσεις της τσό και αφού την είχε διαβεβαιώσει πως ξέρει, η τσοπάνα χάρηκε!
Το δωμάτιο ήταν άνετο και είχε δικό του μπάνιο(που εν τέλει δεν είχε ζεστό νερό). Χαλάλι το 10ευρω! Μία συζήτηση που είχαν οι 3 κορασίδες μέχρι να μπουν στο δωμάτιο είχε αποδειχτεί ωφέλιμη για την τσοπάνα. Έλεγε λοιπόν η τσοπάνα ότι δεν της αρέσουν οι κουκέτες και οι άλλες δύο έλεγαν ότι δεν είχαν πρόβλημα. Όταν μπαίνουν στο δωμάτιο αντικρύζουν δύο κουκέτες, ένα μονό αλλά πιασμένο κρεβάτι και ένα διπλό. Το οποίο χωρίς η τσοπάνα να το ζητήσει, η ευγενική Ελβετίδα και η μικρή ολλανδέζα της το παραχώρησαν.
H μέρα ξημέρωσε όμορφα με ένα νόστιμο πρωινό και η τσο και η Σάρα μαζί με τον Κλεμάν, έναν Γάλλο που η Σάρα είχε γνωρίσει κατα το ταξίδι της στις ΗΠΑ και βρέθηκε-ω! τί έκπληξις!- στο ίδιο εκείνο χόστελ, ξεκίνησαν για το «κέντρο». Η Βίγια δε Λέιβα είναι ένα γραφικό χωριό ανατολικά της Μπογκοτά με χαρακτηριστική πλατεία και ένα γνωστό «αστρονομικό σταθμό» προκολομβιανής εποχής με φαλλόσχημους μονόλιθους. Η μέρα ήτο βροχερή, από τις πρώτες βροχερές μέρες μετά από μία περίοδο μεγάλης ξηρασίας, η οποία τα τελευταία χρόνια μαστίζει την Κολομβία και την οποία η τσο δε συνάντησε μιας και όπου πήγαινε, έβρεχε. Μέχρι να ηρεμήσει η βροχή οι 3 φίλοι έφαγαν το μενού α λα καρτ που ήταν σε προσφορά και ήταν από τα μόνα φθηνά σε αυτό το μάλλον τουριστικό μέρος. Στη συνέχεια επισκέφθηκαν τον αστρονομικό σταθμό για να επιβεβαιώσει η τσοπάνα την άποψή της, πώς αυτό το μέρος είναι υπερτιμημένο. Κατα την επιστροφή ο Κλεμάν αποχώρησε για το Μεντεγίν αφήνοντας δύο άτομα χωρίς προσανατολισμό να γυρίσουν «σπίτι». Η τσο, που δε γνώριζε ότι η Σάρα έπαιζε το ίδιο βρώμικο παιχνίδι, την εμπιστεύτηκε και έτσι πήρε τον ανήφορο χωρίς πολλά πολλά. Όταν είχε πια περάσει πάρα μα πάρα πολλή ώρα από τη στιγμή που είχαν ξεκινήσει και ένιωθε ότι έχουν ανέβει πάρα πολύ ρώτησε ανήσυχη τη Σάρα για να της απαντήσει αυτή ότι «πάνε καλά». Είχε ήδη νυχτώσει τελείως και είχαν ανέβει ακόμη πιο πάνω όταν η Σάρα της ξεφούρνισε ότι μάλλον κάποιο λάθος έχουν κάνει και ότι ούτε αυτή έχει προσανατολισμό. Αν και οι συνθήκες(νύχτα, μόνες σε ένα έρημο βουναλάκι χωρίς σπίτια ) δεν ήταν και οι καλύτερες, η τσοπάνα δεν τρομοκρατήθηκε όπως θα έκανε αντίστοιχα στο Εκουαδόρ, γιατί ο αντιπαθητικός ρεσεψιονίστ την είχε επιβεβαιώσει ότι το χωριό είναι απολύτως ασφαλές. Ρωτώντας όσους σταμάτησαν με τα μηχανάκια, κατάλαβαν πως είχαν φύγει πολύ έξω από το χωριό και ότι ήταν πιο κοντά σε ένα άλλο χωριό. Ένας ευγενικός παππούς προσφέρθηκε να της πάρει, όμως η τσο που εμπιστεύεται τους ανθρώπους αλλά πάνω απ’όλα το ένστικτό της αρνήθηκε και έτσι οι κορασίδες πήραν μόνες το δρόμο της επιστροφής. Όταν ξεκίνησαν να φαίνονται διάφορα σπίτια ένιωσαν ανακούφιση και, ρωτώντας μία ομάδα παιδιών που έπαιζε στο δρόμο, βρήκαν το δρόμο της επιστροφής.
