delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Στην Κολομβία αξίζουν όχι δύο, αλλά χίλια δύο κείμενα-ύμνοι, όμως ούτως ή άλλως αυτή η ιστορία θα είναι -εκ των πραγμάτων- “κολομβιοβαρής” τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο που θα είμαι εκεί, οπότε αφιερώνω το σημερινό κείμενο στον επόμενο νοτιοαμερικάνικο προορισμό μου, το “κάθε μέρα-τόπος, και μια ευχάριστη έκπληξη”, Εκουαδόρ.
Στη χώρα πέρασα έναν μήνα αρχές του 2011, και από τη στιγμή που έφθασα (μετά από ένα τρίμηνο στην Κολομβία και στη Βενεζουέλα) αισθάνθηκα ότι... κατέβασα ταχύτητα (ευχαρίστως). Το Τουλκάν, πόλη εισόδου από την Κολομβία, είναι μικροσκοπικό, δεν είχε/έχει καμία σχέση με τις -κατά κανόνα- μεγαλουπόλεις όπου είχα περάσει το προηγούμενο τρίμηνο, σε λίγη ώρα είχα περπατήσει από τη μία άκρη του μέχρι την άλλη, μέχρι και την... πολυτέλεια μεσημεριανού υπνάκου επέτρεψα στον εαυτό μου (είχα περάσει τη βραδιά στο λεωφορείο από Κάλι για Ιπιάλες, ακριβώς πριν τα σύνορα, και ποτέ -μα ποτέ- δεν κοιμάμαι καλά, ούτε καν “στοιχειωδώς ικανοποιητικά” σε λεωφορεία). Με μία λέξη, “χαλαρά...”
Την επομένη, αντί να στριμωχτώ ξανά σε ένα λεωφορείο για αμέτρητες ώρες για να καλύψω μία ακόμα μεγάλη απόσταση, σε λιγότερο από δύο ώρες ήμουν ήδη στον προορισμό μου, την Ιμπάρρα. Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές άνετος και ξεκούραστος στον υπολογιστή του στο σπίτι, μπορεί το “σε λιγότερο από δύο ώρες” να μη λέει τίποτα. Φανταστείτε όμως να έχετε περάσει ήδη κάποιους μήνες κατά τους οποίους ο κανόνας ήταν τα -άβολα, αλλά κάποιες φορές απαραίτητα- βραδινά λεωφορεία. Το ότι τη δεύτερη μέρα μου στο Εκουαδόρ πήγα από το Α στο Β μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες, το υποδέχθηκα σαν... χαλαρωτικό μασάζ στους ώμους...
Η ίδια η Ιμπάρρα, μου άρεσε τόσο πολύ που αισθάνθηκα σχεδόν... άσχημα με τον εαυτό μου... Βρήκα ένα τέλειο για μένα δωμάτιο με καλωδιακή τηλεόραση, περνούσα τα πρωινά κάνοντας βόλτα στη -μικρή- πόλη, κάθε μεσημέρι διάλεγα για φαγητό όποιο μέρος μου είχε φανεί πιο συμπαθητικό πάνω στη βόλτα, επέστρεφα στο δωμάτιο για να γράψω (γενικώς και αορίστως, να γράψω, από μέιλ σε φίλους, μέχρι για το προσωπικό ημερολόγιό μου), αργά το απόγευμα άνοιγα την τηλεόραση και χάζευα με τις ώρες διαδοχικούς αγώνες του Κόπα Λιμπερταδόρες, το βραδάκι έβγαινα για φαγητό κάπου γύρω από το πάρκο που είχα μπροστά από το ξενοδοχείο “μου”, και... αυτό ήταν.
Μετά την Κολομβία και τη Βενεζουέλα στην οποία είχα βαλθεί να συναντάω κόσμο σε κάθε πόλη (πηγαίνοντας κόντρα στη γενικώς μοναχική, στα όρια της αντικοινωνικής, φύση μου), μπαίνοντας στο Εκουαδόρ... κατέβασα ρολά, δεν ήθελα να συναντήσω κανέναν, κι η “βαρετή” και “αδιάφορη” (για τους περισσότερους ταξιδιώτες, είμαι βέβαιος) Ιμπάρρα, αποδείχθηκε ιδανική για μένα, για τη “φάση” στην οποία ήμουν. Κάπως έτσι, κατέληξα να περάσω αρκετές ημέρες, αισθανόμενος “άσχημα” από ένα σημείο και μετά, επειδή μια φωνή στο μυαλό μου μου έλεγε ότι έπρεπε να κάνω πιο “περιπετειώδη” πράγματα από το να βλέπω αγώνες Λιμπερταδόρες στην τηλεόραση και να σημειώνω εκφράσεις των σχολιαστών στο μπλοκάκι μου (στη Λατινική Αμερική πάντα κουβαλάω ένα μπλοκάκι μαζί μου, σε κάθε βόλτα, ή έστω ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι, και σημειώνω λέξεις και εκφράσεις που βλέπω ή ακούω, οτιδήποτε μου κεντρίζει την προσοχή).
Το πώς πέρασα και το πόσο χάρηκα τον χρόνο μου στην Ιμπάρρα, φαντάζομαι ότι με κάνουν να “ακούγομαι” εντελώς ξενέρωτος (που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα). Ο κανόνας λέει ότι κάποιος ταξιδεύει μία, δύο, τρεις φορές τον χρόνο, επιλέγει έναν προορισμό, πηγαίνει για μία, δύο, τρεις εβδομάδες, και φροντίζει μέσα σε εκείνο το σύντομο χρονικό διάστημα να κάνει όσα περισσότερα μπορεί. Αν είσαι... Αυστραλός κι έρχεσαι στην Ελλάδα για τρεις εβδομάδες, δεν περνάς πέντε μέρες στο... Κιλκίς (με κάθε σεβασμό στους Κιλκισιώτες), πηγαίνοντας πάνω-κάτω στους ίδιους δρόμους γύρω από το ίδιο πάρκο κάθε μέρα, και περνώντας ώρες επί ωρών χαζεύοντας ποδόσφαιρο στην τηλεόραση και σημειώνοντας λέξεις σε ένα τεφτεράκι σαν... nerd...
Αν όμως ένα ταξίδι σου διαρκεί μήνες, κι είναι το πέμπτο back-to-back πολύμηνο ταξίδι σου δύο χρόνια μετά τη μέρα που πρωτοφορτώθηκες έναν σάκο στην πλάτη, τότε... όταν βρίσκεις comfort zone, όταν βρίσκεις ένα μέρος στο οποίο μπορείς να αράξεις κάνοντας... τίποτα απολύτως, χώνεσαι στην αγκαλιά της και δεν ξεκολλάς (για μερικές ημέρες). Αυτό τουλάχιστον έκανα εγώ. Μου είχε λείψει να έχω δικό μου δωμάτιο, δικό, μου, δωμάτιο, να μην κοιμάμαι σε κοιτώνα χόστελ, να μη φιλοξενούμαι από κάποιον -φιλόξενο- άγνωστο ερχόμενος σε επαφή μαζί του μέσω ενός σάιτ. Μου είχε λείψει ο ήσυχος ύπνος, βλέποντας διαδοχικά επεισόδια του “Two and a half men” μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Και μου είχε λείψει να βλέπω ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, μόνος, ΜΟΝΟΣ, χωρίς να ανησυχώ ότι κάποιος άλλος στην common area του χόστελ θέλει ίσως να δει κάτι άλλο στην τηλεόραση.
Όταν... ήρθα στα ίσα μου έχοντας χαρεί αυτά που μου είχαν λείψει για πολύ-πολύ καιρό, πήρα το επόμενο λεωφορείο, για Κίτο, με το... μασάζ στους ώμους να συνεχίζεται (απόσταση, μικρότερη από 150 τοσοδούλια χιλιόμετρα).
Αύριο συνεχίζω και ολοκληρώνω με τις εντυπώσεις-αναμνήσεις μου από Εκουαδόρ, κλείνοντας με μία σύντομη λίστα εκείνων που με κάνουν να αισθάνομαι τη συγκεκριμένη χώρα σαν εκείνη στην οποία ταξιδεύεις πιο ξέγνοιαστα από οπουδήποτε αλλού στη Νότια Αμερική. Επιλέγω προσεχτικά τις λέξεις μου, “στην οποία ταξιδεύεις πιο ξέγνοιαστα”, γράφω. Αύριο, εξηγούμαι.
Στη χώρα πέρασα έναν μήνα αρχές του 2011, και από τη στιγμή που έφθασα (μετά από ένα τρίμηνο στην Κολομβία και στη Βενεζουέλα) αισθάνθηκα ότι... κατέβασα ταχύτητα (ευχαρίστως). Το Τουλκάν, πόλη εισόδου από την Κολομβία, είναι μικροσκοπικό, δεν είχε/έχει καμία σχέση με τις -κατά κανόνα- μεγαλουπόλεις όπου είχα περάσει το προηγούμενο τρίμηνο, σε λίγη ώρα είχα περπατήσει από τη μία άκρη του μέχρι την άλλη, μέχρι και την... πολυτέλεια μεσημεριανού υπνάκου επέτρεψα στον εαυτό μου (είχα περάσει τη βραδιά στο λεωφορείο από Κάλι για Ιπιάλες, ακριβώς πριν τα σύνορα, και ποτέ -μα ποτέ- δεν κοιμάμαι καλά, ούτε καν “στοιχειωδώς ικανοποιητικά” σε λεωφορεία). Με μία λέξη, “χαλαρά...”
Την επομένη, αντί να στριμωχτώ ξανά σε ένα λεωφορείο για αμέτρητες ώρες για να καλύψω μία ακόμα μεγάλη απόσταση, σε λιγότερο από δύο ώρες ήμουν ήδη στον προορισμό μου, την Ιμπάρρα. Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές άνετος και ξεκούραστος στον υπολογιστή του στο σπίτι, μπορεί το “σε λιγότερο από δύο ώρες” να μη λέει τίποτα. Φανταστείτε όμως να έχετε περάσει ήδη κάποιους μήνες κατά τους οποίους ο κανόνας ήταν τα -άβολα, αλλά κάποιες φορές απαραίτητα- βραδινά λεωφορεία. Το ότι τη δεύτερη μέρα μου στο Εκουαδόρ πήγα από το Α στο Β μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες, το υποδέχθηκα σαν... χαλαρωτικό μασάζ στους ώμους...
Η ίδια η Ιμπάρρα, μου άρεσε τόσο πολύ που αισθάνθηκα σχεδόν... άσχημα με τον εαυτό μου... Βρήκα ένα τέλειο για μένα δωμάτιο με καλωδιακή τηλεόραση, περνούσα τα πρωινά κάνοντας βόλτα στη -μικρή- πόλη, κάθε μεσημέρι διάλεγα για φαγητό όποιο μέρος μου είχε φανεί πιο συμπαθητικό πάνω στη βόλτα, επέστρεφα στο δωμάτιο για να γράψω (γενικώς και αορίστως, να γράψω, από μέιλ σε φίλους, μέχρι για το προσωπικό ημερολόγιό μου), αργά το απόγευμα άνοιγα την τηλεόραση και χάζευα με τις ώρες διαδοχικούς αγώνες του Κόπα Λιμπερταδόρες, το βραδάκι έβγαινα για φαγητό κάπου γύρω από το πάρκο που είχα μπροστά από το ξενοδοχείο “μου”, και... αυτό ήταν.
Μετά την Κολομβία και τη Βενεζουέλα στην οποία είχα βαλθεί να συναντάω κόσμο σε κάθε πόλη (πηγαίνοντας κόντρα στη γενικώς μοναχική, στα όρια της αντικοινωνικής, φύση μου), μπαίνοντας στο Εκουαδόρ... κατέβασα ρολά, δεν ήθελα να συναντήσω κανέναν, κι η “βαρετή” και “αδιάφορη” (για τους περισσότερους ταξιδιώτες, είμαι βέβαιος) Ιμπάρρα, αποδείχθηκε ιδανική για μένα, για τη “φάση” στην οποία ήμουν. Κάπως έτσι, κατέληξα να περάσω αρκετές ημέρες, αισθανόμενος “άσχημα” από ένα σημείο και μετά, επειδή μια φωνή στο μυαλό μου μου έλεγε ότι έπρεπε να κάνω πιο “περιπετειώδη” πράγματα από το να βλέπω αγώνες Λιμπερταδόρες στην τηλεόραση και να σημειώνω εκφράσεις των σχολιαστών στο μπλοκάκι μου (στη Λατινική Αμερική πάντα κουβαλάω ένα μπλοκάκι μαζί μου, σε κάθε βόλτα, ή έστω ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι, και σημειώνω λέξεις και εκφράσεις που βλέπω ή ακούω, οτιδήποτε μου κεντρίζει την προσοχή).
Το πώς πέρασα και το πόσο χάρηκα τον χρόνο μου στην Ιμπάρρα, φαντάζομαι ότι με κάνουν να “ακούγομαι” εντελώς ξενέρωτος (που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα). Ο κανόνας λέει ότι κάποιος ταξιδεύει μία, δύο, τρεις φορές τον χρόνο, επιλέγει έναν προορισμό, πηγαίνει για μία, δύο, τρεις εβδομάδες, και φροντίζει μέσα σε εκείνο το σύντομο χρονικό διάστημα να κάνει όσα περισσότερα μπορεί. Αν είσαι... Αυστραλός κι έρχεσαι στην Ελλάδα για τρεις εβδομάδες, δεν περνάς πέντε μέρες στο... Κιλκίς (με κάθε σεβασμό στους Κιλκισιώτες), πηγαίνοντας πάνω-κάτω στους ίδιους δρόμους γύρω από το ίδιο πάρκο κάθε μέρα, και περνώντας ώρες επί ωρών χαζεύοντας ποδόσφαιρο στην τηλεόραση και σημειώνοντας λέξεις σε ένα τεφτεράκι σαν... nerd...
Αν όμως ένα ταξίδι σου διαρκεί μήνες, κι είναι το πέμπτο back-to-back πολύμηνο ταξίδι σου δύο χρόνια μετά τη μέρα που πρωτοφορτώθηκες έναν σάκο στην πλάτη, τότε... όταν βρίσκεις comfort zone, όταν βρίσκεις ένα μέρος στο οποίο μπορείς να αράξεις κάνοντας... τίποτα απολύτως, χώνεσαι στην αγκαλιά της και δεν ξεκολλάς (για μερικές ημέρες). Αυτό τουλάχιστον έκανα εγώ. Μου είχε λείψει να έχω δικό μου δωμάτιο, δικό, μου, δωμάτιο, να μην κοιμάμαι σε κοιτώνα χόστελ, να μη φιλοξενούμαι από κάποιον -φιλόξενο- άγνωστο ερχόμενος σε επαφή μαζί του μέσω ενός σάιτ. Μου είχε λείψει ο ήσυχος ύπνος, βλέποντας διαδοχικά επεισόδια του “Two and a half men” μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Και μου είχε λείψει να βλέπω ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, μόνος, ΜΟΝΟΣ, χωρίς να ανησυχώ ότι κάποιος άλλος στην common area του χόστελ θέλει ίσως να δει κάτι άλλο στην τηλεόραση.
Όταν... ήρθα στα ίσα μου έχοντας χαρεί αυτά που μου είχαν λείψει για πολύ-πολύ καιρό, πήρα το επόμενο λεωφορείο, για Κίτο, με το... μασάζ στους ώμους να συνεχίζεται (απόσταση, μικρότερη από 150 τοσοδούλια χιλιόμετρα).
Αύριο συνεχίζω και ολοκληρώνω με τις εντυπώσεις-αναμνήσεις μου από Εκουαδόρ, κλείνοντας με μία σύντομη λίστα εκείνων που με κάνουν να αισθάνομαι τη συγκεκριμένη χώρα σαν εκείνη στην οποία ταξιδεύεις πιο ξέγνοιαστα από οπουδήποτε αλλού στη Νότια Αμερική. Επιλέγω προσεχτικά τις λέξεις μου, “στην οποία ταξιδεύεις πιο ξέγνοιαστα”, γράφω. Αύριο, εξηγούμαι.