travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- 1η μέρα Μπογκοτά
- Zipaquira & Villa de Leyva
- Τατακόα (οιονεί έρημος) & Νέιβα
- Tierradentro
- San Agustin - Popayan: ο δρόμος του τρόμου
- Cali - Silvia
- Κολομβιανά χωριά
- Δρόμος ως το Μεντεγίν– Zona Cafetera
- Μεντεγίν κ Γουταπέ
- Καραϊβική – Σάντα Μάρτα
- Χάρτες Κολομβίας
- Πάρκο Ταϋρόνα & περιοχή του βάλτου
- Καρταχένα
- Απ'την Καραϊβική στο Κίτο
- 1η μέρα Γκαλαπάγκος
- Κρουαζιέρα στο νησί Μπαρτολομέ
- Tortuga Bay
- Γκουαγιακίλ: υπέροχη πόλη!
- Ο δρόμος για την Κουένκα
- Κουένκα
- Ingapirca κ Alausi
- Alausi, Nariz del Diablo, Chimborazo, Riobamba
- Quilotoa Lake, Cotopaxi, Quito
- Οταβάλο κ Κίτο
- Κίτο κ αναχώρηση για Μπογκοτά
- Μπογκοτά ξανά
- Επίλογος - Videos
San Agustin - Popayan: ο δρόμος του τρόμου
Σήμερα είχαμε άλλη μία έντονη ημέρα, κυρίως λόγω της διαδρομής από τις αρχαιότητες του San Agustin, μέχρι την πόλη Ποπαγιάν, που είχαμε κανονίσει να διανυκτερεύσουμε. Θα ξεκινήσω λοιπόν με την περιγραφή αυτής της τρομερής διαδρομής. Είναι ιδιαίτερη για δύο λόγους. Πρώτον για την κακή ποιότητα του δρόμου από το San Αgustin μέχρι εδώ (στο Popayan) και δεύτερον για το ότι ή περισσότερη διαδρομή έγινε μέσα στη νύχτα. Ας αναλογιστούμε επίσης ότι βρισκόμαστε στην Κολομβία, όπου έχουν ακουστεί διάφορα. Ιδιαίτερα βέβαια κατά το παρελθόν. Όμως ακόμα και σήμερα οι συμβουλές είναι τη νύχτα να μην οδηγείς και γενικώς να μην κυκλοφορείς. Ειδικά η οδήγηση σε ερημικούς δρόμους δεν ενδείκνυται. Έτσι λοιπόν εγώ είχα φτιάξει το πρόγραμμα του ταξιδιού έτσι ώστε να φτάνουμε στα ξενοδοχεία την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και να μην έχουμε διαδρομές μέσα στη νύχτα. Όμως άλλες οι δικές μου βουλές και αλλιώς έρχεται η πραγματικότητα.
Περίπου στις 15:30 το απόγευμα ήμασταν στις αρχαιότητες του Σαν Αγκουστίν, San Agustin, στο πάρκο με τα αγάλματα, έχοντας ολοκληρώσει την επίσκεψή μας. Τότε μας είπε ένας φύλακας στην είσοδο του χώρου, ότι μπορούσαμε να προλάβουμε να δούμε ένα άλλο μικρό πάρκο που υπάρχει κοντά εκεί στην περιοχή. Το πάρκο Alto de Los idolos. Αποφασίσαμε λοιπόν να πάμε γρήγορα από το χωριό Ίσνος, Isnos, για να δούμε και αυτές τις αρχαιότητες. Η απόσταση από κει που ήμασταν ήταν 30 χιλιόμετρα και ο δρόμος μέχρι το χωριό ήταν πολύ καλός. Όμως έπρεπε να κάνουμε άλλα τρία χιλιόμετρα μέχρι τις αρχαιότητες και ο δρόμος ήταν χωματόδρομος και σε σχετικά κακή κατάσταση. Αφού κάναμε λοιπόν ένα τέταρτο για να φτάσουμε εκεί, διαπιστώσαμε ότι ο χώρος ήταν κλειστός λόγω διαφόρων εργασιών οι οποίες γινόταν. Έτσι γυρίσαμε προς τα πίσω για να πάμε στο Ποπαγιάν. Από το χωριό που βρισκόμασταν μέχρι την πόλη η απόσταση που έδινε το Google ήταν περίπου τρεισήμισι ώρες. Εμείς λέμε: εντάξει είμαστε καλοί οδηγοί θα το κάνουμε λίγο πιο γρήγορα. Το ίδιο είχα σκεφτεί και όταν ο φύλακας στο Σαν Αγκουστίν είχε πει ότι το Ποπαγιάν απέχει τέσσερις ώρες δρόμο. Σκέφτηκα, δεν μας ξέρει πόσο γρήγορα οδηγούμε, ακόμα και στην Κολομβία που θέλει αρκετή προσοχή η οδήγηση.