Στο δρόμο μέχρι το "κέντρο"
Η Σάρα και ο Κλεμάν
Η περίφημη αφαιρετική πλατεία
Ο αστρονομικός σταθμός
Σόδομα και Γόμορρα
Η επόμενη μέρα δεν ήταν και πολύ καλή για την τσο αφού εκτός από μία μικρή βόλτα στην πλατεία για καφέ, πέρασε το υπόλοιπο της μέρας ακούγοντας τις απόψεις μιας ελβετίδας και δύο πια ολλανδών για την ελληνική κρίση, τις προτάσεις καθενός για το πώς θα έπρεπε η κυβέρνησις να χειριστεί το εθνικόν αυτό ζήτημα και το κράξιμο για το πόσο ανεύθυνοι και τεμπέληδες είναι οι έλληνες, ενώ όταν η ίδια έκανε νύξη στο βασιλιά της Ολλανδίας οι δύο Ολλανδοί ευθαρσώς δήλωσαν πως «έχει πλάκα, είναι άξιος ο μισθός του γιατί καταφέρνει διπλωματικές συνεργασίες και το κυριότερο: όταν έχει γενέθλια είναι αργία και πίνουν στους δρόμους και περνάνε τέλεια! Ε τώρα για τους άνεργους και τους άστεγους, πρόβλημά τους. Ας μην ήταν στο κάτω κάτω!»
Ο 5 ώρες δρόμος για τη Μπαριτσάρα ήταν πιο φιλικός προς την τσοπάνα. Απ την αρχή η Μπαριτσάρα την κέρδισε σε όλα της, από το –ανυπόφορο μετά από τόσο κρύο- ζεστό κλίμα της μέχρι τα όμορφα στενά και τους χαρούμενους ανθρώπους. Και εδώ ο ρεσεψιονίστ ήταν πιο συμπαθητικός! Το πρώτο βράδυ τσοπάνα και Σάρα δείπνησαν σε ένα βέτζε ρεστοράν πίνοντας το δροσιστικότατο βέρτζιν κοκτέηλ από λάημ.
Οι δυό συνταξιδιώτισσες είχαν αποφασίσει πως το επόμενο πρωί θα πάνε με τα πόδια στο χωριό Γκουανέ περπατώντας 8 χιλιόμετρα μέσα από ένα πεζοπορικό δρομάκι για να θαυμάσουν τη θέα. Αρκετά αφελείς ξεκίνησαν τη διαδρομή στις 12+ το μεσημέρι με τον υδράργυρο να είναι σίγουρα γύρω στους 30 βαθμούς και το δρομάκι να μην έχει σκιά. Οι δύο έξυπνες φίλες δεν είχαν πάρει ούτε νερό και έτσι η διαδρομή έγινε ένα μαρτύριο, ειδικά για την τσοπάνα που γκρίνιαζε ότι δε μπορεί να φτάσει μέχρι το τέλος, μιας και εκτός από τη ζέστη ο δρόμος ανηφόριζε(και κατηφόριζε) σε αρκετά σημεία. Η Σάρα, που της έριχνε μια 20αριά χρόνια, είχε προχωρήσει αρκετά(εντάξει είναι κάθε σ-κ στις Άλπεις είπε η τσοπάνα για να παρηγορηθεί). Όταν η τσο έφτασε ένας κυριούλης της είπε πως η φίλη της την περιμένει στο μαγαζί του, που δεν ήταν παρά ένα μικρό σπιτάκι που πουλούσε νερό και καπέλα και μέσα στο οποίο ζούσαν επίσης αυτός, η γυναίκα και τα παιδιά τους. Με το που η τσο έφτασε ζήτησε επειγόντως νερό και στη συνέχεια έπιασε κουβέντα με την οικογένεια, που απέδειξεγια μία ακόμη φορά ότι δικαίως οι κολομβιανοί είναι για την τσοπάνα πανέμορφοι σε επίπεδο ψυχής άνθρωποι.
