delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Ο Γιώργος μού έδωσε ιδανική πάσα... Χωρίς να υποβαθμίζω τη βαρύτητα των άλλων τριών, σήμερα θα μείνω στο “β” του, το “απίστευτο σέρβις σε όλα (σκίζονται οι άνθρωποι, εξαιρετική ευγένεια)...”
Προσωπικά, το ΠΌΣΟ πραγματικά “περίπτωση” είναι οι Κολομβιανοί, νομίζω ότι το συνειδητοποίησα (και το εκτίμησα όσο του έπρεπε) όχι τον πρώτο μήνα που πέρασα εκεί, αλλά την ημέρα που επέστρεψα στην Κολομβία μετά τον δεύτερο μήνα εκείνου του ταξιδιού, στη γειτονική Βενεζουέλα(...).
Στο πρώτο μαγαζί που μπήκα (στην Κούκουτα, προερχόμενος από Μέριδα), άκουσα κάτι που είχα να ακούσω έναν ολόκληρο μήνα (εκείνον που πέρασα στη Βενεζουέλα)... “¿Qué le damos?” (κάτι σαν “τι σας προσφέρουμε;”), πρόσχαρο, από χείλη χαμογελαστού προσώπου. Έχω ανάγκη να μπαίνω σε φαγάδικο και να με προϋπαντούν με χαμόγελο στα χείλη και χαρωπό “μήνυμα υποδοχής”; Όχι, μπορώ να καθίσω, να παραγγείλω και να φάω, ακόμα και με το αφεντικό... μουτρωμένο, και τον σερβιτόρο αμίλητο. Όμως αυτή είναι μία μικρή λεπτομέρεια που παίζει τον ρόλο της στο να σε προδιαθέτει θετικά με το που μπαίνεις σε έναν χώρο, δημιουργεί “buena onda” που λένε, προσθέτει πόντους στο... σκορ των εντυπώσεων με τις οποίες αφήνεις μία χώρα...
Μετά από έναν μήνα στη Βενεζουέλα, στην οποία οι αστυνομικοί φαινόντουσαν πιο... “υποκοσμικοί” κι από αφεντικά συμμοριών, επιστρέφοντας στην Κολομβία μπορούσα πλέον ξανά να πλησιάζω αστυνομικούς για πληροφορίες (ακόμα και συμβουλές), ξέροντας ότι ο ένστολος συνομιλητής μου θα “σκιζόταν” να μου λύσει οποιαδήποτε απορία, και θα σιγουρευόταν για αυτό πριν αποχαιρετιστούμε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων ήταν μία -κουκλίτσα- αστυνομικός στην Μπογκοτά. Μία “πώς πάνε εκεί;” ερώτησή μου, ψάχνοντας για κάποιο μέρος, κατέληξε σε μισάωρη κουβέντα για ένα κάρο ενδιαφέροντα θέματα, από τις συνθήκες εργασίας των αστυνομικών, μέχρι το πού μπορούσα να βρω φθηνότερα φρούτα κοντά στο χόστελ μου. Ειλικρινά, θεωρώ τους Κολομβιανούς αστυνομικούς ασύγκριτους στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον τουρίστα, βάζοντας κι αυτοί το λιθαράκι τους στο να φύγεις από τη χώρα εντυπωσιασμένος από αυτό που λέμε “κόσμος”.
Στη Μέριδα, στη Βενεζουέλα, πέρασα αρκετό χρόνο με έναν Ισπανό που επιβεβαίωσε κάτι που είχα ακούσει και διαβάσει. Τον ρώτησα αν ισχύει ότι οι Κολομβιανοί χρησιμοποιούν ακόμα εκφράσεις ευγενείας τόσο παλιές, που στην ίδια την Ισπανία θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες. Μου το επιβεβαίωσε. Του είχε κάνει εντύπωση κι εκείνου (είχε περάσει καιρό στην Κολομβία πριν περάσει τα σύνορα με τη Βενεζουέλα), και ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση του είχε κάνει ότι οι “ξεπερασμένες” εκφράσεις ευγενείας των Κολομβιανών, του ακούγονταν... φυσικές, όχι προσποιητές. Τις χρησιμοποιούν όχι “παίζοντάς” το “εξαιρετικά ευγενικοί”, που έγραψε κι ο Γιώργος, αλλά επειδή... το έχουν μέσα τους.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω παιδιά με τα οποία πέρασα άπλετο χρόνο στην Μπογκοτά, στο Μεντεγίν, στο Κάλι, οπουδήποτε πήγα στην Κολομβία, παιδιά που όταν, για παράδειγμα, σταματούσαν πλανόδιο πωλητή για να αγοράσουν τσιγάρα, άρχιζαν τη φράση τους λέγοντας “¿me regala...?” Κυριολεκτικά σημαίνει “μου δωρίζετε;”, κάτι που ακούστηκε στα αυτιά μου τις πρώτες φορές πολύ-πολύ παράξενο, μια και επρόκειτο για αγορά, κάποιος έδινε χρήματα για να αγοράσει κάτι, κανείς δεν χάριζε τίποτα σε κανέναν. Αυτό το “¿me regala...?” δεν το είχα ακούσει σε καμία άλλη ισπανόφωνη χώρα πριν, ούτε το άκουσα σε άλλη ισπανόφωνη χώρα μετά την Κολομβία. Προσθέστε το πόσο ευχάριστα ακούγονται τα Ισπανικά της Κολομβίας (αγαπημένη μου προφορά εκείνη του Μεντεγίν), και μπορείτε να φανταστείτε πόσο έξτρα χαριτωμένο κι ευγενικό ακούγεται αυτό το “¿me regala...?”
Όσο για το πώς μου συμπεριφέρθηκε κόσμος και κοσμάκης που συνάντησα στην Κολομβία μέσω ενός σάιτ, δεν αρχίζω καν, γιατί αντί για σύντομη καταχώριση σε αυτήν την ιστορία, θα κατέληγα να γράψω ολόκληρο τόμο εγκυκλοπαίδειας. Ένα γράφω μόνο: χθες μοιράστηκα τις υψηλές προσδοκίες με τις οποίες πρωτοπήγα στην Κολομβία, έχοντας εντυπωσιαστεί από Κολομβιανούς που είχα συναντήσει σε άλλες χώρες. Ο κανόνας, εκτιμώ, είναι, όταν πηγαίνεις κάπου με ΠΟΛΥ υψηλές προσδοκίες, να καταλήγεις να μένεις με “ναι μεν, αλλά”, εντυπώσεις, θύμα των ίδιων των πολύ υψηλών προσδοκιών σου. Στην περίπτωση όμως των Κολομβιανών, οι όχι απλά υψηλές, αλλά... αιωρούμενες κάπου στη στρατόσφαιρα προσδοκίες μου, αποδείχθηκαν παιχνιδάκι για εκείνους να τις υπερκαλύψουν. ΤΟΣΟ με εντυπωσίασαν...
Ο Γιώργος όμως έγραψε και κάτι άλλο στο “β” του. “(...)εξαιρώντας φυσικά το κομμάτι της Καραϊβικής (εκεί κουβανίζουν τελείως)”. Δε θα μπορούσα να συμφωνώ περισσότερο. Από όλα τα μέρη στα οποία πήγα στην Κολομβία, μόνο στην Καρταχένα βγήκα από τα ρούχα μου, μέσα στα νεύρα. Φανταστείτε να έχετε περάσει ένα 13ωρο σε βραδινό λεωφορείο, να φθάνετε επιτέλους στον προορισμό σας, να βρίσκετε το μέρος στο οποίο έχετε κάνει κράτηση, και να σας λένε “α, είμαστε γεμάτοι, αν θέλεις μπορούμε να σου δώσουμε ένα στρώμα και να περάσεις τη βραδιά απόψε στον διάδρομο. Αύριο βλέπουμε... Μπορεί να αδειάσει κάποιο κρεβάτι”. Κι αυτό, σε ξενώνα στον οποίο είχα κάνει κράτηση, κι είχα προπληρώσει το 10%.
Επιπλέον, μόνο στην Καρταχένα είδα (στην Κολομβία) με τα μάτια μου σκηνές που μου σήκωσαν την τρίχα και με έκαναν να ανησυχήσω για την ασφάλειά μου. Το “κακό” μπορεί να σου τύχει οπουδήποτε, όμως άλλο είναι το επίπεδο επιφυλακής στο οποίο βρίσκεσαι σε μέρος για το οποίο απλά έχεις ακούσει “κακές” ιστορίες, κι άλλο είναι σε μέρος στο οποίο μπροστά στα μάτια σου, σε πολυσύχναστο δρόμο γειτονιάς τίγκα στους ξενώνες, τα μπαράκια και τα φαγάδικα, βλέπεις ξαφνικά δέκα ντόπιους εκτός εαυτού να σπάνε γυάλινα μπουκάλια που κρατούν στα χέρια τους, να τα πετάνε οι μεν στους δε, και μετά να κυνηγιούνται και να “κόβουν” ο ένας τον άλλο, με δεκάδες τουρίστες να τρέχουν να χωθούν σε μαγαζιά, και καταστηματάρχες να κατεβάζουν γρήγορα-γρήγορα τα ρολά και να τραβάνε τις κουρτίνες των μαγαζιών τους για να προστατέψουν τους πελάτες τους. Μόνο στην Καρταχένα (στην οποία όμως με ενθουσιασμό θα επιστρέψω την 1η Φεβρουαρίου, μια και τα αρνητικά της ωχριούν, στα μάτια μου, μπροστά στα ασύγκριτα περισσότερα θετικά της).
Προσωπικά, το ΠΌΣΟ πραγματικά “περίπτωση” είναι οι Κολομβιανοί, νομίζω ότι το συνειδητοποίησα (και το εκτίμησα όσο του έπρεπε) όχι τον πρώτο μήνα που πέρασα εκεί, αλλά την ημέρα που επέστρεψα στην Κολομβία μετά τον δεύτερο μήνα εκείνου του ταξιδιού, στη γειτονική Βενεζουέλα(...).
Στο πρώτο μαγαζί που μπήκα (στην Κούκουτα, προερχόμενος από Μέριδα), άκουσα κάτι που είχα να ακούσω έναν ολόκληρο μήνα (εκείνον που πέρασα στη Βενεζουέλα)... “¿Qué le damos?” (κάτι σαν “τι σας προσφέρουμε;”), πρόσχαρο, από χείλη χαμογελαστού προσώπου. Έχω ανάγκη να μπαίνω σε φαγάδικο και να με προϋπαντούν με χαμόγελο στα χείλη και χαρωπό “μήνυμα υποδοχής”; Όχι, μπορώ να καθίσω, να παραγγείλω και να φάω, ακόμα και με το αφεντικό... μουτρωμένο, και τον σερβιτόρο αμίλητο. Όμως αυτή είναι μία μικρή λεπτομέρεια που παίζει τον ρόλο της στο να σε προδιαθέτει θετικά με το που μπαίνεις σε έναν χώρο, δημιουργεί “buena onda” που λένε, προσθέτει πόντους στο... σκορ των εντυπώσεων με τις οποίες αφήνεις μία χώρα...
Μετά από έναν μήνα στη Βενεζουέλα, στην οποία οι αστυνομικοί φαινόντουσαν πιο... “υποκοσμικοί” κι από αφεντικά συμμοριών, επιστρέφοντας στην Κολομβία μπορούσα πλέον ξανά να πλησιάζω αστυνομικούς για πληροφορίες (ακόμα και συμβουλές), ξέροντας ότι ο ένστολος συνομιλητής μου θα “σκιζόταν” να μου λύσει οποιαδήποτε απορία, και θα σιγουρευόταν για αυτό πριν αποχαιρετιστούμε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων ήταν μία -κουκλίτσα- αστυνομικός στην Μπογκοτά. Μία “πώς πάνε εκεί;” ερώτησή μου, ψάχνοντας για κάποιο μέρος, κατέληξε σε μισάωρη κουβέντα για ένα κάρο ενδιαφέροντα θέματα, από τις συνθήκες εργασίας των αστυνομικών, μέχρι το πού μπορούσα να βρω φθηνότερα φρούτα κοντά στο χόστελ μου. Ειλικρινά, θεωρώ τους Κολομβιανούς αστυνομικούς ασύγκριτους στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον τουρίστα, βάζοντας κι αυτοί το λιθαράκι τους στο να φύγεις από τη χώρα εντυπωσιασμένος από αυτό που λέμε “κόσμος”.
Στη Μέριδα, στη Βενεζουέλα, πέρασα αρκετό χρόνο με έναν Ισπανό που επιβεβαίωσε κάτι που είχα ακούσει και διαβάσει. Τον ρώτησα αν ισχύει ότι οι Κολομβιανοί χρησιμοποιούν ακόμα εκφράσεις ευγενείας τόσο παλιές, που στην ίδια την Ισπανία θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες. Μου το επιβεβαίωσε. Του είχε κάνει εντύπωση κι εκείνου (είχε περάσει καιρό στην Κολομβία πριν περάσει τα σύνορα με τη Βενεζουέλα), και ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση του είχε κάνει ότι οι “ξεπερασμένες” εκφράσεις ευγενείας των Κολομβιανών, του ακούγονταν... φυσικές, όχι προσποιητές. Τις χρησιμοποιούν όχι “παίζοντάς” το “εξαιρετικά ευγενικοί”, που έγραψε κι ο Γιώργος, αλλά επειδή... το έχουν μέσα τους.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω παιδιά με τα οποία πέρασα άπλετο χρόνο στην Μπογκοτά, στο Μεντεγίν, στο Κάλι, οπουδήποτε πήγα στην Κολομβία, παιδιά που όταν, για παράδειγμα, σταματούσαν πλανόδιο πωλητή για να αγοράσουν τσιγάρα, άρχιζαν τη φράση τους λέγοντας “¿me regala...?” Κυριολεκτικά σημαίνει “μου δωρίζετε;”, κάτι που ακούστηκε στα αυτιά μου τις πρώτες φορές πολύ-πολύ παράξενο, μια και επρόκειτο για αγορά, κάποιος έδινε χρήματα για να αγοράσει κάτι, κανείς δεν χάριζε τίποτα σε κανέναν. Αυτό το “¿me regala...?” δεν το είχα ακούσει σε καμία άλλη ισπανόφωνη χώρα πριν, ούτε το άκουσα σε άλλη ισπανόφωνη χώρα μετά την Κολομβία. Προσθέστε το πόσο ευχάριστα ακούγονται τα Ισπανικά της Κολομβίας (αγαπημένη μου προφορά εκείνη του Μεντεγίν), και μπορείτε να φανταστείτε πόσο έξτρα χαριτωμένο κι ευγενικό ακούγεται αυτό το “¿me regala...?”
Όσο για το πώς μου συμπεριφέρθηκε κόσμος και κοσμάκης που συνάντησα στην Κολομβία μέσω ενός σάιτ, δεν αρχίζω καν, γιατί αντί για σύντομη καταχώριση σε αυτήν την ιστορία, θα κατέληγα να γράψω ολόκληρο τόμο εγκυκλοπαίδειας. Ένα γράφω μόνο: χθες μοιράστηκα τις υψηλές προσδοκίες με τις οποίες πρωτοπήγα στην Κολομβία, έχοντας εντυπωσιαστεί από Κολομβιανούς που είχα συναντήσει σε άλλες χώρες. Ο κανόνας, εκτιμώ, είναι, όταν πηγαίνεις κάπου με ΠΟΛΥ υψηλές προσδοκίες, να καταλήγεις να μένεις με “ναι μεν, αλλά”, εντυπώσεις, θύμα των ίδιων των πολύ υψηλών προσδοκιών σου. Στην περίπτωση όμως των Κολομβιανών, οι όχι απλά υψηλές, αλλά... αιωρούμενες κάπου στη στρατόσφαιρα προσδοκίες μου, αποδείχθηκαν παιχνιδάκι για εκείνους να τις υπερκαλύψουν. ΤΟΣΟ με εντυπωσίασαν...
Ο Γιώργος όμως έγραψε και κάτι άλλο στο “β” του. “(...)εξαιρώντας φυσικά το κομμάτι της Καραϊβικής (εκεί κουβανίζουν τελείως)”. Δε θα μπορούσα να συμφωνώ περισσότερο. Από όλα τα μέρη στα οποία πήγα στην Κολομβία, μόνο στην Καρταχένα βγήκα από τα ρούχα μου, μέσα στα νεύρα. Φανταστείτε να έχετε περάσει ένα 13ωρο σε βραδινό λεωφορείο, να φθάνετε επιτέλους στον προορισμό σας, να βρίσκετε το μέρος στο οποίο έχετε κάνει κράτηση, και να σας λένε “α, είμαστε γεμάτοι, αν θέλεις μπορούμε να σου δώσουμε ένα στρώμα και να περάσεις τη βραδιά απόψε στον διάδρομο. Αύριο βλέπουμε... Μπορεί να αδειάσει κάποιο κρεβάτι”. Κι αυτό, σε ξενώνα στον οποίο είχα κάνει κράτηση, κι είχα προπληρώσει το 10%.
Επιπλέον, μόνο στην Καρταχένα είδα (στην Κολομβία) με τα μάτια μου σκηνές που μου σήκωσαν την τρίχα και με έκαναν να ανησυχήσω για την ασφάλειά μου. Το “κακό” μπορεί να σου τύχει οπουδήποτε, όμως άλλο είναι το επίπεδο επιφυλακής στο οποίο βρίσκεσαι σε μέρος για το οποίο απλά έχεις ακούσει “κακές” ιστορίες, κι άλλο είναι σε μέρος στο οποίο μπροστά στα μάτια σου, σε πολυσύχναστο δρόμο γειτονιάς τίγκα στους ξενώνες, τα μπαράκια και τα φαγάδικα, βλέπεις ξαφνικά δέκα ντόπιους εκτός εαυτού να σπάνε γυάλινα μπουκάλια που κρατούν στα χέρια τους, να τα πετάνε οι μεν στους δε, και μετά να κυνηγιούνται και να “κόβουν” ο ένας τον άλλο, με δεκάδες τουρίστες να τρέχουν να χωθούν σε μαγαζιά, και καταστηματάρχες να κατεβάζουν γρήγορα-γρήγορα τα ρολά και να τραβάνε τις κουρτίνες των μαγαζιών τους για να προστατέψουν τους πελάτες τους. Μόνο στην Καρταχένα (στην οποία όμως με ενθουσιασμό θα επιστρέψω την 1η Φεβρουαρίου, μια και τα αρνητικά της ωχριούν, στα μάτια μου, μπροστά στα ασύγκριτα περισσότερα θετικά της).