Το μετάνιωσα πολλές φορές αυτό που σκέφτηκα. Η απόσταση από το Isnos μέχρι το Ποπαγιάν ήταν άλλα 100 χιλιόμετρα και έπρεπε να φτάσουμε στις 8 το αργότερο, αλλά τελικά φτάσαμε περίπου στις 9:30 και το θέμα είναι όχι ότι καθυστερήσαμε να φτάσουμε, αλλά ο φόβος που είχαμε σε όλη τη διαδρομή. Διότι ενδιάμεσα σε αυτά τα 100 χιλιόμετρα υπήρχαν 50 χιλιόμετρα με πολύ κακό χωματόδρομο και ήταν σχετικά έρημος ο δρόμος.
Ειδικά όταν ξεκινήσαμε διαπιστώσαμε ότι υπήρχε ελάχιστη κίνηση. Είχαν αρχίσει να μας ζώνουν τα φίδια. Μπορεί να περνούσαν και 10 λεπτά χωρίς να διασταυρωθούμε ή να μας προσπεράσει κάποιο αυτοκίνητο. Η ταχύτητα που είχαμε δεν ήταν πάνω από 10 με 15 χιλιόμετρα την ώρα σε αυτό το χωματόδρομο. Μερικές φορές ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση ομάδες τριών ή τεσσάρων αυτοκινήτων. Σκεφτόμασταν λοιπόν ότι το κάνουν έτσι για να μην έχουν μεγάλο κίνδυνο και να μην φοβούνται όταν ο καθένας είναι μόνος του. Εννοείται ότι τα περισσότερα αυτοκίνητα ήταν μεγάλα φορτηγά που έκαναν τη διαδρομή. Όσο προχωρούσε η ώρα και βράδιαζε εμείς προχωρούσαμε αλλά η ταχύτητά μας μειωνόταν. Μέχρι που φτάσαμε να κάνουμε από 7 έως 12 λεπτά για να διανύσουμε ένα χιλιόμετρο. Ήμασταν ένα αυτοκίνητο φορτωμένο με τα πράγματα τεσσάρων ανθρώπων και τους ίδιους τους ανθρώπους. Πολλές φορές το αυτοκίνητο έβρισκε από κάτω στο κακό οδόστρωμα. Όταν βράδιασε πια είδαμε στο GPS ότι είχαμε φτάσει τα 2.700 μέτρα. Αργότερα, ανεβαίναμε συνέχεια, η ένδειξη έφτασε τη μέγιστη τιμή της τα 3.176 μέτρα.
Στην περιοχή αυτή του υψομέτρου των τριών χιλιάδων μέτρων είχαμε αρχίσει να φοβόμαστε αρκετά γιατί και νύχτα ήταν και σχεδόν μόνοι στο δρόμο ήμασταν και έβρεχε και ομίχλη είχε. Τι άλλο πια να έχει για να φοβηθείς στην Κολομβία, σε ένα έρημο δρόμο πάνω στα βουνά, όπου το πιο κοντινό χωριό πίσω μας ήταν 30 χιλιόμετρα και το επόμενο άλλα 30, όπως διαπιστώσαμε αργότερα.
Ο δρόμος δεν ήταν συνέχεια φαρδύς και πολλές φορές διασταυρωνόμασταν με φορτηγά και φοβόμασταν μήπως τύχαινε η διασταύρωση σε κάποιο στενό σημείο και μέσα στην βροχή και την ομίχλη δεν ήσουν σίγουρος αν έχεις σταματήσει σωστά ή αν θα γείρει λίγο το φορτηγό περνώντας από το πλάι σου πέφτοντας σε κάποια λακκούβα. Ενίοτε μας περνούσε και κάποιο ΙΧ. Συνήθως ήταν ένα υψηλά τζιπ και μπορούσαν να προχωρήσουν πιο γρήγορα από εμάς. Και εμείς μία φορά προσπεράσαμε ένα φορτηγό το οποίο όμως ήταν σταματημένο. Δεν προσπεράσαμε κανένα εν κινήσει.
Σε εμένα έτυχε να οδηγώ εκείνη τη βραδιά. Μια στιγμή βλέπω τα φώτα ενός άλλου αυτοκινήτου που ερχόταν γρήγορα από πίσω. Κάνω στην άκρη και αφήνω να μας προσπεράσει. Ήταν ένα μικρό λεωφορείο το οποίο καταλάβαμε ότι έκανε τη διαδρομή ανάμεσα στις δύο πόλεις, περνώντας από αυτόν τον δρόμο. Είχαμε ήδη δει δύο τρία από αυτά να έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά δε δώσαμε σημασία. Αφήνω λοιπόν το μικρό λεωφορείο να μας προσπεράσει και αρχίζω να το ακολουθώ. Ευτυχώς δεν πήγαινε πολύ γρήγορα και για πάνω από μισή ώρα, ίσως και μία, το ακολουθούσα προσπαθώντας να μη χάσω την επαφή μαζί του. Ένιωθα μία ασφάλεια όταν ήμουν κοντά του, έβλεπα επίσης καλύτερα στο δρόμο με τα αμυδρά φώτα στο πίσω μέρος του. Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα πολύ όμορφα αναπνέοντας το καυσαέριο που έδινε η εξάτμισή του προς το μέρος μας. Όταν δεν ένιωθα την βρωμιά του καυσαερίου νόμιζα ότι είχε απομακρυνθεί και πατούσα λίγο το γκάζι για να το προφτάσω μην τυχόν και το χάσουμε. Όση ώρα ήμασταν πίσω νιώθαμε πάρα πολύ μεγάλη ευφορία. Αρχίσαμε να λέμε και κάποια ανέκδοτα και ήμασταν πολύ χαρούμενοι.
Μία άλλη σκέψη που κάναμε εκείνη την ώρα ήταν ότι θα ήμασταν πολύ χαρούμενοι αν είχε διόδια, όσο ακριβά και να ήταν, αφού αυτό σήμαινε ότι ο δρόμος ήταν καλός. Γκρινιάζαμε τόσες μέρες για τα διόδια στην Κολομβία, αλλά εκείνη τη βραδιά τα λαχταρήσαμε. Δυστυχώς όμως δεν είχε.
Κάποια στιγμή ο Γιάννης μου λέει: Νίκο θέλω να σταματήσω για να κάνω την ανάγκη μου. Μα τώρα βρήκες; του λέω. Δε γίνεται να αφήσουμε να φύγει το λεωφορείο. Θα το χάσουμε. Έβαλε τις φωνές ο Γιάννης και σταματήσαμε αναγκαστικά. Πάει το χάσαμε το αυτοκίνητο. Όσο προχωρούσαμε πίσω από αυτό το λεωφορείο κάναμε αρκετές προσπεράσεις σε φορτηγά. Μπροστά αυτός πίσω εμείς. Σταματούσαν συνήθως τα φορτηγά για να περάσουμε γιατί ήξεραν ότι είναι λεωφορείο της γραμμής.
Λίγο μετά όμως από τη στιγμή που τον χάσαμε αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Η εφαρμογή έδειξε ότι είχαμε πέσει λίγο κάτω από τα τρία χιλιόμετρα υψόμετρο. Μάλιστα είδαμε και ένα μαγαζάκι που ήταν για καφέ ή κάτι άλλο φαγώσιμο. Βέβαια το προσπεράσαμε και προχωρήσαμε. Ο δρόμος άρχισε να γίνεται και λίγο καλύτερος. Δηλαδή να κάνουμε για κάθε χιλιόμετρο πέντε με έξι λεπτά. Κάποια στιγμή φτάσαμε και σε κάποιο χωριό, αλλά ο δρόμος δεν έγινε άσφαλτος. Μερικές φορές το οδόστρωμα σε εκείνα τα χωριά είχε λίγα μέτρα τσιμέντο και λέγαμε τι καλά που θα ήταν να ήταν από δω και κάτω όλος έτσι. Αλλά δυστυχώς αυτό έγινε πολύ αργότερα. Τέλος πάντων κάποια στιγμή πήγαμε και στον κανονικό δρόμο και έτσι φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας περίπου στις 9:30 το βράδυ, στον Popayan.
Σε αυτή τη διαδρομή πολλές φορές θυμηθήκαμε την περυσινή μας ιστορία όταν πήγαμε στο Ουσγκούλι της Γεωργίας. Εκεί μπορώ να πω ότι ο δρόμος ήταν χειρότερος, όμως ήταν πολύ καλύτερη η κατάσταση διότι ήταν μέρα και δεν έβρεχε και είχαμε βέβαια καλή ορατότητα. Επίσης ήμασταν στη Γεωργία, που θεωρείται πιο ασφαλής χώρα. Εδώ στην Κολομβία εγώ τουλάχιστον ένιωθα ανασφάλεια κάποιες στιγμές που ερχόταν ένα αυτοκίνητο από μπροστά μας ή μας προσπερνούσε κάποιο άλλο. Έλεγα τι θα κάνω εάν μου ζητήσει να σταματήσω; Δεν το είπα στους άλλους για να μην τρομάξουν και εκείνοι, αλλά γενικά είχα ένα φόβο. Η μόνη σιγουριά που ένιωσα ήταν όταν ακολουθούσα από πίσω το λεωφορείο της γραμμής. Εκ των υστέρων λέω ότι μάλλον αδίκως φοβόμασταν. Όταν όμως το ζεις, άντε να ησυχάσεις.
Και τώρα θα μου πεις, γιατί αφού ήξερα ότι η απόσταση από το Σαν Αγκουστίν μέχρι το Ποπαγιάν ήταν τέσσερις ώρες δεν ξεκίνησα από τις 14:00 ώστε να φτάσω το αργότερο στις 19:00, έστω 19:30; Είμαστε άπληστοι: θέλουμε να δούμε όλο και πιο πολλά. Είχαμε μεγάλη αργοπορία λόγω του ότι είχαμε αρκετό βάρος στο αυτοκίνητο. Και διότι εδώ όλα γίνονται πιο αργά. Δηλαδή λένε ότι η διαδρομή είναι 2 ώρες από το Γκαρζόν ως το Σαν Αγκουστίν και εμείς μέχρι να φτάσουμε στον αρχαιολογικό χώρο κάναμε πάνω από τρεις ώρες, γιατί κάνουμε και στάσεις.
