babaduma
Member
- Μηνύματα
- 5.082
- Likes
- 8.007
- Επόμενο Ταξίδι
- terra incognita
- Ταξίδι-Όνειρο
- α του Κενταύρου
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Συμπληρωματικές Πληροφορίες
- Έσοδα-Έξοδα
- Πτήσεις][U]Θεσσαλονίκη – Αθήνα – Dubai – Colombo - Singapore[/U
- Kota Kinabalu (Sabah)][U]20.7.2009: Kota Kinabalu[/U
- Poring Hot Springs & Mt.Kinabalu][U]22.7.2009: Poring Hot Springs και Mt. Kinabalu[/U
- Miri (Sarawak)][URL='http://img11.imageshack.us/i/mapsarawak.jpg/'][attach=full]24866[/attach][/URL
- Niah National Park
- Kelabit Highlands & Bario (Sarawak))][URL='http://img62.imageshack.us/i/bariopeople.gif/'][attach=full]24891[/attach][/URL
- Kuching][U]28.7.2009: Kuching[/U
- Batang Ai][URL='http://img4.imageshack.us/i/img0257b.jpg/'][attach=full]24947[/attach][/URL
- Kuching II][U]31.7.2009: Kuching[/U
- Semenggoah Rehabilitation Center][U]1.8.2009: Semenggoh Rehabilitation Center & Cultural Village[/U
- Kota Bharu][U]3.8.2009: Kota Bharu[/U
- Perhentian Islands
- Perhentian Islands II
- Perhentian Islands III
- Ο Βέγγος στη Μαλαισία
- O Βέγγος στη Μαλαισία ΙΙ
Κεφάλαιο 9: Νησιά Perhentian (A' μέρος)
(*)
4.8.2009: Η Άφιξη
Το πρωινό στο Crystal Lodge σερβίρονταν στο roof-garden που ούτε roof ήταν ούτε garden. Η αίθουσα ήταν λιτή, χωρίς διακόσμηση, φαινόταν σαν μόλις να είχε ανακαινισθεί και το κομμάτι που (μάλλον) έβγαζε στον “garden” ήταν καλυμμένο. Εν πάση περιπτώσει, το πρωινό μπορεί να μην είχε τα μεγαλεία των προηγούμενων ξενοδοχείων, είχε όμως τουλάχιστον 2 επιλογές από το κάθε τι, τοπικού ή δυτικού τύπου, αρκετό να καλύψει τις διατροφικές απαιτήσεις και μάλιστα ικανοποιητικά από πλευράς ποιότητας.
Ο Jeff συνεπέστατος στο ραντεβού του, με το χαμόγελό του και τη χαρούμενη διάθεσή του έφτιαξε και τη δική μου. Η δίψα του για πληροφορίες για την Ευρώπη μεγάλη, προσπαθούσα όσο γίνεται με πιο απλό τρόπο να την ικανοποιήσω, γνωρίζοντας ότι είναι δύσκολο για τον οποιονδήποτε να «χωνέψει» πληροφορίες και καταστάσεις που διαφέρουν απ’ τη δική του καθημερινότητα.
Φτάσαμε στο jetty της Kuala Besut περίπου ένα 2-λεπτο πριν την αναχώρηση του ταχύπλοου για τα νησιά. Όσο εκείνος φρόντιζε τα του εισιτηρίου μετάβασης/επιστροφής και του ειδικού φόρου που πληρώνουν όλοι για τα θαλάσσια πάρκα, εγώ χάζευα τον κόσμο που επιβιβάζονταν σε κάποια από τις δεκάδες βάρκες που ήταν δεμένες η μια δίπλα στην άλλη χωρίς καμμία εμφανή σειρά, προτεραιότητα ή ένδειξη προορισμού. Ήμουν περίεργος τι θα κλήρωνε για μένα! Μεταξύ των σχεδόν όλων δυτικών διέκρινα κι ένα ζευγάρι Ιταλών που είχα γνωρίσει στο Kuching το απόγευμα που έψαχνα για ανταλλακτήριο, μου είχαν υποδείξει το μέρος και, όταν τους ξανασυνάντησα λίγο αργότερα, είπιαμε μια μπύρα παρέα. Θυμήθηκα ότι κι αυτοί ακολουθούσαν λίγο-πολύ το ίδιο πρόγραμμα με μένα.
Ο Jeff κατέφθασε ασθμαίνων με τα εισιτήρια στο χέρι και ένα μεγάλο μπουκάλι νερού “for the trip”. Τον ευχαρίστησα κι έκανα ν’ ακολουθήσω μια ομάδα που επιβιβάζονταν εκείνη τη στιγμή αλλά μου τράβηξε το χέρι, μου είπε να περιμένω, και τελικά επιβιβάστηκα σε μια άλλη μαζί με μια οικογένεια Γάλλων. Ζωστήκαμε τα σωσσίβια κι η βάρκα ξεκίνησε σιγά-σιγά (ήμασταν ακόμη μέσα στο λιμάνι).
