10900km
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.190
Τους τρεις μήνες στο Ρίο και αυτούς τους δύο στο Μπουένος Άιρες έχω σκεφτεί αρκετές φορές τον παχουλό γκέι σύζυγο του Modern Family(!). Σε ένα επεισόδιο, εκείνος και η ξανθιά κόρη τού Εντ Ο’Νιλ (πάει χρόνος από την τελευταία φορά που είδα Modern Family – στη Θεσσαλονίκη ακόμα – κι έχω ξεχάσει τα ονόματά τους στη σειρά), είχαν ενώσει δυνάμεις για να... αναμορφώσουν ένα σπίτι, και να το πουλήσουν για όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν. Εκείνος επέμενε να ξοδέψουν χρήματα για μία πολύ... φαντασμαγορική fountain στην αυλή τού σπιτιού, κι εκείνη ήταν η “φωνή τής λογικής”, που επέμενε ότι το συγκεκριμένο ήταν περιττή πολυτέλεια. Το βιολί του εκείνος, επέμενε, επέμενε, επέμενε, και το επιχείρημά του ήταν ότι το σπίτι χρειαζόταν ένα “wow factor”, αυτό που δεν σου αρέσει απλά, αλλά σε αφήνει με ένα... αυθόρμητο “wooowww”.
Τελικά, το έκανε χωρίς τη συναίνεσή της, και το βράδυ που πήγαν για να του ρίξουν μια τελευταία ματιά τελειωμένο, πριν το πουλήσουν, η τύπισσα πρώτα “φόρτωσε” όταν κατάλαβε τι είχε κάνει ο συνεργάτης της πίσω από την πλάτη της, αλλά μόλις είδε περί τίνος επρόκειτο, ω ναι, της ξέφυγε ένα αυθόρμητο “wooowww”.
Όοολη αυτήν την εισαγωγή την έκανα επειδή το point μου είναι ότι τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, τόσο το Ρίο όσο και το Μπουένος Άιρες, είναι “ουάου”. Με διαφορετικό τρόπο, αλλά... και τα δύο. Προφανώς, το ζήτημα είναι εντελώς υποκειμενικό. Γνωρίζω κόσμο που δεν τον ξετρελαίνει/εντυπωσιάζει το Ρίο, και ακόμα περισσότερους που δεν συγκινήθηκαν ιδιαίτερα όταν ήρθαν στο Μπουένος Άιρες. Το “wow factor”, όπως και η ομορφιά, είναι στα μάτια (και στο μυαλό) τού θεατή.
Επιμένω στο “και στο μυαλό”. Δεν θα ξεχάσω μία νεαρή Χιλιανή που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη πριν από... 15, πάνω-κάτω, χρόνια, κι επικοινώνησε μαζί μου μέσω του couchsurfing, για να βρεθούμε, να κάνουμε βόλτα, να πιούμε κάτι. Το δικό της must τότε όσο θα έμενε στη Θεσσαλονίκη, ήταν να πάει στον τόπο γέννησης του Αριστοτέλη(!). Ήταν η πρώτη (και μοναδική) φορά που ασχολήθηκα να βρω λεπτομέρειες για το... τι μπορεί να δει κανείς σήμερα, για την ακρίβεια, τι μπορούσε να δει τότε, πριν από 15-τόσα χρόνια, στα Στάγειρα. Τι να “πω”... Cada loco con su tema… Αυτό που κάνει ένα μέρος “ουάου” για κάποιον, το ίδιο ακριβώς μπορεί να αφήνει παγερά αδιάφορο κάποιον άλλο...
Το αναφέρω επειδή χθες για παράδειγμα, όπως τριγυρνούσα στο Σαν Τέλμο, χωρίς να είμαι και στα καλύτερα κέφια, τον θυμήθηκα ξανά τον παχουλό γκέι σύζυγο. Μου αρέσει πολύ, πολύ, πολύ, το ότι είμαι σε μία πόλη που με εντυπωσιάζει, που ενίοτε μου... σηκώνει την τρίχα, που ώρες-ώρες, στα καλά καθούμενα, όπως τριγυρνάω, βλέπω κάτι που με κάνει να σκέφτομαι, “πωωω... Είμαι στο Μπουένος Άιρες, και περνάω ολόκληρο τρίμηνο εδώ...” Ό,τι κι αν είναι εκείνο που με απασχολεί/προβληματίζει, σε αυτήν τη σκέψη, φαντάζει λιγότερο σημαντικό.
Το ίδιο μού συνέβη αρκετές φορές στο Ρίο, να με πιάνω να ενθουσιάζομαι με την ιδέα ότι ήμουν εκεί, για τόσο καιρό. Εκεί, ήταν πιο... εύκολο, επειδή δίπλα σε όλα τα άλλα, το Ρίο ανέκαθεν μου φαινόταν εξωτικό (κάτι που... αν και αθεράπευτα αργεντινόφιλος, δεν θα έλεγα ποτέ για το Μπουένος Άιρες). Στο Ρίο έκοβα βόλτες, και πολλές φορές άκουγα πιθήκους να... επικοινωνούν μεταξύ τους από τα ψηλότερα κλαδιά δέντρων στα οποία περνούσαν όλη τη μέρα. Έβλεπα πουλιά που δεν έχω δει πουθενά αλλού. Έβλεπα γυναίκες από... ξανθιές με γαλάζια μάτια και κατάλευκο δέρμα (εκτός από τα σημεία με τατουάζ, τα οποία στο Ρίο κάνουν θ-ρ-α-ύ-σ-η, ακόμα και μεταξύ γυναικών, κ-ά-θ-ε ηλικίας), μέχρι... κατράμι (και το γράφω με θαυμασμό, για να μην παρεξηγηθώ), με όλες τις “αποχρώσεις” μεταξύ των δύο. Κι όταν έφθανα σε κάποια παραλία, εκεί ήταν που... έλιωνα τελείως.
Εννοείται ότι για την... ιδιάζουσα περίπτωσή μου, “καγκελοτριχικές” στιγμές ήταν πάμπολλες και σε γήπεδα, ειδικά στους αγώνες τής Φλαμένγκο στο Μαρακανά. Για πλάκα μάζευε η Φλα 50, 55, 60.000 κόσμο, ακόμα και σε παιχνίδια με τη... Σεαρά. Αν είσαι του ποδοσφαίρου, στο “Ναός των Ποδοσφαιρικών Ναών” Μαρακανά, βλέποντας Φλαμένγκο, με 60.000 κόσμο, κι ειδικά να τραγουδάνε για το Διηπειρωτικό Κύπελλο που κέρδισαν το 1981 (το αγαπημένο μου τραγούδι τους), είσαι σε φάση... “δεν με πειράζει να πάθω ανακοπή, και να είναι αυτές οι τελευταίες στιγμές μου”.
Από τώρα ξέρω ότι αυτό το... μπόνους δεν θα το έχω τους τρεις μήνες στο Μοντεβιδέο. Θα υπάρχουν άλλα θετικά, αλλά δεν περιμένω να υπάρξει ούτε μία φορά που θα είμαι στη μέση βόλτας, και θα σκεφτώ, “πωωω... Είμαι στο Μοντεβιδέο...” Δεν γίνεται να τα έχουμε όλα και πάντα...
Περί Σαν Τέλμο, το σχόλιό μου είναι ότι θα ήθελα να δω σε δέκα χρόνια από σήμερα, πόσο... Σαν Τέλμο θα έχει γίνει η Μπόκα. Εξηγούμαι: εκεί, βλέπεις πάμπολλα ξενοδοχεία, κυρίως “μπουτίκ”, παλιά κτήρια που τα σουλούπωσαν και πρέπει να είναι πολύ όμορφα μέσα. Από έξω, εκείνο που βλέπω είναι μόνο η πρόσοψη, και τα αστέρια, στην πλάκα με το όνομα κάθε ξενοδοχείου. Εδώ, ξενοδοχείο, ούτε για δείγμα. Το μοναδικό “HOTEL” που έχω δει στην Μπόκα είναι στην... περιφέρειά της, πάνω στην Αλμιράντε Μπράουν, εκτός “καρδιάς” Μπόκα, κι είναι τόσο low-key που το όνομά του είναι αυτό ακριβώς, “HOTEL”, όπως λέει η... ταπεινή επιγραφή πάνω από την ετοιμόρροπη είσοδό του.
Εκεί, βλέπεις πάμπολλα όμορφα μαγαζιά, στα οποία όσο πιθανό είναι να ακούσεις Πορτογαλικά Βραζιλίας, Ισπανικά Ισπανίας, Ισπανικά χωρών Λατινικής Αμερικής (πλην Αργεντινής), Γερμανικά, Γαλλικά, άλλο τόσο πιθανό είναι να ακούσεις ριοπλατένσε Ισπανικά. Εννοώ ότι οι θαμώνες στα μαγαζιά είναι... μοιρασμένοι, μισοί τουρίστες, μισοί ντόπιοι. Στην Μπόκα, αυτό που βλέπεις είναι σούπερ-ντούπερ τουριστικά “ρεστοράν”, στα οποία ντόπιοι δεν είναι ούτε καν εκείνοι που δουλεύουν σε αυτά. Στα μη τουριστικά μαγαζιά, βλέπεις ελάχιστους ξένους (εκείνους που ξεμάκρυναν κάπως από το Καμινίτο), και, ναι, εκεί βλέπεις ντόπιους, είναι στέκια ντόπιων.
Στο Σαν Τέλμο υπάρχουν μουσικές σκηνές, θέατρα, άλλοι... καλλιτεχνικοί χώροι, επιμένω όμως στο της μουσικής, με ροκ, με τζαζ, με, με, με... Στην Μπόκα, μουσική ακούς έξω από... “κοινοτικά κέντρα”, χώροι στους οποίους μαζεύονται κάτοικοι της περιοχής για να κάνουν δωρεάν μαθήματα χορού.
Τέλος, στο Σαν Τέλμο ξέρω από πρώτο χέρι ότι ζουν πολλοί ξένοι που... έχουν σχετική οικονομική άνεση, κόσμος που εγκαταστάθηκε εκεί επειδή θεωρείται "cool" να μένεις εκεί. Στην Μπόκα, ακόμα, όχι (τέτοιου "είδους" ξένοι).
Μία μέρα είχαμε με τη Βερόνικα την κουβέντα τού “gentrification”, πώς πάει στην Μπόκα, πόσο έχει αλλάξει ο χαρακτήρας τής περιοχής, αν έχει αλλάξει, τα τελευταία δέκα χρόνια. Μου είπε ότι οι ξένοι που έχουν εγκατασταθεί εδώ, όπως έγραψα τις προάλλες σε άλλο κείμενο, είναι είτε από χώρες τής Λατινικής Αμερικής, είτε Κινέζοι, όλοι εργαζόμενοι, όλοι... “μικρομεσαία τάξη”. Δεν βλέπεις αυτό που έχω δει σε πολλές γειτονιές σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, στις οποίες βρέθηκα δύο και τρεις φορές με διαφορά κάποιων ετών. Δεν βλέπεις ξένους με “καλά” πορτοφόλια να έχουν εγκατασταθεί, να έχουν αναλάβει τις επιχειρήσεις, να έχουν ανοίξει άλλες, να έχουν σπρώξει τα ενοίκια στα ύψη, τόσο που οι ήδη υπάρχοντες κάτοικοι να έφθασαν κάποια στιγμή στο σημείο να μετακομίσουν, επειδή δεν άντεχαν άλλο να ζουν στη “νεο-ακριβή” γειτονιά τους.
Αλλάζουν όμως τα πράγματα; Κι αν ναι, πόσο γρήγορα; Εντύπωσή μου είναι ότι αλλάζουν, αλλά πολύ αργά. Στην Μπόκα βλέπεις πολλές επιγραφές σε τοίχους που λένε “La Boca no está en venta” (αν και κύριο όνομα, η Μπόκα παίρνει άρθρο, είναι από τις εξαιρέσεις, όπως κι η Αβάνα, για παράδειγμα). “Η Μπόκα δεν είναι προς πώληση”. Αλλού βλέπεις γραμμένο, “εδώ ζει μία οικογένεια που παλεύει για το δικαίωμα στη στέγαση”. Τέτοιες επιγραφές βλέπεις σε πολύ-πολύ “καιρο-τσακισμένα” σπίτια, κτήρια που είναι προφανές ότι ο χρόνος έχει φανεί αμείλικτος μαζί τους, λόγω φτωχής συντήρησης. “Basta de desalojos” είναι κάτι άλλο που βλέπεις γραμμένο σε τοίχους. “Φθάνει με τις εξώσεις”. Όσοι ενδιαφέρεστε, μπορείτε να ψάξτε “La Boca desalojos” στο ίντερνετ, και θα βρείτε πολλά ενδιαφέροντα πρόσφατα ρεπορτάζ.
Για την ώρα, νομίζω, εκείνο που... “προστατεύει” την Μπόκα από το gentrification, είναι η... φήμη της, και δεν εννοώ τη φήμη της ως τουριστικό προορισμό, αλλά το πόσο επίφοβη θεωρείται σαν περιοχή. Στο Σαν Τέλμο, χθες, κυκλοφορούσα με mp3, ακουστικά στα αυτιά, ακούγοντας μουσική. Στην Μπόκα, κάθε φορά που περπατάω μέχρι Καλιφόρνια, τρία χιλιόμετρα, έναν δρόμο στον οποίο υπάρχει ένα εμπορικό κέντρο με outlets, ακουστικά στα αυτιά βάζω όταν φθάνω στην Πατρίσιος, τον κεντρικό δρόμο στα όρια με Μπαρράκας. Εννοώ, ακόμα και τη μέρα. Τα εφτά τετράγωνα από το σπίτι μέχρι την Πατρίσιος, ούτε μέρα δεν θα κάνω με ακουστικά στα αυτιά, χωρίς να έχω συναίσθηση του τι συμβαίνει γύρω μου.
Γιατί στο Σαν Τέλμο “ναι” στα ακουστικά, και στην Μπόκα “όχι”; Επειδή όπως έγραψα τις προάλλες, η Μπόκα είναι... comunidad, ξέρουν ο ένας τον άλλον, κι υπάρχει δίκτυο αλληλοστήριξης αλλά και αλληλοκάλυψης, όπως το περιέγραψα τις προάλλες. Βλέπεις αμέτρητα τσογλανάκια μέρα μεσημέρι να κάθονται σε πεζούλια και να “κόβουν κίνηση”, κι όχι με ματιά απλού... θεατή, αλλά με ματιά τύπου που... ζυγίζει τις πιθανότητές του, να κάνει ή να μην... “κάνει κίνηση”. Στο Σαν Τέλμο, κάθε φορά που περνάω από εκεί, δεν βλέπω τέτοιες φάτσες, δεν έχουν μείνει τέτοιοι... κάτοικοι εκεί. Εδώ, οι συγκεκριμένοι, είναι... στο σπίτι τους. Εκεί, δεν έχουν απομείνει τέτοιοι “μόνιμοι κάτοικοι”. Βλέπεις ζητιάνους, δεν βλέπεις όμως... πέντε τσογλανάκια μαζεμένα να “τσεκάρουν” τους θαμώνες μαγαζιών και τους περαστικούς...
Το αν θα έκανε καλό ή κακό στην Μπόκα το gentrification, “σηκώνει πολλή κουβέντα”, κι αυτό το κείμενο είναι ήδη μεγάλο...
Χαιρετίσματα σε όλους από το όλο και καλοκαιρινότερο Μπουένος Άιρες.
Τελικά, το έκανε χωρίς τη συναίνεσή της, και το βράδυ που πήγαν για να του ρίξουν μια τελευταία ματιά τελειωμένο, πριν το πουλήσουν, η τύπισσα πρώτα “φόρτωσε” όταν κατάλαβε τι είχε κάνει ο συνεργάτης της πίσω από την πλάτη της, αλλά μόλις είδε περί τίνος επρόκειτο, ω ναι, της ξέφυγε ένα αυθόρμητο “wooowww”.
Όοολη αυτήν την εισαγωγή την έκανα επειδή το point μου είναι ότι τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, τόσο το Ρίο όσο και το Μπουένος Άιρες, είναι “ουάου”. Με διαφορετικό τρόπο, αλλά... και τα δύο. Προφανώς, το ζήτημα είναι εντελώς υποκειμενικό. Γνωρίζω κόσμο που δεν τον ξετρελαίνει/εντυπωσιάζει το Ρίο, και ακόμα περισσότερους που δεν συγκινήθηκαν ιδιαίτερα όταν ήρθαν στο Μπουένος Άιρες. Το “wow factor”, όπως και η ομορφιά, είναι στα μάτια (και στο μυαλό) τού θεατή.
Επιμένω στο “και στο μυαλό”. Δεν θα ξεχάσω μία νεαρή Χιλιανή που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη πριν από... 15, πάνω-κάτω, χρόνια, κι επικοινώνησε μαζί μου μέσω του couchsurfing, για να βρεθούμε, να κάνουμε βόλτα, να πιούμε κάτι. Το δικό της must τότε όσο θα έμενε στη Θεσσαλονίκη, ήταν να πάει στον τόπο γέννησης του Αριστοτέλη(!). Ήταν η πρώτη (και μοναδική) φορά που ασχολήθηκα να βρω λεπτομέρειες για το... τι μπορεί να δει κανείς σήμερα, για την ακρίβεια, τι μπορούσε να δει τότε, πριν από 15-τόσα χρόνια, στα Στάγειρα. Τι να “πω”... Cada loco con su tema… Αυτό που κάνει ένα μέρος “ουάου” για κάποιον, το ίδιο ακριβώς μπορεί να αφήνει παγερά αδιάφορο κάποιον άλλο...
Το αναφέρω επειδή χθες για παράδειγμα, όπως τριγυρνούσα στο Σαν Τέλμο, χωρίς να είμαι και στα καλύτερα κέφια, τον θυμήθηκα ξανά τον παχουλό γκέι σύζυγο. Μου αρέσει πολύ, πολύ, πολύ, το ότι είμαι σε μία πόλη που με εντυπωσιάζει, που ενίοτε μου... σηκώνει την τρίχα, που ώρες-ώρες, στα καλά καθούμενα, όπως τριγυρνάω, βλέπω κάτι που με κάνει να σκέφτομαι, “πωωω... Είμαι στο Μπουένος Άιρες, και περνάω ολόκληρο τρίμηνο εδώ...” Ό,τι κι αν είναι εκείνο που με απασχολεί/προβληματίζει, σε αυτήν τη σκέψη, φαντάζει λιγότερο σημαντικό.
Το ίδιο μού συνέβη αρκετές φορές στο Ρίο, να με πιάνω να ενθουσιάζομαι με την ιδέα ότι ήμουν εκεί, για τόσο καιρό. Εκεί, ήταν πιο... εύκολο, επειδή δίπλα σε όλα τα άλλα, το Ρίο ανέκαθεν μου φαινόταν εξωτικό (κάτι που... αν και αθεράπευτα αργεντινόφιλος, δεν θα έλεγα ποτέ για το Μπουένος Άιρες). Στο Ρίο έκοβα βόλτες, και πολλές φορές άκουγα πιθήκους να... επικοινωνούν μεταξύ τους από τα ψηλότερα κλαδιά δέντρων στα οποία περνούσαν όλη τη μέρα. Έβλεπα πουλιά που δεν έχω δει πουθενά αλλού. Έβλεπα γυναίκες από... ξανθιές με γαλάζια μάτια και κατάλευκο δέρμα (εκτός από τα σημεία με τατουάζ, τα οποία στο Ρίο κάνουν θ-ρ-α-ύ-σ-η, ακόμα και μεταξύ γυναικών, κ-ά-θ-ε ηλικίας), μέχρι... κατράμι (και το γράφω με θαυμασμό, για να μην παρεξηγηθώ), με όλες τις “αποχρώσεις” μεταξύ των δύο. Κι όταν έφθανα σε κάποια παραλία, εκεί ήταν που... έλιωνα τελείως.
Εννοείται ότι για την... ιδιάζουσα περίπτωσή μου, “καγκελοτριχικές” στιγμές ήταν πάμπολλες και σε γήπεδα, ειδικά στους αγώνες τής Φλαμένγκο στο Μαρακανά. Για πλάκα μάζευε η Φλα 50, 55, 60.000 κόσμο, ακόμα και σε παιχνίδια με τη... Σεαρά. Αν είσαι του ποδοσφαίρου, στο “Ναός των Ποδοσφαιρικών Ναών” Μαρακανά, βλέποντας Φλαμένγκο, με 60.000 κόσμο, κι ειδικά να τραγουδάνε για το Διηπειρωτικό Κύπελλο που κέρδισαν το 1981 (το αγαπημένο μου τραγούδι τους), είσαι σε φάση... “δεν με πειράζει να πάθω ανακοπή, και να είναι αυτές οι τελευταίες στιγμές μου”.
Από τώρα ξέρω ότι αυτό το... μπόνους δεν θα το έχω τους τρεις μήνες στο Μοντεβιδέο. Θα υπάρχουν άλλα θετικά, αλλά δεν περιμένω να υπάρξει ούτε μία φορά που θα είμαι στη μέση βόλτας, και θα σκεφτώ, “πωωω... Είμαι στο Μοντεβιδέο...” Δεν γίνεται να τα έχουμε όλα και πάντα...
Περί Σαν Τέλμο, το σχόλιό μου είναι ότι θα ήθελα να δω σε δέκα χρόνια από σήμερα, πόσο... Σαν Τέλμο θα έχει γίνει η Μπόκα. Εξηγούμαι: εκεί, βλέπεις πάμπολλα ξενοδοχεία, κυρίως “μπουτίκ”, παλιά κτήρια που τα σουλούπωσαν και πρέπει να είναι πολύ όμορφα μέσα. Από έξω, εκείνο που βλέπω είναι μόνο η πρόσοψη, και τα αστέρια, στην πλάκα με το όνομα κάθε ξενοδοχείου. Εδώ, ξενοδοχείο, ούτε για δείγμα. Το μοναδικό “HOTEL” που έχω δει στην Μπόκα είναι στην... περιφέρειά της, πάνω στην Αλμιράντε Μπράουν, εκτός “καρδιάς” Μπόκα, κι είναι τόσο low-key που το όνομά του είναι αυτό ακριβώς, “HOTEL”, όπως λέει η... ταπεινή επιγραφή πάνω από την ετοιμόρροπη είσοδό του.
Εκεί, βλέπεις πάμπολλα όμορφα μαγαζιά, στα οποία όσο πιθανό είναι να ακούσεις Πορτογαλικά Βραζιλίας, Ισπανικά Ισπανίας, Ισπανικά χωρών Λατινικής Αμερικής (πλην Αργεντινής), Γερμανικά, Γαλλικά, άλλο τόσο πιθανό είναι να ακούσεις ριοπλατένσε Ισπανικά. Εννοώ ότι οι θαμώνες στα μαγαζιά είναι... μοιρασμένοι, μισοί τουρίστες, μισοί ντόπιοι. Στην Μπόκα, αυτό που βλέπεις είναι σούπερ-ντούπερ τουριστικά “ρεστοράν”, στα οποία ντόπιοι δεν είναι ούτε καν εκείνοι που δουλεύουν σε αυτά. Στα μη τουριστικά μαγαζιά, βλέπεις ελάχιστους ξένους (εκείνους που ξεμάκρυναν κάπως από το Καμινίτο), και, ναι, εκεί βλέπεις ντόπιους, είναι στέκια ντόπιων.
Στο Σαν Τέλμο υπάρχουν μουσικές σκηνές, θέατρα, άλλοι... καλλιτεχνικοί χώροι, επιμένω όμως στο της μουσικής, με ροκ, με τζαζ, με, με, με... Στην Μπόκα, μουσική ακούς έξω από... “κοινοτικά κέντρα”, χώροι στους οποίους μαζεύονται κάτοικοι της περιοχής για να κάνουν δωρεάν μαθήματα χορού.
Τέλος, στο Σαν Τέλμο ξέρω από πρώτο χέρι ότι ζουν πολλοί ξένοι που... έχουν σχετική οικονομική άνεση, κόσμος που εγκαταστάθηκε εκεί επειδή θεωρείται "cool" να μένεις εκεί. Στην Μπόκα, ακόμα, όχι (τέτοιου "είδους" ξένοι).
Μία μέρα είχαμε με τη Βερόνικα την κουβέντα τού “gentrification”, πώς πάει στην Μπόκα, πόσο έχει αλλάξει ο χαρακτήρας τής περιοχής, αν έχει αλλάξει, τα τελευταία δέκα χρόνια. Μου είπε ότι οι ξένοι που έχουν εγκατασταθεί εδώ, όπως έγραψα τις προάλλες σε άλλο κείμενο, είναι είτε από χώρες τής Λατινικής Αμερικής, είτε Κινέζοι, όλοι εργαζόμενοι, όλοι... “μικρομεσαία τάξη”. Δεν βλέπεις αυτό που έχω δει σε πολλές γειτονιές σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, στις οποίες βρέθηκα δύο και τρεις φορές με διαφορά κάποιων ετών. Δεν βλέπεις ξένους με “καλά” πορτοφόλια να έχουν εγκατασταθεί, να έχουν αναλάβει τις επιχειρήσεις, να έχουν ανοίξει άλλες, να έχουν σπρώξει τα ενοίκια στα ύψη, τόσο που οι ήδη υπάρχοντες κάτοικοι να έφθασαν κάποια στιγμή στο σημείο να μετακομίσουν, επειδή δεν άντεχαν άλλο να ζουν στη “νεο-ακριβή” γειτονιά τους.
Αλλάζουν όμως τα πράγματα; Κι αν ναι, πόσο γρήγορα; Εντύπωσή μου είναι ότι αλλάζουν, αλλά πολύ αργά. Στην Μπόκα βλέπεις πολλές επιγραφές σε τοίχους που λένε “La Boca no está en venta” (αν και κύριο όνομα, η Μπόκα παίρνει άρθρο, είναι από τις εξαιρέσεις, όπως κι η Αβάνα, για παράδειγμα). “Η Μπόκα δεν είναι προς πώληση”. Αλλού βλέπεις γραμμένο, “εδώ ζει μία οικογένεια που παλεύει για το δικαίωμα στη στέγαση”. Τέτοιες επιγραφές βλέπεις σε πολύ-πολύ “καιρο-τσακισμένα” σπίτια, κτήρια που είναι προφανές ότι ο χρόνος έχει φανεί αμείλικτος μαζί τους, λόγω φτωχής συντήρησης. “Basta de desalojos” είναι κάτι άλλο που βλέπεις γραμμένο σε τοίχους. “Φθάνει με τις εξώσεις”. Όσοι ενδιαφέρεστε, μπορείτε να ψάξτε “La Boca desalojos” στο ίντερνετ, και θα βρείτε πολλά ενδιαφέροντα πρόσφατα ρεπορτάζ.
Για την ώρα, νομίζω, εκείνο που... “προστατεύει” την Μπόκα από το gentrification, είναι η... φήμη της, και δεν εννοώ τη φήμη της ως τουριστικό προορισμό, αλλά το πόσο επίφοβη θεωρείται σαν περιοχή. Στο Σαν Τέλμο, χθες, κυκλοφορούσα με mp3, ακουστικά στα αυτιά, ακούγοντας μουσική. Στην Μπόκα, κάθε φορά που περπατάω μέχρι Καλιφόρνια, τρία χιλιόμετρα, έναν δρόμο στον οποίο υπάρχει ένα εμπορικό κέντρο με outlets, ακουστικά στα αυτιά βάζω όταν φθάνω στην Πατρίσιος, τον κεντρικό δρόμο στα όρια με Μπαρράκας. Εννοώ, ακόμα και τη μέρα. Τα εφτά τετράγωνα από το σπίτι μέχρι την Πατρίσιος, ούτε μέρα δεν θα κάνω με ακουστικά στα αυτιά, χωρίς να έχω συναίσθηση του τι συμβαίνει γύρω μου.
Γιατί στο Σαν Τέλμο “ναι” στα ακουστικά, και στην Μπόκα “όχι”; Επειδή όπως έγραψα τις προάλλες, η Μπόκα είναι... comunidad, ξέρουν ο ένας τον άλλον, κι υπάρχει δίκτυο αλληλοστήριξης αλλά και αλληλοκάλυψης, όπως το περιέγραψα τις προάλλες. Βλέπεις αμέτρητα τσογλανάκια μέρα μεσημέρι να κάθονται σε πεζούλια και να “κόβουν κίνηση”, κι όχι με ματιά απλού... θεατή, αλλά με ματιά τύπου που... ζυγίζει τις πιθανότητές του, να κάνει ή να μην... “κάνει κίνηση”. Στο Σαν Τέλμο, κάθε φορά που περνάω από εκεί, δεν βλέπω τέτοιες φάτσες, δεν έχουν μείνει τέτοιοι... κάτοικοι εκεί. Εδώ, οι συγκεκριμένοι, είναι... στο σπίτι τους. Εκεί, δεν έχουν απομείνει τέτοιοι “μόνιμοι κάτοικοι”. Βλέπεις ζητιάνους, δεν βλέπεις όμως... πέντε τσογλανάκια μαζεμένα να “τσεκάρουν” τους θαμώνες μαγαζιών και τους περαστικούς...
Το αν θα έκανε καλό ή κακό στην Μπόκα το gentrification, “σηκώνει πολλή κουβέντα”, κι αυτό το κείμενο είναι ήδη μεγάλο...
Χαιρετίσματα σε όλους από το όλο και καλοκαιρινότερο Μπουένος Άιρες.