delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Προχθές βρέθηκα με παλιό πρώην συνάδελφο, καθίσαμε και τα είπαμε με τις ώρες, κάποια στιγμή με ρώτησε αν είχα ποτέ σε ταξίδι πρόβλημα με την ασφάλειά μου, αν με έχουν κλέψει, αν μου έχουν επιτεθεί, κι έτσι βρέθηκα να του λέω με λεπτομέρειες τι ακριβώς μου συνέβη τη δεύτερη μέρα στη Λίμα. Τι κατάλαβα; Φούντωσα από τα νεύρα μου, και χάλασε (έστω και για λίγο μόνο) η διάθεσή μου. Προτιμώ λοιπόν επιγραμματικά μόνο να γράψω ότι μου... “την έπεσαν” τέσσερις τύποι όπως πήγαινα να δω έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο εθνικό στάδιο, κι όσο κι αν το πάλεψα να σώσω το σακίδιο που είχα μαζί μου, μετά από ένα λεπτό (που μπορεί να ήταν και 15-20 δευτερόλεπτα, όμως σε τέτοιες συνθήκες κάθε δευτερόλεπτο σου φαίνεται να διαρκεί περισσότερο) τα τσογλάνια του κερατά την κοπάνησαν με ό,τι είχα μαζί μου, με τα πάμπολλα πράγματα που ΒΛΑΚΩΔΩΣ είχα μαζί μου, πράγματα πολλά εκ ων οποίων δεν είχα κανέναν πραγματικό λόγο να έχω μαζί μου...
Η... πλάκα της υπόθεσης ήταν ότι όπως έφευγαν, πέταξαν (ή τους έπεσαν) δύο πράγματα: το διαβατήριό μου (το οποίο σχεδόν ποτέ δεν κουβαλάω μαζί μου, αρκούμαι να έχω μία φωτοτυπία), και το... εισιτήριο του αγώνα
, το οποίο είχα προαγοράσει σε εμπορικό κέντρο κοντά στον ξενώνα μου. Η “πλάκα” έχει να κάνει με το ότι παρά το τι μόλις είχε συμβεί, πήγα σε ένα βενζινάδικο εκεί δίπλα, καθάρισα τα αίματα, συμμάζεψα όσο μπορούσα το σκισμένο στις τσέπες του παντελόνι, και... πήγα στο γήπεδο 
(που ήταν σε απόσταση ούτε πεντακοσίων μέτρων). Χωρίς φωτογραφικές μηχανές όμως (δύο είχα στο σακίδιο), άρα χωρίς τρόπο να βγάλω φωτογραφίες, και με την ψυχολογία μου... έτσι όπως ήταν, στο ημίχρονο έφυγα, και πήγα στην αστυνομία να κάνω καταγγελία, όχι επειδή περίμενα να κάνουν κάτι, αλλά επειδή ήθελα να δω πώς είναι η διαδικασία, τι συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Σαν εμπειρία το είδα.
Η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν ότι το βράδυ που επέστρεψα στον ξενώνα (ο οποίος ουσιαστικά ήταν ένα διαμέρισμα με δύο δίκλινα δωμάτια κι έναν μικρό κοιτώνα, για πολύ λίγα άτομα, επομένως μέσα σε δύο λεπτά όλοι είχαν γνωριστεί με όλους), βρήκα έναν Ισπανό που νωρίτερα την ίδια μέρα είχε φθάσει από Καράκας. Με είδε ένα χάλι και μισό, με τα γδαρσίματα στα χέρια και στα πόδια, πιάσαμε κουβέντα, του είπα τα δικά μου, και μετά... μου είπε εκείνος τα δικά του...
Το προηγούμενο βράδυ, η πτήση του από Μαϊάμι για Καράκας είχε καθυστέρηση, δεν προλάβαινε την πτήση από Καράκας για Λίμα, και από την αεροπορική εταιρεία τού είπαν ότι θα τον περίμενε κάποιος στο αεροδρόμιο, και με έξοδα της εταιρείας θα περνούσε κάποιες ώρες σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο, μέχρι να έφθανε η ώρα για την επόμενη πτήση για Λίμα. Όντως, στο αεροδρόμιο του Καράκας τον περίμενε κάποιος με το όνομά του γραμμένο σε ταμπέλα, τον έβαλε σε αυτοκίνητο, ήταν υποτίθεται ο οδηγός του, όμως αφού απομακρύνθηκαν λίγο από το αεροδρόμιο, ο οδηγός σταμάτησε και μπήκε στο αμάξι δεύτερος τύπος. Με τα πολλά, έβγαλαν όπλα (προφανώς κάποιος από την αεροπορική εταιρεία είχε κάνει τη δουλειά, ενημερώνοντας ανθρώπους του στο Καράκας), τον πήγαν σε ΑΤΜ, τον έβαλαν να βγάλει όσα μπορούσε να βγάλει με τις τρεις-τέσσερις κάρτες που είχε μαζί του, και... τον επέστρεψαν στο αεροδρόμιο, απλά με τα ρούχα που φορούσε, και το διαβατήριό του.