Μόλις βγήκαμε απ’ τον προστατευόμενο χώρο ελεγχόμενης ταχύτητας, άρχισε το πανηγύρι: Ο «καπετάνιος» γκάζωσε, η μούρη της βάρκας υψώθηκε κι άρχισε το ανελέητο σφυροκόπημα πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Στην αρχή είχε πλάκα, το επιβατικό κοινό το διασκέδαζε, η θάλασσα ήταν σχετικά ήρεμη και οι πιτσιλιές που έφταναν ήταν μια ευχάριστη νότα δροσιάς. Σιγά σιγά όμως το γέλιο άρχισε να χάνεται από τα χείλη του επιβατικού κοινού και τη θέση του να παίρνουν μουρμουρητά διαμαρτυρίας. Σκεφτόμουν ότι ήμουν τυχερός που δεν κουβαλούσα κανένα λάπτοπ – θα’χε γίνει φύλλο και φτερό απ’ το κτύπημα. Τα μουρμουρητά έγιναν πιο έντονα, είχαν πλέον αποδέκτη, προφανώς τα οπίσθια δεν περνούσαν και την καλύτερή τους φάση πάνω στο ξύλινο καδρόνι της βάρκας. Ο «κάπταιν» έκανε πως δεν καταλάβαινε ώσπου οι διαμαρτυρίες αγρίεψαν, απέκτησαν πλήρη ομοφωνία και αναγκάστηκε να κατεβάσει λίγο ταχύτητα. Όχι για πολύ όμως, τα ξανάδωσε τα γκάζια, «γαλλικά» ξανά και τελικά συμμορφώθηκε. Οι Γάλλοι πήγαινα στο Bubu, στο Perhentian Kecil, εγώ θα κατέβαινα πρώτος στο Arwana, στο Perhentian Besar. Πλέαμε ήδη στο νότιο μέρος του μεταξύ τους διαύλου και σε λίγο, 40 λεπτά μετά την αναχώρησή μας, η βάρκα έδενε στη σκάλα του Arwana.
To Arwana Perhentian Resort δεν ήταν η πρώτη επιλογή μου για τη διαμονή. Το Perhentian Island Resort έμοιαζε η καλύτερη επιλογή – ήταν όμως η ακριβότερη. Με βάση αυτά που είχα διαβάσει από τις ιστορίες του φόρουμ είχα σαν πρώτη επιλογή το Coral View, δεύτερη το Abdul Chalet και τρίτη το Tuna Bay. Όμως όλα ήταν κλεισμένα και κατέληξα εδώ.
Η πρώτη εντύπωση του resort από τη σκάλα δεν ήταν αυτή που διαφήμιζαν οι φωτογραφίες του site του: Ενδείξεις φθοράς παρά το νεαρότατον της ηλικίας του, κάποια γράμματα έλειπαν από το όνομά του στον τοίχο δίπλα στη σκάλα εισόδου στον μεγάλο ανοικτό – αλλά σκεπαστό – χώρο που κάλυπτε το εστιατόριο, το lobby και το καφέ, ένθεν κα’κείθεν των σκαλοπατιών. Κανείς απ’ το προσωπικό του ξενοδοχείου δεν ήλθε στο χώρο αποβίβασης για τη μεταφορά των αποσκευών.
Δίπλα στα σκαλοπάτια μια βρύση και μια γούρνα για να πλένουν τα πόδια τους οι λουόμενοι πριν την είσοδό τους στους παραπάνω χώρους και, λίγο πιο πάνω, κορνιζαρισμένες πινακίδες που γνωστοποιούσαν στους ενοίκους (με ύφος που υποδήλωνε ότι) αν κουβαλήσουν άμμο με τα πόδια τους θα τους βάλουν να τη γλείψουν και αν εμφανιστούν με βρεγμένο μαγιώ θα τους κρεμάσουν ανάποδα μέχρι να στεγνώσουν και να τους επιτρέψουν να κυκοφορήσουν.
Στο ανάλογο ύφος κύλησε και η διαδικασία παραλαβής του κλειδιού του δωματίου από την ασιάτισα επίγονο του Χίτλερ που με ύφος απέραντα ενοχλημένο για την παρουσία σου και κοφτές οδηγίες που σου τις έφτυνε κατάμουτρα μου παρέδωσε το κλειδί, τα κουπόνια του πρωϊνού κι ένα χαρτί με φωτοτυπημένες “activities”.
Δίπλα στη reception ήταν το “diving center” με ένα πίνακα ανακοινώσεων για τις ημερήσιες εκδρομές για snorkeling και diving. Οι σημερινές είχαν αναχωρήσει ήδη, για τις αυριανές υπήρχαν ελάχιστες συμμετοχές. Ένας άλλος πίνακας έδειχνε τις χρεώσεις για το “taxi service” σε διάφορες περιοχές του μεγάλου και του μικρού νησιού.
Το δωμάτιο που είχα κλείσει ήταν με θέα στη θάλασσα. Ένα πλακόστρωτο μονοπάτι κατά μήκος της παραλίας οδηγούσε σε όλα τα δωμάτια αυτού του τύπου.
Το δωμάτιο είχε βεράντα και εξωτερικά έμοιαζε ΟΚ…
… όταν άνοιγες την πόρτα, όμως, δεχόσουν αμέσως μιαν άσχημη μυρωδιά, ίδια μ’ εκείνη των ανήλιαγων υπογείων που έχουν ν’ αεριστούν δεν-ξέρω-και-γω-πόσο-καιρό, αυτήν της κλεισούρας, της υγρασίας και της μούχλας. Μεγάλο μεν, ευρύχωρο, άνετο μπάνιο, διπλό κρεββάτι, αλλά η μυρωδιά… Άνοιξα τα παράθυρα αμέσως να γίνει ρεύμα μπας και… αλλά πού: καμμία διαφορά! Μύρισα τις κουρτίνες και τα κλινοσκεπάσματα: εμποτισμένα. Τα σήκωσα και τά’χωσα αμέσως στη ντουλάπα. Η κατάσταση βελτιώθηκε ελάχιστα αλλά τουλάχιστον δε θα την είχα άμεσα στα μούτρα μου όταν κοιμόμουν.
