delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Ένα από τα καλά τής δουλειάς μου είναι ότι δεν χρειάζεται να σηκώνομαι – αναγκαστικά – νωρίς-νωρίς, μπορώ άνετα να σηκωθώ από το κρεβάτι στις οκτώ ή οκτώ και μισή, ακόμα και στις εννιά, και να αρχίσω να γράφω κατά τις εννιά ή εννιά και μισή, ακόμα και στις δέκα. Κι αν θέλω, μπορώ να κανονίσω το πρόγραμμά μου έτσι ώστε να μην γράψω καθόλου το πρωί, να δουλέψω από το μεσημέρι και μετά, ή ακόμα και αργά το απόγευμα.
Προχθές όμως, όχι απλά σηκώθηκα στις έξι και μισή, αλλά το έκανα με ενθουσιασμό μπόμπιρα ανήμερα Χριστουγέννων, που τρέχει στο χριστουγεννιάτικο δέντρο να δει τι δώρα θα βρει (αν και αμφιβάλω ότι πολλές οικογένειες το κάνουν αυτό ακόμα σήμερα). Μάλιστα, ήμουν σε τόσο “δεν κρατιέμαι να βγω” κατάσταση, που την πρώτη φορά που έκανα να βγω από το δωμάτιο, συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα με τις σαγιονάρες, δεν είχα βάλει παπούτσια, και τη δεύτερη συνειδητοποίησα ότι είχα φορέσει το σορτσάκι χωρίς εσώρουχο από κάτω. Δεν κρα-τιό-μουν...
Τι ήταν αυτό που με είχε κάνει να πεταχτώ από το κρεβάτι στις έξι και μισή, και να την κοπανήσω από το σπίτι σχεδόν άρον-άρον; Δύο συλλαβές: μπά-λα.
Είχα να δω ποδόσφαιρο από 3 Δεκεμβρίου, από ένα Τίγρε – Γοδόι Κρους στη Βικτόρια, βορειοδυτικά τού Μπουένος Άιρες. Η Ρίβερ Πλέιτ (τού Μοντεβιδέο, όχι του Μπουένος Άιρες), έπαιζε φιλικό με την παραγουανική Λιμπερτάδ στις εννιά το πρωί, με ελεύθερη είσοδο, στο γήπεδό τους, που βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα από το σπίτι που μένω. Δεν κρα-τιό-μουν...
Είχα περάσει ώρες το προηγούμενο βράδυ στο ίντερνετ, διαβάζοντας ό,τι πιθανό και απίθανο είχα βρει για τη Ρίβερ, η οποία εκτός από το όνομα, το άλλο κοινό που έχει με την τεράστια συνονόματό της του Μπουένος Άιρες είναι τα χρώματα, λευκό και κόκκινο.
Έμαθα γιατί αυτοαποκαλούνται “darseneros” (αυτοί που δουλεύουν σε αποβάθρες – ο σύλλογος προέκυψε από το πάντρεμα δύο άλλων συλλόγων αρχές δεκαετίας τού ‘30, με εκείνους τους δύο να είχαν έδρα την Παλιά Πόλη, δίπλα στο λιμάνι), γιατί το γήπεδό τους έχει το όνομα ενός τερματοφύλακα που έπαιξε μόλις εφτά παιχνίδια με τη φανέλα τους (στο έβδομο, δέχθηκε ένα κτύπημα, το έβγαλε μεν το παιχνίδι, αλλά αργότερα πέθανε λόγω εκείνου του χτυπήματος που είχε δεχθεί), γιατί δεν έχουν πάρει ποτέ πρωτάθλημα, γιατί γκρινιάζουν πολλοί οπαδοί τους αυτόν τον καιρό (πουλάνε τους καλύτερους παίκτες τους στον πρώτο που εμφανίζεται), γιατί, γιατί, γιατί...
Επιπλέον, βρήκα ευκαιρία να καλύψω χαμένα επεισόδια της Λιμπερτάδ, την οποία παρακολούθησα σχεδόν σε όλα τα εντός (και πολλά εκτός) έδρας παιχνίδια της πέρσι, στην Ασουνσιόν. Ήταν σαν να μάθαινα νέα για παλιόφιλους με τους οποίους είχαμε χαθεί για κάποιο διάστημα.
