delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Μπογκοτά, η του καιρού για μπινελίκιασμα, και του κόσμου για φίλημα
Κάτι μου λέει ότι αν πήγαινα ξανά σήμερα στα γραφεία της Σάντα Φε (μία από τις δύο ομάδες-κολοσσούς της Μπογκοτά), ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου δε θα με υποδεχόταν το ίδιο εγκάρδια όπως την Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου, όταν, άρτι αφιχθείς στην πόλη, πέρασα από εκεί για να ζητήσω διαπίστευση για το Σάντα Φε-Μιγιονάριος (η έτερη ομάδα-κολοσσός της Μπογκοτά) της επόμενης ημέρας, το “κλάσικο μπογκοτάνο”, κάτι σαν το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός της Πρωτεύουσας της Κολομβίας... Εκείνη την Παρασκευή, η Σάντα Φε φιγουράριζε πρώτη στη βαθμολογία του πρωταθλήματος, η Μιγιονάριος ήταν μόλις έβδομη, και ο συμπαθέστατος (και εξυπηρετικότατος) υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της Σάντα Φε πρώτα μου είπε ότι ήταν ΒΕΒΑΙΟΣ πως η ομάδα του θα νικούσε για πλάκα, και μετά σχεδόν με... κορόιδεψε όταν του είπα ότι “τα ντέρμπι έχουν δική τους λογική, και τα αποτελέσματά τους πολλές φορές δεν έχουν καμία σχέση με τη βαθμολογική θέση στην οποία βρίσκονται οι ομάδες την ημέρα που κοντράρονται”...
Το Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου, έπαιξαν όντως Σάντα Φε-Μιγιονάριος, και χθες, Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου, λόγω μίας παραξενιάς του καταρτισμού του προγράμματος του κολομβιανού πρωταθλήματος, έπαιξαν ξανά μεταξύ τους, αλλά αυτήν τη φορά με τυπικά γηπεδούχο τη Μιγιονάριος (το ίδιο στάδιο μοιράζονται). Δύο “κλάσικος μπογκοτάνος” σε δύο σερί Σαββατοκύριακα, δύο -δίκαιες- νίκες τής... Μιγιονάριος. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί θα δίσταζα να επικοινωνήσω ξανά με τον υπεύθυνο του Γραφείου Τύπου της Σάντα Φε, ακόμα κι αν έμενα περισσότερο στην Μπογκοτά, και ήθελα να ζητήσω διαπίστευση για περισσότερα παιχνίδια τού... Ολυμπιακού της (ερυθρόλευκοι γαρ)...
Οι 10-11 μέρες μου στην Μπογκοτά φθάνουν στο τέλος τους, σε μερικές ώρες παίρνω βραδινό λεωφορείο για Περέιρα, και σκεπτόμενος εδώ και λίγη ώρα τι θα έπρεπε να γράψω για την πόλη που έκανα σπίτι μου τη μιάμιση τελευταία βδομάδα (φιλοξενήθηκα σε σπίτι φίλης, δεν έμεινα σε χόστελ όπως το 2010 και το 2011, οπότε αισθάνθηκα έστω και λίγο σαν... ρόλο/κατσάκο -σας παραπέμπω στο προηγούμενο κείμενό μου- και λιγότερο σαν τουρίστας), κατέληξα στο ότι αυτές οι 10-11 ημέρες δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από επιβεβαίωση των εντυπώσεων με τις οποίες έμεινα από τα τρία περάσματά μου από εδώ, πριν από 3-4 χρόνια: αυτή η πόλη έχει -για μένα- καταθλιπτικό καιρό, αλλά κόσμο τόσο “γλύκα” που αν σου δώσεις την ευκαιρία να περάσεις χρόνο μαζί τους, καταλήγεις να περάσεις τον ψυχοπλακωτικό καιρό σε δεύτερη μοίρα, και να παρατείνεις την παραμονή σου εδώ...
