delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Μεντεγίν, το “más agradable”
“Από τις 7-8 μεγαλύτερες πόλεις της Κολομβίας που έχω πάει, το Μεντεγίν είναι με διαφορά η πιο ευχάριστη πόλη. Με διαφορά”. Μου βγήκε αυθόρμητα, όπως έβγαζα πανοραμικές φωτογραφίες από έναν σταθμό του μετρό, βλέποντας έναν κύριο δίπλα μου να χαζεύει την οθόνη της μηχανής μου για να δει τι ακριβώς μου είχε τραβήξει την προσοχή. Του είπα αυτό που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, αυτό που σκεφτόμουν και τις οκτώ μέρες που μόλις πέρασα στο Μεντεγίν, αυτό που μου έμεινε σαν ανάμνηση κι από το 2010/11, όταν πέρασα τρεις μήνες στην Κολομβία (σε... τρεις δόσεις του ενός μήνα). Του το είπα αυθόρμητα, κι αν ισχύει ότι σε όσα λέμε αυθόρμητα καθρεφτίζονται οι πιο ειλικρινείς σκέψεις μας, αντιλαμβάνεστε σε πόση εκτίμηση έχω αυτήν την πόλη...
Ο κύριος φάνηκε να κολακεύεται από το σχόλιό μου, συμφώνησε, είπε ότι έχει δουλέψει σε διάφορες πόλεις, κι ότι όντως το Μεντεγίν τού σήμερα (όχι όμως και του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος), είναι ένα πολύ-πολύ ευχάριστο μέρος. Ήταν ντόπιος, και φυσικά... αν δεν έλεγε καλή κουβέντα για την πόλη του, φωτιά θα έπεφτε να τον κάψει. Προσωπικά όμως δεν έχω υπογράψει κανένα συναισθηματικό συμβόλαιο με το Μεντεγίν, και του αποδίδω τον τίτλο της “πιο ευχάριστης κολομβιανής πόλης” επειδή παίρνει εξαιρετικό βαθμό σε μια ντουζίνα κατηγορίες, στις οποίες άλλες πόλεις της χώρας υστερούν.
Ξυπνάς το πρωί, ρίχνεις μια ματιά έξω, και συνήθως βλέπεις τον ουρανό γαλανό, ενώ στην Μπογκοτά -η δική μου τουλάχιστον εμπειρία λέει ότι- κατά κανόνα σε καλημερίζει ένας ουρανός τόσο μουντός που μετά από μερικές ημέρες... σε πιάνει το παράπονο. Βγαίνεις βόλτα και περνάς ώρες επί ωρών στη γύρα, χωρίς να λιώνεις από τη ζέστη όπως στην Καρταχένα και στο Κάλι. Αν θέλεις να καλύψεις μία απόσταση χωρίς να περπατήσεις, παίρνεις το μετρό, ενώ σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πόλη της Κολομβίας, στην καλύτερη περίπτωση παίρνεις λεωφορείο που κινείται σε αποκλειστικά για λεωφορεία λωρίδες κάποιου δρόμου (χωρίς όμως αυτό να τα σώζει από τα κόκκινα φανάρια και τους ασυνείδητους οδηγούς ΙΧ που μπλοκάρουν διασταυρώσεις).
Ακόμα και στο κέντρο, εκεί που μαζεύεται ο περισσότερος κόσμος κατά τη διάρκεια της ημέρας, άρα εκεί που... παράγεται το μεγαλύτερο ποσοστό των σκουπιδιών της πόλης, διαπιστώνεις ότι τα πεζοδρόμια και οι γωνίες των δρόμων είναι κατά κανόνα καθαρά, ενώ σε άλλες πόλεις το παρατημένο σκουπίδι πηγαίνει σύννεφο. Ακόμα και στον τομέα “εμφάνιση κατοίκων”, θεωρώ ότι το Μεντεγίν πρωτεύει στην Κολομβία. Οι γυναίκες είναι -το λιγότερο- εντυπωσιακές (το ότι οι ίδιες οι γυναίκες της πρωτεύουσας Μπογκοτά παραδέχονται ότι οι του Μεντεγίν είναι... κορυφή, νομίζω ότι τα λέει όλα), ενώ και τους άνδρες τούς βρήκα στιλάτους, με πιο προσεγμένο ντύσιμο (εννοώ κυρίως από τη δύση του ήλιου και μετά, για βραδινή έξοδο) από μάλλον οπουδήποτε αλλού στην Κολομβία.
