Βραζιλία Ισημερινός Κολομβία Περού Κολομβία, Εκουαδόρ, Περού, και... “στο βάθος” Μουντιάλ στη Βραζιλία

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.190

Σαλέντο, το χωριουδάκι που “σκοράρει από τα αποδυτήρια”

Έγραψα τις προάλλες για το Μανισάλες ότι μεταφορικά “it had me at hello”, κερδίζοντάς με πριν καλά-καλά πατήσω το πόδι μου εκεί. Το ίδιο συνέβη με το μικροσκοπικό Σαλέντο, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του κουκλίστικου χωριουδακίου με το όνομα που παραπέμπει στον ιταλικό νότο, το “it had me at hello” το εννοώ μισο-μεταφορικά, και μισο-κυριολεκτικά...

Φανταστείτε αυτό: μετά από -ευχάριστη και ξεκούραστη- διαδρομή ούτε μίας ώρας, φθάνεις από την Περέιρα(... Οι τρεις τελείες έχουν να κάνουν με τις εντυπώσεις με τις οποίες με άφησε η συγκεκριμένη πόλη, εντυπώσεις μου μοιράστηκα στο προηγούμενο κείμενο) στο Σαλέντο, και στα τέσσερα-πέντε τετράγωνα από τη στροφή που μπαίνεις στο χωριό, μέχρι την κεντρική πλατεία του, έχεις ήδη δει δυο ντουζίνες τρισχαριτωμένα σπίτια, με όμορφα παράθυρα και πόρτες βαμμένα σε έντονα, χαρωπά χρώματα...

Κατεβαίνεις δε από το λεωφορείο, και πριν ακόμα φορτωθείς τον σάκο σου στην πλάτη, δύο ηλικιωμένοι ντόπιοι που κάθονται μπροστά/κάτω από ένα χαρωπά βαμμένο παράθυρο με γλάστρες γεμάτες λουλούδια στην άκρη του, σε χαιρετούν με ένα χαμογελαστό “buenas”. Μέχρι να φθάσεις δε στην πόρτα του χόστελ σου, 4-5 τετράγωνα δρόμος, μισή ντουζίνα ακόμα ντόπιοι κάθε ηλικίας σε έχουν χαιρετήσει, το ίδιο χαμογελαστά. Αν αυτό το καλωσόρισμα δεν είναι ο ορισμός του “γκολ από τα αποδυτήρια”, τότε δεν ξέρω τι είναι...

Δέκα carreras και δέκα calles, δηλαδή δέκα δρόμοι που πηγαίνουν βόρεια-νότια και δέκα που πηγαίνουν ανατολικά-δυτικά, αυτό είναι το Σαλέντο, τόσο μικρό. Μερικές δεκάδες τετράγωνα γεμάτα από όμορφα σπίτια (πάμπολλα εκ των οποίων έχουν μετατραπεί είτε σε ξενώνες είτε σε καλαίσθητα φαγάδικα ή μπαράκια), μία μεγάλη πλατεία (με ένα μικρό -για τα δεδομένα της Κολομβίας- άγαλμα του απελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ), μία εκκλησία στη βόρεια πλευρά της (με τεράστια “Α” και “Ω” στην πρόσοψή της), και μεταξύ κάποιων ακόμα, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, στο οποίο κατά τύχη “έπεσα” σε παιχνίδι της τοπικής ομάδας κόντρα σε γειτονικό χωριό...

Οι πράσινοι γηπεδούχοι είχαν για κεντρικό επιθετικό τον... δήμαρχο του Σαλέντο (δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει χειραψία μέχρι και με... αγελάδα που έβοσκε σε μια γωνιά του γηπέδου, εκλογές είχαμε στην Κολομβία γαρ, την Κυριακή που μας πέρασε), ο οποίος για τα χρόνια του (στα 55 τον “έκοψα”) και για την... κοιλιά του, ήταν μάλλον “αξιοπρεπής” εντός αγωνιστικού χώρου. Όσο ενδιαφέρον ήταν το παιχνίδι, άλλο τόσο ήταν η κουβέντα μου με πιτσιρικά (στα 20) που καθόταν δίπλα μου, και μου είπε μεταξύ άλλων ότι από το να πάει σε μεγάλη πόλη και να προσπαθήσει να βγάλει λεφτά-λεφτά-λεφτά, προτιμά να μείνει στο μικρό Σαλέντο, στην οικογένειά του, στους φίλους του, στην... ησυχία του, στην ασφάλειά του, κι ας βγάζει μόνο όσα χρειάζεται για να επιζεί (και να αγοράζει το “χόρτο” που κάθε βράδυ καπνίζει με τους φίλους του στα πράσινα/κίτρινα/μπλε σκαλιά που “βγάζουν” στην κορυφή ενός λόφου, από την οποία έχεις πανοραμική θέα προς το χωριό και τις γύρω βουνοπλαγιές).

Παρά όμως τους τουρίστες που μαζεύονται στο Σαλέντο και τα αμέτρητα σπίτια που έχουν μετατραπεί σε ξενώνες και φαγάδικα/μπαρ, το χωριό, ακόμα και στον κεντρικό δρόμο του, εκεί που βρίσκονται τα περισσότερα μαγαζιά με αναμνηστικά, παραμένει... χωριό. Τρία τουλάχιστον όμορφα μαγαζιά πάνω στον κεντρικό δρόμο, είναι... μπιλιαρδάδικα, με την πελατεία να έχει μέσο όρο ηλικίας... συνταξιούχου. “Σαλεντιανοί” άνω των 60 (οι περισσότεροι), με το αραιό λευκό μαλλί τους επί κεφαλής, και κοιλίτσες μεγέθους ετοιμόγεννης γυναίκας, κάθονται αραχτοί γύρω από τραπέζια και βρέχουν συχνά-πυκνά το λαρύγγι τους, με τους πιο μερακλήδες να δοκιμάζουν τις ικανότητές τους στο μπιλιάρδο, σε μαγαζιά που φαίνονται να μην έχουν αλλάξει εδώ και πολύ-πολύ καιρό. Τα “μοντέρνα” μαγαζιά τα βλέπεις, με τα τραπέζια και τις καρέκλες τους τακτοποιημένα, σε τάξη, με φρεσκοβαμμένους τοίχους, με ηχεία που παίζουν καθαρά μουσική, ηχεία καινούργια, ή τουλάχιστον που δουλεύουν σαν καινούργια. Τα συγκεκριμένα μπιλιαρδάδικα ήταν... χαριτωμένα “χύμα”, με τους τοίχους ψιλοσκούρους, με τις καρέκλες να φωνάζουν ότι θα έπρεπε να είχαν... αποσυρθεί προ καιρού, και με ηχεία που θα έκαναν συλλέκτη παλιών ηχείων να νομίζει, βλέποντάς τα, ότι πέθανε κι έχει πάει στον (δικού του ορισμού) παράδεισο...

Το μέγεθος του Σαλέντο, το πόσο μικρό είναι, είναι η... ευλογία του (σε δύο μέρες, έχοντας ανέβει/κατέβει, και πάει πέρα-δώθε, αισθάνθηκα ότι είχα δει τους πάντες, και μάλιστα δύο και τρεις φορές), είναι, για τύπους σαν εμένα τουλάχιστον, και η κατάρα του. Το τρίτο πρωί ξύπνησα χωρίς να είμαι βέβαιος αν θα έμενα περισσότερο, ή αν θα έπαιρνα λεωφορείο για την κοντινή Αρμένια, “μία ακόμα πόλη”. Το Σαλέντο το αισθάνθηκα... ζεστό, φιλόξενο, χαριτωμένο, ήσυχο, ξέγνοιαστο, ξεκούραστο, ευχάριστο, και μια ντουζίνα ακόμα θετικά πράγματα, όμως...

Όμως, αν έμενα περισσότερο, θα έκανα βόλτα στους ίδιους δρόμους, κι εγώ, καλώς ή κακώς, έχω σχεδόν παθολογική ανάγκη να βλέπω συνεχώς κάτι διαφορετικό. Από το να μείνω τρίτη (και τέταρτη) μέρα στο Σαλέντο, καταλήγοντας να βαρεθώ, άρα να μαγαρίσω τις συνολικές εντυπώσεις μου και αναμνήσεις μου από εκεί, προτίμησα να φύγω, και να το θυμάμαι σαν ένα από τα πιο-πιο-πιο “χαριτωμένα” χωριά που έχω επισκεφτεί, και δεν εννοώ μόνο στην Κολομβία, ή στη Λατινική Αμερική...

Λεπτομέρεια: στην Κολομβία υπάρχει χωριό με μέγεθος παρόμοιο (λίγο μεγαλύτερο) του Σαλέντο. Λέγεται Μπαρριτσάρα, είναι βορειοανατολικά της Μπογκοτά, κι είναι σήμερα διατηρημένο τόσο... τσίλικο, που συχνά-πυκνά δρόμοι του και σπίτια του χρησιμοποιούνται ως σκηνικό σε ταινίες, τοπικές παραγωγές, ή τελενοβέλας “εποχής”. Μπαρριτσάρα και Σαλέντο όμως, έχουν μία τεράστια διαφορά...

Η πρώτη, αν ήταν γυναίκα, θα έβγαινε για να πάει στο μαγαζί της γωνίας έχοντας περάσει μπόλικη ώρα μπροστά στον καθρέφτη, έχοντας περιποιηθεί τα μαλλιά της μέχρι τελευταίας τρίχας, και θα είχε φορέσει φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Το Σαλέντο, αν ήταν γυναίκα, θα είχε βγει ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη, “χτενίζοντας” τα μαλλιά της με ένα πέρασμα του χεριού της ανάμεσά τους, και θα είχε φορέσει ό,τι έβρισκε μπροστά της...

Εννοώ ότι η Μπαρριτσάρα, στα μάτια μου τουλάχιστον, φάνηκε (πήγα εκεί μονοήμερη από το κοντινό Σαν Χιλ το 2011) “περιποιημένη, στην τρίχα”, χωρίς ίχνος σκουπιδιού πουθενά, και κυρίως μα κυρίως με ελάχιστα καλώδια και σπίτια-παραφωνίες (αρχιτεκτονικά). Το μέρος πραγματικά “φώναζε” ότι ήταν/είναι ό,τι πρέπει για σκηνικό ταινίας/τελενοβέλας “εποχής”. Αντίθετα, το Σαλέντο το αισθάνθηκα πιο... ατημέλητο. Γοητευτικά ατημέλητο. Μέχρι και σπίτια-παραφωνίες βλέπεις (αφήστε τα καλώδια), ακόμα και σπίτια που κτίζονται τώρα, βλέπεις ότι δεν έχουν καμία σχέση με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του χωριού, κάποιοι δρόμοι δε, έχουν τρύπες στις οποίες θα μπορούσε να χαθεί... αεροπλάνο. Όμως με έναν παράξενο τρόπο, όλα αυτά το κάνουν να φαίνεται πιο... να το πω “απλό”; “Αληθινό”; “Προσιτό”; “Ρεαλιστικό”; Και η Μπαρριτσάρα είναι όλα αυτά, ούτε “πολύπλοκη” είναι, ούτε “ψεύτικη” είναι, ούτε... με τη μύτη ψηλά, αλλά όντως μου φάνηκε “εκτός σύγχρονης κολομβιανής πραγματικότητας”, έτσι “περιποιημένη στην τρίχα” όπως την είδα, έχοντας περάσει τότε ήδη αρκετό χρόνο στην Κολομβία.

Είμαι ήδη στο Κάλι, όμως μένοντας (ξαφνιάζοντάς με) πιστός στην “ένα κείμενο για κάθε μέρος” ρουτίνα μου, το επόμενο κείμενο θα είναι για την Αρμένια, για τις δύο ευχάριστες ημέρες που πέρασα εκεί το τελευταίο Σαββατοκύριακο.

Χαιρετίσματα από Κάλι, στο οποίο χθες το μεσημέρι άνοιξαν οι ουρανοί για τρεις ώρες, και πριν κοπάσει η βροχή, η μισή πόλη είχε πλημμυρίσει. Η κοπέλα που πάσχιζε να μαζέψει τα νερά στον ξενώνα “μου”, είπε ότι δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της τέτοια βροχή. Νόμιζα ότι υπερέβαλε, για να δικαιολογήσει τα προβλήματα που προέκυψαν στον ξενώνα από τη βροχή. Αργότερα που άνοιξα τηλεόραση και μπήκα στο ίντερνετ, στη σελίδα της El País, μίας τοπικής εφημερίδας, έμεινα να χαζεύω με το στόμα ανοικτό, να μην πιστεύω τις εικόνες που έβλεπα, λες και ό,τι είχε συμβεί, είχε συμβεί σε άλλη πόλη, κι όχι εδώ που είμαι. Όσο για το “τέτοια βροχή δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου”, το επανέλαβαν πολλοί στην τηλεόραση. Είχα βιαστεί να θεωρήσω υπερβολική την κοπέλα στον ξενώνα. Μάθημα (να μη βιάζομαι να βγάζω συμπεράσματα).

 

mariath

Member
Μηνύματα
2.219
Likes
5.730
Ταξίδι-Όνειρο
Όλη η Νότια Αμερική
Μας βάζεις στην μπρίζα να περιμένουμε ανταποκρίσεις. Καλό σου ταξίδι!
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.190
Από το “el riesgo es que te quieras quedar”, στο “¡que viva Colombia, carajo!”

Όπως έχω γράψει και σε άλλη ιστορία, η ιδέα να πάω στην Κολομβία δεν είχε περάσει ούτε καν φευγαλέα από το μυαλό μου μέχρι το 2009. Ήμουν ήδη 34, είχα ήδη ταξιδέψει αρκετά, ήμουν ήδη “άρρωστος” με τα Ισπανικά και τη Λατινική Αμερική, όμως... όταν άκουγα “Κολομβία”, το μυαλό μου πήγαινε είτε στα καρτέλ των ναρκωτικών, είτε σε ποδοσφαιριστές, στον Κάρλος Βαλντεράμα, στον Φαουστίνο Ασπρίγια, ή στον Αντόλφο Βαλένσια, που φόρεσε και τη δική μας φανέλα (“μας”, γράφοντας σαν “παοκτσής από κούνια”). Μέχρι εκεί. Το να ταξιδέψω στη χώρα, δε με είχε απασχολήσει ούτε καν σε... θεωρητικό επίπεδο.

Το 2009 όμως, στην τηλεόραση της Γουατεμάλας (την οποία διάλεξα τότε για εντατικά μαθήματα Ισπανικών), “έπαιζε” μία διαφήμιση του οργανισμού τουρισμού της Κολομβίας, στην οποία έβλεπες κάποια από τα ομορφότερα μέρη της χώρας, με ξένους επισκέπτες να μοιράζονται τις διθυραμβικές εντυπώσεις τους. Η “punch line” της διαφήμισης στο τέλος της, ήταν, “el riesgo es que te quieras quedar”, “το ρίσκο, ο κίνδυνος, είναι να θελήσεις να μείνεις” (δηλαδή να περάσεις ΤΟΣΟ καλά στην Κολομβία, που να μη θέλεις να την αποχωριστείς).

Βρήκα τη διαφήμιση έξυπνη, επειδή έπαιζε με τη λέξη “riesgo”, λέξη άρρηκτα δεμένη μέχρι τότε με την Κολομβία, λόγω της κατάστασης με τα καρτέλ και τους αντάρτες των FARC. Εκείνη η διαφήμιση ήταν που έσπειρε στο μυαλό μου τον καρπό/ιδέα να πάω κάποτε στην Κολομβία.