Είδαμε το πρωί και λίγο την πόλη του Garzon, κάνοντας μία βόλτα. Βέβαια σαν πόλη δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μερικές εικόνες φαίνονται στις επόμενες φωτογραφίες:
Η διαδρομή μέχρι το Σαν Αγκουστίν είχε το ενδιαφέρον της:
Πριν τον αρχαιολογικό χώρο περάσαμε από την ομώνυμη πόλη:
Αυτό το διαβολάκι στο μετρητή ρεύματος, τι σας λέει; Ή δεν είναι διαβολάκι;
Εννοείται ότι το λεωφορείο αυτό είναι σε κανονική χρήση:
Έτσι φτάσαμε μετά τις 12:00 στον αρχαιολογικό-ταφικό χώρο του Σαν Αγκουστίν, που ήταν πολύ όμορφος αλλά είχε πολύ περπάτημα. Επίσης κάποια στιγμή έπιασε και δυνατή βροχή και για παραπάνω από μισή ώρα καθόμασταν σε ένα υπόστεγο για να μην γίνουμε μούσκεμα. Στο χώρο έχει διάφορες συστάδες με μεγαλιθικά αγάλματα. Τα βλέπετε στις φωτογραφίες. Ό,τι και να πω είναι λίγο!
Από τέτοια μονοπάτια περνάς από τη μια ομάδα αγαλμάτων στην επόμενη:
Στον αρχαιολογικό χώρο υπήρχαν και μερικά πολύ όμορφα μαγαζιά για σουβενίρ:
Εικόνα μετά τη βροχή:
Εικόνα από την τελευταία ομάδα τάφων:
Και στο μουσείο είχε αξιόλογα εκθέματα:
Ο χώρος εκεί ήταν ιδιαίτερα όμορφος και επιβλητικός. Το Σαν Αγκουστίν το συγκρίναμε με το Νησί του Πάσχα, όπου και εκεί έχει διάφορα αγάλματα. Αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει σύγκριση. Το Νησί του Πάσχα περιβάλλεται από τέτοιους μύθους , ενώ το Σαν Αγκουστίν είναι σχεδόν άγνωστο στον κόσμο εκτός Νοτίου Αμερικής. Σε σχέση με το Tierradentro που είχαμε πάει την προηγούμενη μέρα, νομίζω το Tierradentro έχει κάτι πιο μυστηριακό και πιο έντονο. Και λόγω της διαδρομής μέχρι να φτάσουμε εκεί αλλά και λόγω της φύσης των μνημείων που έχουν μία μεγάλη ιδιαιτερότητα. Κάθε χώρος έχει τα δικά του. Θέλω να πάω παντού!
Από την υπέροχη φύση, μετά το Ποπαγιάν:
Όταν φτάσαμε εδώ στο Ποπαγιάν, αφήσαμε στο ξενοδοχείο στα γρήγορα τα πράγματα και φύγαμε για να πάμε να φάμε. Ευτυχώς βρήκαμε έστω μία πιτσαρία, που κι αυτή δεν είχε κανέναν πελάτη. Φάγαμε πίτσες, απλά θα πω ότι σε σχέση με τις άλλες φορές, μας φάνηκε πάρα πολύ ακριβό, αφού μία πίτσα έκανε περίπου 8 ευρώ.
Το ξενοδοχείο μας εδώ βρίσκεται στο κέντρο της παλιάς πόλης η οποία έχει πανομοιότυπα ως προς το ύψος σπίτια. Όλα είναι το ένα κολλητό με το διπλανό του. Όλα έχουν το ισόγειο και έναν όροφο από πάνω. Δεν υπάρχει ούτε ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο στους φαρδείς δρόμους. Τη επόμενη είδαμε πολλά. Και τα φανάρια για τον φωτισμό της πόλης είναι όλα πανομοιότυπα και όχι σε κολώνες αλλά κολλημένα πάνω στους τοίχους των σπιτιών. Ήταν πολύ όμορφο αυτό που βλέπαμε το βράδυ στη βόλτα. Διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν πάρα πολλές όμορφες εκκλησίες.
Το ξενοδοχείο μας:
Το ξενοδοχείο μας, φαίνεται πάρα πολύ όμορφο. Είναι λίγο παλιό το κτίριο και δεν το έχουν ανακαινίσει. Τα παντζούρια και οι εγκαταστάσεις είναι λίγο παλιές, όμως είναι μία παλιά κατοικία με το αίθριο στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο. Στον οποίο πρώτο όροφο είναι όλα τα δωμάτια γύρω γύρω από το αίθριο και πρέπει να είναι καμιά δεκαριά. Είναι τεράστια δωμάτια. Το καθένα μπορεί να είναι και κοντά στα 40 τετραγωνικά και έχουν δύο ή τρία μεγάλα κρεβάτια. Δε χορταίνω να βγάζω φωτογραφίες τον εσωτερικό χώρο του ξενοδοχείου. Απ έξω, όπως είπα είναι όλα τα κτήρια πανομοιότυπα. Μόνο οι εκκλησίες διαφέρουν. Μιλάω για την περιοχή μας.
Έχουμε δοκιμάσει καφέ Κολομβίας και είναι πάρα πολύ νόστιμος, τις περισσότερες φορές. Έχω σκοπό να αγοράσω φεύγοντας μερικά κιλά από την Μπογκοτά. Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω ποια ακριβώς ποικιλία να πάρω και μάλλον θα αναγκαστώ να πάρω στην τύχη και ό,τι βγει.
Σήμερα είχαμε άλλη μία έντονη ημέρα, κυρίως λόγω της διαδρομής από τις αρχαιότητες του San Agustin, μέχρι την πόλη Ποπαγιάν, που είχαμε κανονίσει να διανυκτερεύσουμε. Θα ξεκινήσω λοιπόν με την περιγραφή αυτής της τρομερής διαδρομής. Είναι ιδιαίτερη για δύο λόγους. Πρώτον για την κακή ποιότητα του δρόμου από το San Αgustin μέχρι εδώ (στο Popayan) και δεύτερον για το ότι ή περισσότερη διαδρομή έγινε μέσα στη νύχτα. Ας αναλογιστούμε επίσης ότι βρισκόμαστε στην Κολομβία, όπου έχουν ακουστεί διάφορα. Ιδιαίτερα βέβαια κατά το παρελθόν. Όμως ακόμα και σήμερα οι συμβουλές είναι τη νύχτα να μην οδηγείς και γενικώς να μην κυκλοφορείς. Ειδικά η οδήγηση σε ερημικούς δρόμους δεν ενδείκνυται. Έτσι λοιπόν εγώ είχα φτιάξει το πρόγραμμα του ταξιδιού έτσι ώστε να φτάνουμε στα ξενοδοχεία την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και να μην έχουμε διαδρομές μέσα στη νύχτα. Όμως άλλες οι δικές μου βουλές και αλλιώς έρχεται η πραγματικότητα.
Περίπου στις 15:30 το απόγευμα ήμασταν στις αρχαιότητες του Σαν Αγκουστίν, San Agustin, στο πάρκο με τα αγάλματα, έχοντας ολοκληρώσει την επίσκεψή μας. Τότε μας είπε ένας φύλακας στην είσοδο του χώρου, ότι μπορούσαμε να προλάβουμε να δούμε ένα άλλο μικρό πάρκο που υπάρχει κοντά εκεί στην περιοχή. Το πάρκο Alto de Los idolos. Αποφασίσαμε λοιπόν να πάμε γρήγορα από το χωριό Ίσνος, Isnos, για να δούμε και αυτές τις αρχαιότητες. Η απόσταση από κει που ήμασταν ήταν 30 χιλιόμετρα και ο δρόμος μέχρι το χωριό ήταν πολύ καλός. Όμως έπρεπε να κάνουμε άλλα τρία χιλιόμετρα μέχρι τις αρχαιότητες και ο δρόμος ήταν χωματόδρομος και σε σχετικά κακή κατάσταση. Αφού κάναμε λοιπόν ένα τέταρτο για να φτάσουμε εκεί, διαπιστώσαμε ότι ο χώρος ήταν κλειστός λόγω διαφόρων εργασιών οι οποίες γινόταν. Έτσι γυρίσαμε προς τα πίσω για να πάμε στο Ποπαγιάν. Από το χωριό που βρισκόμασταν μέχρι την πόλη η απόσταση που έδινε το Google ήταν περίπου τρεισήμισι ώρες. Εμείς λέμε: εντάξει είμαστε καλοί οδηγοί θα το κάνουμε λίγο πιο γρήγορα. Το ίδιο είχα σκεφτεί και όταν ο φύλακας στο Σαν Αγκουστίν είχε πει ότι το Ποπαγιάν απέχει τέσσερις ώρες δρόμο. Σκέφτηκα, δεν μας ξέρει πόσο γρήγορα οδηγούμε, ακόμα και στην Κολομβία που θέλει αρκετή προσοχή η οδήγηση.
Το μετάνιωσα πολλές φορές αυτό που σκέφτηκα. Η απόσταση από το Isnos μέχρι το Ποπαγιάν ήταν άλλα 100 χιλιόμετρα και έπρεπε να φτάσουμε στις 8 το αργότερο, αλλά τελικά φτάσαμε περίπου στις 9:30 και το θέμα είναι όχι ότι καθυστερήσαμε να φτάσουμε, αλλά ο φόβος που είχαμε σε όλη τη διαδρομή. Διότι ενδιάμεσα σε αυτά τα 100 χιλιόμετρα υπήρχαν 50 χιλιόμετρα με πολύ κακό χωματόδρομο και ήταν σχετικά έρημος ο δρόμος.
Ειδικά όταν ξεκινήσαμε διαπιστώσαμε ότι υπήρχε ελάχιστη κίνηση. Είχαν αρχίσει να μας ζώνουν τα φίδια. Μπορεί να περνούσαν και 10 λεπτά χωρίς να διασταυρωθούμε ή να μας προσπεράσει κάποιο αυτοκίνητο. Η ταχύτητα που είχαμε δεν ήταν πάνω από 10 με 15 χιλιόμετρα την ώρα σε αυτό το χωματόδρομο. Μερικές φορές ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση ομάδες τριών ή τεσσάρων αυτοκινήτων. Σκεφτόμασταν λοιπόν ότι το κάνουν έτσι για να μην έχουν μεγάλο κίνδυνο και να μην φοβούνται όταν ο καθένας είναι μόνος του. Εννοείται ότι τα περισσότερα αυτοκίνητα ήταν μεγάλα φορτηγά που έκαναν τη διαδρομή. Όσο προχωρούσε η ώρα και βράδιαζε εμείς προχωρούσαμε αλλά η ταχύτητά μας μειωνόταν. Μέχρι που φτάσαμε να κάνουμε από 7 έως 12 λεπτά για να διανύσουμε ένα χιλιόμετρο. Ήμασταν ένα αυτοκίνητο φορτωμένο με τα πράγματα τεσσάρων ανθρώπων και τους ίδιους τους ανθρώπους. Πολλές φορές το αυτοκίνητο έβρισκε από κάτω στο κακό οδόστρωμα. Όταν βράδιασε πια είδαμε στο GPS ότι είχαμε φτάσει τα 2.700 μέτρα. Αργότερα, ανεβαίναμε συνέχεια, η ένδειξη έφτασε τη μέγιστη τιμή της τα 3.176 μέτρα.
Στην περιοχή αυτή του υψομέτρου των τριών χιλιάδων μέτρων είχαμε αρχίσει να φοβόμαστε αρκετά γιατί και νύχτα ήταν και σχεδόν μόνοι στο δρόμο ήμασταν και έβρεχε και ομίχλη είχε. Τι άλλο πια να έχει για να φοβηθείς στην Κολομβία, σε ένα έρημο δρόμο πάνω στα βουνά, όπου το πιο κοντινό χωριό πίσω μας ήταν 30 χιλιόμετρα και το επόμενο άλλα 30, όπως διαπιστώσαμε αργότερα.
Ο δρόμος δεν ήταν συνέχεια φαρδύς και πολλές φορές διασταυρωνόμασταν με φορτηγά και φοβόμασταν μήπως τύχαινε η διασταύρωση σε κάποιο στενό σημείο και μέσα στην βροχή και την ομίχλη δεν ήσουν σίγουρος αν έχεις σταματήσει σωστά ή αν θα γείρει λίγο το φορτηγό περνώντας από το πλάι σου πέφτοντας σε κάποια λακκούβα. Ενίοτε μας περνούσε και κάποιο ΙΧ. Συνήθως ήταν ένα υψηλά τζιπ και μπορούσαν να προχωρήσουν πιο γρήγορα από εμάς. Και εμείς μία φορά προσπεράσαμε ένα φορτηγό το οποίο όμως ήταν σταματημένο. Δεν προσπεράσαμε κανένα εν κινήσει.
Σε εμένα έτυχε να οδηγώ εκείνη τη βραδιά. Μια στιγμή βλέπω τα φώτα ενός άλλου αυτοκινήτου που ερχόταν γρήγορα από πίσω. Κάνω στην άκρη και αφήνω να μας προσπεράσει. Ήταν ένα μικρό λεωφορείο το οποίο καταλάβαμε ότι έκανε τη διαδρομή ανάμεσα στις δύο πόλεις, περνώντας από αυτόν τον δρόμο. Είχαμε ήδη δει δύο τρία από αυτά να έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά δε δώσαμε σημασία. Αφήνω λοιπόν το μικρό λεωφορείο να μας προσπεράσει και αρχίζω να το ακολουθώ. Ευτυχώς δεν πήγαινε πολύ γρήγορα και για πάνω από μισή ώρα, ίσως και μία, το ακολουθούσα προσπαθώντας να μη χάσω την επαφή μαζί του. Ένιωθα μία ασφάλεια όταν ήμουν κοντά του, έβλεπα επίσης καλύτερα στο δρόμο με τα αμυδρά φώτα στο πίσω μέρος του. Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα πολύ όμορφα αναπνέοντας το καυσαέριο που έδινε η εξάτμισή του προς το μέρος μας. Όταν δεν ένιωθα την βρωμιά του καυσαερίου νόμιζα ότι είχε απομακρυνθεί και πατούσα λίγο το γκάζι για να το προφτάσω μην τυχόν και το χάσουμε. Όση ώρα ήμασταν πίσω νιώθαμε πάρα πολύ μεγάλη ευφορία. Αρχίσαμε να λέμε και κάποια ανέκδοτα και ήμασταν πολύ χαρούμενοι.
Μία άλλη σκέψη που κάναμε εκείνη την ώρα ήταν ότι θα ήμασταν πολύ χαρούμενοι αν είχε διόδια, όσο ακριβά και να ήταν, αφού αυτό σήμαινε ότι ο δρόμος ήταν καλός. Γκρινιάζαμε τόσες μέρες για τα διόδια στην Κολομβία, αλλά εκείνη τη βραδιά τα λαχταρήσαμε. Δυστυχώς όμως δεν είχε.
Κάποια στιγμή ο Γιάννης μου λέει: Νίκο θέλω να σταματήσω για να κάνω την ανάγκη μου. Μα τώρα βρήκες; του λέω. Δε γίνεται να αφήσουμε να φύγει το λεωφορείο. Θα το χάσουμε. Έβαλε τις φωνές ο Γιάννης και σταματήσαμε αναγκαστικά. Πάει το χάσαμε το αυτοκίνητο. Όσο προχωρούσαμε πίσω από αυτό το λεωφορείο κάναμε αρκετές προσπεράσεις σε φορτηγά. Μπροστά αυτός πίσω εμείς. Σταματούσαν συνήθως τα φορτηγά για να περάσουμε γιατί ήξεραν ότι είναι λεωφορείο της γραμμής.
Λίγο μετά όμως από τη στιγμή που τον χάσαμε αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Η εφαρμογή έδειξε ότι είχαμε πέσει λίγο κάτω από τα τρία χιλιόμετρα υψόμετρο. Μάλιστα είδαμε και ένα μαγαζάκι που ήταν για καφέ ή κάτι άλλο φαγώσιμο. Βέβαια το προσπεράσαμε και προχωρήσαμε. Ο δρόμος άρχισε να γίνεται και λίγο καλύτερος. Δηλαδή να κάνουμε για κάθε χιλιόμετρο πέντε με έξι λεπτά. Κάποια στιγμή φτάσαμε και σε κάποιο χωριό, αλλά ο δρόμος δεν έγινε άσφαλτος. Μερικές φορές το οδόστρωμα σε εκείνα τα χωριά είχε λίγα μέτρα τσιμέντο και λέγαμε τι καλά που θα ήταν να ήταν από δω και κάτω όλος έτσι. Αλλά δυστυχώς αυτό έγινε πολύ αργότερα. Τέλος πάντων κάποια στιγμή πήγαμε και στον κανονικό δρόμο και έτσι φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας περίπου στις 9:30 το βράδυ, στον Popayan.
Σε αυτή τη διαδρομή πολλές φορές θυμηθήκαμε την περυσινή μας ιστορία όταν πήγαμε στο Ουσγκούλι της Γεωργίας. Εκεί μπορώ να πω ότι ο δρόμος ήταν χειρότερος, όμως ήταν πολύ καλύτερη η κατάσταση διότι ήταν μέρα και δεν έβρεχε και είχαμε βέβαια καλή ορατότητα. Επίσης ήμασταν στη Γεωργία, που θεωρείται πιο ασφαλής χώρα. Εδώ στην Κολομβία εγώ τουλάχιστον ένιωθα ανασφάλεια κάποιες στιγμές που ερχόταν ένα αυτοκίνητο από μπροστά μας ή μας προσπερνούσε κάποιο άλλο. Έλεγα τι θα κάνω εάν μου ζητήσει να σταματήσω; Δεν το είπα στους άλλους για να μην τρομάξουν και εκείνοι, αλλά γενικά είχα ένα φόβο. Η μόνη σιγουριά που ένιωσα ήταν όταν ακολουθούσα από πίσω το λεωφορείο της γραμμής. Εκ των υστέρων λέω ότι μάλλον αδίκως φοβόμασταν. Όταν όμως το ζεις, άντε να ησυχάσεις.
Και τώρα θα μου πεις, γιατί αφού ήξερα ότι η απόσταση από το Σαν Αγκουστίν μέχρι το Ποπαγιάν ήταν τέσσερις ώρες δεν ξεκίνησα από τις 14:00 ώστε να φτάσω το αργότερο στις 19:00, έστω 19:30; Είμαστε άπληστοι: θέλουμε να δούμε όλο και πιο πολλά. Είχαμε μεγάλη αργοπορία λόγω του ότι είχαμε αρκετό βάρος στο αυτοκίνητο. Και διότι εδώ όλα γίνονται πιο αργά. Δηλαδή λένε ότι η διαδρομή είναι 2 ώρες από το Γκαρζόν ως το Σαν Αγκουστίν και εμείς μέχρι να φτάσουμε στον αρχαιολογικό χώρο κάναμε πάνω από τρεις ώρες, γιατί κάνουμε και στάσεις.
