delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Καρταχένα, η χωρίς δεύτερη σκέψη “συνιστώμενη”
Κατά σύμπτωση, στην ιστορία που ανέφερε ο Yorgos, έγραψα ότι για μένα η Καρταχένα είναι κάτι μεταξύ Αβάνας και Κανκούν(!). Όποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει πώς μου κατέβηκε αυτό, η ιστορία έχει τίτλο “Λατινική Αμερική, casa μου casita μου”. Στη δεύτερη σελίδα είναι τα περί Καρταχένας (παρεμπιπτόντως, ευχαριστώ πολύ για τις ψήφους και το βραβείο).
Όταν έχω να γράψω πολλά για ένα μέρος, και δεν ξέρω από πού να αρχίσω, μου “λέω” να αρχίσω από τα facts, από στοιχεία του τόπου που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, από τα αδιαμφισβήτητα, από αυτά που αντικειμενικά ισχύουν. Τι είναι λοιπόν fact στην Καρταχένα;
Είναι η μοναδική -μεγάλη- πόλη της Κολομβίας στην οποία μπορείς να περάσεις πολύ χρόνο κάνοντας βόλτα ξυπόλητος πάνω σε άμμο, δίπλα στη θάλασσα, χαζεύοντας τον κόσμο, ακούγοντας μουσική, βρέχοντας τα πόδια σου, μυρίζοντας αντηλιακό (ενίοτε έχοντας πλανόδιους πωλητές να σε ζυγώνουν).
Είναι η μόνη πόλη στην Κολομβία στην οποία μπορείς να περάσεις αρκετό χρόνο κάνοντας βόλτα πάνω στα τείχη που περιβάλουν το παλιό κομμάτι της, περνώντας δίπλα από κανόνια, πολεμίστρες, μίνι φυλάκια (και φυσικά ακόμα περισσότερους πλανόδιους πωλητές, οι οποίοι τουλάχιστον καταλαβαίνουν ότι “όχι” σημαίνει “όχι”, κι όχι “αν επιμείνεις, το όχι μου μπορεί να γίνει ναι”).
Είναι η κολομβιανή πόλη με την πιο “διακοπεΐστικη” ατμόσφαιρα, αυτή στην οποία αισθάνεσαι ότι... “κάνεις διακοπές”, με την έννοια τουλάχιστον που δίνουμε σε αυτό στην Ελλάδα (και προφανώς όχι μόνο), με ζεστό καιρό, με θάλασσα δίπλα, με ήλιο, με κόσμο που έρχεται για να “ξεφύγει” από την καθημερινότητά του κάνοντας... πολύ λίγα πράγματα, βασικά “χαλαρώνοντας”.
Η Παλιά Πόλη της είναι αρχιτεκτονικά γοητευτική (αν και η γοητεία δεν μπορεί να προσδιοριστεί αντικειμενικά, αλλά στην περίπτωση της Καρταχένας, “τολμώ” να γράψω ότι η γοητεία της είναι fact), μία μικρή σχετικά περιοχή με τείχη στο “μέτωπο” της θάλασσας, με προσεκτικά διατηρημένα κτήρια, με πολύ “χρώμα”, στην οποία καμιά φορά αισθάνεσαι σαν ένα από τα αμέτρητα μυρμήγκια που την πλημμυρίζουν, ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα και... πήχτρα στον κόσμο, επιμένω ότι παραμένει γοητευτική.
Κάπου εδώ νομίζω ότι τελειώνουν τα facts, και πλέον μπαίνεις στην... αποτίμηση της πόλης με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, βλέποντας λεπτομέρειες και φιλτράροντας αυτές στο μυαλό σου ανάλογα με το τι τύπος είσαι, ανάλογα με το... “σε τι φάση είσαι”, ανάλογα με το πού έχεις συνηθίσει να ταξιδεύεις, ανάλογα με τα γούστα σου σε τελική ανάλυση. Τον κόσμο για παράδειγμα, μπορείς να τον πεις “φιλικό”, μπορείς να τον πεις και “ψιλο-οπορτουνιστή, με το μυαλό του να σου τσιμπήσει χίλια πέσος παραπάνω”. Μπορείς να τον πεις “με χαλαρή διάθεση”, μπορείς να τον πεις και “τεμπελάκο, του αραλικίου, του... 'ντάξει μωρέ, είπα ότι θα σου παραδώσω αυτό που περιμένεις την Τρίτη το μεσημέρι, και σου το έφερα Πέμπτη απόγευμα. Πώς κάνεις έτσι;”
Τις τιμές (διαμονή, φαγητό, οτιδήποτε άλλο), μπορείς να τις βρεις “χαμηλές”, “λογικές”, μέχρι και “τσιμπημένες”. Αυτό δε, που σου προσφέρεται για τα χρήματα που ξοδεύεις, μπορείς να το βρεις “ευκαιρία”, “ικανοποιητικό”, “μία κλοπή και μισή”. Στον τομέα “ασφάλεια”, την πόλη μπορείς να τη βρεις από “ξέγνοιαστη βόλτα στο πάρκο”, μέχρι “περπατάς και κοιτάς πίσω σου ποιος σε ακολουθεί”. Στο χόστελ που έμεινα πέντε βράδια, μίλησα με αρκετά παιδιά, κι άκουσα μια ντουζίνα διαφορετικές “εκτιμήσεις” της Καρταχένας. Δική μου άποψη είναι ότι η αλήθεια συνήθως βρίσκεται κάπου στη μέση...
Προσωπικά, την Καρταχένα τη χάρηκα, επειδή, όπως και στο Σάο Πάουλο νωρίτερα, έκανα αυτά που είχα στο μυαλό μου. Έκανα τις βόλτες μου, πέρασα δύο φορές από το μαγαζί του Γιώργου (και του Πέτρου, συμπαίκτη μου πριν από 20 ολόκληρα χρόνια σε ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα της Τούμπας, στη Θεσσαλονίκη!), του πρώτου τραβελστορίτη που αξιώθηκα να συναντήσω από κοντά, πέρασα ευχάριστα χρόνο με παιδιά που γνώρισα στο χόστελ που έμεινα, πήγα και σε παιχνίδι της τοπικής Ρεάλ, κάτι (το να βλέπω ποδόσφαιρο εκεί που ταξιδεύω) που με κάνει να αισθάνομαι ότι ο χρόνος μου σε ένα μέρος ήταν “πιο γεμάτος”. Κάποιος μπορεί να πει ότι πηγαίνοντας στην Καρταχένα είχα τον πήχη πολύ χαμηλά. Δεν είμαι στον κόσμο μου, ξέρω ότι δεν έκανα “κάτι ιδιαίτερο”, η βδομάδα που πέρασα στην Καρταχένα αρχές Γενάρη του 2011 ήταν ασύγκριτα (μα ΑΣΥΓΚΡΙΤΑ) πιο... eventful από τις πέντε μέρες που μόλις πέρασα εκεί, όμως με βάση το τι ήθελα να κάνω ΑΥΤΗΝ τη φορά, εγώ στην Καρταχένα πέρασα καλά.
Ένα ακόμα σχόλιο που αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω για την Καρταχένα, είναι ότι ναι μεν “τα πράγματα” εκεί (θα αναφέρω αμέσως μετά σε ποιους τομείς) βελτιώνονται αργά, όμως... βελτιώνονται, έστω και στον... καραϊβικό ρυθμό τους. Οι μετακινήσεις με λεωφορεία (αν πηγαίνεις για παράδειγμα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων) είναι ένας σκέτος πόνος στον πισινό, όμως κομμάτια της γραμμής του “μετρό” (με ειδικές λωρίδες για λεωφορεία, όχι υπόγεια) είναι ήδη έτοιμα, και ναι μεν ακόμα η γραμμή δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί, όμως... η προοπτική είναι εκεί, υπάρχει, και κάποια στιγμή οι μετακινήσεις θα γίνουν πολύ πιο... ανθρώπινες.
Στην Γκετσεμάνι, ακριβώς δίπλα στην Παλιά Πόλη, περιοχή στην οποία μένουν οι περισσότεροι ταξιδιώτες που ταξιδεύουν με χαμηλό μπάτζετ, η εικόνα φέτος ήταν πολύ πιο όμορφη από το 2011, κυρίως λόγω της δουλειάς που έχει γίνει από ομάδες καλλιτεχνών (μπορείς να τους πεις έτσι) σε τοίχους παρατημένων σπιτιών ή χώρων που λειτουργούν σαν πάρκινγκ. Κάποιες από τις ζωγραφιές είναι πραγματικά “κοσμήματα”, σε κάνουν να σταθείς, να χαζέψεις, να βγάλεις φωτογραφίες, σε ένα σημείο που υπό άλλες συνθήκες θα σου ήταν αδιάφορο, θα περνούσες μένοντας απλά με μία αίσθηση... εγκατάλειψης, ανυπαρξίας οποιουδήποτε ενδιαφέροντος.