Το μεγαλύτερο διάστημα του 2009 το πέρασα σε εφτά χώρες της Λατινικής Αμερικής (όχι όμως στην Κολομβία), στις οποίες, σε όλες σχεδόν, συνάντησα Κολομβιανούς ταξιδιώτες. Τα παιδιά, στο σύνολό τους, κανενός εξαιρουμένου, ήταν... σκέτοι “μπαχτσέδες”. Μιλώντας μαζί τους, πάνω στο πεντάλεπτο, αισθανόμουν ότι γνωριζόμασταν καιρό. Εκείνες οι “καλύτερες, δε γίνεται” εντυπώσεις που μου άφησαν, ήρθαν κι έδεσαν με τις εικόνες από τη διαφήμιση στην τηλεόραση.

Τέλη του χρόνου όμως, έχοντας κλείσει εφτάμηνο στη Λατινική Αμερική, αισθάνθηκα ότι ήθελα να αλλάξω τελείως περιβάλλον, και κάπως έτσι κατέληξα να περάσω το διάστημα Ιανουάριος-Νοέμβριος 2010 στη νοτιοανατολική Ασία. Όταν όμως έκλεισε κι εκείνος ο κύκλος, κι έπρεπε να αποφασίσω “και τώρα, τι; Πού”, η απόφαση ήταν εύκολη. Πίσω στη Λατινική Αμερική, με πρώτο, βασικό προορισμό, την πολλά υποσχόμενη -στο μυαλό μου- Κολομβία...

Αρχές Δεκέμβρη του '10 ήμουν ήδη εκεί. Τους πέντε μήνες που ακολούθησαν, κατέληξα να περάσω τρεις μήνες στην Κολομβία (με τρεις ξεχωριστές μηνιαίες παραμονές), έναν μήνα στη Βενεζουέλα, κι έναν στο Εκουαδόρ. Έγραψα λιγοστά κείμενα σε μία ιστορία τότε, μόνο τον πρώτο μήνα. Σήμερα, αν έπρεπε να βάλω τίτλο στο πώς αισθάνομαι για την Κολομβία μετά την προ τριετίας εμπειρία μου εκεί, θα δανειζόμουν μια ατάκα από την ταινία “El Paseo”, κωμωδία, εγχώρια παραγωγή, που είδα σε κινηματογράφο στο Μεντεγίν.

Πατέρας παίρνει την οικογένειά του, μπαίνουν σε ένα παλιό Volkswagen, και μετά από... γεμάτο απρόοπτα ταξίδι, φθάνουν στον προορισμό τους, την ακτή της Καραϊβικής. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, με τις αναποδιές να τους έχουν ήδη ανατρέψει τα σχέδια και χαλάσει μέχρι ενός σημείου τη διάθεση, ο πατέρας αγναντεύει από ψηλά μία όμορφη θέα, και μιλώντας στα παιδιά του γεμάτος περηφάνια για τη χώρα τους, κραυγάζει από την άκρη του δρόμου, πάνω σε βουνό, “¡QUE VIVA COLOMBIA, CARAJO!”, “να ζήσει η Κολομβία, γαμώτο!”

(Στις πηγές του ενθουσιασμού μου όταν σκέφτομαι την Κολομβία τώρα πλέον, θα αναφερθώ στο επόμενο κείμενο)
 

tripakias

Member
Μηνύματα
8.025
Likes
12.128
Επόμενο Ταξίδι
Άγιος Μαυρίκιος
Ταξίδι-Όνειρο
Εκεί
Από τη μία, ικανοποιώ την ανάγκη μου να γράφω. Από την άλλη, φαντάζομαι ότι κάποια μέρα, κάποιος, ετοιμάζοντας δικό του ταξίδι “προς τα εκεί”, θα βρει κάτι ακόμα (μεταξύ των πάμπολλων “λατινοαμερικάνικων” ιστοριών που ήδη υπάρχουν εδώ) για να ικανοποιήσει τη δίψα του.
Πες ανοιχτα οτι γραφεις για να μας σπασεις τα νευρα και ασε τα σαπια πως σ' επιασ' ο πονος να μας ξεδιψασεις...
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.666
Likes
50.508
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Η Κολομβία διαθέτει:
α) τις εντυπωσιακότερες, σωστότερες και πιο ΄σεξι γυναίκες στον πλανήτη
β) απίστευτο σέρβις σε όλα (σκίζονται οι άνθρωποι, εξαιρετική ευγένεια), εξαιρώντας φυσικά το κομμάτι της ΚΑραϊβικής (εκεί κουβανίζουν τελείως)
γ) τρομερή φύση, τελείως ανεξερεύνητη σε πολλά κομμάτια
δ) αρχαία της προκοπής, κι ας μην τα ξέρει κανείς

Αύριο θα πήγαινα αν έβρισκα δουλειά.

Για ταξίδι πάντως, σαν το Περού, πουθενά. Άντε να δώσω το βραβείο "σχεδόν σαν το Περού" στη Βολιβία, δηλαδή το "Περού πριν από 30 χρόνια".