Βάλθηκα να ξεπακετάρω, να τελειώνω, να πάω για καμμιά βουτιά. Ανοίγοντας το σακ βουαγιάζ με πλημμύρισε το άρωμα της laksa. WTF? Τα τρία σακκουλάκια με την ειδική σάλτσα που είχα αγοράσει απ’ το Kuching hadn’t make it: Δεν άντεξαν τη διαφορά πίεσης στις 2 διαδοχικές πτήσεις, είχαν επιχειρήσει ν’ αποδράσουν και το μόνο που τις συγκράτησε από το να ξεχυθούν και να χρωματίσουν και αρωματίσουν όλη τη γκαρνταρόμπα μου ήταν η καλή προστατευτική συσκευασία που τους είχα εξασφαλίσει. Τις άφησα, ωστόσο, πάνω στο τραπέζι με την ελπίδα να καλύψουν με το δικό τους το «άρωμα» του δωματίου.
Βγήκα στη βεράντα. Η θέα μπροστά δεν ήταν άσχημη.
Με την ελαφρότερη δυνατή περιβολή βγήκα στην αμμουδιά.
(Η παραλία προς τα αριστερά και η σκάλα του resort, τελευταίου στη σειρά)
(Προς τα δεξιά, και σε μήκος κάπου ένα χλμ. Εκτείνονταν η νότια παραλία του Perhentian Besar)
Τα νερά ήταν ρηχά. Πολύ ρηχά. Απελπιστικά ρηχά! Και ο βυθός σπαρμένος με χιλιάδες κομμάτια από νεκρό κοράλλι. Ούτε να βουτήξεις, ούτε να περπατήσεις. Πίσω για τα ειδικά παπουτσάκια και ξανά μέσα, να δούμε πόσο θα χρειαστεί να περπατήσουμε μέχρι να φτασει το νερό στον αφαλό. Μια τσιγαριά δρόμος. Κι άλλη μια… Καρκίνος εξασφαλισμένος μέχρι να βρέξεις τις μασχάλες σου!
Κολύμπησα καμμιά διακοσαριά μέτρα κάθετα στην ακτή. Άνθρωποι δεν ξεχώριζαν. Ε, εδώ θα έχει αρκετό βάθος – λέω. Εμένα μου λες? Μέχρι το λαιμό. Ας είναι. Ξενητεύτηκα αλλά τουλάχιστον κολύμπησα λίγο. Μόνος στη θάλασσα ως εκεί που έφτανε το μάτι. Έξω ξανά για λίγη χαλάρωση και ηλιοθεραπεία.
Μεσημέριασε. Τo resort είχε ένα μεγάλο εστιατόριο, όπου σερβίρονταν και το πρωϊνό, κι ένα δεύτερο, μικρότερο, με μενού “a la carte”. Αυτό ήταν και το μόνο ανοικτό για μεσημέρι. Περιορισμένες επιλογές και τιμές τσιμπημένες. Next time. Αποφάσισα να πάω μια βόλτα κατά μήκος της ακτής, να δω τι παίζει και δίπλα. Ανάμεσα στο δικό μας και στο διπλανό Samudra μεσολαβούσε κάτι σαν χαντάκι, σαν ρέμα, απ’ την καρδιά του οποίου έβγαινε στη θάλασσα ένας χοντρός αποχετευτικός σωλήνας που άδειαζε τα λύματα στη θάλασσα. Πολύ ωραία! Στο Samudra είχε δυό τραπεζάκια και 4 καρέκλες έξω, δίπλα σ’ ένα κιόσκι που πουλούσε ζεστά αναψυκτικά, πατατάκια και άλλα σνάκς και διάφορα χαζολοΐδια. Είχε και κάτι θλιβερές κούνιες παραδίπλα. Τα μπανγκαλόουζ ένα χάλι.
Προχώρησα παρακάτω. Λίγο καλύτερο το σκηνικό: Ένα diving center με εστιατοριάκι κι ένα υποτυπώδες beach bar (το μοναδικό σε ολόκληρη την ακτή), το Fauna και τα δύο Flora Bay, άλλο ένα εστιατόριο, του Flora Bay αυτό. Λίγη κίνηση, οι ελάχιστοι υπάλληλοι λαγοκοιμόνταν στις θέσεις τους, παρόμοιες πινακίδες με τιμές για τα taxi boats, κάτι ελάχιστες ξαπλώστρες με ακόμη λιγότερους παραθεριστές. Εκτός του Flora 2 που έδειχνε αρκετά περιποιημένο και τα σπιτάκια του ήταν συμπαθητικά, η εικόνα των άλλων ”resorts” βαθμολογούνταν μεταξύ του «θέλει αρκετή δουλειά» μέχρι «σχεδόν εγκαταλελειμμένο». Κανένα δεν είχε πισίνα. Μόνο το Arwana, το καλύτερο (εξωτερικά) απ’ όλα στη σειρά, σε μια παραλία που παρουσίαζε ελάχιστο ενδιαφέρον και έμοιαζε πολύ ομορφότερη στις φωτογραφίες.
