10900km
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.190
Όταν οι Αργεντινοί, ειδικά οι Πορτένιος, κάνουν... καζούρα στους Ουρουγουανούς, όταν θέλουν να τους... πικάρουν, λένε είτε ότι στο Μοντεβιδέο δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα, ότι είναι πολύυυυυ ήσυχο (με την έννοια τού “βαρετού”), είτε ότι η Ουρουγουάη δεν είναι ξεχωριστή χώρα, αλλά... “μία ακόμα” περιφέρεια της Αργεντινής. Πόσο δίκιο ή άδικο έχουν;
Στο Μοντεβιδέο έφθασα Κυριακή απόγευμα, πριν από δύο βδομάδες. Την επομένη το πρωί, βγήκα για να πάω σε τράπεζα, σε ΑΤΜ. Πήγα στην πλησιέστερη στο σπίτι, εκεί που μου συνέστησε ο ιδιοκτήτης. Ήταν... έντεκα και κάτι. Κλειστή(!). Ούτε καν το ΑΤΜ μπορούσα να πλησιάσω. Ένα ζευγάρι καθόταν σε ένα πεζούλι εκεί δίπλα, ρώτησα πώς κι ήταν κλειστή η τράπεζα, και μου είπαν ότι θα άνοιγε στη μία(!). Σκέφτηκα ότι... είχα πέσει στην περίπτωση, ότι για κάποιον λόγο το συγκεκριμένο υποκατάστημα της BROU (Banco de la República Oriental del Uruguay) ήταν κλειστό το πρωινό τής συγκεκριμένης ημέρας.
Στα δύο τετράγωνα, βρήκα υποκατάστημα της BBVA. Εκεί κατάλαβα ότι στο Μοντεβιδέο οι τράπεζες λειτουργούν από τη μία μέχρι τις πέντε το απόγευμα, Δευτέρα με Παρασκευή. Τα πρωινά, ναι μεν λειτουργούν, αλλά όχι για το κοινό. Μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου στα περισσότερα ΑΤΜ, όμως αν χρειάζεται να κάνεις κάτι στο ταμείο, να μιλήσεις με υπάλληλο, πρέπει να πας από τη μία μέχρι τις πέντε, τέσσερις ώρες την ημέρα...
Πέρασαν ημέρες, έφθασε το πρώτο Σάββατό μου εδώ, βρήκα online ένα μαγαζί που με ενδιέφερε να πάω να τσεκάρω, όμως όταν είδα στο σάιτ τους τις ώρες λειτουργίας, ξαφνιάστηκα. Δέκα με μία(!). Τρεις ώρες. Αυτό είναι όλο (τα Σάββατα). Ψάχνοντας άλλα καταστήματα που με ενδιέφεραν, για να ικανοποιήσω την... ανάγκη μου να αγοράσω ποδοσφαιρικές φανέλες, συνειδητοποίησα ότι εκείνο το πρώτο μαγαζί δεν ήταν η εξαίρεση στον κανόνα, αλλά ο κανόνας.
Γενικά, κυκλοφορώντας στο Μοντεβιδέο δύο βδομάδες τώρα, μετά από τρεις μήνες στο... πολύβουο Μπουένος Άιρες, μου έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι πρόκειται για μία πόλη που... υπολειτουργεί. Ναι, και ΑΤΜ βρήκα για να βγάλω χρήματα, και σε όλα τα μαγαζιά που ήθελα να πάω πήγα, και με τις περιορισμένες ώρες λειτουργίες των σούπερ μάρκετ σχεδόν έχω εξοικειωθεί, δεν είναι ότι... δεν κάνεις ό,τι χρειάζεσαι να κάνεις, όμως τα χρονικά... παράθυρα μέσα στα οποία μπορείς να κινηθείς, μου φαίνονται περιορισμένα. Όχι ότι είναι απαραίτητα “κακό”, κάποιος θα μπορούσε να το πει μέχρι και “πρακτικό”, όμως... μου κάνει εντύπωση, σαν μία κατάσταση στην οποία δεν είμαι συνηθισμένος.
Αυτό, σε συνδυασμό με κάτι που έγραψα πριν από λίγες ημέρες, ότι στο Μοντεβιδέο δεν βλέπεις κόσμο να εκδηλώνεται έντονα δημόσια, δεν υπάρχει η... quilombera ατμόσφαιρα του Μπουένος Άιρες, με κάνουν να... δω, λίγο-πολύ, γιατί οι Πορτένιος πιστεύουν ότι το Μοντεβιδέο είναι σε κατάσταση... αέναης υπνηλίας.
Όσο για το πόσο “ξεχωριστή χώρα” είναι η Ουρουγουάη, δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να τους πικάρω, να τους... μειώσω, όμως... σαν άσχετος, σαν περαστικός, σαν απλός παρατηρητής που δεν γνωρίζει – σε βάθος – την ιστορία τής χώρας, ειλικρινά... αναρωτιέμαι τι το τόσο διαφορετικό έχει που την καθιστά “ξεχωριστή χώρα”.
Τα Ισπανικά της; Σαν να ακούς Πορτένιος ή Ροσαρίνος. Τα φυσικά χαρακτηριστικά τους; Ναι μεν εδώ βλέπεις απογόνους σκλάβων, μαύρους, Ουρουγουανούς-Ουρουγουανούς (πλέον), όμως είναι λίγοι, και κατά κανόνα σε μία βόλτα στους δρόμους τού Μοντεβιδέο βλέπεις τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα που βλέπεις στο Μπουένος Άιρες. Και οι μεν και οι δε πίνουν μάτε, και θεωρούν το τάνγκο “δικό τους”, συμπεριλαμβανομένου του Κάρλος Γκαρδέλ. Μέχρι και οι σημαίες τους μοιάζουν πάρα-πάρα πολύ. Εθνικοί ήρωες; Αμέτρητοι δρόμοι έχουν τα ίδια ονόματα (όλα “απελευθερωτών”), και οι πλατείες/πάρκα έχουν τα αγάλματα των ίδιων ιστορικών χαρακτήρων. Α! Και οι μεν και οι δε, ορκισμένοι λάτρεις των ασάδος, για να μην αναφερθώ καν στο ποδόσφαιρο. Τελικά, πραγματικά, τι το τόσο μα τόσο “ξεχωριστό” έχει η Ουρουγουάη από την Αργεντινή;
Επαναλαμβάνω, στα δικά μου μάτια, στα μάτια ενός μη γνώστη λεπτομερειών τής ουρουγουανικής ιστορίας, το ότι είναι ξεχωριστή χώρα και όχι περιφέρεια της Αργεντινής, μοιάζει τόσο... πώς να το χαρακτηρίσω... Φανταστείτε τον νομό Κιλκίς για παράδειγμα, να μην αποτελεί κομμάτι τής Ελλάδας, αλλά ξεχωριστή χώρα. Όσες διαφορές βλέπω μεταξύ των Ελλήνων τού νομού Κιλκίς και των υπολοίπων εξ ημών, τόσες διαφορές (πάνω – κάτω) βλέπω και μεταξύ των Αργεντινών και των Ουρουγουανών, κι ειδικά μεταξύ των του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Δεν αναφέρομαι στο ότι οι μεν είναι πιο “φασαριατζήδες” και οι δε πιο χαμηλών τόνων, αναφέρομαι στο τι προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα κάποιου.
Ίσως πάλι να χρειάζεται να αφήσω στην άκρη τα ποδοσφαιρικά βιβλία που διαβάζω αυτό το διάστημα, και να ασχοληθώ περισσότερο με την ιστορία τής Ουρουγουάης...
Δυο μέρες απομένουν για να τελειώσει το 2018, η χρονιά στην οποία... έσπασα το ρεκόρ μου παραμονής εκτός Ελλάδας. Από το 2009 και μετά, υπήρχαν χρονιές που είχα περάσει μέχρι και δέκα μήνες εκτός, όμως φέτος... σχεδόν το τερμάτισα. Μέσα Ιανουαρίου έφυγα από Θεσσαλονίκη.
Τελευταίες ημέρες χρονιάς, ευκαιρία, σχεδόν... αναπόφευκτη, για μίνι αναδρομή. Δέκα μέρες στο Ρίο τον Ιανουάριο, με αμφιβολίες για αυτό που είχα σχεδιάσει να κάνω, να περάσω μήνες στην Ασουνσιόν. Μετά, πέντε μήνες στην πρωτεύουσα της Παραγουάης, διάστημα με πολλά περισσότερα αρνητικά παρά θετικά, τεράστιο μάθημα, από το οποίο για την ώρα φαίνεται να μαθαίνω. Τρεις μήνες στο Ρίο, οι καλύτεροι, με διαφορά, αυτήν τη χρονιά. Τρεις μήνες στο Μπουένος Άιρες, με θετικό πρόσημο, δίχως αμφιβολία, αλλά με αρκετούς... αστερίσκους. Τέλος, δύο βδομάδες στο Μοντεβιδέο, με ομοίως θετικό πρόσημο, και πολύ λιγότερους “ναι μεν, αλλά...” αστερίσκους. Κι όλα αυτά, καλύπτοντας τα έξοδά μου κι αφήνοντας στην άκρη (περίπου στο 50-50 είναι, τα μισά από τα χρήματα που βγάζω πηγαίνουν για να καλύπτουν τα πάντα, από διαμονή μέχρι... εισιτήρια αγώνων, και τα άλλα μισά τα αφήνω στην άκρη, επειδή δεν πρόκειται ποτέ να πάρω σύνταξη στην Ελλάδα), κάνοντας κάτι που αγαπάω, γράφοντας για ποδόσφαιρο.
Υπάρχουν ημέρες που για τον έναν ή τον άλλο λόγο... στραβώνω, μουρτζουφλιάζω, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο, όμως κατά βάθος, παρά τα υπαρκτά και αδιαμφισβήτητα αρνητικά τού τρόπου ζωής που έχω επιλέξει, με θεωρώ τυχερό, μέχρι – σχεδόν – “προνομιούχο” που ζω όπως ζω, μετακινούμενος από μία πόλη/χώρα σε άλλη κάθε μερικούς μήνες. Χωρίς οικογένεια, χωρίς σύζυγο, χωρίς παιδιά, χωρίς... σταθερό σπίτι, χωρίς κολλητούς, χωρίς όλα εκείνα που καταλαβαίνω γιατί για πολλούς είναι... το παν, αλλά σίγουρα με θετικά, κυρίως την ελευθερία να κάνω προσωρινό “σπίτι μου” σχεδόν όποια πόλη θέλω, λίγο-πολύ για όσο θέλω.
Για να καταλήξω, ελπίζω όσοι με διαβάζετε να είστε ικανοποιημένοι με τη ζωή σας (αν όχι ενθουσιασμένοι), κι επίσης να είστε αισιόδοξοι ότι το 2019 θα είναι – ακόμα – καλύτερο από το 2018.
Χαιρετισμούς από το Μοντεβιδέο, κι ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους για την “παρέα” από τον Φεβρουάριο (που άρχισα την ιστορία από την Ασουνσιόν), μέχρι και τώρα.
Στο Μοντεβιδέο έφθασα Κυριακή απόγευμα, πριν από δύο βδομάδες. Την επομένη το πρωί, βγήκα για να πάω σε τράπεζα, σε ΑΤΜ. Πήγα στην πλησιέστερη στο σπίτι, εκεί που μου συνέστησε ο ιδιοκτήτης. Ήταν... έντεκα και κάτι. Κλειστή(!). Ούτε καν το ΑΤΜ μπορούσα να πλησιάσω. Ένα ζευγάρι καθόταν σε ένα πεζούλι εκεί δίπλα, ρώτησα πώς κι ήταν κλειστή η τράπεζα, και μου είπαν ότι θα άνοιγε στη μία(!). Σκέφτηκα ότι... είχα πέσει στην περίπτωση, ότι για κάποιον λόγο το συγκεκριμένο υποκατάστημα της BROU (Banco de la República Oriental del Uruguay) ήταν κλειστό το πρωινό τής συγκεκριμένης ημέρας.
Στα δύο τετράγωνα, βρήκα υποκατάστημα της BBVA. Εκεί κατάλαβα ότι στο Μοντεβιδέο οι τράπεζες λειτουργούν από τη μία μέχρι τις πέντε το απόγευμα, Δευτέρα με Παρασκευή. Τα πρωινά, ναι μεν λειτουργούν, αλλά όχι για το κοινό. Μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου στα περισσότερα ΑΤΜ, όμως αν χρειάζεται να κάνεις κάτι στο ταμείο, να μιλήσεις με υπάλληλο, πρέπει να πας από τη μία μέχρι τις πέντε, τέσσερις ώρες την ημέρα...
Πέρασαν ημέρες, έφθασε το πρώτο Σάββατό μου εδώ, βρήκα online ένα μαγαζί που με ενδιέφερε να πάω να τσεκάρω, όμως όταν είδα στο σάιτ τους τις ώρες λειτουργίας, ξαφνιάστηκα. Δέκα με μία(!). Τρεις ώρες. Αυτό είναι όλο (τα Σάββατα). Ψάχνοντας άλλα καταστήματα που με ενδιέφεραν, για να ικανοποιήσω την... ανάγκη μου να αγοράσω ποδοσφαιρικές φανέλες, συνειδητοποίησα ότι εκείνο το πρώτο μαγαζί δεν ήταν η εξαίρεση στον κανόνα, αλλά ο κανόνας.
Γενικά, κυκλοφορώντας στο Μοντεβιδέο δύο βδομάδες τώρα, μετά από τρεις μήνες στο... πολύβουο Μπουένος Άιρες, μου έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι πρόκειται για μία πόλη που... υπολειτουργεί. Ναι, και ΑΤΜ βρήκα για να βγάλω χρήματα, και σε όλα τα μαγαζιά που ήθελα να πάω πήγα, και με τις περιορισμένες ώρες λειτουργίες των σούπερ μάρκετ σχεδόν έχω εξοικειωθεί, δεν είναι ότι... δεν κάνεις ό,τι χρειάζεσαι να κάνεις, όμως τα χρονικά... παράθυρα μέσα στα οποία μπορείς να κινηθείς, μου φαίνονται περιορισμένα. Όχι ότι είναι απαραίτητα “κακό”, κάποιος θα μπορούσε να το πει μέχρι και “πρακτικό”, όμως... μου κάνει εντύπωση, σαν μία κατάσταση στην οποία δεν είμαι συνηθισμένος.
Αυτό, σε συνδυασμό με κάτι που έγραψα πριν από λίγες ημέρες, ότι στο Μοντεβιδέο δεν βλέπεις κόσμο να εκδηλώνεται έντονα δημόσια, δεν υπάρχει η... quilombera ατμόσφαιρα του Μπουένος Άιρες, με κάνουν να... δω, λίγο-πολύ, γιατί οι Πορτένιος πιστεύουν ότι το Μοντεβιδέο είναι σε κατάσταση... αέναης υπνηλίας.
Όσο για το πόσο “ξεχωριστή χώρα” είναι η Ουρουγουάη, δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να τους πικάρω, να τους... μειώσω, όμως... σαν άσχετος, σαν περαστικός, σαν απλός παρατηρητής που δεν γνωρίζει – σε βάθος – την ιστορία τής χώρας, ειλικρινά... αναρωτιέμαι τι το τόσο διαφορετικό έχει που την καθιστά “ξεχωριστή χώρα”.
Τα Ισπανικά της; Σαν να ακούς Πορτένιος ή Ροσαρίνος. Τα φυσικά χαρακτηριστικά τους; Ναι μεν εδώ βλέπεις απογόνους σκλάβων, μαύρους, Ουρουγουανούς-Ουρουγουανούς (πλέον), όμως είναι λίγοι, και κατά κανόνα σε μία βόλτα στους δρόμους τού Μοντεβιδέο βλέπεις τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα που βλέπεις στο Μπουένος Άιρες. Και οι μεν και οι δε πίνουν μάτε, και θεωρούν το τάνγκο “δικό τους”, συμπεριλαμβανομένου του Κάρλος Γκαρδέλ. Μέχρι και οι σημαίες τους μοιάζουν πάρα-πάρα πολύ. Εθνικοί ήρωες; Αμέτρητοι δρόμοι έχουν τα ίδια ονόματα (όλα “απελευθερωτών”), και οι πλατείες/πάρκα έχουν τα αγάλματα των ίδιων ιστορικών χαρακτήρων. Α! Και οι μεν και οι δε, ορκισμένοι λάτρεις των ασάδος, για να μην αναφερθώ καν στο ποδόσφαιρο. Τελικά, πραγματικά, τι το τόσο μα τόσο “ξεχωριστό” έχει η Ουρουγουάη από την Αργεντινή;
Επαναλαμβάνω, στα δικά μου μάτια, στα μάτια ενός μη γνώστη λεπτομερειών τής ουρουγουανικής ιστορίας, το ότι είναι ξεχωριστή χώρα και όχι περιφέρεια της Αργεντινής, μοιάζει τόσο... πώς να το χαρακτηρίσω... Φανταστείτε τον νομό Κιλκίς για παράδειγμα, να μην αποτελεί κομμάτι τής Ελλάδας, αλλά ξεχωριστή χώρα. Όσες διαφορές βλέπω μεταξύ των Ελλήνων τού νομού Κιλκίς και των υπολοίπων εξ ημών, τόσες διαφορές (πάνω – κάτω) βλέπω και μεταξύ των Αργεντινών και των Ουρουγουανών, κι ειδικά μεταξύ των του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Δεν αναφέρομαι στο ότι οι μεν είναι πιο “φασαριατζήδες” και οι δε πιο χαμηλών τόνων, αναφέρομαι στο τι προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα κάποιου.
Ίσως πάλι να χρειάζεται να αφήσω στην άκρη τα ποδοσφαιρικά βιβλία που διαβάζω αυτό το διάστημα, και να ασχοληθώ περισσότερο με την ιστορία τής Ουρουγουάης...
Δυο μέρες απομένουν για να τελειώσει το 2018, η χρονιά στην οποία... έσπασα το ρεκόρ μου παραμονής εκτός Ελλάδας. Από το 2009 και μετά, υπήρχαν χρονιές που είχα περάσει μέχρι και δέκα μήνες εκτός, όμως φέτος... σχεδόν το τερμάτισα. Μέσα Ιανουαρίου έφυγα από Θεσσαλονίκη.
Τελευταίες ημέρες χρονιάς, ευκαιρία, σχεδόν... αναπόφευκτη, για μίνι αναδρομή. Δέκα μέρες στο Ρίο τον Ιανουάριο, με αμφιβολίες για αυτό που είχα σχεδιάσει να κάνω, να περάσω μήνες στην Ασουνσιόν. Μετά, πέντε μήνες στην πρωτεύουσα της Παραγουάης, διάστημα με πολλά περισσότερα αρνητικά παρά θετικά, τεράστιο μάθημα, από το οποίο για την ώρα φαίνεται να μαθαίνω. Τρεις μήνες στο Ρίο, οι καλύτεροι, με διαφορά, αυτήν τη χρονιά. Τρεις μήνες στο Μπουένος Άιρες, με θετικό πρόσημο, δίχως αμφιβολία, αλλά με αρκετούς... αστερίσκους. Τέλος, δύο βδομάδες στο Μοντεβιδέο, με ομοίως θετικό πρόσημο, και πολύ λιγότερους “ναι μεν, αλλά...” αστερίσκους. Κι όλα αυτά, καλύπτοντας τα έξοδά μου κι αφήνοντας στην άκρη (περίπου στο 50-50 είναι, τα μισά από τα χρήματα που βγάζω πηγαίνουν για να καλύπτουν τα πάντα, από διαμονή μέχρι... εισιτήρια αγώνων, και τα άλλα μισά τα αφήνω στην άκρη, επειδή δεν πρόκειται ποτέ να πάρω σύνταξη στην Ελλάδα), κάνοντας κάτι που αγαπάω, γράφοντας για ποδόσφαιρο.
Υπάρχουν ημέρες που για τον έναν ή τον άλλο λόγο... στραβώνω, μουρτζουφλιάζω, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο, όμως κατά βάθος, παρά τα υπαρκτά και αδιαμφισβήτητα αρνητικά τού τρόπου ζωής που έχω επιλέξει, με θεωρώ τυχερό, μέχρι – σχεδόν – “προνομιούχο” που ζω όπως ζω, μετακινούμενος από μία πόλη/χώρα σε άλλη κάθε μερικούς μήνες. Χωρίς οικογένεια, χωρίς σύζυγο, χωρίς παιδιά, χωρίς... σταθερό σπίτι, χωρίς κολλητούς, χωρίς όλα εκείνα που καταλαβαίνω γιατί για πολλούς είναι... το παν, αλλά σίγουρα με θετικά, κυρίως την ελευθερία να κάνω προσωρινό “σπίτι μου” σχεδόν όποια πόλη θέλω, λίγο-πολύ για όσο θέλω.
Για να καταλήξω, ελπίζω όσοι με διαβάζετε να είστε ικανοποιημένοι με τη ζωή σας (αν όχι ενθουσιασμένοι), κι επίσης να είστε αισιόδοξοι ότι το 2019 θα είναι – ακόμα – καλύτερο από το 2018.
Χαιρετισμούς από το Μοντεβιδέο, κι ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους για την “παρέα” από τον Φεβρουάριο (που άρχισα την ιστορία από την Ασουνσιόν), μέχρι και τώρα.