delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Μέσα Μαρτίου του 2012, μετά από σχεδόν έναν μήνα στη Χιλή (κι άλλους τρεις στην Αργεντινή), πάτησα για πρώτη φορά περουβιανό χώμα. Παίρνοντας λεωφορείο από την Αρίκα (Χιλή, ακριβώς πριν τα σύνορα), η πρώτη πόλη του Περού που συναντάς είναι η Τάκνα, την οποία κάτι μου λέει ότι οι ξένοι ταξιδιώτες στη συντριπτική πλειοψηφία τους βλέπουν απλά σαν... σταθμό λεωφορείων, στον οποίο κατεβαίνεις, πηγαίνεις τουαλέτα, αγοράζεις εισιτήριο για τον επόμενο, τον “πραγματικό” προορισμό σου, αγοράζεις κανένα σνακ για τη διαδρομή, κι απλά περιμένεις την ώρα αναχώρησης, χαζεύοντας τον κόσμο (έχοντας τους εργαζόμενους στις εταιρείες λεωφορείων να σου ζαλίζουν τα αυτιά έτσι όπως φωνάζουν ασταμάτητα τα ονόματα των πόλεων-προορισμών τους).
Προσωπικά, σκέφτηκα ότι ήμουν εκεί εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, ότι το πιθανότερο ήταν/είναι να μην περάσω ποτέ ξανά από εκεί, κι ότι δεν είχα... νταβά στο κεφάλι και στον χρόνο μου, στο Περού μπορούσα να περάσω λίγο-πολύ “όσο χρόνο ήθελα”, οπότε... ΤΟΤΕ ήταν ευκαιρία να δω την πόλη, μένοντας έστω μία μέρα. Αυτό έκανα, πέρασα μία μέρα στο... Πετρίτσι του -νότιου- Περού (Πετρίτσι = πρώτη -ουσιαστικά- βουλγαρική πόλη που συναντάς μετά τα σύνορα στον Προμαχώνα, πόλη που... μοναδική ίσως προίκα της είναι ακριβώς ότι βρίσκεται δίπλα στα σύνορα, κι αν επισκέπτεσαι τη Βουλγαρία για πρώτη-πρώτη φορά σού εξάπτει το ενδιαφέρον δίνοντάς σου την ευκαιρία να εντοπίσεις κάποιες πρώτες διαφορές -φυσικά κι ομοιότητες- μεταξύ Βουλγαρίας κι Ελλάδας, πίνοντας κι έναν καφέ φθηνότερα από την “εδώ” πλευρά των συνόρων).
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, “με έπαιρνε” να πληρώσω για δικό μου δωμάτιο, το οποίο μάλιστα μου κόστισε λιγότερο από το κρεβάτι σε κοιτώνα χόστελ στην Αρίκα, την τελευταία βραδιά μου στη Χιλή. Βόλτα, χάζι, παρατήρηση διαφορών μεταξύ Περού και Χιλής, ή έστω μεταξύ Τάκνα και Αρίκα, χορταστικό και πάμφθηνο φαγητό σε ένα πολύ συμπαθητικό φαγάδικο μίας εξίσου συμπαθητικής κι εξυπηρετικής κυρίας, ποδόσφαιρο στην τηλεόρασή ΜΟΥ, δεύτερη βόλτα για βραδινές φωτογραφίες, σνακ, δεύτερο σνακ, τρίτο σνακ, περισσότερο χάζι, και τέλος, απερίσπαστος ύπνος, χωρίς κόσμο να μπαινοβγαίνει, να ανάβει φώτα και να κάνει θόρυβο ακόμα και στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ή στις πέντε το πρωί, όπως συχνά-πυκνά συμβαίνει σε κοιτώνες χόστελ. Απερίσπαστος, ύπνος, κάτι που εκτιμάς αφάνταστα αν σου έχει λείψει για πολύ καιρό.
