delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Amsterdam, ευχαριστώ πολύ για την πρόθεση κεράσματος, αλλά είναι πιο πιθανό να μηδενίσει η Ελλάδα το εξωτερικό χρέος της μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου, παρά να είμαι ακόμα στο Μπουένος Άιρες εκείνη τη μέρα.
El de abajo, αφενός ευχαριστώ για το σχόλιο (ο Yorgos ξέρει σε πόση εκτίμηση τον έχω σαν ταξιδιώτη και σαν “γραφιά”, οπότε για μένα είναι κολακευτικό να συμπεριλαμβάνει κάποιος το όνομά μου στην ίδια πρόταση με εκείνο του Γιώργου), αφετέρου με έκανες να γελάσω. Εξηγούμαι: τη βραδιά που διάβασα την πρότασή σου για το Club Eros, κανόνιζα με μία φίλη μου από το Ροσάριο που μόλις είχε έρθει στο Μπουένος Άιρες, πού θα πηγαίναμε την άλλη μέρα για φαγητό το μεσημέρι. Είχε κλείσει κρεβάτι σε χόστελ στο Παλέρμο, λίγα τετράγωνα από την Πλάσα Σερράνο, κι όταν με ρώτησε αν ήξερα κανένα καλό και φθηνό μαγαζί για να φάμε, το μυαλό μου πήγε αμέσως στο Club Eros, πριν ακόμη διαβάσω την πρότασή σου. Είχα περάσει από εκεί δύο φορές, δύο μεσημέρια Κυριακής, και μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο κόσμο είχε, αλλά και το τι κόσμο είχε. Μόλις δύο τετράγωνα από την Πλάσα Σερράνο, την καρδιά της πιο trendy (κατά πολλούς) γειτονιάς του Μπουένος Άιρες, η γωνία στην οποία βρίσκεται το Club Eros είναι σαν το... Σαν Μαρίνο, μία “ξεχωριστή οντότητα” περικυκλωμένη από μία πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων “οντότητα/περιοχή”, με τη διαφορά ότι η συγκεκριμένη γωνία είναι απείρως διαφορετική από την υπόλοιπη περιοχή γύρω από την Πλάσα Σερράνο, απ' ότι είναι το Σαν Μαρίνο από τη γύρω περιοχή της Ιταλίας στην οποία είναι “εγκλωβισμένο”. Τις δύο Κυριακές δεν είχα καθίσει για φαγητό, επειδή απεχθάνομαι τις ουρές. Το μαγαζί ήταν γεμάτο (διορθώνω: “ΦΙΣΚΑ”), και στον χώρο που έχει μεταξύ πόρτας και κάντσα (το γηπεδάκι που ανέφερες κι εσύ), υπήρχαν κοντά 15 άτομα που περίμεναν να αδειάσει τραπέζι. Πήγαμε όμως με τη φίλη μου τη Ροσαρίνα, ήταν καθημερινή, καθίσαμε με τη μία, ήταν αργούτσικα, τους είχαν μείνει μόνο μιλανέσας, και καθόλου δε μας πείραξε. Γέλια και επιφωνήματα έκπληξης/θαυμασμού ήταν η αντίδρασή μας όταν μας έφεραν τα πιάτα, μια και κάθε ένα είχε όχι από μία ή δύο μιλανέσας, αλλά τρεις(!!!). Η φίλη μου “μπούκωσε” μετά την πρώτη, τσίμπησε λίγο κι από τη σαλάτα που είχαμε παραγγείλει, κι έτσι έμεινα εγώ να κάνω τη... βρόμικη δουλειά, και να αδειάσω και το δικό της πιάτο (από τότε που με θυμάμαι, πάντα άφηνα φαγητό στο πιάτο, μέχρι τον Μάιο του 2009 που έζησα για μερικές εβδομάδες σε σπίτι Γουατεμαλτέκων, όσο έκανα μαθήματα Ισπανικών, κι εκεί μου έγινε συνήθεια να τελειώνω το φαγητό, no matter what). Γευστικότατες οι μιλανέσας, απλή αλλά καλή η σαλάτα, κρύα η Κίλμες (μπίρα, λίτρο), χαλαρό και ευχάριστο το περιβάλλον, με κόσμο που μόνο “trendy” δε θα τον χαρακτήριζες), και 88 πέσος ο λογαριασμός (περίπου 16 ευρώ). Με βάση τα σημερινά δεδομένα του Μπουένος Άιρες, ακριβό ΔΕΝ το λες, ούτε όμως και πάμφθηνο. Σε απόσταση λίγων τετραγώνων υπάρχει η Αρμένια, ένας δρόμος στον οποίο υπάρχουν δύο τουλάχιστον μαγαζιά με εξίσου ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα, καλό φαγητό, και σημαντικά χαμηλότερες τιμές. Όπως και να έχει, με έκανες να γελάσω, επειδή είδα την πρότασή σου το βράδυ που κανόνιζα το μεσημεριανό της επόμενης ημέρας, έχοντας κατά νου ακριβώς το μαγαζί που ανέφερες. What were the chances?!...