Ο δρόμος από μακριά
Ο δρόμος από πιο κοντά
Μήτε πιθαμή σκιάς για την τσο
Ο καλοσυνάτος κύριος
Επιστροφή στη Μπαριτσάρα
Μία βόλτα στο χωριό και οι δυο φίλες γύρισαν πίσω, με λεωφορείο αυτή τη φορά. Στην περιοχή υπήρχε μια κινητικότητα μιας και ήταν το Σάββατο πριν τη μεγάλη εβδομάδα και εκείνη τη μέρα θα έφτανε ο πρωθυπουργός ερχόμενος με τα πόδια(από πού άγνωστον!). Οι δύο φίλες αποχωρίστηκαν προσωρινά και η τσοπάνα έκανε μια βόλτα στο ασυζήτητα ρομαντικό χωριό, αγόρασε το διάσημο σνακ της περιοχής «ορμίγας κουλόνας»(=χοντροκόλικα μυρμήγκια) που είναι στην ουσία μυρμήγκια τηγανισμένα και αλατισμένα, σαν τα τσιπς τα δικά μας ένα πράμα. Αυτό το σνακ δεν το έφαγε ποτέ. Την επόμενη μέρα θα έφευγε για το Μεντεγίν...
Υποκεφάλαιο 3.4: Βίγια δε Λέιβα, Μπαριτσάρα
Τίτλος : Εφιάλτης στο δρόμο μέχρι το χόστελ
Εναλλακτικός τίτλος: Η μικρή τσοπάνα και η μικρή Ολλανδέζα
Οι στροφές μέχρι τη Βίγια δε Λέιβα διαδεχόταν η μία την άλλη. Η τσοπάνα ένιωσε το στομάχι της να στριφογυρίζει και να δένεται κόμπο έτσι που να μοιάζει με το δρόμο-κουλούρι Θεσσαλονίκης στον οποίο βρισκόταν επί 4 σχεδόν ώρες. Η βροχή έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα και αύξανε επικίνδυνα την αδρεναλίνη της αθώας χωριατοπούλας, που για να αντέξει κούμπωσε μία δραμαμίνη.
Αυτή της την εμπειρία τη μοιραζόταν με τη συνταξιδιώτισσα Σάρα, την οποία γνώρισε στη Μπογκοτά και με την οποία θα περνούσε αρκετό από το υπόλοιπο διάστημα που της έμενε σε αυτή την όμορφη χώρα. Μαζί πήραν ταξί χωρίς πολλά λόγια για το χόστελ και –ω! τί έκπληξις!- βρήκαν ακριβώς εκεί και μία άλλη Ολλανδεζα συνταξιδιώτισσα που είχαν επίσης γνωρίσει στη Μπογκοτά. Οι 3 τους πήγαν στη ρεσεψιόν για το δωμάτιο που είχαν κλείσει. Από την αρχή ο ρεσεψιονίστ δεν είχε κάτσει καλά στην τσο, αφού έκανε ότι τα ήξερε όλα. Όταν πήρε λοιπόν το διαβατήριό της να σημειώσει τα στοιχεία της και σημείωσε τα λάθος στοιχεία(ελληνικοί χαρακτήρες) παρά τις προειδοποιήσεις της τσό και αφού την είχε διαβεβαιώσει πως ξέρει, η τσοπάνα χάρηκε!
Το δωμάτιο ήταν άνετο και είχε δικό του μπάνιο(που εν τέλει δεν είχε ζεστό νερό). Χαλάλι το 10ευρω! Μία συζήτηση που είχαν οι 3 κορασίδες μέχρι να μπουν στο δωμάτιο είχε αποδειχτεί ωφέλιμη για την τσοπάνα. Έλεγε λοιπόν η τσοπάνα ότι δεν της αρέσουν οι κουκέτες και οι άλλες δύο έλεγαν ότι δεν είχαν πρόβλημα. Όταν μπαίνουν στο δωμάτιο αντικρύζουν δύο κουκέτες, ένα μονό αλλά πιασμένο κρεβάτι και ένα διπλό. Το οποίο χωρίς η τσοπάνα να το ζητήσει, η ευγενική Ελβετίδα και η μικρή ολλανδέζα της το παραχώρησαν.
