delmem2233
Member
- Μηνύματα
- 392
- Likes
- 4.199
Σαλέντο, το χωριουδάκι που “σκοράρει από τα αποδυτήρια”
Έγραψα τις προάλλες για το Μανισάλες ότι μεταφορικά “it had me at hello”, κερδίζοντάς με πριν καλά-καλά πατήσω το πόδι μου εκεί. Το ίδιο συνέβη με το μικροσκοπικό Σαλέντο, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του κουκλίστικου χωριουδακίου με το όνομα που παραπέμπει στον ιταλικό νότο, το “it had me at hello” το εννοώ μισο-μεταφορικά, και μισο-κυριολεκτικά...
Φανταστείτε αυτό: μετά από -ευχάριστη και ξεκούραστη- διαδρομή ούτε μίας ώρας, φθάνεις από την Περέιρα(... Οι τρεις τελείες έχουν να κάνουν με τις εντυπώσεις με τις οποίες με άφησε η συγκεκριμένη πόλη, εντυπώσεις μου μοιράστηκα στο προηγούμενο κείμενο) στο Σαλέντο, και στα τέσσερα-πέντε τετράγωνα από τη στροφή που μπαίνεις στο χωριό, μέχρι την κεντρική πλατεία του, έχεις ήδη δει δυο ντουζίνες τρισχαριτωμένα σπίτια, με όμορφα παράθυρα και πόρτες βαμμένα σε έντονα, χαρωπά χρώματα...
Κατεβαίνεις δε από το λεωφορείο, και πριν ακόμα φορτωθείς τον σάκο σου στην πλάτη, δύο ηλικιωμένοι ντόπιοι που κάθονται μπροστά/κάτω από ένα χαρωπά βαμμένο παράθυρο με γλάστρες γεμάτες λουλούδια στην άκρη του, σε χαιρετούν με ένα χαμογελαστό “buenas”. Μέχρι να φθάσεις δε στην πόρτα του χόστελ σου, 4-5 τετράγωνα δρόμος, μισή ντουζίνα ακόμα ντόπιοι κάθε ηλικίας σε έχουν χαιρετήσει, το ίδιο χαμογελαστά. Αν αυτό το καλωσόρισμα δεν είναι ο ορισμός του “γκολ από τα αποδυτήρια”, τότε δεν ξέρω τι είναι...
Δέκα carreras και δέκα calles, δηλαδή δέκα δρόμοι που πηγαίνουν βόρεια-νότια και δέκα που πηγαίνουν ανατολικά-δυτικά, αυτό είναι το Σαλέντο, τόσο μικρό. Μερικές δεκάδες τετράγωνα γεμάτα από όμορφα σπίτια (πάμπολλα εκ των οποίων έχουν μετατραπεί είτε σε ξενώνες είτε σε καλαίσθητα φαγάδικα ή μπαράκια), μία μεγάλη πλατεία (με ένα μικρό -για τα δεδομένα της Κολομβίας- άγαλμα του απελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ), μία εκκλησία στη βόρεια πλευρά της (με τεράστια “Α” και “Ω” στην πρόσοψή της), και μεταξύ κάποιων ακόμα, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, στο οποίο κατά τύχη “έπεσα” σε παιχνίδι της τοπικής ομάδας κόντρα σε γειτονικό χωριό...
Οι πράσινοι γηπεδούχοι είχαν για κεντρικό επιθετικό τον... δήμαρχο του Σαλέντο (δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει χειραψία μέχρι και με... αγελάδα που έβοσκε σε μια γωνιά του γηπέδου, εκλογές είχαμε στην Κολομβία γαρ, την Κυριακή που μας πέρασε), ο οποίος για τα χρόνια του (στα 55 τον “έκοψα”) και για την... κοιλιά του, ήταν μάλλον “αξιοπρεπής” εντός αγωνιστικού χώρου. Όσο ενδιαφέρον ήταν το παιχνίδι, άλλο τόσο ήταν η κουβέντα μου με πιτσιρικά (στα 20) που καθόταν δίπλα μου, και μου είπε μεταξύ άλλων ότι από το να πάει σε μεγάλη πόλη και να προσπαθήσει να βγάλει λεφτά-λεφτά-λεφτά, προτιμά να μείνει στο μικρό Σαλέντο, στην οικογένειά του, στους φίλους του, στην... ησυχία του, στην ασφάλειά του, κι ας βγάζει μόνο όσα χρειάζεται για να επιζεί (και να αγοράζει το “χόρτο” που κάθε βράδυ καπνίζει με τους φίλους του στα πράσινα/κίτρινα/μπλε σκαλιά που “βγάζουν” στην κορυφή ενός λόφου, από την οποία έχεις πανοραμική θέα προς το χωριό και τις γύρω βουνοπλαγιές).