(Πολλή βρωμιά…)
Φτάνοντας στα βράχια στην άκρη της, διέκρινα τα τελευταία χωμάτινα σκαλοπάτια ενός μονοπατιού που ανέβαινε και χάνοντα μέσα στην πυκνή βλάστηση. Προφανώς ήταν αυτό που οδηγούσε πάνω απ’ το βραχώδη λόφο στην άλλη πλευρά, τη δυτική, του νησιού και στο Abdul Chalet. Οι γραφές έλεγαν ότι είναι σύντομο μεν, σού ’βγαζε τη γλώσσα δε, και όσοι το επιχειρούσαν μια φορά δεν το ξανατολμούσαν – προτιμούσαν να πάρουν βάρκα για πίσω. Εκείνη την ώρα ξεπρόβαλαν από κει κι ένα ζευγάρι νεαρών παιδιών, αρκετά ιδρωμένα για να επιβεβαιώσουν τα παραπάνω. Έμεναν στο “Mama’s Place”, ήταν ψόφιοι και διψασμένοι, εγώ ήθελα πληροφορίες και παρέα, τους προσκάλεσα να τους κεράσω ένα αναψυκτικό στους δύτες, δέχτηκαν και βρεθήκαμε να τσιμπάμε κάτι αδιάφορο και να γεμίζουμε ανιόντα δίπλα σε μια μεγάλη παρέα Γάλλων που είχαν βαλθεί να παραγγείλουν όλο το μαγαζί, τον καημένο σερβιτόρο να τά’χει μισοχαμένα, να θέλουν να επιστρέψουν 3 πιάτα γιατί δεν ήταν αυτό που ήθελαν ή παρήγγειλαν, εκείνος να μην καταλαβαίνει τι θέλουν, ψιλο-βαβέλ δηλαδή αλλά είχε την πλάκα της – για τους απ’ έξω!
Κάποια στιγμή χωρίσαμε και πήρα το δρόμο για πίσω.
Το Arwana διαφημίζει το spa του. Το αναζητώ και το βρίσκω «κρυμμένο» πίσω από την πισίνα. Μικρό σπιτάκι, δυό πολυθρόνες αναμονής και δύο κρεββάτια για μασάζ όλο κι όλο (κάτι σαν τα χιλιάδες που βρίσκει κανείς στους δρόμους της Ταϋλάνδης). Επιλέγω το full body massage έναντι 100RM (20 Ευρώ) την ώρα και κλείνω ραντεβού για αργότερα, πριν το δείπνο που (λέει) θα έχει και μπάρμπεκιου. Ώρες σερβιρίσματος 7-9μμ. Για να δούμε τι θα δούμε…
Είδαμε αλλά δεν είδαμε: Μέτριο το μασάζ, ακριβό γι αυτό που προσέφερε, έφευγες σα λαδωμένος ποντικός – πολύ λαδωμένος όμως! Εν πάσει περιπτώσει, αυτό μπορούσε η κοπέλλα, αυτό έκανε, τα 10RM πουρμπουάρ μου χάρισαν ένα ειλικρινές χαμόγελο, το πρώτο της ημέρας. Σειρά είχε το μπάρμπεκιου… 10 ευρώ το άτομο – εκτός πακέτου. Οι επιλογές; Ή μπάρμπεκιου ή μπουφέ (με 8) – και τα δυό δε γινόταν. Και a la carte, φυσικά, όπου εκεί όμως μπορεί το κοστούμι να στοίχιζε και 25.
Το τελευταίο δεν το δοκίμασα, δεν ξέρω αν για τα πιάτα επιμελούνταν ο ίδιος σέφ (?), αυτός όμως που ήταν υπεύθυνος για το μεγάλο εστιατόριο σίγουρα στο λεξιλόγιό του δεν περιλάμβανε τη λέξη «αλάτι». Και, κατά πάσα πιθανότητα, αγνοούσε και τα «μπαχαρικά», «καρυκεύματα» και όλα τα σχετικά. Δεν έχω ξαναφάει πιο άνοστο και σκληρό ψητό κρέας στη ζωή μου. Είτε αρνί, είτε μοσχάρι, είτε κοτόπουλο. Μόνο το ψάρι (κάτι σαν σκουμπρί), παντελώς ανάλατο κι αυτό φυσικά, κατέβαινε κάπως. Α, και αλατιέρες πουθενά! Οι μπύρες που είχα προμηθευθεί από το μπάρ (έναντι 10RM το κουτάκι – τη στιγμή που η τιμή τους έξω ήταν μόλις 3) βοήθησαν κάπως να νοιώσω χορτασμένος. Η βοήθεια απ’ τα γλυκά και τα φρούτα ήταν, επίσης, ανύπαρκτη: Μα πώς γίνεται ακόμη και το καρπούζι να είναι τόσο άνοστo;!!!
