delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Ήσυχα, ξέγνοιαστα, χαλαρά, όμορφα... Εφτά και μισή το απόγευμα, με 30 βαθμούς Κελσίου, καθαρό ουρανό, και τον ήλιο να κοντεύει να ακουμπήσει τη θάλασσα... Θα μου πει κάποιος, “Χριστούγεννα χωρίς χιόνι και οικογένεια δεν είναι Χριστούγεννα”. Γενικώς, δεκτό. Ειδικώς (για μένα προσωπικά), κάθε άλλο. Κατά κανόνα, απεχθάνομαι το κρύο, το χιόνι δεν συνοδεύεται από ανοιξιάτικες/καλοκαιρινές θερμοκρασίες, οπότε... Όσο για το “οικογένεια”, προσωπικά, όσο πιο μακριά είμαι από τη μάνα μου και λοιπούς συγγενείς, τόσο καλύτερα (βασικά “λιγότερο ένοχος”) αισθάνομαι, οπότε... το “δίδυμο” χιόνι + οικογένεια δεν με κάνει να μου λείπει η Θεσσαλονίκη ανήμερα Χριστουγέννων.
Πριν από καιρό διάβασα σε ένα ελληνικό σάιτ ότι υπάρχουν αρκετοί Ουρουγουανοί που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα, σε σημείο να παρακολουθούν μαθήματα Ελληνικών που αν θυμάμαι καλά (από το κείμενο που διάβασα) προσφέρονται δωρεάν ή έναντι συμβολικού τιμήματος από την ελληνική πρεσβεία εδώ (μπορεί να κάνω λάθος). Όταν το διάβασα, σκέφτηκα να “πουλήσω” την ελληνικότητά μου στους ντόπιους, σε σάιτ μέσω των οποίων μπορείς να συναντήσεις κόσμο, για να έχω παρέα με την οποία θα είχαμε κάτι κοινό από την πρώτη στιγμή, το ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Στην πράξη, μένω όσο πιο μακριά μπορώ, από οτιδήποτε ελληνικό. Με τη μάνα μου έχουμε φθάσει στο σημείο να μιλάμε μέσω σκάιπ πέντε λεπτά κάθε δύο-τρεις εβδομάδες. Τις δε ειδήσεις από Ελλάδα, τις παρακολουθώ όσο λιγότερο μπορώ, επειδή έτσι προστατεύω την ηρεμία μου. Πλάκα-πλάκα, η πιο... κοντινή σχέση που έχω με την Ελλάδα πλέον, είναι τα κείμενα που γράφω στα Ελληνικά εδώ, στο Travelstories.
Σκεφτόμουν πόσο διαφορετικοί και πόσο ίδιοι είναι οι Ουρουγουανοί με τους Αργεντινούς, ή, για να είμαι πιο σαφής, οι Μοντεβιδεάνος με τους Πορτένιος (τους του Μπουένος Άιρες). Οι εδώ, είναι... χαμηλών τόνων. Οι εκεί, τείνουν να είναι... πομπώδεις, κατά περιπτώσεις. Οι εδώ, δεν φωνάζουν, δεν προκαλούν βαβούρα “επειδή έτσι”. Οι εκεί, στήνουν quilombo στα καλά καθούμενα, έτσι, για το γαμώτο. Οι εδώ, δεν βρίζουν – πολύ. Δέκα μέρες τώρα, το ότι μου κάνει τόση εντύπωση ότι κυκλοφορώ και δεν ακούω κόσμο να βρίζει, οφείλεται στο ότι στο Μπουένος Άιρες άκουγα κόσμο να βρίζει συνεχώς, όχι απαραίτητα επειδή μάλωναν μεταξύ τους, αλλά επειδή γενικά χρησιμοποιούν μπινελίκια στη γλώσσα τους, ακόμα και “χαριτωμένα”, όπως το “μπολούδο”, που είναι όσο βρισιά είναι και το δικό μας “έλα ρε μαλάκα, τι γίνεται;” Στο Μοντεβιδέο, δεν ακούς αισχρά ή “χαριτωμένα” μπινελίκια, επειδή ο κόσμος γενικά εκδηλώνεται δημόσια πολύ λιγότερο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία όμορφη κοπέλα σε ουρά σούπερ μάρκετ, το 2011, στο Μπουένος Άιρες, κοντά στο σπίτι που έμεινα δύο μήνες τότε, να μιλάει δίπλα σε φίλο της για τις τιμές γενικά στα σούπερ μάρκετ, όχι μόνο στο συγκεκριμένο, και να του λέει, χωρίς να κατεβάσει τον τόνο της φωνής της, χωρίς να κάνει καμία απολύτως προσπάθεια να περιορίσει το σχόλιό της σε εκείνη και τον συνομιλητή της, με άλλα λόγια, χωρίς ίχνος διακριτικότητας, ότι κάθε φορά που πήγαινε σε σούπερ μάρκετ και έβλεπε τις τιμές, αισθανόταν ότι τη βίαζαν από τον πρωκτό, και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αντιδράσει. Αυτή η αθυροστομία, για μένα, είναι re porteña (και κατ’ επέκταση αργεντίνικη, αλλά σε μικρότερο βαθμό εκτός Μπουένος Άιρες).
Στον αντίποδα, δέκα μέρες τώρα στο Μοντεβιδέο, κανείς δεν με έχει αποκαλέσει “querido”, ή “mi amor”. Στην Μπόκα, κρατούσα μία πόρτα ανοικτή για να περάσει μία ηλικιωμένη κυρία, και θα μου έλεγε “gracias, querido”. Πήγαινα σε μαγαζιά να αγοράσω τα καθημερινά μου, και μια στο τόσο η απάντηση σε ερώτησή μου “πόσο κοστίζει αυτό”, θα ήταν “(ποσό), mi amor” (κάτι που κάθε φορά με έκανε να σκεφτώ την Κέρκυρα, από την οποία μία από τις αναμνήσεις μου είναι να με αποκαλούν οι καταστηματάρχες “ψυχή μου, καρδιά μου”, κι άλλα παρεμφερή).
Επίσης, δέκα μέρες τώρα, κανείς δεν με έχει φιλήσει στο Μοντεβιδέο. Μιλάμε για ΤΗ μάστιγα στο Μπουένος Άιρες. Αυτό με τα φιλιά στην Αργεντινή θα μπορούσε να είναι αντικείμενο όχι ξεχωριστού ποστ εδώ, αλλά ολόκληρου βιβλίου. Συναντάς κάποιον για πρώτη φορά, φιλί. Συναντάς κάποιον για δεύτερη φορά, με την πρώτη συνάντηση να ήταν δύο τυπικές κουβέντες, φιλί. Συναντάς κάποιον που είδες ΜΙΑ φορά πριν από καιρό, άρα με το ζόρι είστε “γνωστοί”, φιλί. Στην πολυκατοικία “μου” στο Μοντεβιδέο, όλο κι έχω κουβεντιάσει στην είσοδο με κόσμο, για δύο λεπτά, μπαίνοντας ή βγαίνοντας, αλλά κανείς τους δεν έχει κάνει κίνηση για φιλί στο μάγουλο (φιουυυυυ).
Δεν θα ξεχάσω, στο Μπουένος Άιρες, μέχρι και διαιτητές είδα να φιλιούνται (για “καλή τύχη”), πριν αρχίσει δεύτερο ημίχρονο αγώνα!!! Σε δε τρένο για το... εξωτικό Φλορένσιο Βαρέλα (ο... Βαθύλακκος του Μπουένος Άιρες, ένα μέρος πολύ μακριά από την πόλη, στο οποία τουρίστας εμφανίζεται μόνο αν έχει χαθεί – ακολουθώντας λάθος οδηγίες στο GPS, οδηγώντας – ή αν έχει... απαχθεί. Εγώ πήγα για να προ-αγοράσω εισιτήριο για μεγάλο διεθνή αγώνα τής τοπικής Ντεφένσα ι Χουστίσια), δεν θα ξεχάσω μία τύπισσα κι έναν τύπο, και οι δύο στα 35-40, που έπιασαν κουβέντα στο όρθιο για δέκα λεπτά, μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, κυρίως για τα παιδιά τους, και με το που φθάσαμε σε σταθμό που κατέβαινε ο τύπος, ΦΙΛΙ! Για εμένα τον κρυόκωλο, μία χειραψία είναι υπεραρκετή, για να μην πω ένα “γεια σου” νεύμα.
Γενικά λοιπόν, οι Μοντεβιδεάνος είναι πιο... cerraditos, είναι πιο “κλειστοί”, λιγότερο εκδηλωτικοί από τους Πορτένιος, κάτι που όπως έλεγε κάποτε η Ράντου (πού το θυμήθηκα...), “είναι ΚΑΙ καλό ΚΑΙ κακό”, ανάλογα με τη διάθεσή σου.
Γενικά, είμαι πολύ, πολύ-πολύ, ικανοποιημένος, από την επιλογή μου να έρθω στο Μοντεβιδέο. Το όλο... πακέτο, το δωμάτιό μου, το σπίτι, η θέα μου (πρέπει να ανεβάσω δύο-τρεις φωτογραφίες μία από αυτές τις ημέρες...), η ησυχία μου, η γειτονιά, οι μικρές αποστάσεις, το ποτάμι, η έλλειψη αρνητικών εκπλήξεων κάθε δεύτερη μέρα (κάτι που δυστυχώς στο Μπουένος Άιρες ήταν κανόνας), όλα αυτά μαζί, με κάνουν να αισθάνομαι πολύ-πολύ καλά που είμαι εδώ. Το μόνο που μου λείπει αυτές τις ημέρες, και θα συνεχίσει να μου λείπει μέχρι τέλη Ιανουαρίου, είναι το ποδόσφαιρο (η σεζόν είναι “νεκρή” αυτές τις εβδομάδες), όμως το βλέπω σαν... αποτοξίνωση, σαν ευκαιρία να μου λείψει η μπάλα, για να την χαρώ ακόμα περισσότερο τις εφτά τελευταίες εβδομάδες μου στο Μοντεβιδέο.
Έστω και με μικρή καθυστέρηση, καλά Χριστούγεννα σε όσους εξ υμών τα γιορτάζετε και σας λένε κάτι σαν ημέρα/γιορτή.
Πριν από καιρό διάβασα σε ένα ελληνικό σάιτ ότι υπάρχουν αρκετοί Ουρουγουανοί που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα, σε σημείο να παρακολουθούν μαθήματα Ελληνικών που αν θυμάμαι καλά (από το κείμενο που διάβασα) προσφέρονται δωρεάν ή έναντι συμβολικού τιμήματος από την ελληνική πρεσβεία εδώ (μπορεί να κάνω λάθος). Όταν το διάβασα, σκέφτηκα να “πουλήσω” την ελληνικότητά μου στους ντόπιους, σε σάιτ μέσω των οποίων μπορείς να συναντήσεις κόσμο, για να έχω παρέα με την οποία θα είχαμε κάτι κοινό από την πρώτη στιγμή, το ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Στην πράξη, μένω όσο πιο μακριά μπορώ, από οτιδήποτε ελληνικό. Με τη μάνα μου έχουμε φθάσει στο σημείο να μιλάμε μέσω σκάιπ πέντε λεπτά κάθε δύο-τρεις εβδομάδες. Τις δε ειδήσεις από Ελλάδα, τις παρακολουθώ όσο λιγότερο μπορώ, επειδή έτσι προστατεύω την ηρεμία μου. Πλάκα-πλάκα, η πιο... κοντινή σχέση που έχω με την Ελλάδα πλέον, είναι τα κείμενα που γράφω στα Ελληνικά εδώ, στο Travelstories.
Σκεφτόμουν πόσο διαφορετικοί και πόσο ίδιοι είναι οι Ουρουγουανοί με τους Αργεντινούς, ή, για να είμαι πιο σαφής, οι Μοντεβιδεάνος με τους Πορτένιος (τους του Μπουένος Άιρες). Οι εδώ, είναι... χαμηλών τόνων. Οι εκεί, τείνουν να είναι... πομπώδεις, κατά περιπτώσεις. Οι εδώ, δεν φωνάζουν, δεν προκαλούν βαβούρα “επειδή έτσι”. Οι εκεί, στήνουν quilombo στα καλά καθούμενα, έτσι, για το γαμώτο. Οι εδώ, δεν βρίζουν – πολύ. Δέκα μέρες τώρα, το ότι μου κάνει τόση εντύπωση ότι κυκλοφορώ και δεν ακούω κόσμο να βρίζει, οφείλεται στο ότι στο Μπουένος Άιρες άκουγα κόσμο να βρίζει συνεχώς, όχι απαραίτητα επειδή μάλωναν μεταξύ τους, αλλά επειδή γενικά χρησιμοποιούν μπινελίκια στη γλώσσα τους, ακόμα και “χαριτωμένα”, όπως το “μπολούδο”, που είναι όσο βρισιά είναι και το δικό μας “έλα ρε μαλάκα, τι γίνεται;” Στο Μοντεβιδέο, δεν ακούς αισχρά ή “χαριτωμένα” μπινελίκια, επειδή ο κόσμος γενικά εκδηλώνεται δημόσια πολύ λιγότερο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία όμορφη κοπέλα σε ουρά σούπερ μάρκετ, το 2011, στο Μπουένος Άιρες, κοντά στο σπίτι που έμεινα δύο μήνες τότε, να μιλάει δίπλα σε φίλο της για τις τιμές γενικά στα σούπερ μάρκετ, όχι μόνο στο συγκεκριμένο, και να του λέει, χωρίς να κατεβάσει τον τόνο της φωνής της, χωρίς να κάνει καμία απολύτως προσπάθεια να περιορίσει το σχόλιό της σε εκείνη και τον συνομιλητή της, με άλλα λόγια, χωρίς ίχνος διακριτικότητας, ότι κάθε φορά που πήγαινε σε σούπερ μάρκετ και έβλεπε τις τιμές, αισθανόταν ότι τη βίαζαν από τον πρωκτό, και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αντιδράσει. Αυτή η αθυροστομία, για μένα, είναι re porteña (και κατ’ επέκταση αργεντίνικη, αλλά σε μικρότερο βαθμό εκτός Μπουένος Άιρες).
Στον αντίποδα, δέκα μέρες τώρα στο Μοντεβιδέο, κανείς δεν με έχει αποκαλέσει “querido”, ή “mi amor”. Στην Μπόκα, κρατούσα μία πόρτα ανοικτή για να περάσει μία ηλικιωμένη κυρία, και θα μου έλεγε “gracias, querido”. Πήγαινα σε μαγαζιά να αγοράσω τα καθημερινά μου, και μια στο τόσο η απάντηση σε ερώτησή μου “πόσο κοστίζει αυτό”, θα ήταν “(ποσό), mi amor” (κάτι που κάθε φορά με έκανε να σκεφτώ την Κέρκυρα, από την οποία μία από τις αναμνήσεις μου είναι να με αποκαλούν οι καταστηματάρχες “ψυχή μου, καρδιά μου”, κι άλλα παρεμφερή).