Άσχετο με το Μπουένος Άιρες, αλλά “μιλώντας” για chances, το αναφέρω στα πεταχτά... Ένα βράδυ την περασμένη βδομάδα μιλούσα με κάποιον για παράξενες λέξεις που γνωρίζουμε σε ξένες γλώσσες, αλλά δεν γνωρίζουμε στη μητρική μας γλώσσα. Μία από αυτές που του ανέφερα είναι η εσθονική “nurruma”. Είναι το αγγλικό “purr”, ο ήχος που κάνουν οι γάτες, που βγαίνει από το στομάχι/λαιμό τους (ιδέα δεν έχω). Το επόμενο πρωί βρήκα μέιλ από την Εσθονή που μου είχε μάθει τη συγκεκριμένη λέξη, και με την οποία είχαμε χάσει επαφή για χρόνια. Όχι μόνο εμφανίστηκε ΕΚΕΙΝΟ το πρωί στο μέιλ μου, αλλά, όσο τρελό κι απίστευτο κι αν “ακούγεται”, στο μήνυμά της μου έκανε πλάκα, ρωτώντας με αν επιτέλους είχα μάθει πώς λέμε “nurruma” στα Ελληνικά(!!!). Όχι απλά “what where the chances?”, αλλά “WHAT WERE THE FREAKING CHANCES???!!!”
Soudianos, όταν με πρωτορώτησες με είχες πιάσει αδιάβαστο, ιδέα δεν είχα τι ήταν/είναι το μέρος που ανέφερες, ρώτησα τον Μαρτίν, τον οικοδεσπότη/συγκάτοικό μου, ούτε εκείνος ήξερε, και την επόμενη φορά που έγραψα ξέχασα να μοιραστώ την άγνοιά μας. Πριν από λίγες ημέρες ήμουν στη Lavalle (έκανα μία μίνι έρευνα στο ίντερνετ, και φαίνεται ότι εκεί ήταν/είναι το μαγαζί που ανέφερες), περάσαμε με έναν Έλληνα που επισκεπτόταν το Μπουένος Άιρες και μας έφερε σε επαφή ο Έλληνας ιδιοκτήτης χόστελ στο Μεντεγίν, αλλά δεν ήξερα να έχω τα μάτια μου ανοιχτά για να βρω το μαγαζί και να σου απαντήσω. Αν περάσω ξανά, θα σου μεταφέρω νέα.
“Ξεπληρώνοντας γραμμάτια” από προηγούμενες αναρτήσεις, μοιράζομαι μία ιστορία που καταδεικνύει πόσο βασιλεύει η reventa, η “μεταπώληση” (βασικά η “μαύρη αγορά”), στο Μπουένος Άιρες, και υποθέτω γενικά στην Αργεντινή. Σε λίγες ημέρες θα παίξουν Μπόκα-Ρίβερ, στο πρώτο από τα δύο μεταξύ τους φιλικά παιχνίδια αυτό το (νότιου ημισφαιρίου) καλοκαίρι. Οι “πόπους” (“ποπουλάρες”, τα εισιτήρια για τα “πέταλα” του γηπέδου που θα φιλοξενήσει το πρώτο παιχνίδι), κόστιζαν 120 πέσος (περίπου 22 ευρώ), κι “εξαφανίστηκαν” μέσα σε ελάχιστες ώρες την ημέρα που τέθηκαν σε κυκλοφορία. Οι “πλατέας”, τα εισιτήρια που αντιστοιχούν σε θέσεις στις δύο μεγαλύτερες κερκίδες του γηπέδου, κόστιζαν, όσο αδιανόητο κι αν “ακούγεται”, 700 πέσος (κοντά στα 130 ευρώ). Είτε το πιστεύετε είτε όχι, κι αυτά τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν μέσα σε μερικές ημέρες. Κάποια από αυτά, “κυκλοφορούν” σε σάιτ στο ίντερνετ, μόνο που για να αποκτήσει κάποιος ένα, πρέπει να “σκάσει” τουλάχιστον 1000 πέσος (πάνω από 180 ευρώ, επαναλαμβάνω, όσο θεότρελο κι αν “ακούγεται”, με δεδομένο ότι “μιλάμε” για ένα ΦΙΛΙΚΟ παιχνίδι στην Αργεντινή, κι όχι για τον τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου). Μπόκα-Ρίβερ είναι το Μπαρσελόνα-Ρεάλ της Αργεντινής, με τη διαφορά ότι και οι δύο ομάδες είναι του Μπουένος Άιρες, επομένως η τοπική αντιπαλότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Η Ρίβερ πέρασε τους τελευταίους μήνες αγωνιζόμενη στη δεύτερη κατηγορία (δε θέλω να ακουστώ ιερόσυλος, όμως ποδοσφαιρικά, το ότι έπεσε κατηγορία η Ρίβερ, ποδοσφαιρικά επαναλαμβάνω, ισοδυναμούσε με την κατάρρευση του πρώτου εκ των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης. ΤΟΣΟ αδιανόητο ήταν), επομένως αυτό θα είναι το πρώτο μεταξύ τους παιχνίδι μετά από πολύ καιρό. Έστω κι έτσι, επιτρέψτε μου να έχω τη γνώμη ότι όχι μόνο τα 1000 πέσος της reventa, αλλά ακόμη και τα 700 που ήταν η “κανονική” τιμή των εισιτηρίων, είναι ποσό προκλητικό, και θα χαιρόμουν αν κανείς οπαδός της Μπόκα και της Ρίβερ δεν τα αγόραζε. Για τα κακώς κείμενα του ποδοσφαίρου στην Αργεντινή θα μπορούσα να γράφω καθημερινά σε ξεχωριστή “ταξιδιωτική ιστορία”, όμως εδώ θα το αποφύγω για να μην ξενερώσω (περισσότερο) όσους/όσες δεν ενδιαφέρονται για ποδόσφαιρο και τα εξωαγωνιστικά περί αυτού (αν και ειλικρινά θεωρώ ότι έχουν πολύ ενδιαφέρον, ακόμα και για όσους δεν ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, μια και σε καταστάσεις που έχουν να κάνουν με το ποδόσφαιρο καθρεφτίζονται γενικότερες νοοτροπίες των Αργεντινών).
Πολλές οι μέρες που μεσολάβησαν από την προηγούμενη ανάρτησή μου, πολλά κι αυτά που συνέβησαν, όμως για να μη γράψω ολόκληρο τόμο εγκυκλοπαίδειας, θα μείνω μόνο στη χθεσινοβραδινή μιλόνγκα. Για πρώτη φορά από τότε που ήρθα στο Μπουένος Άιρες, πήγα σε εκδήλωση στην οποία κόσμος χορεύει (μεταξύ άλλων) τάνγκο. Εντυπώσεις; Φεύγοντας, το “ταμείο” που έκανα ήταν σαφώς “συν”. Πήγαμε σε μία μιλόνγκα στη γειτονιά μας, όχι δηλαδή σε κάποια “τουριστική” του Σαν Τέλμο ή του Παλέρμο, με τις οποίες δεν έχω κανένα πρόβλημα, ούτε τις βλέπω υποτιμητικά, προσωπικά όμως δε θα πήγαινα, πρώτα λόγω ατμόσφαιρας, και μετά λόγω κόστους. Σε αυτήν που πήγαμε εμείς, μπορούσες να δεις ζευγάρια της... διπλανής πόρτας, τα περισσότερα μίας... κάποιας ηλικίας, αλλά κι αρκετά νεαρά (τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν πλειοψηφία). Ήταν σπουδαία που είχαμε στην παρέα τον Μαρτίν, ο οποίος όχι μόνο είναι Αργεντινός, αλλά συμβαίνει να κάνει κι ο ίδιος μαθήματα τάνγκο, επομένως μας εξηγούσε βήμα-βήμα τι συνέβαινε στον χώρο. Το πρώτο τέταρτο ήμουν ενθουσιασμένος, επειδή επιτέλους έβλεπα “αληθινούς Αργεντινούς” να χορεύουν τάνγκο. Ομολογώ όμως ότι σύντομα άρχισα να... όχι ακριβώς “βαριέμαι”, αλλά μάλλον να... χάνω το έντονο αρχικό ενδιαφέρον μου (προσέχω τις λέξεις μου προσεκτικά), επειδή το θέαμα αυτό καθ' εαυτό μου φάνηκε μονότονα επαναλαμβανόμενο. Δεν επρόκειτο για επαγγελματίες, ούτε για... βιρτουόζους ερασιτέχνες, αλλά για ζευγάρια (συμπαθέστατα) άνω των 50, και κάποια νεαρά, τα οποία όμως προφανέστατα κάνουν τώρα τα... πρώτα βήματά τους, προφανώς κάπου κάνουν μαθήματα, και πηγαίνουν σε μιλόνγκας για εξάσκηση, όσο και για διασκέδαση. Πάνω στο δίωρο, πήρε το μικρόφωνο ο οργανωτής της μιλόνγκα, η “πίστα” άδειασε, απένειμε τα εύσημα σε έναν κύριο τουλάχιστον 75 ετών (σπουδαίος χορευτής στα νιάτα του) που εξακολουθούσε να χορεύει με την ψυχή του, κι αμέσως μετά κάλεσε στο κέντρο του χώρου, στο κέντρο της “πίστας” που είναι τριγυρισμένη από τραπέζια, ένα συγκεκριμένο ζευγάρι. Αυτοί ήταν επαγγελματίες... Παύση... Ο... “ελαφρώς κουρασμένος” από το προηγουμένως μονότονα επαναλαμβανόμενο θέαμα Δημήτρης, μέσα σε μισό λεπτό μετά την έναρξη του χορού του συγκεκριμένου ζευγαριού, είχε ανατριχιάσει. Κυριολεκτικά. Νωρίτερα με είχα πιάσει να σκέφτομαι ότι οι Βραζιλιάνοι έχουν τη σάμπα τους (αν και υπάρχουν μεγάλα κομμάτια της χώρας που η σάμπα είναι λιγότερο δημοφιλής από άλλους χορούς), κι ότι κουνιούνται σαν τρελοί, ότι ξεδίνουν, ότι “γουστάρουν”, ότι χορεύουν και χαμογελούν ταυτόχρονα, ενώ οι Αργεντινοί έχουν το τάνγκο τους, το αργόοο (όταν το χορεύουν ζευγάρια που δεν είναι και... κορυφές) και αγέλαστο (ούτε χαμογελούν, ούτε καν ανταλλάσσουν κουβέντες τα ζευγάρια την ώρα του χορού. Μόνο με τα χέρια ο άνδρας “στέλνει μηνύματα” στη ντάμα του) τάνγκο τους. Η αλήθεια είναι όμως ότι ποτέ δεν ανατρίχιασα βλέποντας κόσμο να χορεύει σάμπα. Τάνγκο, χθες το βράδυ, ναι.
Ο δεύτερος χορός του σούπερ ζευγαριού ήταν ακόμη πιο καθηλωτικός. Δεν άγγιξαν ο ένας τον άλλον ούτε μια στιγμή, χόρευαν με ένα λευκό μαντήλι στο χέρι, με έντονες εκφράσεις στα πρόσωπά τους, χορεύοντας και acting ταυτόχρονα. Στο τέλος ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που αν κάποιος, ΕΝΑΣ, είχε σηκωθεί όρθιος να τους χειροκροτήσει, θα τον είχα μιμηθεί με περίσσιο ενθουσιασμό.
Το ζευγάρι κάθισε, η “πίστα” γέμισε ξανά από τα ζευγάρια της... διπλανής πόρτας που είχαν “ανοίξει” τη βραδιά, και σε ένα τέταρτο είχαμε φύγει, με εμένα προσωπικά να αισθάνομαι ότι είχα δει κάτι που έπρεπε να δω πριν φύγω, ίσως για πάντα, από το Μπουένος Άιρες...
El de abajo, αφενός ευχαριστώ για το σχόλιο (ο Yorgos ξέρει σε πόση εκτίμηση τον έχω σαν ταξιδιώτη και σαν “γραφιά”, οπότε για μένα είναι κολακευτικό να συμπεριλαμβάνει κάποιος το όνομά μου στην ίδια πρόταση με εκείνο του Γιώργου), αφετέρου με έκανες να γελάσω. Εξηγούμαι: τη βραδιά που διάβασα την πρότασή σου για το Club Eros, κανόνιζα με μία φίλη μου από το Ροσάριο που μόλις είχε έρθει στο Μπουένος Άιρες, πού θα πηγαίναμε την άλλη μέρα για φαγητό το μεσημέρι. Είχε κλείσει κρεβάτι σε χόστελ στο Παλέρμο, λίγα τετράγωνα από την Πλάσα Σερράνο, κι όταν με ρώτησε αν ήξερα κανένα καλό και φθηνό μαγαζί για να φάμε, το μυαλό μου πήγε αμέσως στο Club Eros, πριν ακόμη διαβάσω την πρότασή σου. Είχα περάσει από εκεί δύο φορές, δύο μεσημέρια Κυριακής, και μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο κόσμο είχε, αλλά και το τι κόσμο είχε. Μόλις δύο τετράγωνα από την Πλάσα Σερράνο, την καρδιά της πιο trendy (κατά πολλούς) γειτονιάς του Μπουένος Άιρες, η γωνία στην οποία βρίσκεται το Club Eros είναι σαν το... Σαν Μαρίνο, μία “ξεχωριστή οντότητα” περικυκλωμένη από μία πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων “οντότητα/περιοχή”, με τη διαφορά ότι η συγκεκριμένη γωνία είναι απείρως διαφορετική από την υπόλοιπη περιοχή γύρω από την Πλάσα Σερράνο, απ' ότι είναι το Σαν Μαρίνο από τη γύρω περιοχή της Ιταλίας στην οποία είναι “εγκλωβισμένο”. Τις δύο Κυριακές δεν είχα καθίσει για φαγητό, επειδή απεχθάνομαι τις ουρές. Το μαγαζί ήταν γεμάτο (διορθώνω: “ΦΙΣΚΑ”), και στον χώρο που έχει μεταξύ πόρτας και κάντσα (το γηπεδάκι που ανέφερες κι εσύ), υπήρχαν κοντά 15 άτομα που περίμεναν να αδειάσει τραπέζι. Πήγαμε όμως με τη φίλη μου τη Ροσαρίνα, ήταν καθημερινή, καθίσαμε με τη μία, ήταν αργούτσικα, τους είχαν μείνει μόνο μιλανέσας, και καθόλου δε μας πείραξε. Γέλια και επιφωνήματα έκπληξης/θαυμασμού ήταν η αντίδρασή μας όταν μας έφεραν τα πιάτα, μια και κάθε ένα είχε όχι από μία ή δύο μιλανέσας, αλλά τρεις(!!!). Η φίλη μου “μπούκωσε” μετά την πρώτη, τσίμπησε λίγο κι από τη σαλάτα που είχαμε παραγγείλει, κι έτσι έμεινα εγώ να κάνω τη... βρόμικη δουλειά, και να αδειάσω και το δικό της πιάτο (από τότε που με θυμάμαι, πάντα άφηνα φαγητό στο πιάτο, μέχρι τον Μάιο του 2009 που έζησα για μερικές εβδομάδες σε σπίτι Γουατεμαλτέκων, όσο έκανα μαθήματα Ισπανικών, κι εκεί μου έγινε συνήθεια να τελειώνω το φαγητό, no matter what). Γευστικότατες οι μιλανέσας, απλή αλλά καλή η σαλάτα, κρύα η Κίλμες (μπίρα, λίτρο), χαλαρό και ευχάριστο το περιβάλλον, με κόσμο που μόνο “trendy” δε θα τον χαρακτήριζες), και 88 πέσος ο λογαριασμός (περίπου 16 ευρώ). Με βάση τα σημερινά δεδομένα του Μπουένος Άιρες, ακριβό ΔΕΝ το λες, ούτε όμως και πάμφθηνο. Σε απόσταση λίγων τετραγώνων υπάρχει η Αρμένια, ένας δρόμος στον οποίο υπάρχουν δύο τουλάχιστον μαγαζιά με εξίσου ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα, καλό φαγητό, και σημαντικά χαμηλότερες τιμές. Όπως και να έχει, με έκανες να γελάσω, επειδή είδα την πρότασή σου το βράδυ που κανόνιζα το μεσημεριανό της επόμενης ημέρας, έχοντας κατά νου ακριβώς το μαγαζί που ανέφερες. What were the chances?!...
Άσχετο με το Μπουένος Άιρες, αλλά “μιλώντας” για chances, το αναφέρω στα πεταχτά... Ένα βράδυ την περασμένη βδομάδα μιλούσα με κάποιον για παράξενες λέξεις που γνωρίζουμε σε ξένες γλώσσες, αλλά δεν γνωρίζουμε στη μητρική μας γλώσσα. Μία από αυτές που του ανέφερα είναι η εσθονική “nurruma”. Είναι το αγγλικό “purr”, ο ήχος που κάνουν οι γάτες, που βγαίνει από το στομάχι/λαιμό τους (ιδέα δεν έχω). Το επόμενο πρωί βρήκα μέιλ από την Εσθονή που μου είχε μάθει τη συγκεκριμένη λέξη, και με την οποία είχαμε χάσει επαφή για χρόνια. Όχι μόνο εμφανίστηκε ΕΚΕΙΝΟ το πρωί στο μέιλ μου, αλλά, όσο τρελό κι απίστευτο κι αν “ακούγεται”, στο μήνυμά της μου έκανε πλάκα, ρωτώντας με αν επιτέλους είχα μάθει πώς λέμε “nurruma” στα Ελληνικά(!!!). Όχι απλά “what where the chances?”, αλλά “WHAT WERE THE FREAKING CHANCES???!!!”
Soudianos, όταν με πρωτορώτησες με είχες πιάσει αδιάβαστο, ιδέα δεν είχα τι ήταν/είναι το μέρος που ανέφερες, ρώτησα τον Μαρτίν, τον οικοδεσπότη/συγκάτοικό μου, ούτε εκείνος ήξερε, και την επόμενη φορά που έγραψα ξέχασα να μοιραστώ την άγνοιά μας. Πριν από λίγες ημέρες ήμουν στη Lavalle (έκανα μία μίνι έρευνα στο ίντερνετ, και φαίνεται ότι εκεί ήταν/είναι το μαγαζί που ανέφερες), περάσαμε με έναν Έλληνα που επισκεπτόταν το Μπουένος Άιρες και μας έφερε σε επαφή ο Έλληνας ιδιοκτήτης χόστελ στο Μεντεγίν, αλλά δεν ήξερα να έχω τα μάτια μου ανοιχτά για να βρω το μαγαζί και να σου απαντήσω. Αν περάσω ξανά, θα σου μεταφέρω νέα.
“Ξεπληρώνοντας γραμμάτια” από προηγούμενες αναρτήσεις, μοιράζομαι μία ιστορία που καταδεικνύει πόσο βασιλεύει η reventa, η “μεταπώληση” (βασικά η “μαύρη αγορά”), στο Μπουένος Άιρες, και υποθέτω γενικά στην Αργεντινή. Σε λίγες ημέρες θα παίξουν Μπόκα-Ρίβερ, στο πρώτο από τα δύο μεταξύ τους φιλικά παιχνίδια αυτό το (νότιου ημισφαιρίου) καλοκαίρι. Οι “πόπους” (“ποπουλάρες”, τα εισιτήρια για τα “πέταλα” του γηπέδου που θα φιλοξενήσει το πρώτο παιχνίδι), κόστιζαν 120 πέσος (περίπου 22 ευρώ), κι “εξαφανίστηκαν” μέσα σε ελάχιστες ώρες την ημέρα που τέθηκαν σε κυκλοφορία. Οι “πλατέας”, τα εισιτήρια που αντιστοιχούν σε θέσεις στις δύο μεγαλύτερες κερκίδες του γηπέδου, κόστιζαν, όσο αδιανόητο κι αν “ακούγεται”, 700 πέσος (κοντά στα 130 ευρώ). Είτε το πιστεύετε είτε όχι, κι αυτά τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν μέσα σε μερικές ημέρες. Κάποια από αυτά, “κυκλοφορούν” σε σάιτ στο ίντερνετ, μόνο που για να αποκτήσει κάποιος ένα, πρέπει να “σκάσει” τουλάχιστον 1000 πέσος (πάνω από 180 ευρώ, επαναλαμβάνω, όσο θεότρελο κι αν “ακούγεται”, με δεδομένο ότι “μιλάμε” για ένα ΦΙΛΙΚΟ παιχνίδι στην Αργεντινή, κι όχι για τον τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου). Μπόκα-Ρίβερ είναι το Μπαρσελόνα-Ρεάλ της Αργεντινής, με τη διαφορά ότι και οι δύο ομάδες είναι του Μπουένος Άιρες, επομένως η τοπική αντιπαλότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Η Ρίβερ πέρασε τους τελευταίους μήνες αγωνιζόμενη στη δεύτερη κατηγορία (δε θέλω να ακουστώ ιερόσυλος, όμως ποδοσφαιρικά, το ότι έπεσε κατηγορία η Ρίβερ, ποδοσφαιρικά επαναλαμβάνω, ισοδυναμούσε με την κατάρρευση του πρώτου εκ των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης. ΤΟΣΟ αδιανόητο ήταν), επομένως αυτό θα είναι το πρώτο μεταξύ τους παιχνίδι μετά από πολύ καιρό. Έστω κι έτσι, επιτρέψτε μου να έχω τη γνώμη ότι όχι μόνο τα 1000 πέσος της reventa, αλλά ακόμη και τα 700 που ήταν η “κανονική” τιμή των εισιτηρίων, είναι ποσό προκλητικό, και θα χαιρόμουν αν κανείς οπαδός της Μπόκα και της Ρίβερ δεν τα αγόραζε. Για τα κακώς κείμενα του ποδοσφαίρου στην Αργεντινή θα μπορούσα να γράφω καθημερινά σε ξεχωριστή “ταξιδιωτική ιστορία”, όμως εδώ θα το αποφύγω για να μην ξενερώσω (περισσότερο) όσους/όσες δεν ενδιαφέρονται για ποδόσφαιρο και τα εξωαγωνιστικά περί αυτού (αν και ειλικρινά θεωρώ ότι έχουν πολύ ενδιαφέρον, ακόμα και για όσους δεν ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, μια και σε καταστάσεις που έχουν να κάνουν με το ποδόσφαιρο καθρεφτίζονται γενικότερες νοοτροπίες των Αργεντινών).
Πολλές οι μέρες που μεσολάβησαν από την προηγούμενη ανάρτησή μου, πολλά κι αυτά που συνέβησαν, όμως για να μη γράψω ολόκληρο τόμο εγκυκλοπαίδειας, θα μείνω μόνο στη χθεσινοβραδινή μιλόνγκα. Για πρώτη φορά από τότε που ήρθα στο Μπουένος Άιρες, πήγα σε εκδήλωση στην οποία κόσμος χορεύει (μεταξύ άλλων) τάνγκο. Εντυπώσεις; Φεύγοντας, το “ταμείο” που έκανα ήταν σαφώς “συν”. Πήγαμε σε μία μιλόνγκα στη γειτονιά μας, όχι δηλαδή σε κάποια “τουριστική” του Σαν Τέλμο ή του Παλέρμο, με τις οποίες δεν έχω κανένα πρόβλημα, ούτε τις βλέπω υποτιμητικά, προσωπικά όμως δε θα πήγαινα, πρώτα λόγω ατμόσφαιρας, και μετά λόγω κόστους. Σε αυτήν που πήγαμε εμείς, μπορούσες να δεις ζευγάρια της... διπλανής πόρτας, τα περισσότερα μίας... κάποιας ηλικίας, αλλά κι αρκετά νεαρά (τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν πλειοψηφία). Ήταν σπουδαία που είχαμε στην παρέα τον Μαρτίν, ο οποίος όχι μόνο είναι Αργεντινός, αλλά συμβαίνει να κάνει κι ο ίδιος μαθήματα τάνγκο, επομένως μας εξηγούσε βήμα-βήμα τι συνέβαινε στον χώρο. Το πρώτο τέταρτο ήμουν ενθουσιασμένος, επειδή επιτέλους έβλεπα “αληθινούς Αργεντινούς” να χορεύουν τάνγκο. Ομολογώ όμως ότι σύντομα άρχισα να... όχι ακριβώς “βαριέμαι”, αλλά μάλλον να... χάνω το έντονο αρχικό ενδιαφέρον μου (προσέχω τις λέξεις μου προσεκτικά), επειδή το θέαμα αυτό καθ' εαυτό μου φάνηκε μονότονα επαναλαμβανόμενο. Δεν επρόκειτο για επαγγελματίες, ούτε για... βιρτουόζους ερασιτέχνες, αλλά για ζευγάρια (συμπαθέστατα) άνω των 50, και κάποια νεαρά, τα οποία όμως προφανέστατα κάνουν τώρα τα... πρώτα βήματά τους, προφανώς κάπου κάνουν μαθήματα, και πηγαίνουν σε μιλόνγκας για εξάσκηση, όσο και για διασκέδαση. Πάνω στο δίωρο, πήρε το μικρόφωνο ο οργανωτής της μιλόνγκα, η “πίστα” άδειασε, απένειμε τα εύσημα σε έναν κύριο τουλάχιστον 75 ετών (σπουδαίος χορευτής στα νιάτα του) που εξακολουθούσε να χορεύει με την ψυχή του, κι αμέσως μετά κάλεσε στο κέντρο του χώρου, στο κέντρο της “πίστας” που είναι τριγυρισμένη από τραπέζια, ένα συγκεκριμένο ζευγάρι. Αυτοί ήταν επαγγελματίες... Παύση... Ο... “ελαφρώς κουρασμένος” από το προηγουμένως μονότονα επαναλαμβανόμενο θέαμα Δημήτρης, μέσα σε μισό λεπτό μετά την έναρξη του χορού του συγκεκριμένου ζευγαριού, είχε ανατριχιάσει. Κυριολεκτικά. Νωρίτερα με είχα πιάσει να σκέφτομαι ότι οι Βραζιλιάνοι έχουν τη σάμπα τους (αν και υπάρχουν μεγάλα κομμάτια της χώρας που η σάμπα είναι λιγότερο δημοφιλής από άλλους χορούς), κι ότι κουνιούνται σαν τρελοί, ότι ξεδίνουν, ότι “γουστάρουν”, ότι χορεύουν και χαμογελούν ταυτόχρονα, ενώ οι Αργεντινοί έχουν το τάνγκο τους, το αργόοο (όταν το χορεύουν ζευγάρια που δεν είναι και... κορυφές) και αγέλαστο (ούτε χαμογελούν, ούτε καν ανταλλάσσουν κουβέντες τα ζευγάρια την ώρα του χορού. Μόνο με τα χέρια ο άνδρας “στέλνει μηνύματα” στη ντάμα του) τάνγκο τους. Η αλήθεια είναι όμως ότι ποτέ δεν ανατρίχιασα βλέποντας κόσμο να χορεύει σάμπα. Τάνγκο, χθες το βράδυ, ναι.
Ο δεύτερος χορός του σούπερ ζευγαριού ήταν ακόμη πιο καθηλωτικός. Δεν άγγιξαν ο ένας τον άλλον ούτε μια στιγμή, χόρευαν με ένα λευκό μαντήλι στο χέρι, με έντονες εκφράσεις στα πρόσωπά τους, χορεύοντας και acting ταυτόχρονα. Στο τέλος ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που αν κάποιος, ΕΝΑΣ, είχε σηκωθεί όρθιος να τους χειροκροτήσει, θα τον είχα μιμηθεί με περίσσιο ενθουσιασμό.
Το ζευγάρι κάθισε, η “πίστα” γέμισε ξανά από τα ζευγάρια της... διπλανής πόρτας που είχαν “ανοίξει” τη βραδιά, και σε ένα τέταρτο είχαμε φύγει, με εμένα προσωπικά να αισθάνομαι ότι είχα δει κάτι που έπρεπε να δω πριν φύγω, ίσως για πάντα, από το Μπουένος Άιρες...
Attachments
-
39,2 KB Προβολές: 106
Last edited by a moderator: