10900km
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.190
Ψάχνοντας στο ίντερνετ για μαγαζιά με αθλητικά είδη, βρήκα διάφορα, και μεταξύ εκείνων, ένα “Starbade”, εταιρεία στο σάιτ τής οποίας είδα φανέλες – μικρών – ομάδων, δικής τους παραγωγής. Η διεύθυνση που είδα στην ιστοσελίδα τους είναι δύο χιλιόμετρα περπάτημα από το σπίτι που μένω, ο πρώτος προορισμός μου στη σημερινή βόλτα.
Αποδείχθηκε όχι κατάστημα λιανικής πώλησης, αλλά... κεντρικά “γραφεία”, ας τα αποκαλέσω έτσι. Εξήγησα τι με ενδιαφέρει (φανέλες συλλόγων), μου είπαν τι ακριβώς παίζει με τις δικές τους, πού μπορώ να τις βρω, το ένα από τα δύο παιδιά πέταξε ένα “Φαμπιάν Εστογιανόφ! Πάμπλο Γκαρσία!”, όταν άκουσε ότι είμαι από την Ελλάδα, περισσότερο όμως μίλησα με το άλλο παιδί, τον Φεδερίκο, ο οποίος είχε διάθεση για κουβέντα.
Από τις... αδιανόητα υψηλές τιμές των φανελών των περισσότερων ομάδων τής Ουρουγουάης, πήγαμε στο ποδόσφαιρο γενικά, και μετά στις τιμές γενικά, στο κόστος ζωής εδώ. Συμφωνήσαμε ότι οι τιμές είναι από υψηλές μέχρι... τρελές, και μία από τις εξηγήσεις που εκείνος έχει, ειδικά για ό,τι έχει να κάνει με τα ενοίκια, είναι ότι οι τιμές βρίσκονται εκεί που βρίσκονται – στα ύψη – επειδή έχουν εγκατασταθεί πάμπολλοι μετανάστες στο Μοντεβιδέο τα τελευταία χρόνια, κυρίως από τη Βενεζουέλα και την Κούβα.
Χαμογέλασα, και του είπα ότι στο διαμέρισμα που μένω, είμαστε πέντε, και μεταξύ ημών, ένας Κουβανός και δύο Βενεσολάνοι.
Πριν αρχίσω να γράφω αυτό το κείμενο, πέρασα λίγο χρόνο στο ίντερνετ ψάχνοντας στοιχεία, συγκεκριμένα νούμερα, κυρίως εκείνα που έχουν να κάνουν με τον βασικό μισθό και τα ενοίκια. Σε τέσσερα-πέντε κείμενα που διάβασα, είδα ότι το ύψος των ενοικίων είναι άρρηκτα δεμένο με τη μεγάλη ζήτηση, ακριβώς λόγω της έλευσης/εγκατάστασης μεταναστών τα τελευταία χρόνια στο Μοντεβιδέο.
Για να πάρετε μία ιδέα πόσο... χαώδης είναι η διαφορά μεταξύ Μπουένος Άιρες και Μοντεβιδέο, ρίξτε, αν έχετε την περιέργεια και την υπομονή, μία ματιά στο airbnb. Ενδεικτικά, 1η Φεβρουαρίου με 1η Μαρτίου, 28 βράδια (για να “πιάσετε” εκείνους που κάνουν έκπτωση για διαμονή από τέσσερις εβδομάδες και πάνω), ένα άτομο, ιδιωτικό δωμάτιο, όχι κρεβάτι σε κοιτώνα, με ίντερνετ, μέχρι 250 ευρώ. Δείτε πόσες επιλογές (κάποιες εκ των οποίων εξαιρετικές) υπάρχουν στο Μπουένος Άιρες (γύρω στις 100), και πόσες στο Μοντεβιδέο (μιάμιση! Εννοώ... εντός Μοντεβιδέο, όχι στο... τέλος τού κόσμου).
Προφανώς, το Μπουένος Άιρες είναι τεράστιο, και το Μοντεβιδέο... μία τρύπα (σε σύγκριση με το Μπουένος Άιρες), όμως... “όχι κι έτσι...” Το Μοντεβιδέο δεν είναι 50 φορές μικρότερο από το Μπουένος Άιρες. Εντάξει, μικρό-μικρό, αλλά δεν είναι και... Σιάτιστα.
Για να καταλήξω – επιτέλους – σε αυτό που θέλω να γράψω από την αρχή αυτού τού κειμένου, το Μοντεβιδέο είναι το αντίθετο του value for money. Για να μην παρεξηγηθώ, πριν από μέρες έγραψα πόσο ικανοποιημένος είμαι από την επιλογή μου να έρθω εδώ και να μείνω τρεις μήνες, αυτό δεν αλλάζει, ούτε το βλέπω να αλλάζει στην πορεία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι... κλείνω τα μάτια στα αρνητικά του, κι ένα από τα βασικά-βασικότατα αρνητικά του είναι το κόστος ζωής εδώ.
Ειδικά σε σύγκριση με το Μπουένος Άιρες, δυόμισι βδομάδες τώρα, δεν έχω βρει ΟΥΤΕ ΕΝΑ προϊόν, ΟΥΤΕ ΜΙΑ υπηρεσία, που να είναι φθηνότερο/φθηνότερη. “Είναι επειδή κατρακύλησε το αργεντίνικο πέσο τούς τελευταίους μήνες”, θα μπορούσε να πει κανείς. Εν μέρει, δεκτό. Έλα μου όμως που ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΙΔΙΟ μπορώ να γράψω για το Μοντεβιδέο, συγκρίνοντάς το όχι με το Μπουένος Άιρες, αλλά με το ΡΙΟ!
Το κόστος τής διαμονής; Σχεδόν μέρα με τη νύχτα. Βασικά προϊόντα σε σούπερ μάρκετ; Όλα ακριβότερα εδώ. Ρεστοράν και μπαρ; Αντί απάντησης, παραθέτω ένα ηχηρό “ΧΑΧΑΧΑ”. Μετακινήσεις; Μπορεί προσωπικά ακόμα να μην έχω πάρει λεωφορείο, όμως από προχθές το εισιτήριο κοστίζει 38 πέσος (πάνω από ευρώ), ή 31, αν χρησιμοποιείς μία κάρτα. Στο Μπουένος Άιρες, με το ένα τρίτο αυτών των χρημάτων, καλύπτεις μεγάλες αποστάσεις με μετρό. Με ακόμα λιγότερα δε, παίρνεις τρένο που σε πηγαίνει... σε άλλη πόλη. Εδώ, δίνεις περισσότερα για να καλύψεις ασύγκριτα μικρότερες αποστάσεις. Αυτό εννοώ με το “το Μοντεβιδέο είναι το αντίθετο του value for money”.
Όσο για τους μισθούς, ο βασικός ήταν 360 ευρώ μέχρι προχθές, και με την είσοδο του 2019 ανέβηκε στα 400 (και κάτι). Ω ναι... Στην “Ελβετία τής Νότιας Αμερικής” (μπορεί να το έχετε ακούσει/διαβάσει αυτό το κλισέ για την Ουρουγουάη), ο βασικός μισθός μόλις ξεπέρασε, επιτέλους, τα 400 ευρώ, με το μέσο ενοίκιο ενός μικρού διαμερίσματος (ένα υπνοδωμάτιο) στο Μοντεβιδέο να είναι – με βάση επίσημα στοιχεία – ακριβώς τόσο! Μόνο το ενοίκιο ενός μικρού διαμερίσματος!
Φανταστείτε οικογένειες ολόκληρες να ζουν στο ίδιο διαμέρισμα, ακόμα και με τα “παιδιά” στα 30 τους. Φανταστείτε κόσμο και κοσμάκη να μαζεύεται στις λαϊκές αγορές, ξέροντας ότι εκεί θα βρει σχεδόν τα πάντα φθηνότερα απ’ ότι στα σούπερ μάρκετ. Φανταστείτε κόσμο να μαζεύεται σε σπίτια το βράδυ, να πίνουν εκεί, αλκοόλ που έχουν αγοράσει όσο πιο φθηνά μπορούν από μικρομάγαζα της γειτονιάς, κι όταν βγαίνουν να πίνουν σε μπαρ μόνο ένα ή δύο ποτά, υπό τη... ζάλη ακόμα όσων έχουνν πιει – φθηνά – νωρίτερα στο σπίτι. Φανταστείτε κόσμο να μοιράζεται έξοδα βενζίνης, γεμίζοντας το ίδιο αυτοκίνητο τέσσερα άτομα, για να πάνε κάπου γύρω από το Μοντεβιδέο, για Σαββατοκύριακο για παράδειγμα. Έτσι “τη βγάζουν” πάμπολλοι Ουρουγουανοί, πάμπολλοι... “Ελβετοί τής Νότιας Αμερικής” (το γράφω με πικρία, βάζοντας τον εαυτό μου στη θέση τους. Δεν το γράφω με ειρωνική διάθεση).
Πηγαίνοντας σχεδόν εννιάμισι χρόνια πίσω, Σεπτέμβριο του 2009, την πρώτη (και μοναδική, μέχρι πρόσφατα) φορά που πέρασα λίγο χρόνο εδώ, αναφέρω/ομολογώ ότι το κόστος διαμονής και φαγητού ήταν που με “έδιωξε” από το Μοντεβιδέο μετά από μόλις τέσσερα βράδια εδώ. Εκείνες τις τέσσερις ημέρες, είδα δύο ποδοσφαιρικούς αγώνες, έκανα το κέφι μου, κι όταν είδα ότι στο Μπουένος Άιρες ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΟ χόστελ από εκείνο στο οποίο έμενα εδώ, θα μου κόστιζε ΤΑ ΜΙΣΑ ΛΕΦΤΑ, έφυγα. Τόσο απλά. Για να είμαι ακριβής, οκτώ μήνες το 2009, σε Γουατεμάλα, Μεξικό, Κούβα, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Αργεντινή και Παραγουάη, για διαμονή, μόνο τα πρώτα βράδια μου στην Αβάνα έδωσα περισσότερα απ’ όσα έδωσα εδώ, ΟΜΩΣ, στην Αβάνα είχα δικό μου δωμάτιο, όχι κρεβάτι σε κοιτώνα. Κι ήταν δωμάτιο σε επίσημη casa particular, που είχα βρει μέσω ίντερνετ (μετά από τρία-τέσσερα βράδια “μετακόμισα” στο σπίτι συμπαθέστατης κυρίας στην Παλιά Πόλη, κι έδινα λιγότερα από δέκα ευρώ, λιγότερο δηλαδή απ’ όσο έβγαινε η διανυκτέρευση σε κοιτώνα στο φθηνότερο, τότε, χόστελ τού Μοντεβιδέο).
Απέφυγα από την αρχή τού κειμένου να χρησιμοποιήσω τη λέξη “υπερτιμημένη” για την Ουρουγουάη, επειδή στο δικό μου λεξιλόγιο η συγκεκριμένη λέξη έχει να κάνει περισσότερο με την αναλογία “προσδοκίες – πραγματικότητα”, και λιγότερο με κόστη, με νούμερα, με ποσά προϊόντων και υπηρεσιών. Αν τα βάλεις όλα κάτω, εκτίμησή μου είναι ότι ναι, σε σύγκριση με άλλες χώρες τής Νότιας Αμερικής, η Ουρουγουάη δεν είναι “value for money”, όμως παραμένει μία χώρα στην οποία... περνάς σχετικά άνετα, αν δεν σου είναι απαραίτητο να μένεις σε “καλό” ξενοδοχείο και να τρως/πίνεις κάθε δεύτερη μέρα σε “καλά” μαγαζιά. Εκείνη όμως που δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να χαρακτηρίσω εξωφρενικά υπερτιμημένη είναι η Πούντα ντελ Έστε, την οποία έχω βαρεθεί να βλέπω και να ακούω να χαρακτηρίζεται “κορυφαίος τουριστικός προορισμός τής Νότιας Αμερικής”. Τα δωμάτια εκεί, καλοκαίρι, κοστίζουν... μια μικρή περιουσία, λες και είσαι σε γαμάτο ξενοδοχείο σε “πρωτοκλασάτο” νησί στις Κυκλάδες παραμονές Δεκαπενταύγουστου. Με τρελαίνει το ότι λέγονται και γράφονται ύμνοι για ένα “τίποτα”...
Η βασική εξήγηση της καραφούσκας τού κερατά που λέγεται Πούντα ντελ Έστε, είναι ότι πρόκειται για το μέρος που όλες οι... lifestyle “μούρες” τής Αργεντινής “ξεκαλοκαιριάζουν”. VIPs, διασημότητες, λεφτάδες, αστέρες τής μουσικής και του ποδοσφαίρου, όλοι οι γκλαμουράτοι Αργεντίνοι (και φυσικά Ουρουγουανοί) περνάνε κάποια στιγμή από εκεί, μέσα στο καλοκαίρι, άσχετα αν πιο βόρεια, στη Βραζιλία, υπάρχουν παραλίες άπειρες φορές ανώτερες από εκείνη της Πούντα. Τι να “πω”... Ο καθένας ξοδεύει τα λεφτά του και τον χρόνο όπως και, ό,που θέλει... (μέσα στο 2018 πέρασα βλακωδώς πέντε μήνες στην απαράδεκτη Ασουνσιόν, και τρεις μήνες στο Μπουένος Άιρες ξόδεψα περισσότερα χρήματα σε φανέλες παρά στη διαμονή μου, οπότε... δεν με παίρνει να κάνω κήρυγμα σε κανέναν για τις επιλογές του, όσο βλακώδεις κι αν μου φαίνονται).
Οκτώ παρά κάτι (το βράδυ). Σταματάω την γκρίνια, για να ακούσω λίγη μουσική χαζεύοντας τον πορτοκαλοκίτρινο ουρανό. Κι αύριο μέρα είναι (για να γκρινιάξω περισσότερο).
Αποδείχθηκε όχι κατάστημα λιανικής πώλησης, αλλά... κεντρικά “γραφεία”, ας τα αποκαλέσω έτσι. Εξήγησα τι με ενδιαφέρει (φανέλες συλλόγων), μου είπαν τι ακριβώς παίζει με τις δικές τους, πού μπορώ να τις βρω, το ένα από τα δύο παιδιά πέταξε ένα “Φαμπιάν Εστογιανόφ! Πάμπλο Γκαρσία!”, όταν άκουσε ότι είμαι από την Ελλάδα, περισσότερο όμως μίλησα με το άλλο παιδί, τον Φεδερίκο, ο οποίος είχε διάθεση για κουβέντα.
Από τις... αδιανόητα υψηλές τιμές των φανελών των περισσότερων ομάδων τής Ουρουγουάης, πήγαμε στο ποδόσφαιρο γενικά, και μετά στις τιμές γενικά, στο κόστος ζωής εδώ. Συμφωνήσαμε ότι οι τιμές είναι από υψηλές μέχρι... τρελές, και μία από τις εξηγήσεις που εκείνος έχει, ειδικά για ό,τι έχει να κάνει με τα ενοίκια, είναι ότι οι τιμές βρίσκονται εκεί που βρίσκονται – στα ύψη – επειδή έχουν εγκατασταθεί πάμπολλοι μετανάστες στο Μοντεβιδέο τα τελευταία χρόνια, κυρίως από τη Βενεζουέλα και την Κούβα.
Χαμογέλασα, και του είπα ότι στο διαμέρισμα που μένω, είμαστε πέντε, και μεταξύ ημών, ένας Κουβανός και δύο Βενεσολάνοι.
Πριν αρχίσω να γράφω αυτό το κείμενο, πέρασα λίγο χρόνο στο ίντερνετ ψάχνοντας στοιχεία, συγκεκριμένα νούμερα, κυρίως εκείνα που έχουν να κάνουν με τον βασικό μισθό και τα ενοίκια. Σε τέσσερα-πέντε κείμενα που διάβασα, είδα ότι το ύψος των ενοικίων είναι άρρηκτα δεμένο με τη μεγάλη ζήτηση, ακριβώς λόγω της έλευσης/εγκατάστασης μεταναστών τα τελευταία χρόνια στο Μοντεβιδέο.
Για να πάρετε μία ιδέα πόσο... χαώδης είναι η διαφορά μεταξύ Μπουένος Άιρες και Μοντεβιδέο, ρίξτε, αν έχετε την περιέργεια και την υπομονή, μία ματιά στο airbnb. Ενδεικτικά, 1η Φεβρουαρίου με 1η Μαρτίου, 28 βράδια (για να “πιάσετε” εκείνους που κάνουν έκπτωση για διαμονή από τέσσερις εβδομάδες και πάνω), ένα άτομο, ιδιωτικό δωμάτιο, όχι κρεβάτι σε κοιτώνα, με ίντερνετ, μέχρι 250 ευρώ. Δείτε πόσες επιλογές (κάποιες εκ των οποίων εξαιρετικές) υπάρχουν στο Μπουένος Άιρες (γύρω στις 100), και πόσες στο Μοντεβιδέο (μιάμιση! Εννοώ... εντός Μοντεβιδέο, όχι στο... τέλος τού κόσμου).
Προφανώς, το Μπουένος Άιρες είναι τεράστιο, και το Μοντεβιδέο... μία τρύπα (σε σύγκριση με το Μπουένος Άιρες), όμως... “όχι κι έτσι...” Το Μοντεβιδέο δεν είναι 50 φορές μικρότερο από το Μπουένος Άιρες. Εντάξει, μικρό-μικρό, αλλά δεν είναι και... Σιάτιστα.
Για να καταλήξω – επιτέλους – σε αυτό που θέλω να γράψω από την αρχή αυτού τού κειμένου, το Μοντεβιδέο είναι το αντίθετο του value for money. Για να μην παρεξηγηθώ, πριν από μέρες έγραψα πόσο ικανοποιημένος είμαι από την επιλογή μου να έρθω εδώ και να μείνω τρεις μήνες, αυτό δεν αλλάζει, ούτε το βλέπω να αλλάζει στην πορεία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι... κλείνω τα μάτια στα αρνητικά του, κι ένα από τα βασικά-βασικότατα αρνητικά του είναι το κόστος ζωής εδώ.
Ειδικά σε σύγκριση με το Μπουένος Άιρες, δυόμισι βδομάδες τώρα, δεν έχω βρει ΟΥΤΕ ΕΝΑ προϊόν, ΟΥΤΕ ΜΙΑ υπηρεσία, που να είναι φθηνότερο/φθηνότερη. “Είναι επειδή κατρακύλησε το αργεντίνικο πέσο τούς τελευταίους μήνες”, θα μπορούσε να πει κανείς. Εν μέρει, δεκτό. Έλα μου όμως που ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΙΔΙΟ μπορώ να γράψω για το Μοντεβιδέο, συγκρίνοντάς το όχι με το Μπουένος Άιρες, αλλά με το ΡΙΟ!
Το κόστος τής διαμονής; Σχεδόν μέρα με τη νύχτα. Βασικά προϊόντα σε σούπερ μάρκετ; Όλα ακριβότερα εδώ. Ρεστοράν και μπαρ; Αντί απάντησης, παραθέτω ένα ηχηρό “ΧΑΧΑΧΑ”. Μετακινήσεις; Μπορεί προσωπικά ακόμα να μην έχω πάρει λεωφορείο, όμως από προχθές το εισιτήριο κοστίζει 38 πέσος (πάνω από ευρώ), ή 31, αν χρησιμοποιείς μία κάρτα. Στο Μπουένος Άιρες, με το ένα τρίτο αυτών των χρημάτων, καλύπτεις μεγάλες αποστάσεις με μετρό. Με ακόμα λιγότερα δε, παίρνεις τρένο που σε πηγαίνει... σε άλλη πόλη. Εδώ, δίνεις περισσότερα για να καλύψεις ασύγκριτα μικρότερες αποστάσεις. Αυτό εννοώ με το “το Μοντεβιδέο είναι το αντίθετο του value for money”.
Όσο για τους μισθούς, ο βασικός ήταν 360 ευρώ μέχρι προχθές, και με την είσοδο του 2019 ανέβηκε στα 400 (και κάτι). Ω ναι... Στην “Ελβετία τής Νότιας Αμερικής” (μπορεί να το έχετε ακούσει/διαβάσει αυτό το κλισέ για την Ουρουγουάη), ο βασικός μισθός μόλις ξεπέρασε, επιτέλους, τα 400 ευρώ, με το μέσο ενοίκιο ενός μικρού διαμερίσματος (ένα υπνοδωμάτιο) στο Μοντεβιδέο να είναι – με βάση επίσημα στοιχεία – ακριβώς τόσο! Μόνο το ενοίκιο ενός μικρού διαμερίσματος!
Φανταστείτε οικογένειες ολόκληρες να ζουν στο ίδιο διαμέρισμα, ακόμα και με τα “παιδιά” στα 30 τους. Φανταστείτε κόσμο και κοσμάκη να μαζεύεται στις λαϊκές αγορές, ξέροντας ότι εκεί θα βρει σχεδόν τα πάντα φθηνότερα απ’ ότι στα σούπερ μάρκετ. Φανταστείτε κόσμο να μαζεύεται σε σπίτια το βράδυ, να πίνουν εκεί, αλκοόλ που έχουν αγοράσει όσο πιο φθηνά μπορούν από μικρομάγαζα της γειτονιάς, κι όταν βγαίνουν να πίνουν σε μπαρ μόνο ένα ή δύο ποτά, υπό τη... ζάλη ακόμα όσων έχουνν πιει – φθηνά – νωρίτερα στο σπίτι. Φανταστείτε κόσμο να μοιράζεται έξοδα βενζίνης, γεμίζοντας το ίδιο αυτοκίνητο τέσσερα άτομα, για να πάνε κάπου γύρω από το Μοντεβιδέο, για Σαββατοκύριακο για παράδειγμα. Έτσι “τη βγάζουν” πάμπολλοι Ουρουγουανοί, πάμπολλοι... “Ελβετοί τής Νότιας Αμερικής” (το γράφω με πικρία, βάζοντας τον εαυτό μου στη θέση τους. Δεν το γράφω με ειρωνική διάθεση).
Πηγαίνοντας σχεδόν εννιάμισι χρόνια πίσω, Σεπτέμβριο του 2009, την πρώτη (και μοναδική, μέχρι πρόσφατα) φορά που πέρασα λίγο χρόνο εδώ, αναφέρω/ομολογώ ότι το κόστος διαμονής και φαγητού ήταν που με “έδιωξε” από το Μοντεβιδέο μετά από μόλις τέσσερα βράδια εδώ. Εκείνες τις τέσσερις ημέρες, είδα δύο ποδοσφαιρικούς αγώνες, έκανα το κέφι μου, κι όταν είδα ότι στο Μπουένος Άιρες ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΟ χόστελ από εκείνο στο οποίο έμενα εδώ, θα μου κόστιζε ΤΑ ΜΙΣΑ ΛΕΦΤΑ, έφυγα. Τόσο απλά. Για να είμαι ακριβής, οκτώ μήνες το 2009, σε Γουατεμάλα, Μεξικό, Κούβα, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Αργεντινή και Παραγουάη, για διαμονή, μόνο τα πρώτα βράδια μου στην Αβάνα έδωσα περισσότερα απ’ όσα έδωσα εδώ, ΟΜΩΣ, στην Αβάνα είχα δικό μου δωμάτιο, όχι κρεβάτι σε κοιτώνα. Κι ήταν δωμάτιο σε επίσημη casa particular, που είχα βρει μέσω ίντερνετ (μετά από τρία-τέσσερα βράδια “μετακόμισα” στο σπίτι συμπαθέστατης κυρίας στην Παλιά Πόλη, κι έδινα λιγότερα από δέκα ευρώ, λιγότερο δηλαδή απ’ όσο έβγαινε η διανυκτέρευση σε κοιτώνα στο φθηνότερο, τότε, χόστελ τού Μοντεβιδέο).
Απέφυγα από την αρχή τού κειμένου να χρησιμοποιήσω τη λέξη “υπερτιμημένη” για την Ουρουγουάη, επειδή στο δικό μου λεξιλόγιο η συγκεκριμένη λέξη έχει να κάνει περισσότερο με την αναλογία “προσδοκίες – πραγματικότητα”, και λιγότερο με κόστη, με νούμερα, με ποσά προϊόντων και υπηρεσιών. Αν τα βάλεις όλα κάτω, εκτίμησή μου είναι ότι ναι, σε σύγκριση με άλλες χώρες τής Νότιας Αμερικής, η Ουρουγουάη δεν είναι “value for money”, όμως παραμένει μία χώρα στην οποία... περνάς σχετικά άνετα, αν δεν σου είναι απαραίτητο να μένεις σε “καλό” ξενοδοχείο και να τρως/πίνεις κάθε δεύτερη μέρα σε “καλά” μαγαζιά. Εκείνη όμως που δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να χαρακτηρίσω εξωφρενικά υπερτιμημένη είναι η Πούντα ντελ Έστε, την οποία έχω βαρεθεί να βλέπω και να ακούω να χαρακτηρίζεται “κορυφαίος τουριστικός προορισμός τής Νότιας Αμερικής”. Τα δωμάτια εκεί, καλοκαίρι, κοστίζουν... μια μικρή περιουσία, λες και είσαι σε γαμάτο ξενοδοχείο σε “πρωτοκλασάτο” νησί στις Κυκλάδες παραμονές Δεκαπενταύγουστου. Με τρελαίνει το ότι λέγονται και γράφονται ύμνοι για ένα “τίποτα”...
Η βασική εξήγηση της καραφούσκας τού κερατά που λέγεται Πούντα ντελ Έστε, είναι ότι πρόκειται για το μέρος που όλες οι... lifestyle “μούρες” τής Αργεντινής “ξεκαλοκαιριάζουν”. VIPs, διασημότητες, λεφτάδες, αστέρες τής μουσικής και του ποδοσφαίρου, όλοι οι γκλαμουράτοι Αργεντίνοι (και φυσικά Ουρουγουανοί) περνάνε κάποια στιγμή από εκεί, μέσα στο καλοκαίρι, άσχετα αν πιο βόρεια, στη Βραζιλία, υπάρχουν παραλίες άπειρες φορές ανώτερες από εκείνη της Πούντα. Τι να “πω”... Ο καθένας ξοδεύει τα λεφτά του και τον χρόνο όπως και, ό,που θέλει... (μέσα στο 2018 πέρασα βλακωδώς πέντε μήνες στην απαράδεκτη Ασουνσιόν, και τρεις μήνες στο Μπουένος Άιρες ξόδεψα περισσότερα χρήματα σε φανέλες παρά στη διαμονή μου, οπότε... δεν με παίρνει να κάνω κήρυγμα σε κανέναν για τις επιλογές του, όσο βλακώδεις κι αν μου φαίνονται).
Οκτώ παρά κάτι (το βράδυ). Σταματάω την γκρίνια, για να ακούσω λίγη μουσική χαζεύοντας τον πορτοκαλοκίτρινο ουρανό. Κι αύριο μέρα είναι (για να γκρινιάξω περισσότερο).