Ήδη τα σύννεφα που συγκεντρώνονταν σιγά – σιγά από νωρίτερα, ένωσαν τις δυνάμεις τους και επιτέθηκαν. Η δυνατή μπόρα ανάγκασε τον κόσμο να τρέχει από δω κι από κει να βρεί προστασία, η βόλτα στην ακτή εξ αντικειμένου δεν ήταν δυνατή, επέστρεψα στο δωμάτιο με σκοπό να την απολαύσω από τη βεράντα μου…
Το δωμάτιο δεν είχε ψυγείο για να διατηρήσει τη θερμοκρασία του νερού που αγόρασα (10RM κι αυτό – ταρίφα έχουν κόψει), είχε όμως τηλεόραση… με φις δυτικού τύπου για πρίζα ασιατικού! Αντάπτορας, φυσικά, γιόκ. Ευτυχώς είχα τον δικό μου. Δε θά’ χανα με τίποτα το τελευταίο επεισόδιο της αγαπημένης μου μαλαισιανής σαπουνόπερας!
4.8.2009: Η Άφιξη
Το πρωινό στο Crystal Lodge σερβίρονταν στο roof-garden που ούτε roof ήταν ούτε garden. Η αίθουσα ήταν λιτή, χωρίς διακόσμηση, φαινόταν σαν μόλις να είχε ανακαινισθεί και το κομμάτι που (μάλλον) έβγαζε στον “garden” ήταν καλυμμένο. Εν πάση περιπτώσει, το πρωινό μπορεί να μην είχε τα μεγαλεία των προηγούμενων ξενοδοχείων, είχε όμως τουλάχιστον 2 επιλογές από το κάθε τι, τοπικού ή δυτικού τύπου, αρκετό να καλύψει τις διατροφικές απαιτήσεις και μάλιστα ικανοποιητικά από πλευράς ποιότητας.
Ο Jeff συνεπέστατος στο ραντεβού του, με το χαμόγελό του και τη χαρούμενη διάθεσή του έφτιαξε και τη δική μου. Η δίψα του για πληροφορίες για την Ευρώπη μεγάλη, προσπαθούσα όσο γίνεται με πιο απλό τρόπο να την ικανοποιήσω, γνωρίζοντας ότι είναι δύσκολο για τον οποιονδήποτε να «χωνέψει» πληροφορίες και καταστάσεις που διαφέρουν απ’ τη δική του καθημερινότητα.
Φτάσαμε στο jetty της Kuala Besut περίπου ένα 2-λεπτο πριν την αναχώρηση του ταχύπλοου για τα νησιά. Όσο εκείνος φρόντιζε τα του εισιτηρίου μετάβασης/επιστροφής και του ειδικού φόρου που πληρώνουν όλοι για τα θαλάσσια πάρκα, εγώ χάζευα τον κόσμο που επιβιβάζονταν σε κάποια από τις δεκάδες βάρκες που ήταν δεμένες η μια δίπλα στην άλλη χωρίς καμμία εμφανή σειρά, προτεραιότητα ή ένδειξη προορισμού. Ήμουν περίεργος τι θα κλήρωνε για μένα! Μεταξύ των σχεδόν όλων δυτικών διέκρινα κι ένα ζευγάρι Ιταλών που είχα γνωρίσει στο Kuching το απόγευμα που έψαχνα για ανταλλακτήριο, μου είχαν υποδείξει το μέρος και, όταν τους ξανασυνάντησα λίγο αργότερα, είπιαμε μια μπύρα παρέα. Θυμήθηκα ότι κι αυτοί ακολουθούσαν λίγο-πολύ το ίδιο πρόγραμμα με μένα.
Ο Jeff κατέφθασε ασθμαίνων με τα εισιτήρια στο χέρι και ένα μεγάλο μπουκάλι νερού “for the trip”. Τον ευχαρίστησα κι έκανα ν’ ακολουθήσω μια ομάδα που επιβιβάζονταν εκείνη τη στιγμή αλλά μου τράβηξε το χέρι, μου είπε να περιμένω, και τελικά επιβιβάστηκα σε μια άλλη μαζί με μια οικογένεια Γάλλων. Ζωστήκαμε τα σωσσίβια κι η βάρκα ξεκίνησε σιγά-σιγά (ήμασταν ακόμη μέσα στο λιμάνι).
Μόλις βγήκαμε απ’ τον προστατευόμενο χώρο ελεγχόμενης ταχύτητας, άρχισε το πανηγύρι: Ο «καπετάνιος» γκάζωσε, η μούρη της βάρκας υψώθηκε κι άρχισε το ανελέητο σφυροκόπημα πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Στην αρχή είχε πλάκα, το επιβατικό κοινό το διασκέδαζε, η θάλασσα ήταν σχετικά ήρεμη και οι πιτσιλιές που έφταναν ήταν μια ευχάριστη νότα δροσιάς. Σιγά σιγά όμως το γέλιο άρχισε να χάνεται από τα χείλη του επιβατικού κοινού και τη θέση του να παίρνουν μουρμουρητά διαμαρτυρίας. Σκεφτόμουν ότι ήμουν τυχερός που δεν κουβαλούσα κανένα λάπτοπ – θα’χε γίνει φύλλο και φτερό απ’ το κτύπημα. Τα μουρμουρητά έγιναν πιο έντονα, είχαν πλέον αποδέκτη, προφανώς τα οπίσθια δεν περνούσαν και την καλύτερή τους φάση πάνω στο ξύλινο καδρόνι της βάρκας. Ο «κάπταιν» έκανε πως δεν καταλάβαινε ώσπου οι διαμαρτυρίες αγρίεψαν, απέκτησαν πλήρη ομοφωνία και αναγκάστηκε να κατεβάσει λίγο ταχύτητα. Όχι για πολύ όμως, τα ξανάδωσε τα γκάζια, «γαλλικά» ξανά και τελικά συμμορφώθηκε. Οι Γάλλοι πήγαινα στο Bubu, στο Perhentian Kecil, εγώ θα κατέβαινα πρώτος στο Arwana, στο Perhentian Besar. Πλέαμε ήδη στο νότιο μέρος του μεταξύ τους διαύλου και σε λίγο, 40 λεπτά μετά την αναχώρησή μας, η βάρκα έδενε στη σκάλα του Arwana.