Ο καιρός ήταν τέλειος, κι η διάθεσή μου το ίδιο.
Το γήπεδο της Ρίβερ είναι... ένα κουκλί. Σούπερ-σούπερ απλό, οι κερκίδες βασικά είναι... φυτεμένες πάνω σε μαλακό χώμα, εντός πάρκου, μεγάλου, στο οποίο υπάρχουν δύο ακόμα γήπεδα(!), δύο άλλων συλλόγων. Γύρω-γύρω έχει ψηλά δέντρα, ενισχύοντας την αίσθηση... “είμαι σε πάρκο”. Εκείνο δε που λάτρεψα περισσότερο, είναι ότι τα δίχτυα και τα κάγκελα γύρω-γύρω είναι όσα χρειάζεται να είναι, όχι περισσότερα. Είμαι ορκισμένος εχθρός των κάγκελων στα γήπεδα, εκείνων που κάνουν μία κερκίδα να μοιάζει με κλουβί, αφήνοντάς σε να μαντεύεις πού είναι η μπάλα, αφού δεν μπορείς να τη διακρίνεις εύκολα, ανάμεσα σε δίχτυα, κάγκελα, και σύρματα. Στο “Πάρκε Φεδερίκο Σαρόλδι” δίχτυα υπάρχουν μόνο για μερικά μέτρα πίσω από τις κερκίδες, περισσότερο για να συγκρατούν την μπάλα όταν ένα σουτ δεν βρίσκει εστία.
Ήταν πολύ ενδιαφέρον το πριν την έναρξη. Η Λιμπερτάδ είναι μεγάλος σύλλογος στην Παραγουάη, και τη σέβονται γενικά στη Νότια Αμερική, έχει κάνει καλές χρονιές και σε διεθνείς διοργανώσεις, στις οποίες συμμετέχει κάθε χρόνο. Τελείωσαν την προθέρμανσή τους εγκαίρως, και στις εννιά παρά τρία ήταν έτοιμοι, εκείνοι και οι διαιτητές, για να αρχίσουν το παιχνίδι. Φορούσαν φανέλες με νούμερα στην πλάτη, αν και όχι τις κανονικές (που φοράνε σε επίσημα παιχνίδια). Οι της Ρίβερ, που είναι μικρή ομάδα όχι μόνο γενικά στη Νότια Αμερική, αλλά ακόμα και στην ίδια την Ουρουγουάη, μέχρι τις εννιά και τρία έκαναν ακόμα ζέσταμα, κι όταν με τα πολλά στήθηκαν στο μισό γήπεδο για να αρχίσει το παιχνίδι, οι μισοί παίκτες ήταν με το “μπουστάκι” (εκείνο που χρησιμοποιούν πολλοί σύλλογοι για να καταγράφουν διάφορα στοιχεία κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, σχετικά με τη φυσική κατάσταση των παικτών τους) πάνω από το μπλουζάκι, όχι κάτω. Κι έπαιξαν ακριβώς με μπλουζάκια, όχι με αγωνιστικές φανέλες. Με άλλα λόγια, ο ορισμός τού “χύμα”.
Η ατμόσφαιρα ήταν... οικογενειακή, φιλική. Ήμασταν δεν ήμασταν εκατό άνθρωποι στις κερκίδες, και συμπεριλαμβάνω τους αναπληρωματικούς τής Λιμπερτάδ, οι οποίοι κάθονταν πέντε μέτρα δεξιά μου.
Οι ομάδες έπαιξαν δύο ημίχρονα από 20 λεπτά, και μετά άλλα δύο από 20 λεπτά (αλλάζοντας εστία κάθε εικοσάλεπτο), κι αγωνίστηκαν όλοι οι παίκτες, πάνω από 20 από κάθε ομάδα. Ουσιαστικά ήταν... επίσημη προπόνηση (το διαιτητικό τρίο ήταν κανονικοί διαιτητές, με τις επίσημες εμφανίσεις τους, δεν ήταν... ο γυμναστής ενός εκ των δύο ομάδων), όχι ματς-ματς.