H μέρα ξημέρωσε όμορφα με ένα νόστιμο πρωινό και η τσο και η Σάρα μαζί με τον Κλεμάν, έναν Γάλλο που η Σάρα είχε γνωρίσει κατα το ταξίδι της στις ΗΠΑ και βρέθηκε-ω! τί έκπληξις!- στο ίδιο εκείνο χόστελ, ξεκίνησαν για το «κέντρο». Η Βίγια δε Λέιβα είναι ένα γραφικό χωριό ανατολικά της Μπογκοτά με χαρακτηριστική πλατεία και ένα γνωστό «αστρονομικό σταθμό» προκολομβιανής εποχής με φαλλόσχημους μονόλιθους. Η μέρα ήτο βροχερή, από τις πρώτες βροχερές μέρες μετά από μία περίοδο μεγάλης ξηρασίας, η οποία τα τελευταία χρόνια μαστίζει την Κολομβία και την οποία η τσο δε συνάντησε μιας και όπου πήγαινε, έβρεχε. Μέχρι να ηρεμήσει η βροχή οι 3 φίλοι έφαγαν το μενού α λα καρτ που ήταν σε προσφορά και ήταν από τα μόνα φθηνά σε αυτό το μάλλον τουριστικό μέρος. Στη συνέχεια επισκέφθηκαν τον αστρονομικό σταθμό για να επιβεβαιώσει η τσοπάνα την άποψή της, πώς αυτό το μέρος είναι υπερτιμημένο. Κατα την επιστροφή ο Κλεμάν αποχώρησε για το Μεντεγίν αφήνοντας δύο άτομα χωρίς προσανατολισμό να γυρίσουν «σπίτι». Η τσο, που δε γνώριζε ότι η Σάρα έπαιζε το ίδιο βρώμικο παιχνίδι, την εμπιστεύτηκε και έτσι πήρε τον ανήφορο χωρίς πολλά πολλά. Όταν είχε πια περάσει πάρα μα πάρα πολλή ώρα από τη στιγμή που είχαν ξεκινήσει και ένιωθε ότι έχουν ανέβει πάρα πολύ ρώτησε ανήσυχη τη Σάρα για να της απαντήσει αυτή ότι «πάνε καλά». Είχε ήδη νυχτώσει τελείως και είχαν ανέβει ακόμη πιο πάνω όταν η Σάρα της ξεφούρνισε ότι μάλλον κάποιο λάθος έχουν κάνει και ότι ούτε αυτή έχει προσανατολισμό. Αν και οι συνθήκες(νύχτα, μόνες σε ένα έρημο βουναλάκι χωρίς σπίτια ) δεν ήταν και οι καλύτερες, η τσοπάνα δεν τρομοκρατήθηκε όπως θα έκανε αντίστοιχα στο Εκουαδόρ, γιατί ο αντιπαθητικός ρεσεψιονίστ την είχε επιβεβαιώσει ότι το χωριό είναι απολύτως ασφαλές. Ρωτώντας όσους σταμάτησαν με τα μηχανάκια, κατάλαβαν πως είχαν φύγει πολύ έξω από το χωριό και ότι ήταν πιο κοντά σε ένα άλλο χωριό. Ένας ευγενικός παππούς προσφέρθηκε να της πάρει, όμως η τσο που εμπιστεύεται τους ανθρώπους αλλά πάνω απ’όλα το ένστικτό της αρνήθηκε και έτσι οι κορασίδες πήραν μόνες το δρόμο της επιστροφής. Όταν ξεκίνησαν να φαίνονται διάφορα σπίτια ένιωσαν ανακούφιση και, ρωτώντας μία ομάδα παιδιών που έπαιζε στο δρόμο, βρήκαν το δρόμο της επιστροφής.
Στο δρόμο μέχρι το "κέντρο"
Η Σάρα και ο Κλεμάν
Η περίφημη αφαιρετική πλατεία
Ο αστρονομικός σταθμός
Σόδομα και Γόμορρα
Η επόμενη μέρα δεν ήταν και πολύ καλή για την τσο αφού εκτός από μία μικρή βόλτα στην πλατεία για καφέ, πέρασε το υπόλοιπο της μέρας ακούγοντας τις απόψεις μιας ελβετίδας και δύο πια ολλανδών για την ελληνική κρίση, τις προτάσεις καθενός για το πώς θα έπρεπε η κυβέρνησις να χειριστεί το εθνικόν αυτό ζήτημα και το κράξιμο για το πόσο ανεύθυνοι και τεμπέληδες είναι οι έλληνες, ενώ όταν η ίδια έκανε νύξη στο βασιλιά της Ολλανδίας οι δύο Ολλανδοί ευθαρσώς δήλωσαν πως «έχει πλάκα, είναι άξιος ο μισθός του γιατί καταφέρνει διπλωματικές συνεργασίες και το κυριότερο: όταν έχει γενέθλια είναι αργία και πίνουν στους δρόμους και περνάνε τέλεια! Ε τώρα για τους άνεργους και τους άστεγους, πρόβλημά τους. Ας μην ήταν στο κάτω κάτω!»