To Arwana Perhentian Resort δεν ήταν η πρώτη επιλογή μου για τη διαμονή. Το Perhentian Island Resort έμοιαζε η καλύτερη επιλογή – ήταν όμως η ακριβότερη. Με βάση αυτά που είχα διαβάσει από τις ιστορίες του φόρουμ είχα σαν πρώτη επιλογή το Coral View, δεύτερη το Abdul Chalet και τρίτη το Tuna Bay. Όμως όλα ήταν κλεισμένα και κατέληξα εδώ.
Η πρώτη εντύπωση του resort από τη σκάλα δεν ήταν αυτή που διαφήμιζαν οι φωτογραφίες του site του: Ενδείξεις φθοράς παρά το νεαρότατον της ηλικίας του, κάποια γράμματα έλειπαν από το όνομά του στον τοίχο δίπλα στη σκάλα εισόδου στον μεγάλο ανοικτό – αλλά σκεπαστό – χώρο που κάλυπτε το εστιατόριο, το lobby και το καφέ, ένθεν κα’κείθεν των σκαλοπατιών. Κανείς απ’ το προσωπικό του ξενοδοχείου δεν ήλθε στο χώρο αποβίβασης για τη μεταφορά των αποσκευών.
Δίπλα στα σκαλοπάτια μια βρύση και μια γούρνα για να πλένουν τα πόδια τους οι λουόμενοι πριν την είσοδό τους στους παραπάνω χώρους και, λίγο πιο πάνω, κορνιζαρισμένες πινακίδες που γνωστοποιούσαν στους ενοίκους (με ύφος που υποδήλωνε ότι) αν κουβαλήσουν άμμο με τα πόδια τους θα τους βάλουν να τη γλείψουν και αν εμφανιστούν με βρεγμένο μαγιώ θα τους κρεμάσουν ανάποδα μέχρι να στεγνώσουν και να τους επιτρέψουν να κυκοφορήσουν.
Στο ανάλογο ύφος κύλησε και η διαδικασία παραλαβής του κλειδιού του δωματίου από την ασιάτισα επίγονο του Χίτλερ που με ύφος απέραντα ενοχλημένο για την παρουσία σου και κοφτές οδηγίες που σου τις έφτυνε κατάμουτρα μου παρέδωσε το κλειδί, τα κουπόνια του πρωϊνού κι ένα χαρτί με φωτοτυπημένες “activities”.
Δίπλα στη reception ήταν το “diving center” με ένα πίνακα ανακοινώσεων για τις ημερήσιες εκδρομές για snorkeling και diving. Οι σημερινές είχαν αναχωρήσει ήδη, για τις αυριανές υπήρχαν ελάχιστες συμμετοχές. Ένας άλλος πίνακας έδειχνε τις χρεώσεις για το “taxi service” σε διάφορες περιοχές του μεγάλου και του μικρού νησιού.
Το δωμάτιο που είχα κλείσει ήταν με θέα στη θάλασσα. Ένα πλακόστρωτο μονοπάτι κατά μήκος της παραλίας οδηγούσε σε όλα τα δωμάτια αυτού του τύπου.
Το δωμάτιο είχε βεράντα και εξωτερικά έμοιαζε ΟΚ…
… όταν άνοιγες την πόρτα, όμως, δεχόσουν αμέσως μιαν άσχημη μυρωδιά, ίδια μ’ εκείνη των ανήλιαγων υπογείων που έχουν ν’ αεριστούν δεν-ξέρω-και-γω-πόσο-καιρό, αυτήν της κλεισούρας, της υγρασίας και της μούχλας. Μεγάλο μεν, ευρύχωρο, άνετο μπάνιο, διπλό κρεββάτι, αλλά η μυρωδιά… Άνοιξα τα παράθυρα αμέσως να γίνει ρεύμα μπας και… αλλά πού: καμμία διαφορά! Μύρισα τις κουρτίνες και τα κλινοσκεπάσματα: εμποτισμένα. Τα σήκωσα και τά’χωσα αμέσως στη ντουλάπα. Η κατάσταση βελτιώθηκε ελάχιστα αλλά τουλάχιστον δε θα την είχα άμεσα στα μούτρα μου όταν κοιμόμουν.