Το πρώτο 40λεπτο το είδα αφοσιωμένος στο τι συνέβαινε εντός αγωνιστικού χώρου. Στο δεύτερο χάζευα το παιχνίδι μόνο περιστασιακά, επειδή στο “ημίχρονο” είχα πιάσει κουβέντα σε τρία άτομα τριγύρω μου. Σε κοινόχρηστο χώρο χόστελ, σε μπαρ, σε λεωφορείο, σε αεροπλάνο, σε... οπουδήποτε αλλού, μοιάζω να έχω πιει το αμίλητο νερό. Αν κάποιος μου μιλήσει πρώτος, ανταποκρίνομαι, κι ενίοτε καταλήγω να μην βάλω γλώσσα μέσα, όμως δεν είμαι σχεδόν ποτέ εκείνος που ανοίγει κουβέντα. Σε ποδοσφαιρικό γήπεδο, είμαι σχεδόν άλλος άνθρωπος, ανοίγοντας κουβέντα με κόσμο ακόμα κι όταν είναι προφανές ότι δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, και συνεννοούμαστε περισσότερο με χειρονομίες. Ευτυχώς, σε ισπανόφωνες χώρες δεν χρειάζεται να καταφεύγω σε χειρονομίες.
Έμαθα τόσα μα τόσα πολλά, μιλώντας σχεδόν ασταμάτητα με δύο κυρίους στα 55-60, κι έναν πιτσιρικά μεταξύ 20 και 25. Ειδικά σε γήπεδα μικρών ομάδων, σαν ξένος, είσαι... βασιλιάς. Προκαλείς τόση εντύπωση απλά και μόνο επειδή είσαι εκεί, επειδή μπήκες στη διαδικασία να πας σε ένα ημιεπίσημο φιλικό παιχνίδι στις εννιά το πρωί, που ο κόσμος σε βομβαρδίζει με πληροφορίες και ερωτήσεις, πληροφορίες για την ομάδα του, για το ποδόσφαιρο στη χώρα του, για τη χώρα του γενικά, κι ερωτήσεις για σένα, για το πώς κι είσαι εδώ, ποια ομάδα υποστηρίζεις, πώς είναι το ποδόσφαιρο στη χώρα σου, πώς είναι η χώρα σου γενικά.
Τελείωσε το παιχνίδι, και μείναμε οι τέσσερις στην κερκίδα να μιλάμε για άλλα 15 λεπτά.
Φεύγοντας, πήγα στα γραφεία τής Ρίβερ, να ρωτήσω αν πουλάνε φανέλες τους. Ναι μεν, αλλά δεν είχαν (περιμένουν τις καινούργιες). Άλλο τυπικό τού να επισκέπτεσαι το γήπεδο μικρής ομάδας, είναι ότι οι πάντες είναι προσεγγίσιμοι. Αν ήθελα να δω τον γενικό γραμματέα τής Πενιαρόλ για κάποιο ζήτημα, θα έπρεπε να κλείσω ραντεβού. Αν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο της... Μπαρσελόνα, θα έπρεπε να κάνω αίτηση βδομάδες νωρίτερα, και να έχω πολύ καλό λόγο. Στη Ρίβερ, χτύπησα μία πόρτα, μου άνοιξαν, εξήγησα τι έψαχνα, και σε δύο λεπτά ο γενικός γραμματέας τού συλλόγου μου είχε υποσχεθεί να μου δωρίσει μία φανέλα στις 12 Φεβρουαρίου. Εκείνη τη μέρα παίζουν εντός έδρας με τη βραζιλιάνικη Σάντος στο Κόπα Σουδαμερικάνα, θα χρησιμοποιήσουν νέες φανέλες, και μου είπε να τον βρω στο γήπεδο για να μου δώσει μία από αυτές που χρησιμοποιούσαν όλο το 2018. Δεν ξέρω αν θα με θυμηθεί κι αν όντως θα μου χαρίσει φανέλα, όμως... έχει πλάκα να είσαι τουρίστας και να μιλάς με υψηλόβαθμο στέλεχος συλλόγου “στο έτσι”, στα καλά καθούμενα.