Ο 5 ώρες δρόμος για τη Μπαριτσάρα ήταν πιο φιλικός προς την τσοπάνα. Απ την αρχή η Μπαριτσάρα την κέρδισε σε όλα της, από το –ανυπόφορο μετά από τόσο κρύο- ζεστό κλίμα της μέχρι τα όμορφα στενά και τους χαρούμενους ανθρώπους. Και εδώ ο ρεσεψιονίστ ήταν πιο συμπαθητικός! Το πρώτο βράδυ τσοπάνα και Σάρα δείπνησαν σε ένα βέτζε ρεστοράν πίνοντας το δροσιστικότατο βέρτζιν κοκτέηλ από λάημ.
Οι δυό συνταξιδιώτισσες είχαν αποφασίσει πως το επόμενο πρωί θα πάνε με τα πόδια στο χωριό Γκουανέ περπατώντας 8 χιλιόμετρα μέσα από ένα πεζοπορικό δρομάκι για να θαυμάσουν τη θέα. Αρκετά αφελείς ξεκίνησαν τη διαδρομή στις 12+ το μεσημέρι με τον υδράργυρο να είναι σίγουρα γύρω στους 30 βαθμούς και το δρομάκι να μην έχει σκιά. Οι δύο έξυπνες φίλες δεν είχαν πάρει ούτε νερό και έτσι η διαδρομή έγινε ένα μαρτύριο, ειδικά για την τσοπάνα που γκρίνιαζε ότι δε μπορεί να φτάσει μέχρι το τέλος, μιας και εκτός από τη ζέστη ο δρόμος ανηφόριζε(και κατηφόριζε) σε αρκετά σημεία. Η Σάρα, που της έριχνε μια 20αριά χρόνια, είχε προχωρήσει αρκετά(εντάξει είναι κάθε σ-κ στις Άλπεις είπε η τσοπάνα για να παρηγορηθεί). Όταν η τσο έφτασε ένας κυριούλης της είπε πως η φίλη της την περιμένει στο μαγαζί του, που δεν ήταν παρά ένα μικρό σπιτάκι που πουλούσε νερό και καπέλα και μέσα στο οποίο ζούσαν επίσης αυτός, η γυναίκα και τα παιδιά τους. Με το που η τσο έφτασε ζήτησε επειγόντως νερό και στη συνέχεια έπιασε κουβέντα με την οικογένεια, που απέδειξεγια μία ακόμη φορά ότι δικαίως οι κολομβιανοί είναι για την τσοπάνα πανέμορφοι σε επίπεδο ψυχής άνθρωποι.
Ο δρόμος από μακριά
Ο δρόμος από πιο κοντά
Μήτε πιθαμή σκιάς για την τσο
Ο καλοσυνάτος κύριος
Επιστροφή στη Μπαριτσάρα
Μία βόλτα στο χωριό και οι δυο φίλες γύρισαν πίσω, με λεωφορείο αυτή τη φορά. Στην περιοχή υπήρχε μια κινητικότητα μιας και ήταν το Σάββατο πριν τη μεγάλη εβδομάδα και εκείνη τη μέρα θα έφτανε ο πρωθυπουργός ερχόμενος με τα πόδια(από πού άγνωστον!). Οι δύο φίλες αποχωρίστηκαν προσωρινά και η τσοπάνα έκανε μια βόλτα στο ασυζήτητα ρομαντικό χωριό, αγόρασε το διάσημο σνακ της περιοχής «ορμίγας κουλόνας»(=χοντροκόλικα μυρμήγκια) που είναι στην ουσία μυρμήγκια τηγανισμένα και αλατισμένα, σαν τα τσιπς τα δικά μας ένα πράμα. Αυτό το σνακ δεν το έφαγε ποτέ. Την επόμενη μέρα θα έφευγε για το Μεντεγίν...