Το του καιρού, μπορεί να το βλέπω έτσι επειδή είμαι Έλληνας, κι έχω συνηθίσει όχι μόνο σε υψηλότερες θερμοκρασίες, αλλά -κυρίως- σε κατά κανόνα ΓΑΛΑΝΟ ουρανό. Αν ήμουν... από το Σιάτλ (έχω μία φίλη εκεί, και θυμάμαι ότι κάποτε μου αράδιασε μία ατελείωτη λίστα με λέξεις που χρησιμοποιούν εκεί για να περιγράψουν τους αμέτρητους διαφορετικούς τύπους βροχής που ενίοτε απλά μουσκεύουν και άλλοτε... μουλιάζουν την πόλη), μπορεί να θεωρούσα την Μπογκοτά... εξωτικό παράδεισο. Αλλά δεν είμαι από το Σιάτλ, ή από κάποιο άλλο μέρος στο οποίο ο κόσμος σταματάει τη δουλειά του και τηλεφωνά στο σπίτι για να πει στους γονείς του να παρατήσουν ό,τι κάνουν και να βγουν έξω, επειδή μία σπιθαμή στον ουρανό φαίνεται γαλανή, κι επειδή αν καθυστερήσουν μπορεί να χάσουν τη “μια ανά εβδομάδα” ευκαιρία τους...
Τουλάχιστον αυτήν τη φορά δεν έκανε το (καραψοφό)κρύο (του κερατά) που έκανε τις προηγούμενες φορές που πέρασα -άπλετο- χρόνο στην πόλη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας κυκλοφορούσα με κοντομάνικο μπλουζάκι, και φυσικά ομπρέλα, μια και θεωρούσα δεδομένο -και δεν έκανα λάθος- ότι κάποια στιγμή θα έβρεχε (κι όντως έβρεχε, κάθε μέρα, άλλοτε για λιγότερη, κι άλλοτε για περισσότερη ώρα. Κι άλλες φορές “φυσιολογικά”, άλλες φορές με ΤΟΣΗ... μανία, που το Σάντα Φε-Μιγιονάριος πριν από δέκα μέρες άρχισε με 45 λεπτά καθυστέρηση, και λίγο έλειψε να αναβληθεί).
Με μισή ντουζίνα πολύ πιο ευχάριστες πόλεις σε απόσταση ενός βραδινού λεωφορείου, από την Μπογκοτά θα περνούσα, υπό διαφορετικές συνθήκες, για μία μέρα, για να δω ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι, και αμέσως μετά θα πηδούσα στο πρώτο ταξί που θα περνούσε από μπροστά μου και θα πήγαινα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, “λαδώνοντας” τον οδηγό του λεωφορείου μου να φύγει νωρίτερα από το προγραμματισμένο. Έλα όμως που οι μπογκοτάνος είναι σκέτοι μπαχτσέδες...
Σε παλιότερη ιστορία περιέγραψα το “πρόβλημα” που είχα την πρώτη φορά που πάτησα εδώ. Όταν τσέκαρα πρώτη φορά το μέιλ μου Δεκέμβριο του 2010 σε ένα χόστελ στην Καντελάρια, στο ιστορικό κέντρο της πόλης, είδα ότι είχα βομβαρδιστεί από μηνύματα, από κόσμο που είχε διαβάσει κάτι που είχα γράψει 24 ώρες νωρίτερα, στη Θεσσαλονίκη, στο φόρουμ μίας ιστοσελίδας μέσω της οποίας μπορείς να συναντήσεις κόσμο οπουδήποτε ταξιδεύεις. Το “πρόβλημά” μου τότε ήταν να βρω χρόνο να συναντήσω όλους εκείνους που είχαν απαντήσει στην ανοικτή πρόσκλησή μου. Αυτήν τη φορά, απέφυγα να απευθύνω παρόμοια ανοικτή πρόσκληση (εν μέρει “φοβούμενος” ότι θα κατέληγα να μείνω στην Μπογκοτά... επ' αόριστον), κι αρκέστηκα στο να συναντήσω κόσμο με τον οποίο έμεινα λίγο ή πολύ σε επαφή αυτά τα τρία τελευταία χρόνια...