Πέρσι, στο Μπατούμι, βρήκα τα γραφεία τής τοπικής ομάδας, ψάχνοντας το ίδιο πράγμα, φανέλα. Βρήκα τρία άτομα να τακτοποιούν κάτι κούτες. Ένας από τους τρεις ήταν ο πρόεδρος
. Φανέλες δεν είχαν, αλλά μου έδωσε δώρο ένα κασκόλ κι ένα μπανεράκι, από εκείνα που ανταλλάσσουν οι ομάδες πριν την έναρξη αγώνα. Από τέτοιες ιστορίες δέκα χρόνια τώρα, που παρακολουθώ σοβαρά ποδόσφαιρο εκτός Ελλάδας, να φάνε κι οι κότες. Τις γράφω σιγά-σιγά σε ένα μπλογκ που έστησα το 2014 και... επανέφερα στη ζωή πριν από λίγες ημέρες (goalgoltor.blogspot.com. Όποιος ενδιαφέρεται, ας ρίξει μια ματιά).
Αν ήμουν γουρούνι, το γήπεδο, οποιοδήποτε γήπεδο, θα ήταν ο λασπότοπός μου, το μέρος στο οποίο θα αισθανόμουν καλύτερα. Ο μακαρίτης ο μπαμπάς μου με πρωτοπήγε στην Τούμπα όταν ήμουν ακόμα μωρό, μωρό-μωρό. Το σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη ήταν/είναι λίγα τετράγωνα από το γήπεδο. Τα παιδικά χρόνια και την εφηβεία μου τα πέρασα με μία μπάλα, κι ειδικά τα καλοκαίρια που τα άλλα παιδιά πήγαιναν με τους γονείς τους στη Χαλκιδική, στα παραθεριστικά τους, κι εμείς μέναμε στη Θεσσαλονίκη, δεν είχα κανένα πρόβλημα να περάσω ώρες παίζοντας μόνος, εγώ κι οι τοίχοι, στην αυλή του σχολείου απέναντι από το σπίτι μας. Μέχρι και... πρωταθλήματα διοργάνωνα, κρατώντας σκορ, παίζοντας μόνος μου.
Στα 19 μου άρχισα να δουλεύω για την πρώτη εφημερίδα μου, γράφοντας για ποδόσφαιρο. Σχεδόν 24 χρόνια αργότερα, κάνω το ίδιο, απλά όχι για εφημερίδα, κι όχι στα Ελληνικά. Τα γήπεδα είναι τα μέρη στα οποία σφύζω από αυτοπεποίθηση, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο μέρος. Έχω δει τόση μπάλα και σε τόσα μέρη, που χωρίς να θέλω να κομπάσω, τολμώ να γράψω ότι θεωρώ πως ανήκω στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που έχει πιο σφαιρική εικόνα για το άθλημα παγκοσμίως. Προφανώς υπάρχουν αμέτρητοι... Βραζιλιάνοι που γνωρίζουν 100 φορές καλύτερα από μένα το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, Ουκρανοί που γνωρίζουν 100 φορές καλύτερα από μένα το ουκρανικό ποδόσφαιρο, Γιαπωνέζοι που κατέχουν 100 φορές καλύτερα από μένα το γιαπωνέζικο ποδόσφαιρο, ΠΑΟΚτσήδες με γνώσεις επί του ΠΑΟΚ και γενικά τού ελληνικού ποδοσφαίρου ασύγκριτα πιο πλούσιες από τις δικές μου, όμως... οι “παράξενοι” που γυρνάμε τον πλανήτη βλέποντας μπάλα οπουδήποτε, από τελικό Μουντιάλ και Euro μέχρι δεύτερη κατηγορία Μακάο και τοπικό γυναικείο πρωτάθλημα στην Καταλονία, είμαστε λίγοι (υπογραμμίζω το “παράξενοι”). Αυτό εννοώ με το “καλύτερη σφαιρική εικόνα για το άθλημα παγκοσμίως”. Δεν θα μπορούσα να δουλέψω σαν προπονητής, δεν έχω τέτοιες γνώσεις, όμως γνωρίζω τι σημαίνει το ποδόσφαιρο ακόμα και σε χώρες σαν... την Καμπότζη και το Λάο. Στη δε Νότια Αμερική, είμαι... at the top of my game που λένε στα Αγγλικά, στα καλύτερά μου, λόγω του πόση μπάλα, σε πόσες πόλεις/γήπεδα έχω δει. Σε γήπεδα είμαι... στο σπίτι μου, και στο σπίτι σου αισθάνεσαι άνετα, ξέρεις τα κατατόπια.
Μακρηγόρησα, αλλά μετά από δύο κείμενα γεμάτα λεπτομέρειες για αρνητικά τού Μοντεβιδέο, είπα να γράψω ένα χωρίς ίχνος γκρίνιας
.
Προχθές όμως, όχι απλά σηκώθηκα στις έξι και μισή, αλλά το έκανα με ενθουσιασμό μπόμπιρα ανήμερα Χριστουγέννων, που τρέχει στο χριστουγεννιάτικο δέντρο να δει τι δώρα θα βρει (αν και αμφιβάλω ότι πολλές οικογένειες το κάνουν αυτό ακόμα σήμερα). Μάλιστα, ήμουν σε τόσο “δεν κρατιέμαι να βγω” κατάσταση, που την πρώτη φορά που έκανα να βγω από το δωμάτιο, συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα με τις σαγιονάρες, δεν είχα βάλει παπούτσια, και τη δεύτερη συνειδητοποίησα ότι είχα φορέσει το σορτσάκι χωρίς εσώρουχο από κάτω. Δεν κρα-τιό-μουν...
Τι ήταν αυτό που με είχε κάνει να πεταχτώ από το κρεβάτι στις έξι και μισή, και να την κοπανήσω από το σπίτι σχεδόν άρον-άρον; Δύο συλλαβές: μπά-λα.
Είχα να δω ποδόσφαιρο από 3 Δεκεμβρίου, από ένα Τίγρε – Γοδόι Κρους στη Βικτόρια, βορειοδυτικά τού Μπουένος Άιρες. Η Ρίβερ Πλέιτ (τού Μοντεβιδέο, όχι του Μπουένος Άιρες), έπαιζε φιλικό με την παραγουανική Λιμπερτάδ στις εννιά το πρωί, με ελεύθερη είσοδο, στο γήπεδό τους, που βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα από το σπίτι που μένω. Δεν κρα-τιό-μουν...
Είχα περάσει ώρες το προηγούμενο βράδυ στο ίντερνετ, διαβάζοντας ό,τι πιθανό και απίθανο είχα βρει για τη Ρίβερ, η οποία εκτός από το όνομα, το άλλο κοινό που έχει με την τεράστια συνονόματό της του Μπουένος Άιρες είναι τα χρώματα, λευκό και κόκκινο.
Έμαθα γιατί αυτοαποκαλούνται “darseneros” (αυτοί που δουλεύουν σε αποβάθρες – ο σύλλογος προέκυψε από το πάντρεμα δύο άλλων συλλόγων αρχές δεκαετίας τού ‘30, με εκείνους τους δύο να είχαν έδρα την Παλιά Πόλη, δίπλα στο λιμάνι), γιατί το γήπεδό τους έχει το όνομα ενός τερματοφύλακα που έπαιξε μόλις εφτά παιχνίδια με τη φανέλα τους (στο έβδομο, δέχθηκε ένα κτύπημα, το έβγαλε μεν το παιχνίδι, αλλά αργότερα πέθανε λόγω εκείνου του χτυπήματος που είχε δεχθεί), γιατί δεν έχουν πάρει ποτέ πρωτάθλημα, γιατί γκρινιάζουν πολλοί οπαδοί τους αυτόν τον καιρό (πουλάνε τους καλύτερους παίκτες τους στον πρώτο που εμφανίζεται), γιατί, γιατί, γιατί...
Επιπλέον, βρήκα ευκαιρία να καλύψω χαμένα επεισόδια της Λιμπερτάδ, την οποία παρακολούθησα σχεδόν σε όλα τα εντός (και πολλά εκτός) έδρας παιχνίδια της πέρσι, στην Ασουνσιόν. Ήταν σαν να μάθαινα νέα για παλιόφιλους με τους οποίους είχαμε χαθεί για κάποιο διάστημα.