Δίπλα σε όλα αυτά, το Μεντεγίν έχει να επιδείξει κάτι ακόμα, που προσωπικά θεωρώ highlight της επίσκεψης στην πόλη. Τις δύο γραμμές “metrocable”, τις οποίες ανέφερα και το 2010, σε άλλη ιστορία μου. Παίρνεις το μετρό, πηγαίνεις σε δύο συγκεκριμένους σταθμούς, αποβιβάζεσαι, επιβιβάζεσαι χωρίς επιπλέον εισιτήριο σε μία καμπίνα που χωράει άνετα έξι άτομα, και... πετάς, αιωρείσαι πάνω από γειτονιές της πόλης που υπό διαφορετικές συνθήκες δε θα έβλεπες, κι αν τις έβλεπες δε θα ήταν... πετώντας, αιωρούμενος. Οι δύο γραμμές εξυπηρετούν μπάρριος όπου μένουν κατά κανόνα οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων, γειτονιές στις οποίες λόγω... ιδιομορφίας (πάνω σε πλαγιές βουνών με στενούς και απότομα ανηφορικούς δρόμους), δύσκολα θα μπορούσε να πάει λεωφορείο. Σε άλλες πόλεις, αυτό το... προνόμιο, το να “πετάξεις” πάνω από την πόλη, θα ήταν μόνο για τουρίστες, και θα το πλήρωνες αδρά. Στο Μεντεγίν το χαίρεσαι ουσιαστικά δωρεάν, και αποτελεί μέρος της καθημερινότητας πάμπολλων ντόπιων που χρησιμοποιούν αυτές τις γραμμές-προεκτάσεις του μετρό για να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή τους.
“Μιλώντας” για τη γεωγραφική ιδιομορφία του Μεντεγίν, σκεφτόμουν ότι αν ήταν ποδοσφαιρικό στάδιο (άντε πάλι με το ποδόσφαιρο...), θα ήταν το παλιό Ντα Λουζ, στη Λισαβόνα, ή το Μορουμπί, στο Σάο Πάουλο, ενώ η Μπογκοτά θα ήταν το Μπερναμπέου, στη Μαδρίτη. Δώστε μου οι μη ποδοσφαιρόφιλοι δύο λεπτά, και θα δείτε τι εννοώ...
Η Μπογκοτά είναι... στριμωγμένη μεταξύ δύο βουνών, οι πλαγιές των οποίων είναι σχεδόν κατακόρυφες, σαν τις κερκίδες του Μπερναμπέου, στο οποίο μπορεί να κάθεσαι πάνω-πάνω, μακριά από τον αγωνιστικό χώρο, έχεις όμως την αίσθηση ότι... αν αφήσεις ένα κέρμα να πέσει κάθετα από το χέρι σου, θα προσγειωθεί εντός αγωνιστικού χώρου. Αντίθετα, το παλιό Ντα Λουζ, ή το Μορουμπί, ήταν/είναι γήπεδα... πιατέλες. Τεράστια γήπεδα, με κερκίδες κτισμένες σε τόσο μεγάλη κλίση, που αν κάθεσαι πάνω-πάνω, στο ψηλότερο διάζωμα, αισθάνεσαι ότι για να φθάσει το κέρμα σου στον αγωνιστικό χώρο, πρέπει να... ντοπαριστείς, να γεμίσεις το μπράτσο σου με κάτι που να σου επιτρέπει να κάνεις το αδύνατο... δυνατό. Οι πλαγιές των βουνών εκατέρωθεν του Μεντεγίν, είναι κατά κανόνα “gentle”, δε μου έρχεται λέξη στα Ελληνικά, κι αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι ότι υπάρχει περισσότερη... “ανοιχτωσιά”, “άπλα”, ενώ στην Μπογκοτά, ειδικά μετά από κάποιες ημέρες καταθλιπτικού καιρού, αισθάνεσαι... “στριμωγμένος”, σαν να είσαι 1,88 και να ταξιδεύεις επί δέκα ώρες σε λεωφορείο φτιαγμένο για επιβάτες όχι πάνω από 1,70, με ανύπαρκτο χώρο για τα πόδια σου, και με υπέρβαρο συνεπιβάτη να σε κάνει σάντουιτς μεταξύ του πιο μεγάλου κι από το μπούτι σου μπράτσου του, κι ενός παραθύρου που είναι τόσο βρόμικο που δεν μπορείς να διακρίνεις τι χρώμα έχει ο ουρανός... ΟΥΦ!
Στο Μεντεγίν πέρασα οκτώ μέρες, ήμουν εκεί μέχρι προχθές, Κυριακή πρωί, έμεινα στο χόστελ του Σπύρου του Μητράκου (όπως και το 2010), ο οποίος επέμεινε και επέμεινε να με... κυκλοφορήσει τα βράδια, αλλά σε αντίθεση με το 2010 (που του... έδωσα και κατάλαβε), αυτήν τη φορά είχα άλλες προτεραιότητες (για το πώς ήθελα να περάσω τον χρόνο μου, και να ξοδέψω τα χρήματά μου). Το “Arcadia”, το χόστελ του Σπύρου, το 2010 (όταν έμεινα σχεδόν τρεις εβδομάδες εκεί) το έβλεπα σαν το... σπίτι μου. Μόλις είχε ανοίξει, στο χόστελ ήμασταν εμείς κι εμείς, συνήθως όχι περισσότερα από 5-6 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Σπύρου κι ενός ακόμα Θεσσαλονικιού που κάναμε σούπερ παρέα, και γενικά... ήταν σαν να έμενα σε σπίτι φίλου.
Αυτήν τη φορά η ατμόσφαιρα ήταν ε ν τ ε λ ώ ς διαφορετική (ευτυχώς για τον Σπύρο, το χόστελ πηγαίνει περίφημα). Κόσμος και κοσμάκης... Υπήρχαν κάποιοι που... κόλλησαν στο χόστελ επειδή τους άρεσε η χαλαρή ατμόσφαιρα, υπήρχαν και πολλοί άλλοι που πέρασαν για δύο-τρεις ημέρες, και συνέχισαν για αλλού. Το 2010 ο Σπύρος κρατούσε τη ρεσεψιόν μόνος του. Τώρα έχει τρία άτομα να τον βοηθάνε. Τότε έμενε κι ο ίδιος στο χόστελ. Τώρα έχει τόση κίνηση που τον συμφέρει να μένει κόσμος στο άλλοτε “δωμάτιό” του, και να νοικιάζει εκείνος δικό του χώρο εκτός χόστελ. Μπράβο του, μπράβο του για την... τρέλα του να ανοίξει το χόστελ το 2010, μπράβο του και που κατάφερε -έστω και μέσα από σαράντα κύματα- να το κάνει αυτό που είναι σήμερα, να “τραβάει” τόσο κόσμο. Ο Σπύρος κάνει αυτό που θα ήθελα να κάνω εγώ (να έχω δικό μου χόστελ, κατά προτίμηση εκτός Ελλάδας), αλλά που δε θα κάνω -μάλλον- ποτέ. Respect.
Ξεχειλώνοντας ελαφρώς το κείμενο, μοιράζομαι εν συντομία πέντε δευτερόλεπτα που δε θα ξεχάσω ποτέ, και που θα με κάνουν να χαμογελάω μέχρι τα βαθιά γεράματά μου. Με τον Σπύρο πήγαμε στο Ατλέτικο Νασιονάλ-Νιούελ'ς Ολντ Μπόις, ποδοσφαιρικό παιχνίδι για το Κόπα Λιμπερταδόρες, το Τσάμπιονς Λιγκ της Νότιας Αμερικής. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο, η κερκίδα μας ήταν ήδη πήχτρα στον κόσμο, και καταλήξαμε να πάμε πάνω-πάνω, και να σταθούμε όρθιοι, αφού θέση δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Πιάσαμε αμέσως την πάρλα, περί ποδοσφαίρου και όχι μόνο, με τους οπαδούς της Νασιονάλ τριγύρω μας να “καπνίζουν”(...) ασταμάτητα, και τη μυρωδιά των “τσιγάρων” τους να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το τι ακριβώς κάπνιζαν(...).
Στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου, η Νιούελ'ς σκόραρε, όμως ο βοηθός διαιτητή σήκωσε τη σημαία του και το γκολ ακυρώθηκε σαν οφσάιντ. Λεπτομέρεια σημαντική: η Νιούελ'ς, ομάδα από το Ροσάριο της Αργεντινής, είναι η ομάδα που αισθάνομαι πιο “κοντά” από οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Λατινικής Αμερικής. Έτσι, χωρίς να έχω δει τον βοηθό διαιτητή με τη σηκωμένη σημαία του, μου ξέφυγε ένα αυθόρμητο “γκολ!” Σε μία κερκίδα τίγκα στους οπαδούς της Νασιονάλ. Εν μέσω “καπνιστών” ντυμένων στα πράσινα και λευκά, τα χρώματα της τοπικής ομάδας.
Τότε ήταν που άρχισαν να μετράνε τα πέντε αξέχαστα δευτερόλεπτα... Με το που πήγε η μπάλα στα δίχτυα, στιγμιαία επικράτησε ησυχία, επειδή όλοι νόμιζαν ότι η ομάδα τους είχε δεχθεί γκολ. Έτσι, το δικό μου “γκολ!” ακούστηκε καθαρά, τουλάχιστον σε εκείνους που ήταν γύρω μας. Μια ντουζίνα οπαδοί της Νασιονάλ, παιδιά που μας είχαν ακούσει επί μία ώρα να μιλάμε σε μία “παράξενη” γλώσσα (Ελληνικά), και προφανώς είχαν καταλάβει ότι δεν είμαστε Αργεντινοί, άρα δεν μπορούσαμε να είμαστε οπαδοί της Νιούελ'ς, γύρισαν στην πλευρά μας, με κοίταξαν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, με εκείνο το... “έχω καπνίσει ΤΟΣΟ πολύ που άρχισα να φαντάζομαι ήχους;” βλέμμα, με κοίταξαν ξανά, χωρίς να πουν ή να κάνουν τίποτα, κι εκεί ήταν που είδα τον βοηθό διαιτητή με τη σημαία σηκωμένη, και πέταξα ένα, “no goal. Offside”

. Οι της Νασιονάλ στράφηκαν αμέσως στον αγωνιστικό χώρο, κι άρχισαν να τραγουδούν ξανά, ανακουφισμένοι που το γκολ δε μετρούσε. Πάλι καλά που είχα αλλάξει γνώμη λίγο πριν φύγουμε από το χόστελ, κι αντί για τη φανέλα της Αργεντινής (ταξιδεύω με τέσσερις φανέλες, δύο της Αργεντινής και δύο της Ελλάδας), είχα φορέσει ένα απλό μπλουζάκι...
Χαιρετώ από Μανισάλες, στο οποίο ήρθα υποτίθεται για μία μέρα, κι αποφάσισα να περάσω 4-5, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πληρώσω “πρόστιμο” για την αλλαγή του προαγορασμένου “oferta” εισιτηρίου μου για Μπογκοτά. Για το τι με έκανε να αισθανθώ ότι έπρεπε να μείνω περισσότερο, ας αναφερθώ στο επόμενο κείμενό μου.
“Από τις 7-8 μεγαλύτερες πόλεις της Κολομβίας που έχω πάει, το Μεντεγίν είναι με διαφορά η πιο ευχάριστη πόλη. Με διαφορά”. Μου βγήκε αυθόρμητα, όπως έβγαζα πανοραμικές φωτογραφίες από έναν σταθμό του μετρό, βλέποντας έναν κύριο δίπλα μου να χαζεύει την οθόνη της μηχανής μου για να δει τι ακριβώς μου είχε τραβήξει την προσοχή. Του είπα αυτό που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, αυτό που σκεφτόμουν και τις οκτώ μέρες που μόλις πέρασα στο Μεντεγίν, αυτό που μου έμεινε σαν ανάμνηση κι από το 2010/11, όταν πέρασα τρεις μήνες στην Κολομβία (σε... τρεις δόσεις του ενός μήνα). Του το είπα αυθόρμητα, κι αν ισχύει ότι σε όσα λέμε αυθόρμητα καθρεφτίζονται οι πιο ειλικρινείς σκέψεις μας, αντιλαμβάνεστε σε πόση εκτίμηση έχω αυτήν την πόλη...
Ο κύριος φάνηκε να κολακεύεται από το σχόλιό μου, συμφώνησε, είπε ότι έχει δουλέψει σε διάφορες πόλεις, κι ότι όντως το Μεντεγίν τού σήμερα (όχι όμως και του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος), είναι ένα πολύ-πολύ ευχάριστο μέρος. Ήταν ντόπιος, και φυσικά... αν δεν έλεγε καλή κουβέντα για την πόλη του, φωτιά θα έπεφτε να τον κάψει. Προσωπικά όμως δεν έχω υπογράψει κανένα συναισθηματικό συμβόλαιο με το Μεντεγίν, και του αποδίδω τον τίτλο της “πιο ευχάριστης κολομβιανής πόλης” επειδή παίρνει εξαιρετικό βαθμό σε μια ντουζίνα κατηγορίες, στις οποίες άλλες πόλεις της χώρας υστερούν.
Ξυπνάς το πρωί, ρίχνεις μια ματιά έξω, και συνήθως βλέπεις τον ουρανό γαλανό, ενώ στην Μπογκοτά -η δική μου τουλάχιστον εμπειρία λέει ότι- κατά κανόνα σε καλημερίζει ένας ουρανός τόσο μουντός που μετά από μερικές ημέρες... σε πιάνει το παράπονο. Βγαίνεις βόλτα και περνάς ώρες επί ωρών στη γύρα, χωρίς να λιώνεις από τη ζέστη όπως στην Καρταχένα και στο Κάλι. Αν θέλεις να καλύψεις μία απόσταση χωρίς να περπατήσεις, παίρνεις το μετρό, ενώ σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πόλη της Κολομβίας, στην καλύτερη περίπτωση παίρνεις λεωφορείο που κινείται σε αποκλειστικά για λεωφορεία λωρίδες κάποιου δρόμου (χωρίς όμως αυτό να τα σώζει από τα κόκκινα φανάρια και τους ασυνείδητους οδηγούς ΙΧ που μπλοκάρουν διασταυρώσεις).
Ακόμα και στο κέντρο, εκεί που μαζεύεται ο περισσότερος κόσμος κατά τη διάρκεια της ημέρας, άρα εκεί που... παράγεται το μεγαλύτερο ποσοστό των σκουπιδιών της πόλης, διαπιστώνεις ότι τα πεζοδρόμια και οι γωνίες των δρόμων είναι κατά κανόνα καθαρά, ενώ σε άλλες πόλεις το παρατημένο σκουπίδι πηγαίνει σύννεφο. Ακόμα και στον τομέα “εμφάνιση κατοίκων”, θεωρώ ότι το Μεντεγίν πρωτεύει στην Κολομβία. Οι γυναίκες είναι -το λιγότερο- εντυπωσιακές (το ότι οι ίδιες οι γυναίκες της πρωτεύουσας Μπογκοτά παραδέχονται ότι οι του Μεντεγίν είναι... κορυφή, νομίζω ότι τα λέει όλα), ενώ και τους άνδρες τούς βρήκα στιλάτους, με πιο προσεγμένο ντύσιμο (εννοώ κυρίως από τη δύση του ήλιου και μετά, για βραδινή έξοδο) από μάλλον οπουδήποτε αλλού στην Κολομβία.
Δίπλα σε όλα αυτά, το Μεντεγίν έχει να επιδείξει κάτι ακόμα, που προσωπικά θεωρώ highlight της επίσκεψης στην πόλη. Τις δύο γραμμές “metrocable”, τις οποίες ανέφερα και το 2010, σε άλλη ιστορία μου. Παίρνεις το μετρό, πηγαίνεις σε δύο συγκεκριμένους σταθμούς, αποβιβάζεσαι, επιβιβάζεσαι χωρίς επιπλέον εισιτήριο σε μία καμπίνα που χωράει άνετα έξι άτομα, και... πετάς, αιωρείσαι πάνω από γειτονιές της πόλης που υπό διαφορετικές συνθήκες δε θα έβλεπες, κι αν τις έβλεπες δε θα ήταν... πετώντας, αιωρούμενος. Οι δύο γραμμές εξυπηρετούν μπάρριος όπου μένουν κατά κανόνα οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων, γειτονιές στις οποίες λόγω... ιδιομορφίας (πάνω σε πλαγιές βουνών με στενούς και απότομα ανηφορικούς δρόμους), δύσκολα θα μπορούσε να πάει λεωφορείο. Σε άλλες πόλεις, αυτό το... προνόμιο, το να “πετάξεις” πάνω από την πόλη, θα ήταν μόνο για τουρίστες, και θα το πλήρωνες αδρά. Στο Μεντεγίν το χαίρεσαι ουσιαστικά δωρεάν, και αποτελεί μέρος της καθημερινότητας πάμπολλων ντόπιων που χρησιμοποιούν αυτές τις γραμμές-προεκτάσεις του μετρό για να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή τους.
“Μιλώντας” για τη γεωγραφική ιδιομορφία του Μεντεγίν, σκεφτόμουν ότι αν ήταν ποδοσφαιρικό στάδιο (άντε πάλι με το ποδόσφαιρο...), θα ήταν το παλιό Ντα Λουζ, στη Λισαβόνα, ή το Μορουμπί, στο Σάο Πάουλο, ενώ η Μπογκοτά θα ήταν το Μπερναμπέου, στη Μαδρίτη. Δώστε μου οι μη ποδοσφαιρόφιλοι δύο λεπτά, και θα δείτε τι εννοώ...
Η Μπογκοτά είναι... στριμωγμένη μεταξύ δύο βουνών, οι πλαγιές των οποίων είναι σχεδόν κατακόρυφες, σαν τις κερκίδες του Μπερναμπέου, στο οποίο μπορεί να κάθεσαι πάνω-πάνω, μακριά από τον αγωνιστικό χώρο, έχεις όμως την αίσθηση ότι... αν αφήσεις ένα κέρμα να πέσει κάθετα από το χέρι σου, θα προσγειωθεί εντός αγωνιστικού χώρου. Αντίθετα, το παλιό Ντα Λουζ, ή το Μορουμπί, ήταν/είναι γήπεδα... πιατέλες. Τεράστια γήπεδα, με κερκίδες κτισμένες σε τόσο μεγάλη κλίση, που αν κάθεσαι πάνω-πάνω, στο ψηλότερο διάζωμα, αισθάνεσαι ότι για να φθάσει το κέρμα σου στον αγωνιστικό χώρο, πρέπει να... ντοπαριστείς, να γεμίσεις το μπράτσο σου με κάτι που να σου επιτρέπει να κάνεις το αδύνατο... δυνατό. Οι πλαγιές των βουνών εκατέρωθεν του Μεντεγίν, είναι κατά κανόνα “gentle”, δε μου έρχεται λέξη στα Ελληνικά, κι αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι ότι υπάρχει περισσότερη... “ανοιχτωσιά”, “άπλα”, ενώ στην Μπογκοτά, ειδικά μετά από κάποιες ημέρες καταθλιπτικού καιρού, αισθάνεσαι... “στριμωγμένος”, σαν να είσαι 1,88 και να ταξιδεύεις επί δέκα ώρες σε λεωφορείο φτιαγμένο για επιβάτες όχι πάνω από 1,70, με ανύπαρκτο χώρο για τα πόδια σου, και με υπέρβαρο συνεπιβάτη να σε κάνει σάντουιτς μεταξύ του πιο μεγάλου κι από το μπούτι σου μπράτσου του, κι ενός παραθύρου που είναι τόσο βρόμικο που δεν μπορείς να διακρίνεις τι χρώμα έχει ο ουρανός... ΟΥΦ!
Στο Μεντεγίν πέρασα οκτώ μέρες, ήμουν εκεί μέχρι προχθές, Κυριακή πρωί, έμεινα στο χόστελ του Σπύρου του Μητράκου (όπως και το 2010), ο οποίος επέμεινε και επέμεινε να με... κυκλοφορήσει τα βράδια, αλλά σε αντίθεση με το 2010 (που του... έδωσα και κατάλαβε), αυτήν τη φορά είχα άλλες προτεραιότητες (για το πώς ήθελα να περάσω τον χρόνο μου, και να ξοδέψω τα χρήματά μου). Το “Arcadia”, το χόστελ του Σπύρου, το 2010 (όταν έμεινα σχεδόν τρεις εβδομάδες εκεί) το έβλεπα σαν το... σπίτι μου. Μόλις είχε ανοίξει, στο χόστελ ήμασταν εμείς κι εμείς, συνήθως όχι περισσότερα από 5-6 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Σπύρου κι ενός ακόμα Θεσσαλονικιού που κάναμε σούπερ παρέα, και γενικά... ήταν σαν να έμενα σε σπίτι φίλου.
Αυτήν τη φορά η ατμόσφαιρα ήταν ε ν τ ε λ ώ ς διαφορετική (ευτυχώς για τον Σπύρο, το χόστελ πηγαίνει περίφημα). Κόσμος και κοσμάκης... Υπήρχαν κάποιοι που... κόλλησαν στο χόστελ επειδή τους άρεσε η χαλαρή ατμόσφαιρα, υπήρχαν και πολλοί άλλοι που πέρασαν για δύο-τρεις ημέρες, και συνέχισαν για αλλού. Το 2010 ο Σπύρος κρατούσε τη ρεσεψιόν μόνος του. Τώρα έχει τρία άτομα να τον βοηθάνε. Τότε έμενε κι ο ίδιος στο χόστελ. Τώρα έχει τόση κίνηση που τον συμφέρει να μένει κόσμος στο άλλοτε “δωμάτιό” του, και να νοικιάζει εκείνος δικό του χώρο εκτός χόστελ. Μπράβο του, μπράβο του για την... τρέλα του να ανοίξει το χόστελ το 2010, μπράβο του και που κατάφερε -έστω και μέσα από σαράντα κύματα- να το κάνει αυτό που είναι σήμερα, να “τραβάει” τόσο κόσμο. Ο Σπύρος κάνει αυτό που θα ήθελα να κάνω εγώ (να έχω δικό μου χόστελ, κατά προτίμηση εκτός Ελλάδας), αλλά που δε θα κάνω -μάλλον- ποτέ. Respect.
Ξεχειλώνοντας ελαφρώς το κείμενο, μοιράζομαι εν συντομία πέντε δευτερόλεπτα που δε θα ξεχάσω ποτέ, και που θα με κάνουν να χαμογελάω μέχρι τα βαθιά γεράματά μου. Με τον Σπύρο πήγαμε στο Ατλέτικο Νασιονάλ-Νιούελ'ς Ολντ Μπόις, ποδοσφαιρικό παιχνίδι για το Κόπα Λιμπερταδόρες, το Τσάμπιονς Λιγκ της Νότιας Αμερικής. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο, η κερκίδα μας ήταν ήδη πήχτρα στον κόσμο, και καταλήξαμε να πάμε πάνω-πάνω, και να σταθούμε όρθιοι, αφού θέση δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Πιάσαμε αμέσως την πάρλα, περί ποδοσφαίρου και όχι μόνο, με τους οπαδούς της Νασιονάλ τριγύρω μας να “καπνίζουν”(...) ασταμάτητα, και τη μυρωδιά των “τσιγάρων” τους να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το τι ακριβώς κάπνιζαν(...).
Στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου, η Νιούελ'ς σκόραρε, όμως ο βοηθός διαιτητή σήκωσε τη σημαία του και το γκολ ακυρώθηκε σαν οφσάιντ. Λεπτομέρεια σημαντική: η Νιούελ'ς, ομάδα από το Ροσάριο της Αργεντινής, είναι η ομάδα που αισθάνομαι πιο “κοντά” από οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Λατινικής Αμερικής. Έτσι, χωρίς να έχω δει τον βοηθό διαιτητή με τη σηκωμένη σημαία του, μου ξέφυγε ένα αυθόρμητο “γκολ!” Σε μία κερκίδα τίγκα στους οπαδούς της Νασιονάλ. Εν μέσω “καπνιστών” ντυμένων στα πράσινα και λευκά, τα χρώματα της τοπικής ομάδας.
Τότε ήταν που άρχισαν να μετράνε τα πέντε αξέχαστα δευτερόλεπτα... Με το που πήγε η μπάλα στα δίχτυα, στιγμιαία επικράτησε ησυχία, επειδή όλοι νόμιζαν ότι η ομάδα τους είχε δεχθεί γκολ. Έτσι, το δικό μου “γκολ!” ακούστηκε καθαρά, τουλάχιστον σε εκείνους που ήταν γύρω μας. Μια ντουζίνα οπαδοί της Νασιονάλ, παιδιά που μας είχαν ακούσει επί μία ώρα να μιλάμε σε μία “παράξενη” γλώσσα (Ελληνικά), και προφανώς είχαν καταλάβει ότι δεν είμαστε Αργεντινοί, άρα δεν μπορούσαμε να είμαστε οπαδοί της Νιούελ'ς, γύρισαν στην πλευρά μας, με κοίταξαν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, με εκείνο το... “έχω καπνίσει ΤΟΣΟ πολύ που άρχισα να φαντάζομαι ήχους;” βλέμμα, με κοίταξαν ξανά, χωρίς να πουν ή να κάνουν τίποτα, κι εκεί ήταν που είδα τον βοηθό διαιτητή με τη σημαία σηκωμένη, και πέταξα ένα, “no goal. Offside”
Χαιρετώ από Μανισάλες, στο οποίο ήρθα υποτίθεται για μία μέρα, κι αποφάσισα να περάσω 4-5, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πληρώσω “πρόστιμο” για την αλλαγή του προαγορασμένου “oferta” εισιτηρίου μου για Μπογκοτά. Για το τι με έκανε να αισθανθώ ότι έπρεπε να μείνω περισσότερο, ας αναφερθώ στο επόμενο κείμενό μου.