Βάλθηκα να ξεπακετάρω, να τελειώνω, να πάω για καμμιά βουτιά. Ανοίγοντας το σακ βουαγιάζ με πλημμύρισε το άρωμα της laksa. WTF? Τα τρία σακκουλάκια με την ειδική σάλτσα που είχα αγοράσει απ’ το Kuching hadn’t make it: Δεν άντεξαν τη διαφορά πίεσης στις 2 διαδοχικές πτήσεις, είχαν επιχειρήσει ν’ αποδράσουν και το μόνο που τις συγκράτησε από το να ξεχυθούν και να χρωματίσουν και αρωματίσουν όλη τη γκαρνταρόμπα μου ήταν η καλή προστατευτική συσκευασία που τους είχα εξασφαλίσει. Τις άφησα, ωστόσο, πάνω στο τραπέζι με την ελπίδα να καλύψουν με το δικό τους το «άρωμα» του δωματίου.
Βγήκα στη βεράντα. Η θέα μπροστά δεν ήταν άσχημη.
Με την ελαφρότερη δυνατή περιβολή βγήκα στην αμμουδιά.
(Η παραλία προς τα αριστερά και η σκάλα του resort, τελευταίου στη σειρά)
(Προς τα δεξιά, και σε μήκος κάπου ένα χλμ. Εκτείνονταν η νότια παραλία του Perhentian Besar)
Τα νερά ήταν ρηχά. Πολύ ρηχά. Απελπιστικά ρηχά! Και ο βυθός σπαρμένος με χιλιάδες κομμάτια από νεκρό κοράλλι. Ούτε να βουτήξεις, ούτε να περπατήσεις. Πίσω για τα ειδικά παπουτσάκια και ξανά μέσα, να δούμε πόσο θα χρειαστεί να περπατήσουμε μέχρι να φτασει το νερό στον αφαλό. Μια τσιγαριά δρόμος. Κι άλλη μια… Καρκίνος εξασφαλισμένος μέχρι να βρέξεις τις μασχάλες σου!
Κολύμπησα καμμιά διακοσαριά μέτρα κάθετα στην ακτή. Άνθρωποι δεν ξεχώριζαν. Ε, εδώ θα έχει αρκετό βάθος – λέω. Εμένα μου λες? Μέχρι το λαιμό. Ας είναι. Ξενητεύτηκα αλλά τουλάχιστον κολύμπησα λίγο. Μόνος στη θάλασσα ως εκεί που έφτανε το μάτι. Έξω ξανά για λίγη χαλάρωση και ηλιοθεραπεία.
Μεσημέριασε. Τo resort είχε ένα μεγάλο εστιατόριο, όπου σερβίρονταν και το πρωϊνό, κι ένα δεύτερο, μικρότερο, με μενού “a la carte”. Αυτό ήταν και το μόνο ανοικτό για μεσημέρι. Περιορισμένες επιλογές και τιμές τσιμπημένες. Next time. Αποφάσισα να πάω μια βόλτα κατά μήκος της ακτής, να δω τι παίζει και δίπλα. Ανάμεσα στο δικό μας και στο διπλανό Samudra μεσολαβούσε κάτι σαν χαντάκι, σαν ρέμα, απ’ την καρδιά του οποίου έβγαινε στη θάλασσα ένας χοντρός αποχετευτικός σωλήνας που άδειαζε τα λύματα στη θάλασσα. Πολύ ωραία! Στο Samudra είχε δυό τραπεζάκια και 4 καρέκλες έξω, δίπλα σ’ ένα κιόσκι που πουλούσε ζεστά αναψυκτικά, πατατάκια και άλλα σνάκς και διάφορα χαζολοΐδια. Είχε και κάτι θλιβερές κούνιες παραδίπλα. Τα μπανγκαλόουζ ένα χάλι.
Προχώρησα παρακάτω. Λίγο καλύτερο το σκηνικό: Ένα diving center με εστιατοριάκι κι ένα υποτυπώδες beach bar (το μοναδικό σε ολόκληρη την ακτή), το Fauna και τα δύο Flora Bay, άλλο ένα εστιατόριο, του Flora Bay αυτό. Λίγη κίνηση, οι ελάχιστοι υπάλληλοι λαγοκοιμόνταν στις θέσεις τους, παρόμοιες πινακίδες με τιμές για τα taxi boats, κάτι ελάχιστες ξαπλώστρες με ακόμη λιγότερους παραθεριστές. Εκτός του Flora 2 που έδειχνε αρκετά περιποιημένο και τα σπιτάκια του ήταν συμπαθητικά, η εικόνα των άλλων ”resorts” βαθμολογούνταν μεταξύ του «θέλει αρκετή δουλειά» μέχρι «σχεδόν εγκαταλελειμμένο». Κανένα δεν είχε πισίνα. Μόνο το Arwana, το καλύτερο (εξωτερικά) απ’ όλα στη σειρά, σε μια παραλία που παρουσίαζε ελάχιστο ενδιαφέρον και έμοιαζε πολύ ομορφότερη στις φωτογραφίες.
(Πολλή βρωμιά…)
Φτάνοντας στα βράχια στην άκρη της, διέκρινα τα τελευταία χωμάτινα σκαλοπάτια ενός μονοπατιού που ανέβαινε και χάνοντα μέσα στην πυκνή βλάστηση. Προφανώς ήταν αυτό που οδηγούσε πάνω απ’ το βραχώδη λόφο στην άλλη πλευρά, τη δυτική, του νησιού και στο Abdul Chalet. Οι γραφές έλεγαν ότι είναι σύντομο μεν, σού ’βγαζε τη γλώσσα δε, και όσοι το επιχειρούσαν μια φορά δεν το ξανατολμούσαν – προτιμούσαν να πάρουν βάρκα για πίσω. Εκείνη την ώρα ξεπρόβαλαν από κει κι ένα ζευγάρι νεαρών παιδιών, αρκετά ιδρωμένα για να επιβεβαιώσουν τα παραπάνω. Έμεναν στο “Mama’s Place”, ήταν ψόφιοι και διψασμένοι, εγώ ήθελα πληροφορίες και παρέα, τους προσκάλεσα να τους κεράσω ένα αναψυκτικό στους δύτες, δέχτηκαν και βρεθήκαμε να τσιμπάμε κάτι αδιάφορο και να γεμίζουμε ανιόντα δίπλα σε μια μεγάλη παρέα Γάλλων που είχαν βαλθεί να παραγγείλουν όλο το μαγαζί, τον καημένο σερβιτόρο να τά’χει μισοχαμένα, να θέλουν να επιστρέψουν 3 πιάτα γιατί δεν ήταν αυτό που ήθελαν ή παρήγγειλαν, εκείνος να μην καταλαβαίνει τι θέλουν, ψιλο-βαβέλ δηλαδή αλλά είχε την πλάκα της – για τους απ’ έξω!
Κάποια στιγμή χωρίσαμε και πήρα το δρόμο για πίσω.
Το Arwana διαφημίζει το spa του. Το αναζητώ και το βρίσκω «κρυμμένο» πίσω από την πισίνα. Μικρό σπιτάκι, δυό πολυθρόνες αναμονής και δύο κρεββάτια για μασάζ όλο κι όλο (κάτι σαν τα χιλιάδες που βρίσκει κανείς στους δρόμους της Ταϋλάνδης). Επιλέγω το full body massage έναντι 100RM (20 Ευρώ) την ώρα και κλείνω ραντεβού για αργότερα, πριν το δείπνο που (λέει) θα έχει και μπάρμπεκιου. Ώρες σερβιρίσματος 7-9μμ. Για να δούμε τι θα δούμε…
Είδαμε αλλά δεν είδαμε: Μέτριο το μασάζ, ακριβό γι αυτό που προσέφερε, έφευγες σα λαδωμένος ποντικός – πολύ λαδωμένος όμως! Εν πάσει περιπτώσει, αυτό μπορούσε η κοπέλλα, αυτό έκανε, τα 10RM πουρμπουάρ μου χάρισαν ένα ειλικρινές χαμόγελο, το πρώτο της ημέρας. Σειρά είχε το μπάρμπεκιου… 10 ευρώ το άτομο – εκτός πακέτου. Οι επιλογές; Ή μπάρμπεκιου ή μπουφέ (με 8) – και τα δυό δε γινόταν. Και a la carte, φυσικά, όπου εκεί όμως μπορεί το κοστούμι να στοίχιζε και 25.
Το τελευταίο δεν το δοκίμασα, δεν ξέρω αν για τα πιάτα επιμελούνταν ο ίδιος σέφ (?), αυτός όμως που ήταν υπεύθυνος για το μεγάλο εστιατόριο σίγουρα στο λεξιλόγιό του δεν περιλάμβανε τη λέξη «αλάτι». Και, κατά πάσα πιθανότητα, αγνοούσε και τα «μπαχαρικά», «καρυκεύματα» και όλα τα σχετικά. Δεν έχω ξαναφάει πιο άνοστο και σκληρό ψητό κρέας στη ζωή μου. Είτε αρνί, είτε μοσχάρι, είτε κοτόπουλο. Μόνο το ψάρι (κάτι σαν σκουμπρί), παντελώς ανάλατο κι αυτό φυσικά, κατέβαινε κάπως. Α, και αλατιέρες πουθενά! Οι μπύρες που είχα προμηθευθεί από το μπάρ (έναντι 10RM το κουτάκι – τη στιγμή που η τιμή τους έξω ήταν μόλις 3) βοήθησαν κάπως να νοιώσω χορτασμένος. Η βοήθεια απ’ τα γλυκά και τα φρούτα ήταν, επίσης, ανύπαρκτη: Μα πώς γίνεται ακόμη και το καρπούζι να είναι τόσο άνοστo;!!!
Ήδη τα σύννεφα που συγκεντρώνονταν σιγά – σιγά από νωρίτερα, ένωσαν τις δυνάμεις τους και επιτέθηκαν. Η δυνατή μπόρα ανάγκασε τον κόσμο να τρέχει από δω κι από κει να βρεί προστασία, η βόλτα στην ακτή εξ αντικειμένου δεν ήταν δυνατή, επέστρεψα στο δωμάτιο με σκοπό να την απολαύσω από τη βεράντα μου…
Το δωμάτιο δεν είχε ψυγείο για να διατηρήσει τη θερμοκρασία του νερού που αγόρασα (10RM κι αυτό – ταρίφα έχουν κόψει), είχε όμως τηλεόραση… με φις δυτικού τύπου για πρίζα ασιατικού! Αντάπτορας, φυσικά, γιόκ. Ευτυχώς είχα τον δικό μου. Δε θά’ χανα με τίποτα το τελευταίο επεισόδιο της αγαπημένης μου μαλαισιανής σαπουνόπερας!
Attachments
-
104,5 KB Προβολές: 67
-
97,2 KB Προβολές: 67
-
14,9 KB Προβολές: 66
-
17,9 KB Προβολές: 142