Παρά όμως τους τουρίστες που μαζεύονται στο Σαλέντο και τα αμέτρητα σπίτια που έχουν μετατραπεί σε ξενώνες και φαγάδικα/μπαρ, το χωριό, ακόμα και στον κεντρικό δρόμο του, εκεί που βρίσκονται τα περισσότερα μαγαζιά με αναμνηστικά, παραμένει... χωριό. Τρία τουλάχιστον όμορφα μαγαζιά πάνω στον κεντρικό δρόμο, είναι... μπιλιαρδάδικα, με την πελατεία να έχει μέσο όρο ηλικίας... συνταξιούχου. “Σαλεντιανοί” άνω των 60 (οι περισσότεροι), με το αραιό λευκό μαλλί τους επί κεφαλής, και κοιλίτσες μεγέθους ετοιμόγεννης γυναίκας, κάθονται αραχτοί γύρω από τραπέζια και βρέχουν συχνά-πυκνά το λαρύγγι τους, με τους πιο μερακλήδες να δοκιμάζουν τις ικανότητές τους στο μπιλιάρδο, σε μαγαζιά που φαίνονται να μην έχουν αλλάξει εδώ και πολύ-πολύ καιρό. Τα “μοντέρνα” μαγαζιά τα βλέπεις, με τα τραπέζια και τις καρέκλες τους τακτοποιημένα, σε τάξη, με φρεσκοβαμμένους τοίχους, με ηχεία που παίζουν καθαρά μουσική, ηχεία καινούργια, ή τουλάχιστον που δουλεύουν σαν καινούργια. Τα συγκεκριμένα μπιλιαρδάδικα ήταν... χαριτωμένα “χύμα”, με τους τοίχους ψιλοσκούρους, με τις καρέκλες να φωνάζουν ότι θα έπρεπε να είχαν... αποσυρθεί προ καιρού, και με ηχεία που θα έκαναν συλλέκτη παλιών ηχείων να νομίζει, βλέποντάς τα, ότι πέθανε κι έχει πάει στον (δικού του ορισμού) παράδεισο...
Το μέγεθος του Σαλέντο, το πόσο μικρό είναι, είναι η... ευλογία του (σε δύο μέρες, έχοντας ανέβει/κατέβει, και πάει πέρα-δώθε, αισθάνθηκα ότι είχα δει τους πάντες, και μάλιστα δύο και τρεις φορές), είναι, για τύπους σαν εμένα τουλάχιστον, και η κατάρα του. Το τρίτο πρωί ξύπνησα χωρίς να είμαι βέβαιος αν θα έμενα περισσότερο, ή αν θα έπαιρνα λεωφορείο για την κοντινή Αρμένια, “μία ακόμα πόλη”. Το Σαλέντο το αισθάνθηκα... ζεστό, φιλόξενο, χαριτωμένο, ήσυχο, ξέγνοιαστο, ξεκούραστο, ευχάριστο, και μια ντουζίνα ακόμα θετικά πράγματα, όμως...
Όμως, αν έμενα περισσότερο, θα έκανα βόλτα στους ίδιους δρόμους, κι εγώ, καλώς ή κακώς, έχω σχεδόν παθολογική ανάγκη να βλέπω συνεχώς κάτι διαφορετικό. Από το να μείνω τρίτη (και τέταρτη) μέρα στο Σαλέντο, καταλήγοντας να βαρεθώ, άρα να μαγαρίσω τις συνολικές εντυπώσεις μου και αναμνήσεις μου από εκεί, προτίμησα να φύγω, και να το θυμάμαι σαν ένα από τα πιο-πιο-πιο “χαριτωμένα” χωριά που έχω επισκεφτεί, και δεν εννοώ μόνο στην Κολομβία, ή στη Λατινική Αμερική...
Λεπτομέρεια: στην Κολομβία υπάρχει χωριό με μέγεθος παρόμοιο (λίγο μεγαλύτερο) του Σαλέντο. Λέγεται Μπαρριτσάρα, είναι βορειοανατολικά της Μπογκοτά, κι είναι σήμερα διατηρημένο τόσο... τσίλικο, που συχνά-πυκνά δρόμοι του και σπίτια του χρησιμοποιούνται ως σκηνικό σε ταινίες, τοπικές παραγωγές, ή τελενοβέλας “εποχής”. Μπαρριτσάρα και Σαλέντο όμως, έχουν μία τεράστια διαφορά...
Η πρώτη, αν ήταν γυναίκα, θα έβγαινε για να πάει στο μαγαζί της γωνίας έχοντας περάσει μπόλικη ώρα μπροστά στον καθρέφτη, έχοντας περιποιηθεί τα μαλλιά της μέχρι τελευταίας τρίχας, και θα είχε φορέσει φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Το Σαλέντο, αν ήταν γυναίκα, θα είχε βγει ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη, “χτενίζοντας” τα μαλλιά της με ένα πέρασμα του χεριού της ανάμεσά τους, και θα είχε φορέσει ό,τι έβρισκε μπροστά της...
Εννοώ ότι η Μπαρριτσάρα, στα μάτια μου τουλάχιστον, φάνηκε (πήγα εκεί μονοήμερη από το κοντινό Σαν Χιλ το 2011) “περιποιημένη, στην τρίχα”, χωρίς ίχνος σκουπιδιού πουθενά, και κυρίως μα κυρίως με ελάχιστα καλώδια και σπίτια-παραφωνίες (αρχιτεκτονικά). Το μέρος πραγματικά “φώναζε” ότι ήταν/είναι ό,τι πρέπει για σκηνικό ταινίας/τελενοβέλας “εποχής”. Αντίθετα, το Σαλέντο το αισθάνθηκα πιο... ατημέλητο. Γοητευτικά ατημέλητο. Μέχρι και σπίτια-παραφωνίες βλέπεις (αφήστε τα καλώδια), ακόμα και σπίτια που κτίζονται τώρα, βλέπεις ότι δεν έχουν καμία σχέση με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του χωριού, κάποιοι δρόμοι δε, έχουν τρύπες στις οποίες θα μπορούσε να χαθεί... αεροπλάνο. Όμως με έναν παράξενο τρόπο, όλα αυτά το κάνουν να φαίνεται πιο... να το πω “απλό”; “Αληθινό”; “Προσιτό”; “Ρεαλιστικό”; Και η Μπαρριτσάρα είναι όλα αυτά, ούτε “πολύπλοκη” είναι, ούτε “ψεύτικη” είναι, ούτε... με τη μύτη ψηλά, αλλά όντως μου φάνηκε “εκτός σύγχρονης κολομβιανής πραγματικότητας”, έτσι “περιποιημένη στην τρίχα” όπως την είδα, έχοντας περάσει τότε ήδη αρκετό χρόνο στην Κολομβία.
Είμαι ήδη στο Κάλι, όμως μένοντας (ξαφνιάζοντάς με) πιστός στην “ένα κείμενο για κάθε μέρος” ρουτίνα μου, το επόμενο κείμενο θα είναι για την Αρμένια, για τις δύο ευχάριστες ημέρες που πέρασα εκεί το τελευταίο Σαββατοκύριακο.
Χαιρετίσματα από Κάλι, στο οποίο χθες το μεσημέρι άνοιξαν οι ουρανοί για τρεις ώρες, και πριν κοπάσει η βροχή, η μισή πόλη είχε πλημμυρίσει. Η κοπέλα που πάσχιζε να μαζέψει τα νερά στον ξενώνα “μου”, είπε ότι δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της τέτοια βροχή. Νόμιζα ότι υπερέβαλε, για να δικαιολογήσει τα προβλήματα που προέκυψαν στον ξενώνα από τη βροχή. Αργότερα που άνοιξα τηλεόραση και μπήκα στο ίντερνετ, στη σελίδα της El País, μίας τοπικής εφημερίδας, έμεινα να χαζεύω με το στόμα ανοικτό, να μην πιστεύω τις εικόνες που έβλεπα, λες και ό,τι είχε συμβεί, είχε συμβεί σε άλλη πόλη, κι όχι εδώ που είμαι. Όσο για το “τέτοια βροχή δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου”, το επανέλαβαν πολλοί στην τηλεόραση. Είχα βιαστεί να θεωρήσω υπερβολική την κοπέλα στον ξενώνα. Μάθημα (να μη βιάζομαι να βγάζω συμπεράσματα).
Έγραψα τις προάλλες για το Μανισάλες ότι μεταφορικά “it had me at hello”, κερδίζοντάς με πριν καλά-καλά πατήσω το πόδι μου εκεί. Το ίδιο συνέβη με το μικροσκοπικό Σαλέντο, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του κουκλίστικου χωριουδακίου με το όνομα που παραπέμπει στον ιταλικό νότο, το “it had me at hello” το εννοώ μισο-μεταφορικά, και μισο-κυριολεκτικά...
Φανταστείτε αυτό: μετά από -ευχάριστη και ξεκούραστη- διαδρομή ούτε μίας ώρας, φθάνεις από την Περέιρα(... Οι τρεις τελείες έχουν να κάνουν με τις εντυπώσεις με τις οποίες με άφησε η συγκεκριμένη πόλη, εντυπώσεις μου μοιράστηκα στο προηγούμενο κείμενο) στο Σαλέντο, και στα τέσσερα-πέντε τετράγωνα από τη στροφή που μπαίνεις στο χωριό, μέχρι την κεντρική πλατεία του, έχεις ήδη δει δυο ντουζίνες τρισχαριτωμένα σπίτια, με όμορφα παράθυρα και πόρτες βαμμένα σε έντονα, χαρωπά χρώματα...
Κατεβαίνεις δε από το λεωφορείο, και πριν ακόμα φορτωθείς τον σάκο σου στην πλάτη, δύο ηλικιωμένοι ντόπιοι που κάθονται μπροστά/κάτω από ένα χαρωπά βαμμένο παράθυρο με γλάστρες γεμάτες λουλούδια στην άκρη του, σε χαιρετούν με ένα χαμογελαστό “buenas”. Μέχρι να φθάσεις δε στην πόρτα του χόστελ σου, 4-5 τετράγωνα δρόμος, μισή ντουζίνα ακόμα ντόπιοι κάθε ηλικίας σε έχουν χαιρετήσει, το ίδιο χαμογελαστά. Αν αυτό το καλωσόρισμα δεν είναι ο ορισμός του “γκολ από τα αποδυτήρια”, τότε δεν ξέρω τι είναι...
Δέκα carreras και δέκα calles, δηλαδή δέκα δρόμοι που πηγαίνουν βόρεια-νότια και δέκα που πηγαίνουν ανατολικά-δυτικά, αυτό είναι το Σαλέντο, τόσο μικρό. Μερικές δεκάδες τετράγωνα γεμάτα από όμορφα σπίτια (πάμπολλα εκ των οποίων έχουν μετατραπεί είτε σε ξενώνες είτε σε καλαίσθητα φαγάδικα ή μπαράκια), μία μεγάλη πλατεία (με ένα μικρό -για τα δεδομένα της Κολομβίας- άγαλμα του απελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ), μία εκκλησία στη βόρεια πλευρά της (με τεράστια “Α” και “Ω” στην πρόσοψή της), και μεταξύ κάποιων ακόμα, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, στο οποίο κατά τύχη “έπεσα” σε παιχνίδι της τοπικής ομάδας κόντρα σε γειτονικό χωριό...
Οι πράσινοι γηπεδούχοι είχαν για κεντρικό επιθετικό τον... δήμαρχο του Σαλέντο (δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει χειραψία μέχρι και με... αγελάδα που έβοσκε σε μια γωνιά του γηπέδου, εκλογές είχαμε στην Κολομβία γαρ, την Κυριακή που μας πέρασε), ο οποίος για τα χρόνια του (στα 55 τον “έκοψα”) και για την... κοιλιά του, ήταν μάλλον “αξιοπρεπής” εντός αγωνιστικού χώρου. Όσο ενδιαφέρον ήταν το παιχνίδι, άλλο τόσο ήταν η κουβέντα μου με πιτσιρικά (στα 20) που καθόταν δίπλα μου, και μου είπε μεταξύ άλλων ότι από το να πάει σε μεγάλη πόλη και να προσπαθήσει να βγάλει λεφτά-λεφτά-λεφτά, προτιμά να μείνει στο μικρό Σαλέντο, στην οικογένειά του, στους φίλους του, στην... ησυχία του, στην ασφάλειά του, κι ας βγάζει μόνο όσα χρειάζεται για να επιζεί (και να αγοράζει το “χόρτο” που κάθε βράδυ καπνίζει με τους φίλους του στα πράσινα/κίτρινα/μπλε σκαλιά που “βγάζουν” στην κορυφή ενός λόφου, από την οποία έχεις πανοραμική θέα προς το χωριό και τις γύρω βουνοπλαγιές).
Παρά όμως τους τουρίστες που μαζεύονται στο Σαλέντο και τα αμέτρητα σπίτια που έχουν μετατραπεί σε ξενώνες και φαγάδικα/μπαρ, το χωριό, ακόμα και στον κεντρικό δρόμο του, εκεί που βρίσκονται τα περισσότερα μαγαζιά με αναμνηστικά, παραμένει... χωριό. Τρία τουλάχιστον όμορφα μαγαζιά πάνω στον κεντρικό δρόμο, είναι... μπιλιαρδάδικα, με την πελατεία να έχει μέσο όρο ηλικίας... συνταξιούχου. “Σαλεντιανοί” άνω των 60 (οι περισσότεροι), με το αραιό λευκό μαλλί τους επί κεφαλής, και κοιλίτσες μεγέθους ετοιμόγεννης γυναίκας, κάθονται αραχτοί γύρω από τραπέζια και βρέχουν συχνά-πυκνά το λαρύγγι τους, με τους πιο μερακλήδες να δοκιμάζουν τις ικανότητές τους στο μπιλιάρδο, σε μαγαζιά που φαίνονται να μην έχουν αλλάξει εδώ και πολύ-πολύ καιρό. Τα “μοντέρνα” μαγαζιά τα βλέπεις, με τα τραπέζια και τις καρέκλες τους τακτοποιημένα, σε τάξη, με φρεσκοβαμμένους τοίχους, με ηχεία που παίζουν καθαρά μουσική, ηχεία καινούργια, ή τουλάχιστον που δουλεύουν σαν καινούργια. Τα συγκεκριμένα μπιλιαρδάδικα ήταν... χαριτωμένα “χύμα”, με τους τοίχους ψιλοσκούρους, με τις καρέκλες να φωνάζουν ότι θα έπρεπε να είχαν... αποσυρθεί προ καιρού, και με ηχεία που θα έκαναν συλλέκτη παλιών ηχείων να νομίζει, βλέποντάς τα, ότι πέθανε κι έχει πάει στον (δικού του ορισμού) παράδεισο...
Το μέγεθος του Σαλέντο, το πόσο μικρό είναι, είναι η... ευλογία του (σε δύο μέρες, έχοντας ανέβει/κατέβει, και πάει πέρα-δώθε, αισθάνθηκα ότι είχα δει τους πάντες, και μάλιστα δύο και τρεις φορές), είναι, για τύπους σαν εμένα τουλάχιστον, και η κατάρα του. Το τρίτο πρωί ξύπνησα χωρίς να είμαι βέβαιος αν θα έμενα περισσότερο, ή αν θα έπαιρνα λεωφορείο για την κοντινή Αρμένια, “μία ακόμα πόλη”. Το Σαλέντο το αισθάνθηκα... ζεστό, φιλόξενο, χαριτωμένο, ήσυχο, ξέγνοιαστο, ξεκούραστο, ευχάριστο, και μια ντουζίνα ακόμα θετικά πράγματα, όμως...
Όμως, αν έμενα περισσότερο, θα έκανα βόλτα στους ίδιους δρόμους, κι εγώ, καλώς ή κακώς, έχω σχεδόν παθολογική ανάγκη να βλέπω συνεχώς κάτι διαφορετικό. Από το να μείνω τρίτη (και τέταρτη) μέρα στο Σαλέντο, καταλήγοντας να βαρεθώ, άρα να μαγαρίσω τις συνολικές εντυπώσεις μου και αναμνήσεις μου από εκεί, προτίμησα να φύγω, και να το θυμάμαι σαν ένα από τα πιο-πιο-πιο “χαριτωμένα” χωριά που έχω επισκεφτεί, και δεν εννοώ μόνο στην Κολομβία, ή στη Λατινική Αμερική...
Λεπτομέρεια: στην Κολομβία υπάρχει χωριό με μέγεθος παρόμοιο (λίγο μεγαλύτερο) του Σαλέντο. Λέγεται Μπαρριτσάρα, είναι βορειοανατολικά της Μπογκοτά, κι είναι σήμερα διατηρημένο τόσο... τσίλικο, που συχνά-πυκνά δρόμοι του και σπίτια του χρησιμοποιούνται ως σκηνικό σε ταινίες, τοπικές παραγωγές, ή τελενοβέλας “εποχής”. Μπαρριτσάρα και Σαλέντο όμως, έχουν μία τεράστια διαφορά...
Η πρώτη, αν ήταν γυναίκα, θα έβγαινε για να πάει στο μαγαζί της γωνίας έχοντας περάσει μπόλικη ώρα μπροστά στον καθρέφτη, έχοντας περιποιηθεί τα μαλλιά της μέχρι τελευταίας τρίχας, και θα είχε φορέσει φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Το Σαλέντο, αν ήταν γυναίκα, θα είχε βγει ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη, “χτενίζοντας” τα μαλλιά της με ένα πέρασμα του χεριού της ανάμεσά τους, και θα είχε φορέσει ό,τι έβρισκε μπροστά της...
Εννοώ ότι η Μπαρριτσάρα, στα μάτια μου τουλάχιστον, φάνηκε (πήγα εκεί μονοήμερη από το κοντινό Σαν Χιλ το 2011) “περιποιημένη, στην τρίχα”, χωρίς ίχνος σκουπιδιού πουθενά, και κυρίως μα κυρίως με ελάχιστα καλώδια και σπίτια-παραφωνίες (αρχιτεκτονικά). Το μέρος πραγματικά “φώναζε” ότι ήταν/είναι ό,τι πρέπει για σκηνικό ταινίας/τελενοβέλας “εποχής”. Αντίθετα, το Σαλέντο το αισθάνθηκα πιο... ατημέλητο. Γοητευτικά ατημέλητο. Μέχρι και σπίτια-παραφωνίες βλέπεις (αφήστε τα καλώδια), ακόμα και σπίτια που κτίζονται τώρα, βλέπεις ότι δεν έχουν καμία σχέση με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του χωριού, κάποιοι δρόμοι δε, έχουν τρύπες στις οποίες θα μπορούσε να χαθεί... αεροπλάνο. Όμως με έναν παράξενο τρόπο, όλα αυτά το κάνουν να φαίνεται πιο... να το πω “απλό”; “Αληθινό”; “Προσιτό”; “Ρεαλιστικό”; Και η Μπαρριτσάρα είναι όλα αυτά, ούτε “πολύπλοκη” είναι, ούτε “ψεύτικη” είναι, ούτε... με τη μύτη ψηλά, αλλά όντως μου φάνηκε “εκτός σύγχρονης κολομβιανής πραγματικότητας”, έτσι “περιποιημένη στην τρίχα” όπως την είδα, έχοντας περάσει τότε ήδη αρκετό χρόνο στην Κολομβία.
Είμαι ήδη στο Κάλι, όμως μένοντας (ξαφνιάζοντάς με) πιστός στην “ένα κείμενο για κάθε μέρος” ρουτίνα μου, το επόμενο κείμενο θα είναι για την Αρμένια, για τις δύο ευχάριστες ημέρες που πέρασα εκεί το τελευταίο Σαββατοκύριακο.
Χαιρετίσματα από Κάλι, στο οποίο χθες το μεσημέρι άνοιξαν οι ουρανοί για τρεις ώρες, και πριν κοπάσει η βροχή, η μισή πόλη είχε πλημμυρίσει. Η κοπέλα που πάσχιζε να μαζέψει τα νερά στον ξενώνα “μου”, είπε ότι δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της τέτοια βροχή. Νόμιζα ότι υπερέβαλε, για να δικαιολογήσει τα προβλήματα που προέκυψαν στον ξενώνα από τη βροχή. Αργότερα που άνοιξα τηλεόραση και μπήκα στο ίντερνετ, στη σελίδα της El País, μίας τοπικής εφημερίδας, έμεινα να χαζεύω με το στόμα ανοικτό, να μην πιστεύω τις εικόνες που έβλεπα, λες και ό,τι είχε συμβεί, είχε συμβεί σε άλλη πόλη, κι όχι εδώ που είμαι. Όσο για το “τέτοια βροχή δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου”, το επανέλαβαν πολλοί στην τηλεόραση. Είχα βιαστεί να θεωρήσω υπερβολική την κοπέλα στον ξενώνα. Μάθημα (να μη βιάζομαι να βγάζω συμπεράσματα).