Γεια σου ρε σύντροφε με τα ωραία γραπ΄τα σου...
 

tripakias

Member
Μηνύματα
8.025
Likes
12.128
Επόμενο Ταξίδι
Άγιος Μαυρίκιος
Ταξίδι-Όνειρο
Εκεί
Αύριο θα πήγαινα αν έβρισκα δουλειά.
Καλα με αυτο δεν της δινεις ποντους. Ξερω γω Ελληνες μιλιουνια που θα πηγαιναν και στη Βουλγαρια (που χειροτερο δεν εχω) αν εβρισκαν δουλεια...οχι αυριο, χθες.
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.190
Ο Γιώργος μού έδωσε ιδανική πάσα... Χωρίς να υποβαθμίζω τη βαρύτητα των άλλων τριών, σήμερα θα μείνω στο “β” του, το “απίστευτο σέρβις σε όλα (σκίζονται οι άνθρωποι, εξαιρετική ευγένεια)...”

Προσωπικά, το ΠΌΣΟ πραγματικά “περίπτωση” είναι οι Κολομβιανοί, νομίζω ότι το συνειδητοποίησα (και το εκτίμησα όσο του έπρεπε) όχι τον πρώτο μήνα που πέρασα εκεί, αλλά την ημέρα που επέστρεψα στην Κολομβία μετά τον δεύτερο μήνα εκείνου του ταξιδιού, στη γειτονική Βενεζουέλα(...).

Στο πρώτο μαγαζί που μπήκα (στην Κούκουτα, προερχόμενος από Μέριδα), άκουσα κάτι που είχα να ακούσω έναν ολόκληρο μήνα (εκείνον που πέρασα στη Βενεζουέλα)... “¿Qué le damos?” (κάτι σαν “τι σας προσφέρουμε;”), πρόσχαρο, από χείλη χαμογελαστού προσώπου. Έχω ανάγκη να μπαίνω σε φαγάδικο και να με προϋπαντούν με χαμόγελο στα χείλη και χαρωπό “μήνυμα υποδοχής”; Όχι, μπορώ να καθίσω, να παραγγείλω και να φάω, ακόμα και με το αφεντικό... μουτρωμένο, και τον σερβιτόρο αμίλητο. Όμως αυτή είναι μία μικρή λεπτομέρεια που παίζει τον ρόλο της στο να σε προδιαθέτει θετικά με το που μπαίνεις σε έναν χώρο, δημιουργεί “buena onda” που λένε, προσθέτει πόντους στο... σκορ των εντυπώσεων με τις οποίες αφήνεις μία χώρα...

Μετά από έναν μήνα στη Βενεζουέλα, στην οποία οι αστυνομικοί φαινόντουσαν πιο... “υποκοσμικοί” κι από αφεντικά συμμοριών, επιστρέφοντας στην Κολομβία μπορούσα πλέον ξανά να πλησιάζω αστυνομικούς για πληροφορίες (ακόμα και συμβουλές), ξέροντας ότι ο ένστολος συνομιλητής μου θα “σκιζόταν” να μου λύσει οποιαδήποτε απορία, και θα σιγουρευόταν για αυτό πριν αποχαιρετιστούμε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων ήταν μία -κουκλίτσα- αστυνομικός στην Μπογκοτά. Μία “πώς πάνε εκεί;” ερώτησή μου, ψάχνοντας για κάποιο μέρος, κατέληξε σε μισάωρη κουβέντα για ένα κάρο ενδιαφέροντα θέματα, από τις συνθήκες εργασίας των αστυνομικών, μέχρι το πού μπορούσα να βρω φθηνότερα φρούτα κοντά στο χόστελ μου. Ειλικρινά, θεωρώ τους Κολομβιανούς αστυνομικούς ασύγκριτους στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον τουρίστα, βάζοντας κι αυτοί το λιθαράκι τους στο να φύγεις από τη χώρα εντυπωσιασμένος από αυτό που λέμε “κόσμος”.

Στη Μέριδα, στη Βενεζουέλα, πέρασα αρκετό χρόνο με έναν Ισπανό που επιβεβαίωσε κάτι που είχα ακούσει και διαβάσει. Τον ρώτησα αν ισχύει ότι οι Κολομβιανοί χρησιμοποιούν ακόμα εκφράσεις ευγενείας τόσο παλιές, που στην ίδια την Ισπανία θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες. Μου το επιβεβαίωσε. Του είχε κάνει εντύπωση κι εκείνου (είχε περάσει καιρό στην Κολομβία πριν περάσει τα σύνορα με τη Βενεζουέλα), και ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση του είχε κάνει ότι οι “ξεπερασμένες” εκφράσεις ευγενείας των Κολομβιανών, του ακούγονταν... φυσικές, όχι προσποιητές. Τις χρησιμοποιούν όχι “παίζοντάς” το “εξαιρετικά ευγενικοί”, που έγραψε κι ο Γιώργος, αλλά επειδή... το έχουν μέσα τους.