Πέρα από αυτό, περπάτησα, παρατηρώντας ομοιότητες και διαφορές μεταξύ της Μπογκοτά του σήμερα, και της Μπογκοτά του 2011. Μία ομοιότητα που με έκανε να γελάσω (σαν χάχας, σε μία διασταύρωση μικρών δρόμων), είναι ότι πλησιάζοντας το χόστελ στο οποίο πέρασα τα περισσότερα βράδια μου το '10 και το '11, είδα ότι στο σημείο που τότε υπήρχε μία τεράστια -μα τεράστια- λακούβα, τώρα υπάρχει... η ίδια ΤΕΡΑΣΤΙΑ λακούβα, κάτι που είναι αστείο πρώτα και κύρια επειδή το χόστελ είναι στη Σόνα Ρόσα, μία από τις “καλύτερες” περιοχές της Μπογκοτά, με upscale μαγαζιά και μπαρ, και κατοίκους μεγαλομεσαίου εισοδήματος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κατάσταση στην οποία θα περίμενε κανείς να είναι εκεί οι δρόμοι -και τα πεζοδρόμια της κακιάς ώρας).
Διαφορά; Ο κεντρικός δρόμος του ιστορικού κέντρου το 2011, ήταν κλειστός για τα αυτοκίνητα μόνο τις Κυριακές, που ήταν ημέρες “σικλοβία”, μέρες που οι δρόμοι (κάποιοι από τους κεντρικότερους) παραδίδονταν στους ποδηλάτες. Τώρα ο συγκεκριμένος δρόμος είναι ουσιαστικά πεζόδρομος, γεμάτος καθημερινά από πεζούς και ποδηλάτες, για τους οποίους έχει διαμορφωθεί ποδηλατόδρομος, με μικρές ζαρντινιέρες εκατέρωθεν, για να μην ξεχνιούνται οι πεζοί και “εισβάλουν” άθελά τους.
Ομοιότητα; Οι αστυνομικοί (τουλάχιστον οι 6-7 με τους οποίους εγώ μίλησα τις τελευταίες ημέρες), εξακολουθούν να είναι ευγενέστατοι συνομιλητές και πάροχοι πληροφοριών, μιλώντας σου με “usted” μάλιστα (πρόσωπο “ευγενείας”), όχι με “tú”, ακόμα κι αν είναι εμφανώς μεγαλύτεροι από σένα σε ηλικία.
Άλλη ομοιότητα; Οι σταθμοί του Τρανσμιλένιο, του “μετρό” της Μπογκοτά, όχι όμως με τρένα και υπόγειο, αλλά με λεωφορεία και -προφανώς- σε λωρίδα δρόμου (ειδική όμως, πάλι καλά), εξακολουθούν να είναι τόποι... πρόκλησης άγχους. Πρώτα απ' όλα, είναι κατά κανόνα ΦΙΣΚΑ στον κόσμο, κόσμος που περπατάει γρήγορα και έντονα. Οι στάσεις είναι μεγάλες, από τη στιγμή που περνάς από το τουρνικέ στην είσοδο μέχρι να φθάσεις στο σημείο που σταματάει το λεωφορείο σου μπορεί να περπατήσεις ακόμα και 70-80 μέτρα, απόσταση που δεν είναι κι εγώ δεν ξέρω τι, όμως αν την κάνεις ανάμεσα σε κόσμο που φαίνεται ΤΟΣΟ αγχωμένος λες και κινδυνεύει να χάσει το τελευταίο λεωφορείο, σε... καταβάλει... Αφήστε που αν δε με απατά η μνήμη μου, στην Μπογκοτά δεν έχω πάρει ποτέ το πρώτο λεωφορείο “μου”, αλλά το δεύτερο, ενίοτε και το τρίτο, μια και κατά κανόνα περνούν με τον κόσμο “παστωμένο” μέσα τους...
Με αυτά και μ' αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι αν δεν ενδιαφέρεσαι να περάσεις χρόνο με ντόπιους, την Μπογκοτά την “ξεπετάς” σε δύο μέρες, βαριά-βαριά τρεις. Κάνεις γύρα στην Καντελάρια, πηγαίνεις στο μουσείο του Μποτέρο, ίσως σε ένα ακόμα μουσείο, ανεβαίνεις στο Cerro de Monserrate για να χαζέψεις πανοραμική θέα, βγαίνεις ένα βράδυ στη Σόνα Ρόσα, και κάπως έτσι, λίγο-πολύ, μένεις με την αίσθηση ότι... έκανες ό,τι ήταν να κάνεις εδώ, και βάζεις πλώρη για αλλού στην Κολομβία, με καλύτερο καιρό (δηλαδή... οπουδήποτε αλλού πέρα από εδώ), για πόλεις πιο μικρές, “μαζεμένες”, με πιο “χαλαρή” ατμόσφαιρα. Δεν είναι τυχαίο ότι το '10 και το '11 που έμεινα σε χόστελ, περισσότερες από 2-3 ημέρες έμεναν μόνο εκείνοι που είχαν έρθει για δουλειά και βολεύονταν σε χόστελ μέχρι να έβρισκαν διαμέρισμα να μείνουν. Οι υπόλοιποι, ζευγάρια για παράδειγμα, ή τουρίστες που ήταν ικανοποιημένοι με το να δουν τα βασικά αξιοθέατα, πάνω στο τριήμερο... εξαφανίζονταν. Πολλοί δε, θυμάμαι, έρχονταν στο χόστελ αργά το βράδυ, και ενώ έκαναν ακόμα τσεκ-ιν, κανόνιζαν ταξί για τα χαράματα, για να πάνε στο αεροδρόμιο για την πτήση της αναχώρησης από τη χώρα -ή τουλάχιστον την πόλη.
Αν, ΑΝ, όμως, κάποιος είναι σε... “κάνω κέφι να γνωρίσω κόσμο, να εξασκήσω τα Ισπανικά μου, (ακόμα-ακόμα και) να φλερτάρω” state of mind, τότε στην Μπογκοτά... καλ(κ)ομαθαίνει. Όχι ότι το ίδιο δεν ισχύει κι αλλού στην Κολομβία, απλά... στην Κολομβία οι περισσότεροι φθάνουμε πετώντας, και συνήθως πρώτος προορισμός είναι η Μπογκοτά, οπότε... κινδυνεύεις να “κολλήσεις”.
Περέιρα, Σαλέντο, Αρμένια. Αυτό λέει το πρόγραμμα για την επόμενη βδομάδα, πριν φθάσω στο Κάλι την άλλη βδομάδα ίδια μέρα, Δευτέρα, και... αγκυροβολήσω για ένα δεκαήμερο.
Χαιρετίσματα από τη συννεφιασμένη (ΕΚΠΛΗΞΗ-ΕΚΠΛΗΞΗ!!) Μπογκοτά.
Κάτι μου λέει ότι αν πήγαινα ξανά σήμερα στα γραφεία της Σάντα Φε (μία από τις δύο ομάδες-κολοσσούς της Μπογκοτά), ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου δε θα με υποδεχόταν το ίδιο εγκάρδια όπως την Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου, όταν, άρτι αφιχθείς στην πόλη, πέρασα από εκεί για να ζητήσω διαπίστευση για το Σάντα Φε-Μιγιονάριος (η έτερη ομάδα-κολοσσός της Μπογκοτά) της επόμενης ημέρας, το “κλάσικο μπογκοτάνο”, κάτι σαν το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός της Πρωτεύουσας της Κολομβίας... Εκείνη την Παρασκευή, η Σάντα Φε φιγουράριζε πρώτη στη βαθμολογία του πρωταθλήματος, η Μιγιονάριος ήταν μόλις έβδομη, και ο συμπαθέστατος (και εξυπηρετικότατος) υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της Σάντα Φε πρώτα μου είπε ότι ήταν ΒΕΒΑΙΟΣ πως η ομάδα του θα νικούσε για πλάκα, και μετά σχεδόν με... κορόιδεψε όταν του είπα ότι “τα ντέρμπι έχουν δική τους λογική, και τα αποτελέσματά τους πολλές φορές δεν έχουν καμία σχέση με τη βαθμολογική θέση στην οποία βρίσκονται οι ομάδες την ημέρα που κοντράρονται”...
Το Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου, έπαιξαν όντως Σάντα Φε-Μιγιονάριος, και χθες, Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου, λόγω μίας παραξενιάς του καταρτισμού του προγράμματος του κολομβιανού πρωταθλήματος, έπαιξαν ξανά μεταξύ τους, αλλά αυτήν τη φορά με τυπικά γηπεδούχο τη Μιγιονάριος (το ίδιο στάδιο μοιράζονται). Δύο “κλάσικος μπογκοτάνος” σε δύο σερί Σαββατοκύριακα, δύο -δίκαιες- νίκες τής... Μιγιονάριος. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί θα δίσταζα να επικοινωνήσω ξανά με τον υπεύθυνο του Γραφείου Τύπου της Σάντα Φε, ακόμα κι αν έμενα περισσότερο στην Μπογκοτά, και ήθελα να ζητήσω διαπίστευση για περισσότερα παιχνίδια τού... Ολυμπιακού της (ερυθρόλευκοι γαρ)...
Οι 10-11 μέρες μου στην Μπογκοτά φθάνουν στο τέλος τους, σε μερικές ώρες παίρνω βραδινό λεωφορείο για Περέιρα, και σκεπτόμενος εδώ και λίγη ώρα τι θα έπρεπε να γράψω για την πόλη που έκανα σπίτι μου τη μιάμιση τελευταία βδομάδα (φιλοξενήθηκα σε σπίτι φίλης, δεν έμεινα σε χόστελ όπως το 2010 και το 2011, οπότε αισθάνθηκα έστω και λίγο σαν... ρόλο/κατσάκο -σας παραπέμπω στο προηγούμενο κείμενό μου- και λιγότερο σαν τουρίστας), κατέληξα στο ότι αυτές οι 10-11 ημέρες δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από επιβεβαίωση των εντυπώσεων με τις οποίες έμεινα από τα τρία περάσματά μου από εδώ, πριν από 3-4 χρόνια: αυτή η πόλη έχει -για μένα- καταθλιπτικό καιρό, αλλά κόσμο τόσο “γλύκα” που αν σου δώσεις την ευκαιρία να περάσεις χρόνο μαζί τους, καταλήγεις να περάσεις τον ψυχοπλακωτικό καιρό σε δεύτερη μοίρα, και να παρατείνεις την παραμονή σου εδώ...
Το του καιρού, μπορεί να το βλέπω έτσι επειδή είμαι Έλληνας, κι έχω συνηθίσει όχι μόνο σε υψηλότερες θερμοκρασίες, αλλά -κυρίως- σε κατά κανόνα ΓΑΛΑΝΟ ουρανό. Αν ήμουν... από το Σιάτλ (έχω μία φίλη εκεί, και θυμάμαι ότι κάποτε μου αράδιασε μία ατελείωτη λίστα με λέξεις που χρησιμοποιούν εκεί για να περιγράψουν τους αμέτρητους διαφορετικούς τύπους βροχής που ενίοτε απλά μουσκεύουν και άλλοτε... μουλιάζουν την πόλη), μπορεί να θεωρούσα την Μπογκοτά... εξωτικό παράδεισο. Αλλά δεν είμαι από το Σιάτλ, ή από κάποιο άλλο μέρος στο οποίο ο κόσμος σταματάει τη δουλειά του και τηλεφωνά στο σπίτι για να πει στους γονείς του να παρατήσουν ό,τι κάνουν και να βγουν έξω, επειδή μία σπιθαμή στον ουρανό φαίνεται γαλανή, κι επειδή αν καθυστερήσουν μπορεί να χάσουν τη “μια ανά εβδομάδα” ευκαιρία τους...
Τουλάχιστον αυτήν τη φορά δεν έκανε το (καραψοφό)κρύο (του κερατά) που έκανε τις προηγούμενες φορές που πέρασα -άπλετο- χρόνο στην πόλη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας κυκλοφορούσα με κοντομάνικο μπλουζάκι, και φυσικά ομπρέλα, μια και θεωρούσα δεδομένο -και δεν έκανα λάθος- ότι κάποια στιγμή θα έβρεχε (κι όντως έβρεχε, κάθε μέρα, άλλοτε για λιγότερη, κι άλλοτε για περισσότερη ώρα. Κι άλλες φορές “φυσιολογικά”, άλλες φορές με ΤΟΣΗ... μανία, που το Σάντα Φε-Μιγιονάριος πριν από δέκα μέρες άρχισε με 45 λεπτά καθυστέρηση, και λίγο έλειψε να αναβληθεί).
Με μισή ντουζίνα πολύ πιο ευχάριστες πόλεις σε απόσταση ενός βραδινού λεωφορείου, από την Μπογκοτά θα περνούσα, υπό διαφορετικές συνθήκες, για μία μέρα, για να δω ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι, και αμέσως μετά θα πηδούσα στο πρώτο ταξί που θα περνούσε από μπροστά μου και θα πήγαινα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, “λαδώνοντας” τον οδηγό του λεωφορείου μου να φύγει νωρίτερα από το προγραμματισμένο. Έλα όμως που οι μπογκοτάνος είναι σκέτοι μπαχτσέδες...
Σε παλιότερη ιστορία περιέγραψα το “πρόβλημα” που είχα την πρώτη φορά που πάτησα εδώ. Όταν τσέκαρα πρώτη φορά το μέιλ μου Δεκέμβριο του 2010 σε ένα χόστελ στην Καντελάρια, στο ιστορικό κέντρο της πόλης, είδα ότι είχα βομβαρδιστεί από μηνύματα, από κόσμο που είχε διαβάσει κάτι που είχα γράψει 24 ώρες νωρίτερα, στη Θεσσαλονίκη, στο φόρουμ μίας ιστοσελίδας μέσω της οποίας μπορείς να συναντήσεις κόσμο οπουδήποτε ταξιδεύεις. Το “πρόβλημά” μου τότε ήταν να βρω χρόνο να συναντήσω όλους εκείνους που είχαν απαντήσει στην ανοικτή πρόσκλησή μου. Αυτήν τη φορά, απέφυγα να απευθύνω παρόμοια ανοικτή πρόσκληση (εν μέρει “φοβούμενος” ότι θα κατέληγα να μείνω στην Μπογκοτά... επ' αόριστον), κι αρκέστηκα στο να συναντήσω κόσμο με τον οποίο έμεινα λίγο ή πολύ σε επαφή αυτά τα τρία τελευταία χρόνια...
Πέρα από αυτό, περπάτησα, παρατηρώντας ομοιότητες και διαφορές μεταξύ της Μπογκοτά του σήμερα, και της Μπογκοτά του 2011. Μία ομοιότητα που με έκανε να γελάσω (σαν χάχας, σε μία διασταύρωση μικρών δρόμων), είναι ότι πλησιάζοντας το χόστελ στο οποίο πέρασα τα περισσότερα βράδια μου το '10 και το '11, είδα ότι στο σημείο που τότε υπήρχε μία τεράστια -μα τεράστια- λακούβα, τώρα υπάρχει... η ίδια ΤΕΡΑΣΤΙΑ λακούβα, κάτι που είναι αστείο πρώτα και κύρια επειδή το χόστελ είναι στη Σόνα Ρόσα, μία από τις “καλύτερες” περιοχές της Μπογκοτά, με upscale μαγαζιά και μπαρ, και κατοίκους μεγαλομεσαίου εισοδήματος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κατάσταση στην οποία θα περίμενε κανείς να είναι εκεί οι δρόμοι -και τα πεζοδρόμια της κακιάς ώρας).
Διαφορά; Ο κεντρικός δρόμος του ιστορικού κέντρου το 2011, ήταν κλειστός για τα αυτοκίνητα μόνο τις Κυριακές, που ήταν ημέρες “σικλοβία”, μέρες που οι δρόμοι (κάποιοι από τους κεντρικότερους) παραδίδονταν στους ποδηλάτες. Τώρα ο συγκεκριμένος δρόμος είναι ουσιαστικά πεζόδρομος, γεμάτος καθημερινά από πεζούς και ποδηλάτες, για τους οποίους έχει διαμορφωθεί ποδηλατόδρομος, με μικρές ζαρντινιέρες εκατέρωθεν, για να μην ξεχνιούνται οι πεζοί και “εισβάλουν” άθελά τους.
Ομοιότητα; Οι αστυνομικοί (τουλάχιστον οι 6-7 με τους οποίους εγώ μίλησα τις τελευταίες ημέρες), εξακολουθούν να είναι ευγενέστατοι συνομιλητές και πάροχοι πληροφοριών, μιλώντας σου με “usted” μάλιστα (πρόσωπο “ευγενείας”), όχι με “tú”, ακόμα κι αν είναι εμφανώς μεγαλύτεροι από σένα σε ηλικία.
Άλλη ομοιότητα; Οι σταθμοί του Τρανσμιλένιο, του “μετρό” της Μπογκοτά, όχι όμως με τρένα και υπόγειο, αλλά με λεωφορεία και -προφανώς- σε λωρίδα δρόμου (ειδική όμως, πάλι καλά), εξακολουθούν να είναι τόποι... πρόκλησης άγχους. Πρώτα απ' όλα, είναι κατά κανόνα ΦΙΣΚΑ στον κόσμο, κόσμος που περπατάει γρήγορα και έντονα. Οι στάσεις είναι μεγάλες, από τη στιγμή που περνάς από το τουρνικέ στην είσοδο μέχρι να φθάσεις στο σημείο που σταματάει το λεωφορείο σου μπορεί να περπατήσεις ακόμα και 70-80 μέτρα, απόσταση που δεν είναι κι εγώ δεν ξέρω τι, όμως αν την κάνεις ανάμεσα σε κόσμο που φαίνεται ΤΟΣΟ αγχωμένος λες και κινδυνεύει να χάσει το τελευταίο λεωφορείο, σε... καταβάλει... Αφήστε που αν δε με απατά η μνήμη μου, στην Μπογκοτά δεν έχω πάρει ποτέ το πρώτο λεωφορείο “μου”, αλλά το δεύτερο, ενίοτε και το τρίτο, μια και κατά κανόνα περνούν με τον κόσμο “παστωμένο” μέσα τους...
Με αυτά και μ' αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι αν δεν ενδιαφέρεσαι να περάσεις χρόνο με ντόπιους, την Μπογκοτά την “ξεπετάς” σε δύο μέρες, βαριά-βαριά τρεις. Κάνεις γύρα στην Καντελάρια, πηγαίνεις στο μουσείο του Μποτέρο, ίσως σε ένα ακόμα μουσείο, ανεβαίνεις στο Cerro de Monserrate για να χαζέψεις πανοραμική θέα, βγαίνεις ένα βράδυ στη Σόνα Ρόσα, και κάπως έτσι, λίγο-πολύ, μένεις με την αίσθηση ότι... έκανες ό,τι ήταν να κάνεις εδώ, και βάζεις πλώρη για αλλού στην Κολομβία, με καλύτερο καιρό (δηλαδή... οπουδήποτε αλλού πέρα από εδώ), για πόλεις πιο μικρές, “μαζεμένες”, με πιο “χαλαρή” ατμόσφαιρα. Δεν είναι τυχαίο ότι το '10 και το '11 που έμεινα σε χόστελ, περισσότερες από 2-3 ημέρες έμεναν μόνο εκείνοι που είχαν έρθει για δουλειά και βολεύονταν σε χόστελ μέχρι να έβρισκαν διαμέρισμα να μείνουν. Οι υπόλοιποι, ζευγάρια για παράδειγμα, ή τουρίστες που ήταν ικανοποιημένοι με το να δουν τα βασικά αξιοθέατα, πάνω στο τριήμερο... εξαφανίζονταν. Πολλοί δε, θυμάμαι, έρχονταν στο χόστελ αργά το βράδυ, και ενώ έκαναν ακόμα τσεκ-ιν, κανόνιζαν ταξί για τα χαράματα, για να πάνε στο αεροδρόμιο για την πτήση της αναχώρησης από τη χώρα -ή τουλάχιστον την πόλη.
Αν, ΑΝ, όμως, κάποιος είναι σε... “κάνω κέφι να γνωρίσω κόσμο, να εξασκήσω τα Ισπανικά μου, (ακόμα-ακόμα και) να φλερτάρω” state of mind, τότε στην Μπογκοτά... καλ(κ)ομαθαίνει. Όχι ότι το ίδιο δεν ισχύει κι αλλού στην Κολομβία, απλά... στην Κολομβία οι περισσότεροι φθάνουμε πετώντας, και συνήθως πρώτος προορισμός είναι η Μπογκοτά, οπότε... κινδυνεύεις να “κολλήσεις”.
Περέιρα, Σαλέντο, Αρμένια. Αυτό λέει το πρόγραμμα για την επόμενη βδομάδα, πριν φθάσω στο Κάλι την άλλη βδομάδα ίδια μέρα, Δευτέρα, και... αγκυροβολήσω για ένα δεκαήμερο.
Χαιρετίσματα από τη συννεφιασμένη (ΕΚΠΛΗΞΗ-ΕΚΠΛΗΞΗ!!) Μπογκοτά.