Τον είχαν “ελαφρύνει” κατά λίγες χιλιάδες ευρώ (όσα μπορούσε να βγάλει με τις κάρτες, κι εκείνα που είχε μαζί του), θυμάμαι δε ότι του είχαν πάρει και τον σάκο, αλλά κι ένα μικρότερο σακίδιο στο οποίο είχε την επαγγελματική φωτογραφική μηχανή του (φωτογράφος ήταν το παιδί), με όλα τα αξεσουάρ του, φακούς και τα σχετικά...
Περιττό να γράψω ότι ακούγοντάς τον, αναθεώρησα το... μέγεθος του δικού μου δράματος. Το δικό μου τουλάχιστον είχε τελειώσει σε ένα λεπτό. Εκείνον τον είχαν “αιχμάλωτο” για αρκετή ώρα, και φυσικά δεν ήξερε τι θα έκαναν με την πάρτη του στο τέλος, όταν δεν θα τους ήταν πλέον χρήσιμος.
Άλλη ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι η ιδιοκτήτρια του ξενώνα με είχε προειδοποιήσει να προσεγγίσω το στάδιο από μία συγκεκριμένη πλευρά, κι όχι από εκείνην που της είχα πει ότι είχα σκοπό να πάω. Με είχε προειδοποιήσει ότι η συγκεκριμένη γειτονιά ήταν επικίνδυνη, όμως... ήταν μέρα μεσημέρι, μαμάδες τάιζαν τα μωρά στους στις εισόδους των κτηρίων τους, και βασικά, μετά από τόσα ταξίδια χωρίς το παραμικρό πρόβλημα ασφάλειας, είχα -ο μωρός- φθάσει στο σημείο να πιστεύω ότι... ήμουν λίγο-πολύ άτρωτος, ότι “επιθέσεις και τα σχετικά συμβαίνουν μεν, αλλά σε άλλους, όχι σε μένα”. Ας, πρόσεχα, ο, βλαξ.
Μετά από αυτό, ούτε η σούπερ παρέα του Δημήτρη (που ανέφερα στο προηγούμενο κείμενο), ούτε η παρέα της ίδιας Αμερικάνας που νωρίτερα είχα συναντήσει στο Σαντιάγο και στην Αρεκίπα, στάθηκαν ικανά να... σώσουν την κατάσταση. Εκείνο που βασικά αισθανόμουν ήταν οργή, από τη μια επειδή είχε συμβεί ό,τι είχε συμβεί, κι από την άλλη επειδή είχα επιτρέψει να την... πατήσω έτσι. Πιο πολύ με τον εαυτό μου τα είχα, παρά με τα τέσσερα τσογλάνια (στα οποία ακόμα και σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, εξακολουθώ να εύχομαι αργό και οδυνηρό θάνατο. Αυτούς και τους ομοίους τους ας τους συγχωρήσει κάποιος Άλλος(...). Εγώ, όχι).
Μ' αρέσει που θα αναφερόμουν “επιγραμματικά μόνο” στα της Λίμα... Πού να αναφερόμουν κι εκτενώς δηλαδή...
Έχασα το 99% της διάθεσής μου να συνεχίσω το ταξίδι, ήθελα να βάλω άμεσα τέλος, να γυρίσω Θεσσαλονίκη, όμως το αεροπορικό δεν μπορούσα να το αλλάξω, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αγοράσω καινούργιο, πανάκριβο, one-way από Λίμα για Θεσσαλονίκη. Το πήρα λοιπόν μέρα-μέρα, αγόρασα καινούργια μηχανή, έκανα παρέα με τον Δημήτρη και την Αμερικάνα, γνώρισα κόσμο και στον ξενώνα, και μετά από αρκετές ημέρες (δεν έφευγα από τη Λίμα, επειδή ήθελα να είμαι κοντά στο αεροδρόμιο αν αποφάσιζα να τινάξω την μπάνκα μου στον αέρα αγοράζοντας εκείνο το πανάκριβο one-way εισιτήριο), πήρα λεωφορείο για Κούσκο...
Λεπτομέρεια: αν θυμάμαι καλά, το ταξίδι επρόκειτο να διαρκέσει 21 ώρες (με σούπερ λεωφορείο, με θέσεις τόσο άνετες που ήταν σχεδόν σαν να πετάς business class -λέμε τώρα...). Στο Κούσκο όμως φθάσαμε στις 25-26 ώρες, επειδή καμιά ώρα πριν την πόλη πέσαμε σε κατολίσθηση, κι έπρεπε να περιμένουμε να έρθει συνεργείο να καθαρίσει, ή μάλλον να “στρώσει” στοιχειωδώς τον δρόμο.
Αισθανόμουν ότι για να “ξεκολλήσω”, έπρεπε να φύγω από το Περού. Ένιωθα ότι μόνο αν περνούσα σύνορα κι άφηνα το Περού πίσω, θα μπορούσα να... τραβήξω μια γραμμή, να κάνω μία νέα αρχή (όπως ακριβώς συνέβη τη μέρα που πήρα λεωφορείο από Πούνο για Κοπακαμπάνα, Βολιβία). Όμως ήμουν στο Κούσκο, και το θεωρούσα “ταξιδιωτική ήττα” να φύγω χωρίς να πάω στο Μάτσου Πίτσου, “εκεί δίπλα”. Επί τέσσερις-πέντε μέρες το πάλεψα να βρω διάθεση να πάω. Δε βρήκα. Δεν πήγα. Πρέπει να ανήκω στο 0,01% των ξένων που έχουν περάσει από το Κούσκο και ΔΕΝ πήγαν στο Μάτσου Πίτσου...
(πικρό χαμόγελο)
Σήμερα, με... κρύο αίμα, σκέφτομαι ότι έπρεπε να είχα ζητήσει από κάποιον να με χαστουκίσει, να με... συνεφέρει, και να είχα σκάσει τα ουκ ολίγα χρήματα που κοστίζει η “πολυτέλεια” να φθάσεις στο Μάτσου Πίτσου και να βγάλεις την κλασική “once in a lifetime” φωτογραφία με τα ερείπια πίσω (υπάρχει και πιο budget-friendly τρόπος να πας, μου τον περιέγραψαν παιδιά που τον δοκίμασαν, όμως αμφιβάλω αν η ταλαιπωρία αξίζει τα χρήματα που γλιτώνεις). Τότε όμως, είχα “στραβώσει” τόσο, που το μόνο που είχα διάθεση να κάνω ήταν να σιχτιρίσω το Περού (λες και μου έφταιγε όλη η χώρα) και να... ξεκουμπιστώ. Επιτέλους, να ξεκουμπιστώ.
Για το πώς είναι η Λίμα και το Κούσκο (και το Πούνο), σας... παραπέμπω σε ιστορίες άλλων παιδιών που έχουν πάει κι έχουν μοιραστεί αναμνήσεις/εντυπώσεις. Στο δικό μου το μυαλό, παρά την καλή παρέα στη Λίμα και το “όμορφο σκηνικό” του Κούσκο (γοητευτικό, νομίζω αντικειμενικά), τις ημέρες μου εκεί τις έχω κατηγοριοποιήσει ως “μαύρη τρύπα”. Ας πρόσεχα...
Συνεχίζω με (ένα ή δύο κείμενα-ύμνους στη) Βραζιλία.
Η... πλάκα της υπόθεσης ήταν ότι όπως έφευγαν, πέταξαν (ή τους έπεσαν) δύο πράγματα: το διαβατήριό μου (το οποίο σχεδόν ποτέ δεν κουβαλάω μαζί μου, αρκούμαι να έχω μία φωτοτυπία), και το... εισιτήριο του αγώνα
Η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν ότι το βράδυ που επέστρεψα στον ξενώνα (ο οποίος ουσιαστικά ήταν ένα διαμέρισμα με δύο δίκλινα δωμάτια κι έναν μικρό κοιτώνα, για πολύ λίγα άτομα, επομένως μέσα σε δύο λεπτά όλοι είχαν γνωριστεί με όλους), βρήκα έναν Ισπανό που νωρίτερα την ίδια μέρα είχε φθάσει από Καράκας. Με είδε ένα χάλι και μισό, με τα γδαρσίματα στα χέρια και στα πόδια, πιάσαμε κουβέντα, του είπα τα δικά μου, και μετά... μου είπε εκείνος τα δικά του...
Το προηγούμενο βράδυ, η πτήση του από Μαϊάμι για Καράκας είχε καθυστέρηση, δεν προλάβαινε την πτήση από Καράκας για Λίμα, και από την αεροπορική εταιρεία τού είπαν ότι θα τον περίμενε κάποιος στο αεροδρόμιο, και με έξοδα της εταιρείας θα περνούσε κάποιες ώρες σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο, μέχρι να έφθανε η ώρα για την επόμενη πτήση για Λίμα. Όντως, στο αεροδρόμιο του Καράκας τον περίμενε κάποιος με το όνομά του γραμμένο σε ταμπέλα, τον έβαλε σε αυτοκίνητο, ήταν υποτίθεται ο οδηγός του, όμως αφού απομακρύνθηκαν λίγο από το αεροδρόμιο, ο οδηγός σταμάτησε και μπήκε στο αμάξι δεύτερος τύπος. Με τα πολλά, έβγαλαν όπλα (προφανώς κάποιος από την αεροπορική εταιρεία είχε κάνει τη δουλειά, ενημερώνοντας ανθρώπους του στο Καράκας), τον πήγαν σε ΑΤΜ, τον έβαλαν να βγάλει όσα μπορούσε να βγάλει με τις τρεις-τέσσερις κάρτες που είχε μαζί του, και... τον επέστρεψαν στο αεροδρόμιο, απλά με τα ρούχα που φορούσε, και το διαβατήριό του.
Τον είχαν “ελαφρύνει” κατά λίγες χιλιάδες ευρώ (όσα μπορούσε να βγάλει με τις κάρτες, κι εκείνα που είχε μαζί του), θυμάμαι δε ότι του είχαν πάρει και τον σάκο, αλλά κι ένα μικρότερο σακίδιο στο οποίο είχε την επαγγελματική φωτογραφική μηχανή του (φωτογράφος ήταν το παιδί), με όλα τα αξεσουάρ του, φακούς και τα σχετικά...
Περιττό να γράψω ότι ακούγοντάς τον, αναθεώρησα το... μέγεθος του δικού μου δράματος. Το δικό μου τουλάχιστον είχε τελειώσει σε ένα λεπτό. Εκείνον τον είχαν “αιχμάλωτο” για αρκετή ώρα, και φυσικά δεν ήξερε τι θα έκαναν με την πάρτη του στο τέλος, όταν δεν θα τους ήταν πλέον χρήσιμος.
Άλλη ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι η ιδιοκτήτρια του ξενώνα με είχε προειδοποιήσει να προσεγγίσω το στάδιο από μία συγκεκριμένη πλευρά, κι όχι από εκείνην που της είχα πει ότι είχα σκοπό να πάω. Με είχε προειδοποιήσει ότι η συγκεκριμένη γειτονιά ήταν επικίνδυνη, όμως... ήταν μέρα μεσημέρι, μαμάδες τάιζαν τα μωρά στους στις εισόδους των κτηρίων τους, και βασικά, μετά από τόσα ταξίδια χωρίς το παραμικρό πρόβλημα ασφάλειας, είχα -ο μωρός- φθάσει στο σημείο να πιστεύω ότι... ήμουν λίγο-πολύ άτρωτος, ότι “επιθέσεις και τα σχετικά συμβαίνουν μεν, αλλά σε άλλους, όχι σε μένα”. Ας, πρόσεχα, ο, βλαξ.
Μετά από αυτό, ούτε η σούπερ παρέα του Δημήτρη (που ανέφερα στο προηγούμενο κείμενο), ούτε η παρέα της ίδιας Αμερικάνας που νωρίτερα είχα συναντήσει στο Σαντιάγο και στην Αρεκίπα, στάθηκαν ικανά να... σώσουν την κατάσταση. Εκείνο που βασικά αισθανόμουν ήταν οργή, από τη μια επειδή είχε συμβεί ό,τι είχε συμβεί, κι από την άλλη επειδή είχα επιτρέψει να την... πατήσω έτσι. Πιο πολύ με τον εαυτό μου τα είχα, παρά με τα τέσσερα τσογλάνια (στα οποία ακόμα και σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, εξακολουθώ να εύχομαι αργό και οδυνηρό θάνατο. Αυτούς και τους ομοίους τους ας τους συγχωρήσει κάποιος Άλλος(...). Εγώ, όχι).
Μ' αρέσει που θα αναφερόμουν “επιγραμματικά μόνο” στα της Λίμα... Πού να αναφερόμουν κι εκτενώς δηλαδή...
Έχασα το 99% της διάθεσής μου να συνεχίσω το ταξίδι, ήθελα να βάλω άμεσα τέλος, να γυρίσω Θεσσαλονίκη, όμως το αεροπορικό δεν μπορούσα να το αλλάξω, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αγοράσω καινούργιο, πανάκριβο, one-way από Λίμα για Θεσσαλονίκη. Το πήρα λοιπόν μέρα-μέρα, αγόρασα καινούργια μηχανή, έκανα παρέα με τον Δημήτρη και την Αμερικάνα, γνώρισα κόσμο και στον ξενώνα, και μετά από αρκετές ημέρες (δεν έφευγα από τη Λίμα, επειδή ήθελα να είμαι κοντά στο αεροδρόμιο αν αποφάσιζα να τινάξω την μπάνκα μου στον αέρα αγοράζοντας εκείνο το πανάκριβο one-way εισιτήριο), πήρα λεωφορείο για Κούσκο...
Λεπτομέρεια: αν θυμάμαι καλά, το ταξίδι επρόκειτο να διαρκέσει 21 ώρες (με σούπερ λεωφορείο, με θέσεις τόσο άνετες που ήταν σχεδόν σαν να πετάς business class -λέμε τώρα...). Στο Κούσκο όμως φθάσαμε στις 25-26 ώρες, επειδή καμιά ώρα πριν την πόλη πέσαμε σε κατολίσθηση, κι έπρεπε να περιμένουμε να έρθει συνεργείο να καθαρίσει, ή μάλλον να “στρώσει” στοιχειωδώς τον δρόμο.
Αισθανόμουν ότι για να “ξεκολλήσω”, έπρεπε να φύγω από το Περού. Ένιωθα ότι μόνο αν περνούσα σύνορα κι άφηνα το Περού πίσω, θα μπορούσα να... τραβήξω μια γραμμή, να κάνω μία νέα αρχή (όπως ακριβώς συνέβη τη μέρα που πήρα λεωφορείο από Πούνο για Κοπακαμπάνα, Βολιβία). Όμως ήμουν στο Κούσκο, και το θεωρούσα “ταξιδιωτική ήττα” να φύγω χωρίς να πάω στο Μάτσου Πίτσου, “εκεί δίπλα”. Επί τέσσερις-πέντε μέρες το πάλεψα να βρω διάθεση να πάω. Δε βρήκα. Δεν πήγα. Πρέπει να ανήκω στο 0,01% των ξένων που έχουν περάσει από το Κούσκο και ΔΕΝ πήγαν στο Μάτσου Πίτσου...
Σήμερα, με... κρύο αίμα, σκέφτομαι ότι έπρεπε να είχα ζητήσει από κάποιον να με χαστουκίσει, να με... συνεφέρει, και να είχα σκάσει τα ουκ ολίγα χρήματα που κοστίζει η “πολυτέλεια” να φθάσεις στο Μάτσου Πίτσου και να βγάλεις την κλασική “once in a lifetime” φωτογραφία με τα ερείπια πίσω (υπάρχει και πιο budget-friendly τρόπος να πας, μου τον περιέγραψαν παιδιά που τον δοκίμασαν, όμως αμφιβάλω αν η ταλαιπωρία αξίζει τα χρήματα που γλιτώνεις). Τότε όμως, είχα “στραβώσει” τόσο, που το μόνο που είχα διάθεση να κάνω ήταν να σιχτιρίσω το Περού (λες και μου έφταιγε όλη η χώρα) και να... ξεκουμπιστώ. Επιτέλους, να ξεκουμπιστώ.
Για το πώς είναι η Λίμα και το Κούσκο (και το Πούνο), σας... παραπέμπω σε ιστορίες άλλων παιδιών που έχουν πάει κι έχουν μοιραστεί αναμνήσεις/εντυπώσεις. Στο δικό μου το μυαλό, παρά την καλή παρέα στη Λίμα και το “όμορφο σκηνικό” του Κούσκο (γοητευτικό, νομίζω αντικειμενικά), τις ημέρες μου εκεί τις έχω κατηγοριοποιήσει ως “μαύρη τρύπα”. Ας πρόσεχα...
Συνεχίζω με (ένα ή δύο κείμενα-ύμνους στη) Βραζιλία.