Ο καιρός ήταν τέλειος, κι η διάθεσή μου το ίδιο.
Το γήπεδο της Ρίβερ είναι... ένα κουκλί. Σούπερ-σούπερ απλό, οι κερκίδες βασικά είναι... φυτεμένες πάνω σε μαλακό χώμα, εντός πάρκου, μεγάλου, στο οποίο υπάρχουν δύο ακόμα γήπεδα(!), δύο άλλων συλλόγων. Γύρω-γύρω έχει ψηλά δέντρα, ενισχύοντας την αίσθηση... “είμαι σε πάρκο”. Εκείνο δε που λάτρεψα περισσότερο, είναι ότι τα δίχτυα και τα κάγκελα γύρω-γύρω είναι όσα χρειάζεται να είναι, όχι περισσότερα. Είμαι ορκισμένος εχθρός των κάγκελων στα γήπεδα, εκείνων που κάνουν μία κερκίδα να μοιάζει με κλουβί, αφήνοντάς σε να μαντεύεις πού είναι η μπάλα, αφού δεν μπορείς να τη διακρίνεις εύκολα, ανάμεσα σε δίχτυα, κάγκελα, και σύρματα. Στο “Πάρκε Φεδερίκο Σαρόλδι” δίχτυα υπάρχουν μόνο για μερικά μέτρα πίσω από τις κερκίδες, περισσότερο για να συγκρατούν την μπάλα όταν ένα σουτ δεν βρίσκει εστία.
Ήταν πολύ ενδιαφέρον το πριν την έναρξη. Η Λιμπερτάδ είναι μεγάλος σύλλογος στην Παραγουάη, και τη σέβονται γενικά στη Νότια Αμερική, έχει κάνει καλές χρονιές και σε διεθνείς διοργανώσεις, στις οποίες συμμετέχει κάθε χρόνο. Τελείωσαν την προθέρμανσή τους εγκαίρως, και στις εννιά παρά τρία ήταν έτοιμοι, εκείνοι και οι διαιτητές, για να αρχίσουν το παιχνίδι. Φορούσαν φανέλες με νούμερα στην πλάτη, αν και όχι τις κανονικές (που φοράνε σε επίσημα παιχνίδια). Οι της Ρίβερ, που είναι μικρή ομάδα όχι μόνο γενικά στη Νότια Αμερική, αλλά ακόμα και στην ίδια την Ουρουγουάη, μέχρι τις εννιά και τρία έκαναν ακόμα ζέσταμα, κι όταν με τα πολλά στήθηκαν στο μισό γήπεδο για να αρχίσει το παιχνίδι, οι μισοί παίκτες ήταν με το “μπουστάκι” (εκείνο που χρησιμοποιούν πολλοί σύλλογοι για να καταγράφουν διάφορα στοιχεία κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, σχετικά με τη φυσική κατάσταση των παικτών τους) πάνω από το μπλουζάκι, όχι κάτω. Κι έπαιξαν ακριβώς με μπλουζάκια, όχι με αγωνιστικές φανέλες. Με άλλα λόγια, ο ορισμός τού “χύμα”.
Η ατμόσφαιρα ήταν... οικογενειακή, φιλική. Ήμασταν δεν ήμασταν εκατό άνθρωποι στις κερκίδες, και συμπεριλαμβάνω τους αναπληρωματικούς τής Λιμπερτάδ, οι οποίοι κάθονταν πέντε μέτρα δεξιά μου.
Οι ομάδες έπαιξαν δύο ημίχρονα από 20 λεπτά, και μετά άλλα δύο από 20 λεπτά (αλλάζοντας εστία κάθε εικοσάλεπτο), κι αγωνίστηκαν όλοι οι παίκτες, πάνω από 20 από κάθε ομάδα. Ουσιαστικά ήταν... επίσημη προπόνηση (το διαιτητικό τρίο ήταν κανονικοί διαιτητές, με τις επίσημες εμφανίσεις τους, δεν ήταν... ο γυμναστής ενός εκ των δύο ομάδων), όχι ματς-ματς.
