mikrh tsopana
Member
- Μηνύματα
- 1.794
- Likes
- 8.438
- Επόμενο Ταξίδι
- Ελλάδα-Παλέρμο-Μπιλμπάο
- Ταξίδι-Όνειρο
- θα το αποφασίσω αύριο
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Εκουαδόρ-Κίτο
- Εκουαδόρ-Κίτο (B)
- Εκουαδόρ-Mompiche
- Εκουαδόρ-Ιστορικό Κέντρο
- Εκουαδόρ-Baños
- Βραζιλία
- Καταρράκτες Ιγουασού-Αργεντινή-Βραζιλία
- Παραγουάη
- Αργεντινή-Σάλτα
- Αργεντινή-Σάλτα (B)
- Αργεντινή-Σάλτα (Γ)
- Εκουαδόρ-Μέση Του Κόσμου
- Εκουαδόρ-Οταβάλο
- Εκουαδόρ-Αμαζόνιος
- Εκουαδόρ-Puerto Lopez,Manabi
- Εκουαδόρ-Λίμνη Κιλοτόα
- Κολομβία-Εσωτερικές Διαδρομές
- Κολομβία-San Agustin
- Κολομβία-Νέιβα
- Κολομβία-Έρημος Τατακόα
- Κολομβία-Μέχρι την Μπογκοτά
- Κολομβία-Μπογκοτά
- Κολομβία-Βίγια δε Λέιβα, Μπαριτσάρα
- Κολομβία-Μεντεγίν-Καρταχένα
- Κολομβία-Καρταχένα δε Ίντιας
- Κολομβία-Playa Blanca
- Επίλογος
Κεφάλαιο 2: Νότος της νότιας Αμερικής
Υποκεφάλαιο 2.1: Καταρράκτες Ιγουασού-Αργεντινή-Βραζιλία
Τίτλος: H μεταμόρφωση της τσοπάνας
Μέρος πρώτο:
Για τους καταρράκτες, ειδικά από τη μεριά της Αργεντινής που είναι σε πλήθος πολύ περισσότεροι, προτιμώ αντί να παραθέσω τεχνικές λεπτομέρεις, τις οποίες αν μπορώ είμαι σε θέση να προσφέρω αφού ερωτηθώ, να παραθέσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου. Γιατί πολύ απλά και τα δύο ήταν τόσο έντονα που πραγματικά πιστεύω ότι χωρίς αυτά δε μπορώ να μεταδώσω ούτε το 1/1000 της εικόνας των καταρρακτών.
Μέρος δεύτερο:
Και έρχεται η στιγμή που ο άνθρωπος καταλαβαίνει πως δεν είναι μόνος του σ’αυτή τη γη. Κι έρχεται η στιγμή που τα έργα του ανθρώπου, όσο θαυμαστά κι αν είναι, δε μπορούν να συγκριθούν με τα έργα της φύσης. Κι έρχεται η στιγμή που η μεγαλύτερη δύναμη του ανθρώπου, η λογική, ωχριά μπροστά στη μεγαλύτερη δύναμη της φύσης, στην ορμή. Και τότε ο άνθρωπος, όσο εγωιστής κι αν είναι, δε μπορεί παρά να θαυμάσει αυτή την αλλόκοτη εξουσία που του ασκείται. Και τότε ο άνθρωπος δε μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα παρατηρητής. Και τότε ο άνθρωπος δε μπορεί παρά να υποκλιθεί στο βασίλειο της φύσης, που τον γέννησε αλλά και στο βασίλειο των ζώων, από το οποίο κατάγεται.
---
Λένε ότι αυτό που μας ξεχωρίζει πιο πολύ από ένα ζώο είναι η λογική, η ικανότητα να σκεφτόμαστε τετράγωνα, να κρίνουμε και συνεπώς να εξελισσόμαστε. Υπάρχουν στιγμές, όμως, που συνειδητοποιεί κανείς πως η λογική είναι απλά μία άκρη στον κόσμο του παραλογισμού και πως το Ύψιστο, αυτό που μας ξεπερνά, δεν είναι ανάγκη να έχει λογική. Το αντίθετο, όσο πιο μακρινή είναι η λογική σε κάτι, τόσο πιο πολύ σε εξουσιάζει, γιατί καταβάθος ο άνθρωπος αγαπά τον παραλογισμό, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ζώο.
Η τσοπάνα, αν και όπως θα μαντεύετε είναι άνθρωπος που αγαπά τα ζώα, και δη τα προβατάκια της, αν είχε την επιλογή δε θα ήθελε να είναι τίποτε άλλο παρά μόνο άνθρωπος. Μέχρι εκείνη τη μέρα.
----
Έμενε να κοιτάζει συνεπαρμένη αυτή την απίστευτη πηγή δύναμης, ενέργειας. Ανέκαθεν λάτρευε τους καταρράκτες, έβρισκε σ’αυτούς μιαν απίστευτη ηρεμία, σαν το νερό που έπεφτε με δύναμη στη γη να κουβαλούσε όλη την ένταση, όλη την αρνητική ενέργεια. Η γη, ανέκαθεν ιδιοκτήτρια αυτού του πόστου, αναλάμβανε στη συνέχεια να ρουφήξει στα τρίσβαθά της κάθε μόριο αυτής της κακιάς ενέργειας και να αφήσει στο νερό που απομένει ηρεμία, ξεκούραση. Θα έλεγε λοιπόν κανείς πως η ίδια η γη είναι φίλτρο αρνητικής ενέργειας τοποθετημένο στο στόμιο ενός πελώριου νεροχύτη, στο ακούμπημα του καταρράκτη με την πέτρα.
Προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι, να νιώσει θαυμασμό, λύπη, χαρά, ο,τιδήποτε. Μα το μυαλό της ήτανε στα αλήθεια μουδιασμένο. Ήτανε τόσο μουδιασμένο που όποια σκέψη κι αν πετούσε μέσα του, εκείνο δεν ένιωθε τίποτα, ούτε πόνο ούτε κορεσμό. Κι έτσι, βρήκε ευκαιρία να πετάξει όσες πιο πολλές σκέψεις μπορούσε, μην αφήνοντας στιγμή για ξεκούραση ανάμεσα στις αναπνοές που γίνονταν όλο και πιο αραιές, όλο και πιο βαθιές και τα κλικ της φωτογραφίας που γίνονταν όλο και πιο γρήγορα.
Ξαφνικά οι κόρες των ματιών της, που στον καθρέφτη τους επί ώρα ήταν ορατή μόνο αυτή η υγρή δύναμη, γέμισαν με κάτι άλλο. Το μυαλό της άρχισε να ξεμουδιάζει. Τώρα ένιωθε πόνο, τα συναισθήματα έπεφταν με ορμή εφάμιλλη αυτή του νερού στον καταρράκτη, χτυπούσαν τα ερεθισμένα τοιχώματα του μυαλού, κλωτσούσαν με δύναμη τα τύμπανα των αφτιών, έβαζαν φωτιά στα μάτια της. Η τσοπάνα προσπαθούσε ματαίως να βρει μιαν ομπρέλα, να προφυλαχτεί από αυτή την καταιγίδα. Ύστερα από πολλή προσπάθεια να αντισταθεί, λύγισε. Το μυαλό της εκτινάχθηκε, οι σκέψεις της έπεσαν στο ποτάμι, η ίδια μετουσιώθηκε σε αυτό το «άλλο» που γέμισε τη ματιά της, που ανατίναξε το μυαλό της, που άλλαξε το Είναι της. Τώρα πια ήταν ένας γύπας, τώρα πια μπορούσε κι αυτή να πετάει ακριβώς πάνω απ’τους καταρράκτες, να τους εξουσιάζει με τον τρόπο της. Τί να σκέφτεται άραγε ένας γύπας που έχει τη δυνατότητα να ζει αυτή την εμπειρία της δωρεάν πτήσης καθημερινά; Να μπορεί άραγε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ύπαρξής του, το μεγαλείο της φύσης, την υπεροχή του έναντι στους ανθρώπους που όσο κι αν προσπαθούν, είναι αναγκασμένοι να θαυμάζουν τη γη από τη γη; Δε θα το μάθουμε ποτέ, γιατί η τσοπάνα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των γιατρών και με δική της ευθύνη, δε γύρισε ποτέ πίσω στον πεζό κόσμο των ανθρώπων.
Υποκεφάλαιο 2.1: Καταρράκτες Ιγουασού-Αργεντινή-Βραζιλία
Τίτλος: H μεταμόρφωση της τσοπάνας
Μέρος πρώτο:
Για τους καταρράκτες, ειδικά από τη μεριά της Αργεντινής που είναι σε πλήθος πολύ περισσότεροι, προτιμώ αντί να παραθέσω τεχνικές λεπτομέρεις, τις οποίες αν μπορώ είμαι σε θέση να προσφέρω αφού ερωτηθώ, να παραθέσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου. Γιατί πολύ απλά και τα δύο ήταν τόσο έντονα που πραγματικά πιστεύω ότι χωρίς αυτά δε μπορώ να μεταδώσω ούτε το 1/1000 της εικόνας των καταρρακτών.
Μέρος δεύτερο:
Και έρχεται η στιγμή που ο άνθρωπος καταλαβαίνει πως δεν είναι μόνος του σ’αυτή τη γη. Κι έρχεται η στιγμή που τα έργα του ανθρώπου, όσο θαυμαστά κι αν είναι, δε μπορούν να συγκριθούν με τα έργα της φύσης. Κι έρχεται η στιγμή που η μεγαλύτερη δύναμη του ανθρώπου, η λογική, ωχριά μπροστά στη μεγαλύτερη δύναμη της φύσης, στην ορμή. Και τότε ο άνθρωπος, όσο εγωιστής κι αν είναι, δε μπορεί παρά να θαυμάσει αυτή την αλλόκοτη εξουσία που του ασκείται. Και τότε ο άνθρωπος δε μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα παρατηρητής. Και τότε ο άνθρωπος δε μπορεί παρά να υποκλιθεί στο βασίλειο της φύσης, που τον γέννησε αλλά και στο βασίλειο των ζώων, από το οποίο κατάγεται.
---
Λένε ότι αυτό που μας ξεχωρίζει πιο πολύ από ένα ζώο είναι η λογική, η ικανότητα να σκεφτόμαστε τετράγωνα, να κρίνουμε και συνεπώς να εξελισσόμαστε. Υπάρχουν στιγμές, όμως, που συνειδητοποιεί κανείς πως η λογική είναι απλά μία άκρη στον κόσμο του παραλογισμού και πως το Ύψιστο, αυτό που μας ξεπερνά, δεν είναι ανάγκη να έχει λογική. Το αντίθετο, όσο πιο μακρινή είναι η λογική σε κάτι, τόσο πιο πολύ σε εξουσιάζει, γιατί καταβάθος ο άνθρωπος αγαπά τον παραλογισμό, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ζώο.
Η τσοπάνα, αν και όπως θα μαντεύετε είναι άνθρωπος που αγαπά τα ζώα, και δη τα προβατάκια της, αν είχε την επιλογή δε θα ήθελε να είναι τίποτε άλλο παρά μόνο άνθρωπος. Μέχρι εκείνη τη μέρα.
----
Έμενε να κοιτάζει συνεπαρμένη αυτή την απίστευτη πηγή δύναμης, ενέργειας. Ανέκαθεν λάτρευε τους καταρράκτες, έβρισκε σ’αυτούς μιαν απίστευτη ηρεμία, σαν το νερό που έπεφτε με δύναμη στη γη να κουβαλούσε όλη την ένταση, όλη την αρνητική ενέργεια. Η γη, ανέκαθεν ιδιοκτήτρια αυτού του πόστου, αναλάμβανε στη συνέχεια να ρουφήξει στα τρίσβαθά της κάθε μόριο αυτής της κακιάς ενέργειας και να αφήσει στο νερό που απομένει ηρεμία, ξεκούραση. Θα έλεγε λοιπόν κανείς πως η ίδια η γη είναι φίλτρο αρνητικής ενέργειας τοποθετημένο στο στόμιο ενός πελώριου νεροχύτη, στο ακούμπημα του καταρράκτη με την πέτρα.
Προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι, να νιώσει θαυμασμό, λύπη, χαρά, ο,τιδήποτε. Μα το μυαλό της ήτανε στα αλήθεια μουδιασμένο. Ήτανε τόσο μουδιασμένο που όποια σκέψη κι αν πετούσε μέσα του, εκείνο δεν ένιωθε τίποτα, ούτε πόνο ούτε κορεσμό. Κι έτσι, βρήκε ευκαιρία να πετάξει όσες πιο πολλές σκέψεις μπορούσε, μην αφήνοντας στιγμή για ξεκούραση ανάμεσα στις αναπνοές που γίνονταν όλο και πιο αραιές, όλο και πιο βαθιές και τα κλικ της φωτογραφίας που γίνονταν όλο και πιο γρήγορα.
Ξαφνικά οι κόρες των ματιών της, που στον καθρέφτη τους επί ώρα ήταν ορατή μόνο αυτή η υγρή δύναμη, γέμισαν με κάτι άλλο. Το μυαλό της άρχισε να ξεμουδιάζει. Τώρα ένιωθε πόνο, τα συναισθήματα έπεφταν με ορμή εφάμιλλη αυτή του νερού στον καταρράκτη, χτυπούσαν τα ερεθισμένα τοιχώματα του μυαλού, κλωτσούσαν με δύναμη τα τύμπανα των αφτιών, έβαζαν φωτιά στα μάτια της. Η τσοπάνα προσπαθούσε ματαίως να βρει μιαν ομπρέλα, να προφυλαχτεί από αυτή την καταιγίδα. Ύστερα από πολλή προσπάθεια να αντισταθεί, λύγισε. Το μυαλό της εκτινάχθηκε, οι σκέψεις της έπεσαν στο ποτάμι, η ίδια μετουσιώθηκε σε αυτό το «άλλο» που γέμισε τη ματιά της, που ανατίναξε το μυαλό της, που άλλαξε το Είναι της. Τώρα πια ήταν ένας γύπας, τώρα πια μπορούσε κι αυτή να πετάει ακριβώς πάνω απ’τους καταρράκτες, να τους εξουσιάζει με τον τρόπο της. Τί να σκέφτεται άραγε ένας γύπας που έχει τη δυνατότητα να ζει αυτή την εμπειρία της δωρεάν πτήσης καθημερινά; Να μπορεί άραγε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ύπαρξής του, το μεγαλείο της φύσης, την υπεροχή του έναντι στους ανθρώπους που όσο κι αν προσπαθούν, είναι αναγκασμένοι να θαυμάζουν τη γη από τη γη; Δε θα το μάθουμε ποτέ, γιατί η τσοπάνα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των γιατρών και με δική της ευθύνη, δε γύρισε ποτέ πίσω στον πεζό κόσμο των ανθρώπων.