Τίποτα συγκλονιστικό, λοιπόν, η μέρα μου στο... περουβιανό Πετρίτσι, πλην όμως, όλα καλοδεχούμενα, κι αρκετά για να με κάνουν να θυμάμαι την Τάκνα ως “ευχάριστη εισαγωγή” στο Περού.
Την επομένη, μετά την... “ορεκτικό”-Τάκνα, ήταν ώρα για την “πρώτο πιάτο”-Αρεκίπα. Αρεκίπα, Αρεκίπα, Αρεκίπα... Γράφοντας το όνομά της μου συμβαίνει αυτό που μου συμβαίνει σταθερά δύο -σχεδόν- χρόνια τώρα, κάθε φορά που για τον έναν ή τον άλλο λόγο τη φέρνω στο μυαλό μου, εκείνη και το πώς πέρασα τις εννιά(!) μέρες μου εκεί. Χαμογελάω, νοσταλγικά...
Είχα προεπιλέξει μέσω ίντερνετ έναν ξενώνα λίγα βήματα μακριά από την όμορφη κεντρική πλατεία, και ακόμη λιγότερα βήματα από πολύ “ζωντανό” πεζόδρομο, ξενώνας ο οποίος αποδείχθηκε λίρα εκατό (για μένα τουλάχιστον). Όσο για την πόλη, με κέρδισε πριν καν αφήσω τα πράγματά μου στο δωμάτιο και βγω για πρώτη βόλτα. Τα όμορφα κτήρια που είχα δει στη διαδρομή από τον σταθμό των λεωφορείων μέχρι τον ξενώνα, και η πανοραμική θέα από την ταράτσα του ξενώνα, μου είχαν ήδη... “πουλήσει” την Αρεκίπα, είχα ήδη “ψηθεί” να την “αγοράσω”, να μείνω περισσότερο από τις τρεις-τέσσερις ημέρες που αρχικά είχα υπολογίσει.
Για να περιγράψω το πώς πέρασα στην Αρεκίπα, θα μπορούσα να πάρω όσα έγραψα στο προ-προηγούμενο κείμενο για την Ιμπάρρα, να κάνω copy/paste, μετά όμως θα έπρεπε να πάρω τις προτάσεις μου μία-μία και να της... φουσκώσω με θαυμαστικά. Στην Αρεκίπα, όπως και στην Ιμπάρρα, στη μέση πολύμηνου ταξιδιού, βρήκα μία comfort zone από την οποία έπρεπε να με... κλοτσήσω στον πισινό για να ξεκολλήσω. Είχα δικό ΜΟΥ δωμάτιο, πάμφθηνο, δική ΜΟΥ τηλεόραση για να ικανοποιώ τον football-aholic μέσα μου, μέχρι και γραφειάκι στο δωμάτιό μου, με πεντάστερο ασύρματο ίντερνετ. Ο γραφιάς μέσα μου είχε πιάσει λαχείο... Βα-σι-λιάς...
Η διαφορά όμως σε σύγκριση με την Ιμπάρρα ήταν ότι είχα στη διάθεσή μου, για βόλτες, όχι μία “ok enough” πόλη, αλλά μία πόλη που νομίζω ότι δύσκολα βαριέσαι, λόγω αρχιτεκτονικής, γεωγραφικών χαρακτηριστικών (εν μέσω βουνοκορφών, με ποτάμι να τη διασχίζει), αλλά και γενικότερης... “ζωντάνιας”.
Επιπλέον, Η διαφορά, με το “Η” κεφαλαίο, ήταν ότι στην Ιμπάρρα είχα... κατεβάσει ρολά, δεν ήθελα να συναντήσω ψυχή, ήθελα να είμαι αόρατος, σκέτο φάντασμα. Στην Αρεκίπα, κάθε μέρα ήμουν με κόσμο, κάτι που αν και μονόχνοτος από τη φύση μου οφείλω να ομολογήσω ότι ζωγραφίζει με πολύ πιο έντονα χρώματα την είκονα των αναμνήσεων από κάθε μέρος που έχω επισκεφτεί. Υπάρχουν για παράδειγμα μέρη όπου πέρασα μόλις δύο μέρες με καλή παρέα, αλλά με κάνουν να “χαμογελάω, νοσταλγικά”, πολύ περισσότερο από μέρη στα οποία πέρασα ΔΕΚΑ μέρες, αρκούμενος στη βαρετή συντροφιά του ίδιου του εαυτού μου...