Το πρώτο 40λεπτο το είδα αφοσιωμένος στο τι συνέβαινε εντός αγωνιστικού χώρου. Στο δεύτερο χάζευα το παιχνίδι μόνο περιστασιακά, επειδή στο “ημίχρονο” είχα πιάσει κουβέντα σε τρία άτομα τριγύρω μου. Σε κοινόχρηστο χώρο χόστελ, σε μπαρ, σε λεωφορείο, σε αεροπλάνο, σε... οπουδήποτε αλλού, μοιάζω να έχω πιει το αμίλητο νερό. Αν κάποιος μου μιλήσει πρώτος, ανταποκρίνομαι, κι ενίοτε καταλήγω να μην βάλω γλώσσα μέσα, όμως δεν είμαι σχεδόν ποτέ εκείνος που ανοίγει κουβέντα. Σε ποδοσφαιρικό γήπεδο, είμαι σχεδόν άλλος άνθρωπος, ανοίγοντας κουβέντα με κόσμο ακόμα κι όταν είναι προφανές ότι δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, και συνεννοούμαστε περισσότερο με χειρονομίες. Ευτυχώς, σε ισπανόφωνες χώρες δεν χρειάζεται να καταφεύγω σε χειρονομίες.
Έμαθα τόσα μα τόσα πολλά, μιλώντας σχεδόν ασταμάτητα με δύο κυρίους στα 55-60, κι έναν πιτσιρικά μεταξύ 20 και 25. Ειδικά σε γήπεδα μικρών ομάδων, σαν ξένος, είσαι... βασιλιάς. Προκαλείς τόση εντύπωση απλά και μόνο επειδή είσαι εκεί, επειδή μπήκες στη διαδικασία να πας σε ένα ημιεπίσημο φιλικό παιχνίδι στις εννιά το πρωί, που ο κόσμος σε βομβαρδίζει με πληροφορίες και ερωτήσεις, πληροφορίες για την ομάδα του, για το ποδόσφαιρο στη χώρα του, για τη χώρα του γενικά, κι ερωτήσεις για σένα, για το πώς κι είσαι εδώ, ποια ομάδα υποστηρίζεις, πώς είναι το ποδόσφαιρο στη χώρα σου, πώς είναι η χώρα σου γενικά.
Τελείωσε το παιχνίδι, και μείναμε οι τέσσερις στην κερκίδα να μιλάμε για άλλα 15 λεπτά.
Φεύγοντας, πήγα στα γραφεία τής Ρίβερ, να ρωτήσω αν πουλάνε φανέλες τους. Ναι μεν, αλλά δεν είχαν (περιμένουν τις καινούργιες). Άλλο τυπικό τού να επισκέπτεσαι το γήπεδο μικρής ομάδας, είναι ότι οι πάντες είναι προσεγγίσιμοι. Αν ήθελα να δω τον γενικό γραμματέα τής Πενιαρόλ για κάποιο ζήτημα, θα έπρεπε να κλείσω ραντεβού. Αν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο της... Μπαρσελόνα, θα έπρεπε να κάνω αίτηση βδομάδες νωρίτερα, και να έχω πολύ καλό λόγο. Στη Ρίβερ, χτύπησα μία πόρτα, μου άνοιξαν, εξήγησα τι έψαχνα, και σε δύο λεπτά ο γενικός γραμματέας τού συλλόγου μου είχε υποσχεθεί να μου δωρίσει μία φανέλα στις 12 Φεβρουαρίου. Εκείνη τη μέρα παίζουν εντός έδρας με τη βραζιλιάνικη Σάντος στο Κόπα Σουδαμερικάνα, θα χρησιμοποιήσουν νέες φανέλες, και μου είπε να τον βρω στο γήπεδο για να μου δώσει μία από αυτές που χρησιμοποιούσαν όλο το 2018. Δεν ξέρω αν θα με θυμηθεί κι αν όντως θα μου χαρίσει φανέλα, όμως... έχει πλάκα να είσαι τουρίστας και να μιλάς με υψηλόβαθμο στέλεχος συλλόγου “στο έτσι”, στα καλά καθούμενα.