Είδαμε το πρωί και λίγο την πόλη του Garzon, κάνοντας μία βόλτα. Βέβαια σαν πόλη δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μερικές εικόνες φαίνονται στις επόμενες φωτογραφίες:



Η διαδρομή μέχρι το Σαν Αγκουστίν είχε το ενδιαφέρον της:


Πριν τον αρχαιολογικό χώρο περάσαμε από την ομώνυμη πόλη:





Αυτό το διαβολάκι στο μετρητή ρεύματος, τι σας λέει; Ή δεν είναι διαβολάκι;

Εννοείται ότι το λεωφορείο αυτό είναι σε κανονική χρήση:

Έτσι φτάσαμε μετά τις 12:00 στον αρχαιολογικό-ταφικό χώρο του Σαν Αγκουστίν, που ήταν πολύ όμορφος αλλά είχε πολύ περπάτημα. Επίσης κάποια στιγμή έπιασε και δυνατή βροχή και για παραπάνω από μισή ώρα καθόμασταν σε ένα υπόστεγο για να μην γίνουμε μούσκεμα. Στο χώρο έχει διάφορες συστάδες με μεγαλιθικά αγάλματα. Τα βλέπετε στις φωτογραφίες. Ό,τι και να πω είναι λίγο!
Από τέτοια μονοπάτια περνάς από τη μια ομάδα αγαλμάτων στην επόμενη:






Στον αρχαιολογικό χώρο υπήρχαν και μερικά πολύ όμορφα μαγαζιά για σουβενίρ:

Εικόνα μετά τη βροχή:

Εικόνα από την τελευταία ομάδα τάφων:

Και στο μουσείο είχε αξιόλογα εκθέματα:

Ο χώρος εκεί ήταν ιδιαίτερα όμορφος και επιβλητικός. Το Σαν Αγκουστίν το συγκρίναμε με το Νησί του Πάσχα, όπου και εκεί έχει διάφορα αγάλματα. Αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει σύγκριση. Το Νησί του Πάσχα περιβάλλεται από τέτοιους μύθους , ενώ το Σαν Αγκουστίν είναι σχεδόν άγνωστο στον κόσμο εκτός Νοτίου Αμερικής. Σε σχέση με το Tierradentro που είχαμε πάει την προηγούμενη μέρα, νομίζω το Tierradentro έχει κάτι πιο μυστηριακό και πιο έντονο. Και λόγω της διαδρομής μέχρι να φτάσουμε εκεί αλλά και λόγω της φύσης των μνημείων που έχουν μία μεγάλη ιδιαιτερότητα. Κάθε χώρος έχει τα δικά του. Θέλω να πάω παντού!
Από την υπέροχη φύση, μετά το Ποπαγιάν:

Όταν φτάσαμε εδώ στο Ποπαγιάν, αφήσαμε στο ξενοδοχείο στα γρήγορα τα πράγματα και φύγαμε για να πάμε να φάμε. Ευτυχώς βρήκαμε έστω μία πιτσαρία, που κι αυτή δεν είχε κανέναν πελάτη. Φάγαμε πίτσες, απλά θα πω ότι σε σχέση με τις άλλες φορές, μας φάνηκε πάρα πολύ ακριβό, αφού μία πίτσα έκανε περίπου 8 ευρώ.
Το ξενοδοχείο μας εδώ βρίσκεται στο κέντρο της παλιάς πόλης η οποία έχει πανομοιότυπα ως προς το ύψος σπίτια. Όλα είναι το ένα κολλητό με το διπλανό του. Όλα έχουν το ισόγειο και έναν όροφο από πάνω. Δεν υπάρχει ούτε ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο στους φαρδείς δρόμους. Τη επόμενη είδαμε πολλά. Και τα φανάρια για τον φωτισμό της πόλης είναι όλα πανομοιότυπα και όχι σε κολώνες αλλά κολλημένα πάνω στους τοίχους των σπιτιών. Ήταν πολύ όμορφο αυτό που βλέπαμε το βράδυ στη βόλτα. Διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν πάρα πολλές όμορφες εκκλησίες.

Το ξενοδοχείο μας:

Το ξενοδοχείο μας, φαίνεται πάρα πολύ όμορφο. Είναι λίγο παλιό το κτίριο και δεν το έχουν ανακαινίσει. Τα παντζούρια και οι εγκαταστάσεις είναι λίγο παλιές, όμως είναι μία παλιά κατοικία με το αίθριο στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο. Στον οποίο πρώτο όροφο είναι όλα τα δωμάτια γύρω γύρω από το αίθριο και πρέπει να είναι καμιά δεκαριά. Είναι τεράστια δωμάτια. Το καθένα μπορεί να είναι και κοντά στα 40 τετραγωνικά και έχουν δύο ή τρία μεγάλα κρεβάτια. Δε χορταίνω να βγάζω φωτογραφίες τον εσωτερικό χώρο του ξενοδοχείου. Απ έξω, όπως είπα είναι όλα τα κτήρια πανομοιότυπα. Μόνο οι εκκλησίες διαφέρουν. Μιλάω για την περιοχή μας.
Έχουμε δοκιμάσει καφέ Κολομβίας και είναι πάρα πολύ νόστιμος, τις περισσότερες φορές. Έχω σκοπό να αγοράσω φεύγοντας μερικά κιλά από την Μπογκοτά. Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω ποια ακριβώς ποικιλία να πάρω και μάλλον θα αναγκαστώ να πάρω στην τύχη και ό,τι βγει.