Στην Αρεκίπα λοιπόν, αν δεν κάναμε χαβαλέ με μία Αμερικάνα που είχα γνωρίσει πριν από λίγες εβδομάδες στο Σαντιάγο κι έτυχε να είναι κι εκείνη στην Αρεκίπα τις ίδιες ημέρες, ήμουν με ντόπιους, μέλη ενός σάιτ, να τα λέμε περί ανέμων και υδάτων για ώρες. Κι αν δεν ήμουν ούτε με εκείνους, ήταν επειδή ήμουν στη μέση περήφανης επίδειξης της “argentininad” μου, κουβεντιάζοντας και χασκογελώντας με τις ώρες με ένα αργεντινοσπανιόλικο ζευγαράκι που γνώρισα στον ξενώνα (έκαναν το Μπουένος Άιρες-Ουσουάια-Παναμάς με ποδήλατα!), “θάβοντας” (με χιουμοριστική διάθεση) τους Χιλιανούς, κοροϊδεύοντας (με λιγότερο χιουμοριστική διάθεση) τους Ουρουγουανούς που νομίζουν ότι ζούνε σε ξεχωριστή χώρα κι όχι σε επαρχία της Αργεντινής, υπερτονίζοντας όλα εκείνα που κάνουν την Αργεντινή ό,τι πλησιέστερο προς τον παράδεισο υπάρχει επί γης (ξερόβηχας...), και καρα-υπερτονίζοντας (μπλέκοντας ασταμάτητα τα μεν με τα δε) όλα εκείνα που την κάνουν το μεγαλύτερο μπουρδελοκράτος του πλανήτη (αν υπάρχει κάτι που οι Αργεντινοί λατρεύουν περισσότερο από το να υμνούν πομπωδώς τη χώρα τους, είναι το να αυτομαστιγώνονται).
Μετά από εννιά όμορφες-όμορφες-όμορφες ημέρες, το βρήκα μέσα μου να μαζέψω τα πράγματά μου, έστω κι απρόθυμα, και να συνεχίσω το ταξίδι. Βραδινό λεωφορείο για Λίμα, στην οποία, μετά τις πρώτες δώδεκα ώρες, έχοντας λατρέψει την ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα-ξενώνα μου, έχοντας χαρεί ποδοσφαιρικό αγώνα σε ιστορικό γήπεδο της πόλης, κι έχοντας πολλά υποσχόμενη ελληνική παρέα (συνονόματό μου, Δημήτρη, που παρακολουθούσα μέσω του σάιτ του επί χρόνια -εκείνος άρχισε να ταξιδεύει πολύ πριν από μένα, πριν το 2009), έπεσα στο κρεβάτι το βράδυ σκεπτόμενος ότι μπορεί να άφηνα τη Βολιβία για άλλο ταξίδι, να περνούσα όχι έναν, αλλά δύο και κάτι μήνες στο Περού -ΤΟΣΟ είχα φτιαχτεί- και να πετούσα απευθείας από Περού για Ρίο ντε Ζανέιρο, από το οποίο είχα πτήση επιστροφής στη Θεσσαλονίκη. Ήταν βράδυ 24ης Μαρτίου, 2012 επαναλαμβάνω. Όταν έπεσα στο κρεβάτι το επόμενο βράδυ, 25 Μαρτίου, εκείνο που σκεφτόμουν ήταν πώς μπορούσα να αλλάξω το “non-changeable” εισιτήριό μου από Ρίο για Θεσσαλονίκη, να το κάνω Λίμα-Θεσσαλονίκη, κι αντί για τέλη Μαΐου να το κάνω... 26 Μαρτίου...
Στο επόμενο κείμενο συνεχίζω και ολοκληρώνω για Περού, εξηγώντας γιατί σήμερα, όταν σκέφτομαι Περού συνολικά (κι όχι αποκλειστικά Αρεκίπα), προτιμώ να σκέφτομαι μία μεγάλη μαύρη τρύπα -στις αναμνήσεις μου- παρά κάτι χειρότερο.
Προσωπικά, σκέφτηκα ότι ήμουν εκεί εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, ότι το πιθανότερο ήταν/είναι να μην περάσω ποτέ ξανά από εκεί, κι ότι δεν είχα... νταβά στο κεφάλι και στον χρόνο μου, στο Περού μπορούσα να περάσω λίγο-πολύ “όσο χρόνο ήθελα”, οπότε... ΤΟΤΕ ήταν ευκαιρία να δω την πόλη, μένοντας έστω μία μέρα. Αυτό έκανα, πέρασα μία μέρα στο... Πετρίτσι του -νότιου- Περού (Πετρίτσι = πρώτη -ουσιαστικά- βουλγαρική πόλη που συναντάς μετά τα σύνορα στον Προμαχώνα, πόλη που... μοναδική ίσως προίκα της είναι ακριβώς ότι βρίσκεται δίπλα στα σύνορα, κι αν επισκέπτεσαι τη Βουλγαρία για πρώτη-πρώτη φορά σού εξάπτει το ενδιαφέρον δίνοντάς σου την ευκαιρία να εντοπίσεις κάποιες πρώτες διαφορές -φυσικά κι ομοιότητες- μεταξύ Βουλγαρίας κι Ελλάδας, πίνοντας κι έναν καφέ φθηνότερα από την “εδώ” πλευρά των συνόρων).
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, “με έπαιρνε” να πληρώσω για δικό μου δωμάτιο, το οποίο μάλιστα μου κόστισε λιγότερο από το κρεβάτι σε κοιτώνα χόστελ στην Αρίκα, την τελευταία βραδιά μου στη Χιλή. Βόλτα, χάζι, παρατήρηση διαφορών μεταξύ Περού και Χιλής, ή έστω μεταξύ Τάκνα και Αρίκα, χορταστικό και πάμφθηνο φαγητό σε ένα πολύ συμπαθητικό φαγάδικο μίας εξίσου συμπαθητικής κι εξυπηρετικής κυρίας, ποδόσφαιρο στην τηλεόρασή ΜΟΥ, δεύτερη βόλτα για βραδινές φωτογραφίες, σνακ, δεύτερο σνακ, τρίτο σνακ, περισσότερο χάζι, και τέλος, απερίσπαστος ύπνος, χωρίς κόσμο να μπαινοβγαίνει, να ανάβει φώτα και να κάνει θόρυβο ακόμα και στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ή στις πέντε το πρωί, όπως συχνά-πυκνά συμβαίνει σε κοιτώνες χόστελ. Απερίσπαστος, ύπνος, κάτι που εκτιμάς αφάνταστα αν σου έχει λείψει για πολύ καιρό.
Τίποτα συγκλονιστικό, λοιπόν, η μέρα μου στο... περουβιανό Πετρίτσι, πλην όμως, όλα καλοδεχούμενα, κι αρκετά για να με κάνουν να θυμάμαι την Τάκνα ως “ευχάριστη εισαγωγή” στο Περού.
Την επομένη, μετά την... “ορεκτικό”-Τάκνα, ήταν ώρα για την “πρώτο πιάτο”-Αρεκίπα. Αρεκίπα, Αρεκίπα, Αρεκίπα... Γράφοντας το όνομά της μου συμβαίνει αυτό που μου συμβαίνει σταθερά δύο -σχεδόν- χρόνια τώρα, κάθε φορά που για τον έναν ή τον άλλο λόγο τη φέρνω στο μυαλό μου, εκείνη και το πώς πέρασα τις εννιά(!) μέρες μου εκεί. Χαμογελάω, νοσταλγικά...
Είχα προεπιλέξει μέσω ίντερνετ έναν ξενώνα λίγα βήματα μακριά από την όμορφη κεντρική πλατεία, και ακόμη λιγότερα βήματα από πολύ “ζωντανό” πεζόδρομο, ξενώνας ο οποίος αποδείχθηκε λίρα εκατό (για μένα τουλάχιστον). Όσο για την πόλη, με κέρδισε πριν καν αφήσω τα πράγματά μου στο δωμάτιο και βγω για πρώτη βόλτα. Τα όμορφα κτήρια που είχα δει στη διαδρομή από τον σταθμό των λεωφορείων μέχρι τον ξενώνα, και η πανοραμική θέα από την ταράτσα του ξενώνα, μου είχαν ήδη... “πουλήσει” την Αρεκίπα, είχα ήδη “ψηθεί” να την “αγοράσω”, να μείνω περισσότερο από τις τρεις-τέσσερις ημέρες που αρχικά είχα υπολογίσει.
Για να περιγράψω το πώς πέρασα στην Αρεκίπα, θα μπορούσα να πάρω όσα έγραψα στο προ-προηγούμενο κείμενο για την Ιμπάρρα, να κάνω copy/paste, μετά όμως θα έπρεπε να πάρω τις προτάσεις μου μία-μία και να της... φουσκώσω με θαυμαστικά. Στην Αρεκίπα, όπως και στην Ιμπάρρα, στη μέση πολύμηνου ταξιδιού, βρήκα μία comfort zone από την οποία έπρεπε να με... κλοτσήσω στον πισινό για να ξεκολλήσω. Είχα δικό ΜΟΥ δωμάτιο, πάμφθηνο, δική ΜΟΥ τηλεόραση για να ικανοποιώ τον football-aholic μέσα μου, μέχρι και γραφειάκι στο δωμάτιό μου, με πεντάστερο ασύρματο ίντερνετ. Ο γραφιάς μέσα μου είχε πιάσει λαχείο... Βα-σι-λιάς...
Η διαφορά όμως σε σύγκριση με την Ιμπάρρα ήταν ότι είχα στη διάθεσή μου, για βόλτες, όχι μία “ok enough” πόλη, αλλά μία πόλη που νομίζω ότι δύσκολα βαριέσαι, λόγω αρχιτεκτονικής, γεωγραφικών χαρακτηριστικών (εν μέσω βουνοκορφών, με ποτάμι να τη διασχίζει), αλλά και γενικότερης... “ζωντάνιας”.
Επιπλέον, Η διαφορά, με το “Η” κεφαλαίο, ήταν ότι στην Ιμπάρρα είχα... κατεβάσει ρολά, δεν ήθελα να συναντήσω ψυχή, ήθελα να είμαι αόρατος, σκέτο φάντασμα. Στην Αρεκίπα, κάθε μέρα ήμουν με κόσμο, κάτι που αν και μονόχνοτος από τη φύση μου οφείλω να ομολογήσω ότι ζωγραφίζει με πολύ πιο έντονα χρώματα την είκονα των αναμνήσεων από κάθε μέρος που έχω επισκεφτεί. Υπάρχουν για παράδειγμα μέρη όπου πέρασα μόλις δύο μέρες με καλή παρέα, αλλά με κάνουν να “χαμογελάω, νοσταλγικά”, πολύ περισσότερο από μέρη στα οποία πέρασα ΔΕΚΑ μέρες, αρκούμενος στη βαρετή συντροφιά του ίδιου του εαυτού μου...
Στην Αρεκίπα λοιπόν, αν δεν κάναμε χαβαλέ με μία Αμερικάνα που είχα γνωρίσει πριν από λίγες εβδομάδες στο Σαντιάγο κι έτυχε να είναι κι εκείνη στην Αρεκίπα τις ίδιες ημέρες, ήμουν με ντόπιους, μέλη ενός σάιτ, να τα λέμε περί ανέμων και υδάτων για ώρες. Κι αν δεν ήμουν ούτε με εκείνους, ήταν επειδή ήμουν στη μέση περήφανης επίδειξης της “argentininad” μου, κουβεντιάζοντας και χασκογελώντας με τις ώρες με ένα αργεντινοσπανιόλικο ζευγαράκι που γνώρισα στον ξενώνα (έκαναν το Μπουένος Άιρες-Ουσουάια-Παναμάς με ποδήλατα!), “θάβοντας” (με χιουμοριστική διάθεση) τους Χιλιανούς, κοροϊδεύοντας (με λιγότερο χιουμοριστική διάθεση) τους Ουρουγουανούς που νομίζουν ότι ζούνε σε ξεχωριστή χώρα κι όχι σε επαρχία της Αργεντινής, υπερτονίζοντας όλα εκείνα που κάνουν την Αργεντινή ό,τι πλησιέστερο προς τον παράδεισο υπάρχει επί γης (ξερόβηχας...), και καρα-υπερτονίζοντας (μπλέκοντας ασταμάτητα τα μεν με τα δε) όλα εκείνα που την κάνουν το μεγαλύτερο μπουρδελοκράτος του πλανήτη (αν υπάρχει κάτι που οι Αργεντινοί λατρεύουν περισσότερο από το να υμνούν πομπωδώς τη χώρα τους, είναι το να αυτομαστιγώνονται).
Μετά από εννιά όμορφες-όμορφες-όμορφες ημέρες, το βρήκα μέσα μου να μαζέψω τα πράγματά μου, έστω κι απρόθυμα, και να συνεχίσω το ταξίδι. Βραδινό λεωφορείο για Λίμα, στην οποία, μετά τις πρώτες δώδεκα ώρες, έχοντας λατρέψει την ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα-ξενώνα μου, έχοντας χαρεί ποδοσφαιρικό αγώνα σε ιστορικό γήπεδο της πόλης, κι έχοντας πολλά υποσχόμενη ελληνική παρέα (συνονόματό μου, Δημήτρη, που παρακολουθούσα μέσω του σάιτ του επί χρόνια -εκείνος άρχισε να ταξιδεύει πολύ πριν από μένα, πριν το 2009), έπεσα στο κρεβάτι το βράδυ σκεπτόμενος ότι μπορεί να άφηνα τη Βολιβία για άλλο ταξίδι, να περνούσα όχι έναν, αλλά δύο και κάτι μήνες στο Περού -ΤΟΣΟ είχα φτιαχτεί- και να πετούσα απευθείας από Περού για Ρίο ντε Ζανέιρο, από το οποίο είχα πτήση επιστροφής στη Θεσσαλονίκη. Ήταν βράδυ 24ης Μαρτίου, 2012 επαναλαμβάνω. Όταν έπεσα στο κρεβάτι το επόμενο βράδυ, 25 Μαρτίου, εκείνο που σκεφτόμουν ήταν πώς μπορούσα να αλλάξω το “non-changeable” εισιτήριό μου από Ρίο για Θεσσαλονίκη, να το κάνω Λίμα-Θεσσαλονίκη, κι αντί για τέλη Μαΐου να το κάνω... 26 Μαρτίου...
Στο επόμενο κείμενο συνεχίζω και ολοκληρώνω για Περού, εξηγώντας γιατί σήμερα, όταν σκέφτομαι Περού συνολικά (κι όχι αποκλειστικά Αρεκίπα), προτιμώ να σκέφτομαι μία μεγάλη μαύρη τρύπα -στις αναμνήσεις μου- παρά κάτι χειρότερο.