Στην Μποκαγκράντε, τη “μυτούλα” γης ανάμεσα στη θάλασσα και στον κόλπο της πόλης, οι λουσάτες πολυκατοικίες είναι πολύ περισσότερες, και κτίζονται ΑΚΟΜΑ περισσότερες. “Σκασίλα μας”, θα πει κανείς. Κι όμως, στη συγκεκριμένη περιοχή δεν πρόκειται ποτέ να αγοράσω διαμέρισμα (όχι επειδή δε θα ήθελα), όμως κάθε πολυκατοικία δίνει δουλειά σε αρκετό κόσμο, από φύλακες μέχρι εκείνους που κουρεύουν το γρασίδι ή κάνουν... βόλτα τα σκυλιά των εχόντων Κολομβιανών (και όχι μόνο) που μένουν εκεί, ή απλά περνούν τις διακοπές τους. Δουλειά για περισσότερο κόσμο, σημαίνει εισόδημα για περισσότερο κόσμο, άρα καλύτερες (φαντάζομαι) συνθήκες διαβίωσης για περισσότερες οικογένειες. Η αλυσίδα είναι μακρά, και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο περιλαμβάνει πολύ κόσμο, εν τέλει και τους τουρίστες, που έχουν μια “άνω του μέσου κολομβιανού όρου ασφαλή” περιοχή να τριγυρίσουν, πηγαίνοντας στην Καρταχένα.
Κλείνοντας, για να μη μακρηγορήσω ακόμα περισσότερο, γράφω τούτο: αν κάποιος ερχόταν στην Κολομβία και με ρωτούσε αν αξίζει να συμπεριλάβει την Καρταχένα στο πρόγραμμα του ταξιδιού του, αν και γενικά αποφεύγω να λέω σε κόσμο “πάνε”, ή “ασ' το καλύτερα”, θα του έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη “ναι”, να συμπεριλάβει την Καρταχένα στο πρόγραμμά του, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή θα τον βοηθούσε να έχει πιο “ολοκληρωμένη” άποψη για την Κολομβία, μια και η συγκεκριμένη πόλη είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό έχει να επιδείξει η κολομβιανή ακτή της Καραϊβικής, τουλάχιστον σε επίπεδο -σχετικά μεγάλης- πόλης.
Για πόσες ημέρες; Για όσες. Αν θέλεις απλά να δεις την Παλιά Πόλη, να περπατήσεις πάνω στα τείχη, να περιπλανηθείς στους γραφικούς στενούς δρόμους, ακόμα και μία μέρα είναι αρκετή. Αν προσθέσεις την “Καρταχένα μεν, αλλά καμίιιιια σχέση με την Παλιά Πόλη” Μποκαγκράντε, με τις αμμώδεις παραλίες της, κάνε τις ημέρες δύο. Αν πηδήξεις σε καραβάκι και αρχίσεις τις εκδρομές σε τριγύρω παραλίες και νησάκια, οι μέρες αυξάνονται. Κι αν ταξιδεύεις μόνος/μόνη κι είσαι “σε φάση” να αφεθείς να ξελογιαστείς από ντόπια-ντόπιο, τότε... περνάς στην Καρταχένα όλο το ταξίδι σου, και τελευταία μέρα ενημερώνεις τον εργοδότη σου ότι παραιτείσαι κι αλλάζεις την ημερομηνία επιστροφής στην Ελλάδα για πολύ αργότερα από το προγραμματισμένο. Για τους ντόπιους άνδρες δεν είμαι ο καταλληλότερος να σχολιάσει, για τις γυναίκες όμως, μπορώ άφοβα να πω ότι... κολάζουν και γκέι (δίνω ένα ακραίο παράδειγμα, για να κάνω το point μου).
Είμαι ήδη στο Μεντεγίν, όμως το επόμενο κείμενο, αύριο-μεθαύριο, θα είναι για την Μπαρρανκίγια, στην οποία πέρασα λιγότερο από μιάμιση μέρα, πριν έρθω εδώ. Χαιρετίσματα λοιπόν από το Αρκάδια, το χόστελ Έλληνα που ανέφερα και σε παλιότερη ιστορία, στο οποίο, όπως μου είπε ο Σπύρος, ο ιδιοκτήτης, κάποιοι εξ υμών έχετε έρθει, και του έχετε πει ότι διαβάσατε για το χόστελ του “σε κάποιο ελληνικό ταξιδιωτικό σάιτ”
.
Κατά σύμπτωση, στην ιστορία που ανέφερε ο Yorgos, έγραψα ότι για μένα η Καρταχένα είναι κάτι μεταξύ Αβάνας και Κανκούν(!). Όποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει πώς μου κατέβηκε αυτό, η ιστορία έχει τίτλο “Λατινική Αμερική, casa μου casita μου”. Στη δεύτερη σελίδα είναι τα περί Καρταχένας (παρεμπιπτόντως, ευχαριστώ πολύ για τις ψήφους και το βραβείο).
Όταν έχω να γράψω πολλά για ένα μέρος, και δεν ξέρω από πού να αρχίσω, μου “λέω” να αρχίσω από τα facts, από στοιχεία του τόπου που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, από τα αδιαμφισβήτητα, από αυτά που αντικειμενικά ισχύουν. Τι είναι λοιπόν fact στην Καρταχένα;
Είναι η μοναδική -μεγάλη- πόλη της Κολομβίας στην οποία μπορείς να περάσεις πολύ χρόνο κάνοντας βόλτα ξυπόλητος πάνω σε άμμο, δίπλα στη θάλασσα, χαζεύοντας τον κόσμο, ακούγοντας μουσική, βρέχοντας τα πόδια σου, μυρίζοντας αντηλιακό (ενίοτε έχοντας πλανόδιους πωλητές να σε ζυγώνουν).
Είναι η μόνη πόλη στην Κολομβία στην οποία μπορείς να περάσεις αρκετό χρόνο κάνοντας βόλτα πάνω στα τείχη που περιβάλουν το παλιό κομμάτι της, περνώντας δίπλα από κανόνια, πολεμίστρες, μίνι φυλάκια (και φυσικά ακόμα περισσότερους πλανόδιους πωλητές, οι οποίοι τουλάχιστον καταλαβαίνουν ότι “όχι” σημαίνει “όχι”, κι όχι “αν επιμείνεις, το όχι μου μπορεί να γίνει ναι”).
Είναι η κολομβιανή πόλη με την πιο “διακοπεΐστικη” ατμόσφαιρα, αυτή στην οποία αισθάνεσαι ότι... “κάνεις διακοπές”, με την έννοια τουλάχιστον που δίνουμε σε αυτό στην Ελλάδα (και προφανώς όχι μόνο), με ζεστό καιρό, με θάλασσα δίπλα, με ήλιο, με κόσμο που έρχεται για να “ξεφύγει” από την καθημερινότητά του κάνοντας... πολύ λίγα πράγματα, βασικά “χαλαρώνοντας”.
Η Παλιά Πόλη της είναι αρχιτεκτονικά γοητευτική (αν και η γοητεία δεν μπορεί να προσδιοριστεί αντικειμενικά, αλλά στην περίπτωση της Καρταχένας, “τολμώ” να γράψω ότι η γοητεία της είναι fact), μία μικρή σχετικά περιοχή με τείχη στο “μέτωπο” της θάλασσας, με προσεκτικά διατηρημένα κτήρια, με πολύ “χρώμα”, στην οποία καμιά φορά αισθάνεσαι σαν ένα από τα αμέτρητα μυρμήγκια που την πλημμυρίζουν, ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα και... πήχτρα στον κόσμο, επιμένω ότι παραμένει γοητευτική.
Κάπου εδώ νομίζω ότι τελειώνουν τα facts, και πλέον μπαίνεις στην... αποτίμηση της πόλης με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, βλέποντας λεπτομέρειες και φιλτράροντας αυτές στο μυαλό σου ανάλογα με το τι τύπος είσαι, ανάλογα με το... “σε τι φάση είσαι”, ανάλογα με το πού έχεις συνηθίσει να ταξιδεύεις, ανάλογα με τα γούστα σου σε τελική ανάλυση. Τον κόσμο για παράδειγμα, μπορείς να τον πεις “φιλικό”, μπορείς να τον πεις και “ψιλο-οπορτουνιστή, με το μυαλό του να σου τσιμπήσει χίλια πέσος παραπάνω”. Μπορείς να τον πεις “με χαλαρή διάθεση”, μπορείς να τον πεις και “τεμπελάκο, του αραλικίου, του... 'ντάξει μωρέ, είπα ότι θα σου παραδώσω αυτό που περιμένεις την Τρίτη το μεσημέρι, και σου το έφερα Πέμπτη απόγευμα. Πώς κάνεις έτσι;”
Τις τιμές (διαμονή, φαγητό, οτιδήποτε άλλο), μπορείς να τις βρεις “χαμηλές”, “λογικές”, μέχρι και “τσιμπημένες”. Αυτό δε, που σου προσφέρεται για τα χρήματα που ξοδεύεις, μπορείς να το βρεις “ευκαιρία”, “ικανοποιητικό”, “μία κλοπή και μισή”. Στον τομέα “ασφάλεια”, την πόλη μπορείς να τη βρεις από “ξέγνοιαστη βόλτα στο πάρκο”, μέχρι “περπατάς και κοιτάς πίσω σου ποιος σε ακολουθεί”. Στο χόστελ που έμεινα πέντε βράδια, μίλησα με αρκετά παιδιά, κι άκουσα μια ντουζίνα διαφορετικές “εκτιμήσεις” της Καρταχένας. Δική μου άποψη είναι ότι η αλήθεια συνήθως βρίσκεται κάπου στη μέση...
Προσωπικά, την Καρταχένα τη χάρηκα, επειδή, όπως και στο Σάο Πάουλο νωρίτερα, έκανα αυτά που είχα στο μυαλό μου. Έκανα τις βόλτες μου, πέρασα δύο φορές από το μαγαζί του Γιώργου (και του Πέτρου, συμπαίκτη μου πριν από 20 ολόκληρα χρόνια σε ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα της Τούμπας, στη Θεσσαλονίκη!), του πρώτου τραβελστορίτη που αξιώθηκα να συναντήσω από κοντά, πέρασα ευχάριστα χρόνο με παιδιά που γνώρισα στο χόστελ που έμεινα, πήγα και σε παιχνίδι της τοπικής Ρεάλ, κάτι (το να βλέπω ποδόσφαιρο εκεί που ταξιδεύω) που με κάνει να αισθάνομαι ότι ο χρόνος μου σε ένα μέρος ήταν “πιο γεμάτος”. Κάποιος μπορεί να πει ότι πηγαίνοντας στην Καρταχένα είχα τον πήχη πολύ χαμηλά. Δεν είμαι στον κόσμο μου, ξέρω ότι δεν έκανα “κάτι ιδιαίτερο”, η βδομάδα που πέρασα στην Καρταχένα αρχές Γενάρη του 2011 ήταν ασύγκριτα (μα ΑΣΥΓΚΡΙΤΑ) πιο... eventful από τις πέντε μέρες που μόλις πέρασα εκεί, όμως με βάση το τι ήθελα να κάνω ΑΥΤΗΝ τη φορά, εγώ στην Καρταχένα πέρασα καλά.
Ένα ακόμα σχόλιο που αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω για την Καρταχένα, είναι ότι ναι μεν “τα πράγματα” εκεί (θα αναφέρω αμέσως μετά σε ποιους τομείς) βελτιώνονται αργά, όμως... βελτιώνονται, έστω και στον... καραϊβικό ρυθμό τους. Οι μετακινήσεις με λεωφορεία (αν πηγαίνεις για παράδειγμα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων) είναι ένας σκέτος πόνος στον πισινό, όμως κομμάτια της γραμμής του “μετρό” (με ειδικές λωρίδες για λεωφορεία, όχι υπόγεια) είναι ήδη έτοιμα, και ναι μεν ακόμα η γραμμή δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί, όμως... η προοπτική είναι εκεί, υπάρχει, και κάποια στιγμή οι μετακινήσεις θα γίνουν πολύ πιο... ανθρώπινες.
Στην Γκετσεμάνι, ακριβώς δίπλα στην Παλιά Πόλη, περιοχή στην οποία μένουν οι περισσότεροι ταξιδιώτες που ταξιδεύουν με χαμηλό μπάτζετ, η εικόνα φέτος ήταν πολύ πιο όμορφη από το 2011, κυρίως λόγω της δουλειάς που έχει γίνει από ομάδες καλλιτεχνών (μπορείς να τους πεις έτσι) σε τοίχους παρατημένων σπιτιών ή χώρων που λειτουργούν σαν πάρκινγκ. Κάποιες από τις ζωγραφιές είναι πραγματικά “κοσμήματα”, σε κάνουν να σταθείς, να χαζέψεις, να βγάλεις φωτογραφίες, σε ένα σημείο που υπό άλλες συνθήκες θα σου ήταν αδιάφορο, θα περνούσες μένοντας απλά με μία αίσθηση... εγκατάλειψης, ανυπαρξίας οποιουδήποτε ενδιαφέροντος.
Στην Μποκαγκράντε, τη “μυτούλα” γης ανάμεσα στη θάλασσα και στον κόλπο της πόλης, οι λουσάτες πολυκατοικίες είναι πολύ περισσότερες, και κτίζονται ΑΚΟΜΑ περισσότερες. “Σκασίλα μας”, θα πει κανείς. Κι όμως, στη συγκεκριμένη περιοχή δεν πρόκειται ποτέ να αγοράσω διαμέρισμα (όχι επειδή δε θα ήθελα), όμως κάθε πολυκατοικία δίνει δουλειά σε αρκετό κόσμο, από φύλακες μέχρι εκείνους που κουρεύουν το γρασίδι ή κάνουν... βόλτα τα σκυλιά των εχόντων Κολομβιανών (και όχι μόνο) που μένουν εκεί, ή απλά περνούν τις διακοπές τους. Δουλειά για περισσότερο κόσμο, σημαίνει εισόδημα για περισσότερο κόσμο, άρα καλύτερες (φαντάζομαι) συνθήκες διαβίωσης για περισσότερες οικογένειες. Η αλυσίδα είναι μακρά, και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο περιλαμβάνει πολύ κόσμο, εν τέλει και τους τουρίστες, που έχουν μια “άνω του μέσου κολομβιανού όρου ασφαλή” περιοχή να τριγυρίσουν, πηγαίνοντας στην Καρταχένα.
Κλείνοντας, για να μη μακρηγορήσω ακόμα περισσότερο, γράφω τούτο: αν κάποιος ερχόταν στην Κολομβία και με ρωτούσε αν αξίζει να συμπεριλάβει την Καρταχένα στο πρόγραμμα του ταξιδιού του, αν και γενικά αποφεύγω να λέω σε κόσμο “πάνε”, ή “ασ' το καλύτερα”, θα του έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη “ναι”, να συμπεριλάβει την Καρταχένα στο πρόγραμμά του, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή θα τον βοηθούσε να έχει πιο “ολοκληρωμένη” άποψη για την Κολομβία, μια και η συγκεκριμένη πόλη είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό έχει να επιδείξει η κολομβιανή ακτή της Καραϊβικής, τουλάχιστον σε επίπεδο -σχετικά μεγάλης- πόλης.
Για πόσες ημέρες; Για όσες. Αν θέλεις απλά να δεις την Παλιά Πόλη, να περπατήσεις πάνω στα τείχη, να περιπλανηθείς στους γραφικούς στενούς δρόμους, ακόμα και μία μέρα είναι αρκετή. Αν προσθέσεις την “Καρταχένα μεν, αλλά καμίιιιια σχέση με την Παλιά Πόλη” Μποκαγκράντε, με τις αμμώδεις παραλίες της, κάνε τις ημέρες δύο. Αν πηδήξεις σε καραβάκι και αρχίσεις τις εκδρομές σε τριγύρω παραλίες και νησάκια, οι μέρες αυξάνονται. Κι αν ταξιδεύεις μόνος/μόνη κι είσαι “σε φάση” να αφεθείς να ξελογιαστείς από ντόπια-ντόπιο, τότε... περνάς στην Καρταχένα όλο το ταξίδι σου, και τελευταία μέρα ενημερώνεις τον εργοδότη σου ότι παραιτείσαι κι αλλάζεις την ημερομηνία επιστροφής στην Ελλάδα για πολύ αργότερα από το προγραμματισμένο. Για τους ντόπιους άνδρες δεν είμαι ο καταλληλότερος να σχολιάσει, για τις γυναίκες όμως, μπορώ άφοβα να πω ότι... κολάζουν και γκέι (δίνω ένα ακραίο παράδειγμα, για να κάνω το point μου).
Είμαι ήδη στο Μεντεγίν, όμως το επόμενο κείμενο, αύριο-μεθαύριο, θα είναι για την Μπαρρανκίγια, στην οποία πέρασα λιγότερο από μιάμιση μέρα, πριν έρθω εδώ. Χαιρετίσματα λοιπόν από το Αρκάδια, το χόστελ Έλληνα που ανέφερα και σε παλιότερη ιστορία, στο οποίο, όπως μου είπε ο Σπύρος, ο ιδιοκτήτης, κάποιοι εξ υμών έχετε έρθει, και του έχετε πει ότι διαβάσατε για το χόστελ του “σε κάποιο ελληνικό ταξιδιωτικό σάιτ”