Πέρσι, στο Μπατούμι, βρήκα τα γραφεία τής τοπικής ομάδας, ψάχνοντας το ίδιο πράγμα, φανέλα. Βρήκα τρία άτομα να τακτοποιούν κάτι κούτες. Ένας από τους τρεις ήταν ο πρόεδρος
Αν ήμουν γουρούνι, το γήπεδο, οποιοδήποτε γήπεδο, θα ήταν ο λασπότοπός μου, το μέρος στο οποίο θα αισθανόμουν καλύτερα. Ο μακαρίτης ο μπαμπάς μου με πρωτοπήγε στην Τούμπα όταν ήμουν ακόμα μωρό, μωρό-μωρό. Το σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη ήταν/είναι λίγα τετράγωνα από το γήπεδο. Τα παιδικά χρόνια και την εφηβεία μου τα πέρασα με μία μπάλα, κι ειδικά τα καλοκαίρια που τα άλλα παιδιά πήγαιναν με τους γονείς τους στη Χαλκιδική, στα παραθεριστικά τους, κι εμείς μέναμε στη Θεσσαλονίκη, δεν είχα κανένα πρόβλημα να περάσω ώρες παίζοντας μόνος, εγώ κι οι τοίχοι, στην αυλή του σχολείου απέναντι από το σπίτι μας. Μέχρι και... πρωταθλήματα διοργάνωνα, κρατώντας σκορ, παίζοντας μόνος μου.
Στα 19 μου άρχισα να δουλεύω για την πρώτη εφημερίδα μου, γράφοντας για ποδόσφαιρο. Σχεδόν 24 χρόνια αργότερα, κάνω το ίδιο, απλά όχι για εφημερίδα, κι όχι στα Ελληνικά. Τα γήπεδα είναι τα μέρη στα οποία σφύζω από αυτοπεποίθηση, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο μέρος. Έχω δει τόση μπάλα και σε τόσα μέρη, που χωρίς να θέλω να κομπάσω, τολμώ να γράψω ότι θεωρώ πως ανήκω στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που έχει πιο σφαιρική εικόνα για το άθλημα παγκοσμίως. Προφανώς υπάρχουν αμέτρητοι... Βραζιλιάνοι που γνωρίζουν 100 φορές καλύτερα από μένα το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, Ουκρανοί που γνωρίζουν 100 φορές καλύτερα από μένα το ουκρανικό ποδόσφαιρο, Γιαπωνέζοι που κατέχουν 100 φορές καλύτερα από μένα το γιαπωνέζικο ποδόσφαιρο, ΠΑΟΚτσήδες με γνώσεις επί του ΠΑΟΚ και γενικά τού ελληνικού ποδοσφαίρου ασύγκριτα πιο πλούσιες από τις δικές μου, όμως... οι “παράξενοι” που γυρνάμε τον πλανήτη βλέποντας μπάλα οπουδήποτε, από τελικό Μουντιάλ και Euro μέχρι δεύτερη κατηγορία Μακάο και τοπικό γυναικείο πρωτάθλημα στην Καταλονία, είμαστε λίγοι (υπογραμμίζω το “παράξενοι”). Αυτό εννοώ με το “καλύτερη σφαιρική εικόνα για το άθλημα παγκοσμίως”. Δεν θα μπορούσα να δουλέψω σαν προπονητής, δεν έχω τέτοιες γνώσεις, όμως γνωρίζω τι σημαίνει το ποδόσφαιρο ακόμα και σε χώρες σαν... την Καμπότζη και το Λάο. Στη δε Νότια Αμερική, είμαι... at the top of my game που λένε στα Αγγλικά, στα καλύτερά μου, λόγω του πόση μπάλα, σε πόσες πόλεις/γήπεδα έχω δει. Σε γήπεδα είμαι... στο σπίτι μου, και στο σπίτι σου αισθάνεσαι άνετα, ξέρεις τα κατατόπια.
Μακρηγόρησα, αλλά μετά από δύο κείμενα γεμάτα λεπτομέρειες για αρνητικά τού Μοντεβιδέο, είπα να γράψω ένα χωρίς ίχνος γκρίνιας