Επίσης, δέκα μέρες τώρα, κανείς δεν με έχει φιλήσει στο Μοντεβιδέο. Μιλάμε για ΤΗ μάστιγα στο Μπουένος Άιρες. Αυτό με τα φιλιά στην Αργεντινή θα μπορούσε να είναι αντικείμενο όχι ξεχωριστού ποστ εδώ, αλλά ολόκληρου βιβλίου. Συναντάς κάποιον για πρώτη φορά, φιλί. Συναντάς κάποιον για δεύτερη φορά, με την πρώτη συνάντηση να ήταν δύο τυπικές κουβέντες, φιλί. Συναντάς κάποιον που είδες ΜΙΑ φορά πριν από καιρό, άρα με το ζόρι είστε “γνωστοί”, φιλί. Στην πολυκατοικία “μου” στο Μοντεβιδέο, όλο κι έχω κουβεντιάσει στην είσοδο με κόσμο, για δύο λεπτά, μπαίνοντας ή βγαίνοντας, αλλά κανείς τους δεν έχει κάνει κίνηση για φιλί στο μάγουλο (φιουυυυυ).
Δεν θα ξεχάσω, στο Μπουένος Άιρες, μέχρι και διαιτητές είδα να φιλιούνται (για “καλή τύχη”), πριν αρχίσει δεύτερο ημίχρονο αγώνα!!! Σε δε τρένο για το... εξωτικό Φλορένσιο Βαρέλα (ο... Βαθύλακκος του Μπουένος Άιρες, ένα μέρος πολύ μακριά από την πόλη, στο οποία τουρίστας εμφανίζεται μόνο αν έχει χαθεί – ακολουθώντας λάθος οδηγίες στο GPS, οδηγώντας – ή αν έχει... απαχθεί. Εγώ πήγα για να προ-αγοράσω εισιτήριο για μεγάλο διεθνή αγώνα τής τοπικής Ντεφένσα ι Χουστίσια), δεν θα ξεχάσω μία τύπισσα κι έναν τύπο, και οι δύο στα 35-40, που έπιασαν κουβέντα στο όρθιο για δέκα λεπτά, μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, κυρίως για τα παιδιά τους, και με το που φθάσαμε σε σταθμό που κατέβαινε ο τύπος, ΦΙΛΙ! Για εμένα τον κρυόκωλο, μία χειραψία είναι υπεραρκετή, για να μην πω ένα “γεια σου” νεύμα.
Γενικά λοιπόν, οι Μοντεβιδεάνος είναι πιο... cerraditos, είναι πιο “κλειστοί”, λιγότερο εκδηλωτικοί από τους Πορτένιος, κάτι που όπως έλεγε κάποτε η Ράντου (πού το θυμήθηκα...), “είναι ΚΑΙ καλό ΚΑΙ κακό”, ανάλογα με τη διάθεσή σου.
Γενικά, είμαι πολύ, πολύ-πολύ, ικανοποιημένος, από την επιλογή μου να έρθω στο Μοντεβιδέο. Το όλο... πακέτο, το δωμάτιό μου, το σπίτι, η θέα μου (πρέπει να ανεβάσω δύο-τρεις φωτογραφίες μία από αυτές τις ημέρες...), η ησυχία μου, η γειτονιά, οι μικρές αποστάσεις, το ποτάμι, η έλλειψη αρνητικών εκπλήξεων κάθε δεύτερη μέρα (κάτι που δυστυχώς στο Μπουένος Άιρες ήταν κανόνας), όλα αυτά μαζί, με κάνουν να αισθάνομαι πολύ-πολύ καλά που είμαι εδώ. Το μόνο που μου λείπει αυτές τις ημέρες, και θα συνεχίσει να μου λείπει μέχρι τέλη Ιανουαρίου, είναι το ποδόσφαιρο (η σεζόν είναι “νεκρή” αυτές τις εβδομάδες), όμως το βλέπω σαν... αποτοξίνωση, σαν ευκαιρία να μου λείψει η μπάλα, για να την χαρώ ακόμα περισσότερο τις εφτά τελευταίες εβδομάδες μου στο Μοντεβιδέο.
Έστω και με μικρή καθυστέρηση, καλά Χριστούγεννα σε όσους εξ υμών τα γιορτάζετε και σας λένε κάτι σαν ημέρα/γιορτή.