Δεν πρόκειται να ξεχάσω παιδιά με τα οποία πέρασα άπλετο χρόνο στην Μπογκοτά, στο Μεντεγίν, στο Κάλι, οπουδήποτε πήγα στην Κολομβία, παιδιά που όταν, για παράδειγμα, σταματούσαν πλανόδιο πωλητή για να αγοράσουν τσιγάρα, άρχιζαν τη φράση τους λέγοντας “¿me regala...?” Κυριολεκτικά σημαίνει “μου δωρίζετε;”, κάτι που ακούστηκε στα αυτιά μου τις πρώτες φορές πολύ-πολύ παράξενο, μια και επρόκειτο για αγορά, κάποιος έδινε χρήματα για να αγοράσει κάτι, κανείς δεν χάριζε τίποτα σε κανέναν. Αυτό το “¿me regala...?” δεν το είχα ακούσει σε καμία άλλη ισπανόφωνη χώρα πριν, ούτε το άκουσα σε άλλη ισπανόφωνη χώρα μετά την Κολομβία. Προσθέστε το πόσο ευχάριστα ακούγονται τα Ισπανικά της Κολομβίας (αγαπημένη μου προφορά εκείνη του Μεντεγίν), και μπορείτε να φανταστείτε πόσο έξτρα χαριτωμένο κι ευγενικό ακούγεται αυτό το “¿me regala...?”

Όσο για το πώς μου συμπεριφέρθηκε κόσμος και κοσμάκης που συνάντησα στην Κολομβία μέσω ενός σάιτ, δεν αρχίζω καν, γιατί αντί για σύντομη καταχώριση σε αυτήν την ιστορία, θα κατέληγα να γράψω ολόκληρο τόμο εγκυκλοπαίδειας. Ένα γράφω μόνο: χθες μοιράστηκα τις υψηλές προσδοκίες με τις οποίες πρωτοπήγα στην Κολομβία, έχοντας εντυπωσιαστεί από Κολομβιανούς που είχα συναντήσει σε άλλες χώρες. Ο κανόνας, εκτιμώ, είναι, όταν πηγαίνεις κάπου με ΠΟΛΥ υψηλές προσδοκίες, να καταλήγεις να μένεις με “ναι μεν, αλλά”, εντυπώσεις, θύμα των ίδιων των πολύ υψηλών προσδοκιών σου. Στην περίπτωση όμως των Κολομβιανών, οι όχι απλά υψηλές, αλλά... αιωρούμενες κάπου στη στρατόσφαιρα προσδοκίες μου, αποδείχθηκαν παιχνιδάκι για εκείνους να τις υπερκαλύψουν. ΤΟΣΟ με εντυπωσίασαν...

Ο Γιώργος όμως έγραψε και κάτι άλλο στο “β” του. “(...)εξαιρώντας φυσικά το κομμάτι της Καραϊβικής (εκεί κουβανίζουν τελείως)”. Δε θα μπορούσα να συμφωνώ περισσότερο. Από όλα τα μέρη στα οποία πήγα στην Κολομβία, μόνο στην Καρταχένα βγήκα από τα ρούχα μου, μέσα στα νεύρα. Φανταστείτε να έχετε περάσει ένα 13ωρο σε βραδινό λεωφορείο, να φθάνετε επιτέλους στον προορισμό σας, να βρίσκετε το μέρος στο οποίο έχετε κάνει κράτηση, και να σας λένε “α, είμαστε γεμάτοι, αν θέλεις μπορούμε να σου δώσουμε ένα στρώμα και να περάσεις τη βραδιά απόψε στον διάδρομο. Αύριο βλέπουμε... Μπορεί να αδειάσει κάποιο κρεβάτι”. Κι αυτό, σε ξενώνα στον οποίο είχα κάνει κράτηση, κι είχα προπληρώσει το 10%.

Επιπλέον, μόνο στην Καρταχένα είδα (στην Κολομβία) με τα μάτια μου σκηνές που μου σήκωσαν την τρίχα και με έκαναν να ανησυχήσω για την ασφάλειά μου. Το “κακό” μπορεί να σου τύχει οπουδήποτε, όμως άλλο είναι το επίπεδο επιφυλακής στο οποίο βρίσκεσαι σε μέρος για το οποίο απλά έχεις ακούσει “κακές” ιστορίες, κι άλλο είναι σε μέρος στο οποίο μπροστά στα μάτια σου, σε πολυσύχναστο δρόμο γειτονιάς τίγκα στους ξενώνες, τα μπαράκια και τα φαγάδικα, βλέπεις ξαφνικά δέκα ντόπιους εκτός εαυτού να σπάνε γυάλινα μπουκάλια που κρατούν στα χέρια τους, να τα πετάνε οι μεν στους δε, και μετά να κυνηγιούνται και να “κόβουν” ο ένας τον άλλο, με δεκάδες τουρίστες να τρέχουν να χωθούν σε μαγαζιά, και καταστηματάρχες να κατεβάζουν γρήγορα-γρήγορα τα ρολά και να τραβάνε τις κουρτίνες των μαγαζιών τους για να προστατέψουν τους πελάτες τους. Μόνο στην Καρταχένα (στην οποία όμως με ενθουσιασμό θα επιστρέψω την 1η Φεβρουαρίου, μια και τα αρνητικά της ωχριούν, στα μάτια μου, μπροστά στα ασύγκριτα περισσότερα θετικά της).
 

Yorgos

Member
Μηνύματα
9.666
Likes
50.508
Επόμενο Ταξίδι
Umhlanga
Ταξίδι-Όνειρο
Περού τότε, τώρα, πάντα
Το "μου δωρίζετε" είναι εκτός από ευγενικό και πάρα πολύ αστείο. Μου έχει τύχει στην Κούβα να πηγαίνει Κολομβιανή σε κατάστημα να ρωτάει "μου δωρίζετε ένα αντιηλιακό" και η απάντηση της Κουβανής δημοσίας υπαλλήλου να είναι "εδώ δε χαρίζουμε μωρό μου, της κυβέρνησης είναι το κατάστημα και δαγκώνει χοντρά!".

Η ευγένεια των βουνίσιων Κολομβιανών είναι άνευ προηγουμένου. Η κοπέλα μου σε ένα παλιό αυτοκίνητο που έκανε φασαρία και δεν άκουσε τι της είπα μου απάντησε "senor?". Η αντίστοιχη Κουβανή θα είχε πει κανένα "εεεεεεεε;".

Και η κορύφωση είναι τα call centers όπου αν έχεςι συνηθίσει τους κακοπληρωμένους, μπουχτισμένους, ανάγωγους της Αργεντινής, Αγγλίας, Βενεζουέλας οι Κολομβιανοί σου ζητούν και συγγνώμη για την κακή ποιότητα του χρόνου ή για "το πόσο πολύτιμο χρόνο χάσατε από την αναμονή".
 

tripakias

Member
Μηνύματα
8.025
Likes
12.128
Επόμενο Ταξίδι
Άγιος Μαυρίκιος
Ταξίδι-Όνειρο
Εκεί
Πολυ μ' αρεσει αυτο το θεμα-ιστορια. Ρεσιταλ πληροφοριων απο δυο καλους γνωστες της λατινοαμερικανικης κουλτουρας. Κι ακομα δεν αρχισες καν το ταξιδι σου @10900km.
 

10900km

Member
Μηνύματα
392
Likes
4.190
Στην Κολομβία αξίζουν όχι δύο, αλλά χίλια δύο κείμενα-ύμνοι, όμως ούτως ή άλλως αυτή η ιστορία θα είναι -εκ των πραγμάτων- “κολομβιοβαρής” τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο που θα είμαι εκεί, οπότε αφιερώνω το σημερινό κείμενο στον επόμενο νοτιοαμερικάνικο προορισμό μου, το “κάθε μέρα-τόπος, και μια ευχάριστη έκπληξη”, Εκουαδόρ.

Στη χώρα πέρασα έναν μήνα αρχές του 2011, και από τη στιγμή που έφθασα (μετά από ένα τρίμηνο στην Κολομβία και στη Βενεζουέλα) αισθάνθηκα ότι... κατέβασα ταχύτητα (ευχαρίστως). Το Τουλκάν, πόλη εισόδου από την Κολομβία, είναι μικροσκοπικό, δεν είχε/έχει καμία σχέση με τις -κατά κανόνα- μεγαλουπόλεις όπου είχα περάσει το προηγούμενο τρίμηνο, σε λίγη ώρα είχα περπατήσει από τη μία άκρη του μέχρι την άλλη, μέχρι και την... πολυτέλεια μεσημεριανού υπνάκου επέτρεψα στον εαυτό μου (είχα περάσει τη βραδιά στο λεωφορείο από Κάλι για Ιπιάλες, ακριβώς πριν τα σύνορα, και ποτέ -μα ποτέ- δεν κοιμάμαι καλά, ούτε καν “στοιχειωδώς ικανοποιητικά” σε λεωφορεία). Με μία λέξη, “χαλαρά...”

Την επομένη, αντί να στριμωχτώ ξανά σε ένα λεωφορείο για αμέτρητες ώρες για να καλύψω μία ακόμα μεγάλη απόσταση, σε λιγότερο από δύο ώρες ήμουν ήδη στον προορισμό μου, την Ιμπάρρα. Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές άνετος και ξεκούραστος στον υπολογιστή του στο σπίτι, μπορεί το “σε λιγότερο από δύο ώρες” να μη λέει τίποτα. Φανταστείτε όμως να έχετε περάσει ήδη κάποιους μήνες κατά τους οποίους ο κανόνας ήταν τα -άβολα, αλλά κάποιες φορές απαραίτητα- βραδινά λεωφορεία. Το ότι τη δεύτερη μέρα μου στο Εκουαδόρ πήγα από το Α στο Β μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες, το υποδέχθηκα σαν... χαλαρωτικό μασάζ στους ώμους...

Η ίδια η Ιμπάρρα, μου άρεσε τόσο πολύ που αισθάνθηκα σχεδόν... άσχημα με τον εαυτό μου... Βρήκα ένα τέλειο για μένα δωμάτιο με καλωδιακή τηλεόραση, περνούσα τα πρωινά κάνοντας βόλτα στη -μικρή- πόλη, κάθε μεσημέρι διάλεγα για φαγητό όποιο μέρος μου είχε φανεί πιο συμπαθητικό πάνω στη βόλτα, επέστρεφα στο δωμάτιο για να γράψω (γενικώς και αορίστως, να γράψω, από μέιλ σε φίλους, μέχρι για το προσωπικό ημερολόγιό μου), αργά το απόγευμα άνοιγα την τηλεόραση και χάζευα με τις ώρες διαδοχικούς αγώνες του Κόπα Λιμπερταδόρες, το βραδάκι έβγαινα για φαγητό κάπου γύρω από το πάρκο που είχα μπροστά από το ξενοδοχείο “μου”, και... αυτό ήταν.

Μετά την Κολομβία και τη Βενεζουέλα στην οποία είχα βαλθεί να συναντάω κόσμο σε κάθε πόλη (πηγαίνοντας κόντρα στη γενικώς μοναχική, στα όρια της αντικοινωνικής, φύση μου), μπαίνοντας στο Εκουαδόρ... κατέβασα ρολά, δεν ήθελα να συναντήσω κανέναν, κι η “βαρετή” και “αδιάφορη” (για τους περισσότερους ταξιδιώτες, είμαι βέβαιος) Ιμπάρρα, αποδείχθηκε ιδανική για μένα, για τη “φάση” στην οποία ήμουν. Κάπως έτσι, κατέληξα να περάσω αρκετές ημέρες, αισθανόμενος “άσχημα” από ένα σημείο και μετά, επειδή μια φωνή στο μυαλό μου μου έλεγε ότι έπρεπε να κάνω πιο “περιπετειώδη” πράγματα από το να βλέπω αγώνες Λιμπερταδόρες στην τηλεόραση και να σημειώνω εκφράσεις των σχολιαστών στο μπλοκάκι μου (στη Λατινική Αμερική πάντα κουβαλάω ένα μπλοκάκι μαζί μου, σε κάθε βόλτα, ή έστω ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι, και σημειώνω λέξεις και εκφράσεις που βλέπω ή ακούω, οτιδήποτε μου κεντρίζει την προσοχή).

Το πώς πέρασα και το πόσο χάρηκα τον χρόνο μου στην Ιμπάρρα, φαντάζομαι ότι με κάνουν να “ακούγομαι” εντελώς ξενέρωτος (που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα). Ο κανόνας λέει ότι κάποιος ταξιδεύει μία, δύο, τρεις φορές τον χρόνο, επιλέγει έναν προορισμό, πηγαίνει για μία, δύο, τρεις εβδομάδες, και φροντίζει μέσα σε εκείνο το σύντομο χρονικό διάστημα να κάνει όσα περισσότερα μπορεί. Αν είσαι... Αυστραλός κι έρχεσαι στην Ελλάδα για τρεις εβδομάδες, δεν περνάς πέντε μέρες στο... Κιλκίς (με κάθε σεβασμό στους Κιλκισιώτες), πηγαίνοντας πάνω-κάτω στους ίδιους δρόμους γύρω από το ίδιο πάρκο κάθε μέρα, και περνώντας ώρες επί ωρών χαζεύοντας ποδόσφαιρο στην τηλεόραση και σημειώνοντας λέξεις σε ένα τεφτεράκι σαν... nerd...

Αν όμως ένα ταξίδι σου διαρκεί μήνες, κι είναι το πέμπτο back-to-back πολύμηνο ταξίδι σου δύο χρόνια μετά τη μέρα που πρωτοφορτώθηκες έναν σάκο στην πλάτη, τότε... όταν βρίσκεις comfort zone, όταν βρίσκεις ένα μέρος στο οποίο μπορείς να αράξεις κάνοντας... τίποτα απολύτως, χώνεσαι στην αγκαλιά της και δεν ξεκολλάς (για μερικές ημέρες). Αυτό τουλάχιστον έκανα εγώ. Μου είχε λείψει να έχω δικό μου δωμάτιο, δικό, μου, δωμάτιο, να μην κοιμάμαι σε κοιτώνα χόστελ, να μη φιλοξενούμαι από κάποιον -φιλόξενο- άγνωστο ερχόμενος σε επαφή μαζί του μέσω ενός σάιτ. Μου είχε λείψει ο ήσυχος ύπνος, βλέποντας διαδοχικά επεισόδια του “Two and a half men” μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Και μου είχε λείψει να βλέπω ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, μόνος, ΜΟΝΟΣ, χωρίς να ανησυχώ ότι κάποιος άλλος στην common area του χόστελ θέλει ίσως να δει κάτι άλλο στην τηλεόραση.

Όταν... ήρθα στα ίσα μου έχοντας χαρεί αυτά που μου είχαν λείψει για πολύ-πολύ καιρό, πήρα το επόμενο λεωφορείο, για Κίτο, με το... μασάζ στους ώμους να συνεχίζεται (απόσταση, μικρότερη από 150 τοσοδούλια χιλιόμετρα).

Αύριο συνεχίζω και ολοκληρώνω με τις εντυπώσεις-αναμνήσεις μου από Εκουαδόρ, κλείνοντας με μία σύντομη λίστα εκείνων που με κάνουν να αισθάνομαι τη συγκεκριμένη χώρα σαν εκείνη στην οποία ταξιδεύεις πιο ξέγνοιαστα από οπουδήποτε αλλού στη Νότια Αμερική. Επιλέγω προσεχτικά τις λέξεις μου, “στην οποία ταξιδεύεις πιο ξέγνοιαστα”, γράφω. Αύριο, εξηγούμαι.
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.184
Μηνύματα
883.334
Μέλη
38.894
Νεότερο μέλος
mikesf

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom