babaduma
Member
- Μηνύματα
- 5.082
- Likes
- 8.007
- Επόμενο Ταξίδι
- terra incognita
- Ταξίδι-Όνειρο
- α του Κενταύρου
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Συμπληρωματικές Πληροφορίες
- Έσοδα-Έξοδα
- Πτήσεις][U]Θεσσαλονίκη – Αθήνα – Dubai – Colombo - Singapore[/U
- Kota Kinabalu (Sabah)][U]20.7.2009: Kota Kinabalu[/U
- Poring Hot Springs & Mt.Kinabalu][U]22.7.2009: Poring Hot Springs και Mt. Kinabalu[/U
- Miri (Sarawak)][URL='http://img11.imageshack.us/i/mapsarawak.jpg/'][attach=full]24866[/attach][/URL
- Niah National Park
- Kelabit Highlands & Bario (Sarawak))][URL='http://img62.imageshack.us/i/bariopeople.gif/'][attach=full]24891[/attach][/URL
- Kuching][U]28.7.2009: Kuching[/U
- Batang Ai][URL='http://img4.imageshack.us/i/img0257b.jpg/'][attach=full]24947[/attach][/URL
- Kuching II][U]31.7.2009: Kuching[/U
- Semenggoah Rehabilitation Center][U]1.8.2009: Semenggoh Rehabilitation Center & Cultural Village[/U
- Kota Bharu][U]3.8.2009: Kota Bharu[/U
- Perhentian Islands
- Perhentian Islands II
- Perhentian Islands III
- Ο Βέγγος στη Μαλαισία
- O Βέγγος στη Μαλαισία ΙΙ
Το πρωινό αποδείχθηκε ανώτερο του αναμενομένου, σ’ένα όμορφο περιβάλλον, που λειτουργούσε και σαν εστιατόριο το βράδυ. Είχε και bakery shop ξεχωριστό. Μα καλά, τι είχα πάθει χθές βράδυ; Τίποτα δεν έβλεπα; Οι θαμώνες του ξενοδοχείου δυτικοί οι περισσότεροι και κάποιοι ντόπιοι, επιχειρηματίες μάλλον, λίγοι γενικά οι νέοι άνθρωποι – οι περισσότεροι …άντα και βάλε.
Κίνηση στο lobby, ήταν κι ένα ζευγάρι …ήντα και άνω με αθλητική περιβολή, αμφότεροι ξανθοί, ίσως μελλοντικοί συνταξιδιώτες μου. Βανάκι δεν φαινόταν στον ορίζοντα… αντίθετα ήρθε το αφεντικό του πρακτορείου με το ΙΧ του. Ο λόγος; ένα δεύτερο ζευγάρι ακύρωσε, μείναμε οι 3 μας (το ζευγάρι που λέγαμε), θα μας έκανε και τον ξεναγό/οδηγό. Κανένα πρόβλημα.
Το εθνικό πάρκο Niah βρίσκεται κάπου 110km από το Miri, νοτιοδυτικά προς το Bintulu, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα εκτός της κεντρικής αρτηρίας, δίπλα στην ομώνυμη κωμόπολη. Τον κεντρικό δρόμο – που συνδέει το Kuching (στη μια άκρη) με το Miri (στην άλλη) μέσα σε 14-16 ώρες -ακολούθησε και ο δικός μας. Κάτι σαν την παλιά εθνική οδό τη δική μας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, χωρίς νησίδα στη μέση στο μεγαλύτερο μέρος του, με 2 λωρίδες σε κάθε κατεύθυνση, δεν περνάει μέσα από πολλά χωριά αλλά η βλάστηση είναι πλούσια και ποικίλη – πλήν αρκετά μονότονη και με τον ήλιο να βαράει απ’ τη μια, το αρκουδίσιον απ’ την άλλη, δεν ένοιωθα και πολύ άνετα στη θέση του συνοδηγού, ανακουφίστηκα αρκετά όταν φτάσαμε μιάμισυ ώρα αργότερα.
Πολύ όμορφη τοποθεσία, μικρά κτίσματα με σεβασμό στο περιβάλλον, κυριαρχία του ξύλου, μέγεθος όσο χρειάζεται και καθαριότητα. Προχωρήσαμε στο χαλικόστρωτο δρομάκι από το πάρκινγκ (τα πούλμαντα μένουν έξω, τα ΙΧ – αν είναι λίγα – μέσα, αλλιώς κι αυτά έξω) και κατηφορίσαμε λιγάκι προς την όχθη του ποταμού για να περάσουμε απέναντι – εκεί που αρχίζει ουσιαστικά το πάρκο. Αν και το πλάτος του ποταμού (Sungai) Niah είναι καμμιά πενηνταριά μέτρα, το φέρρυ είναι απαραίτητο – το κρόουλ δεν συστήνεται ένεκα – λένε – οι κροκόδειλοι. Φορτώθκαμαν λοιπόν, η υψηλότης μου, ο Χάρρυ και η Ρόζμαρυ (το Αυστριακό ζευγάρι συνοδοιπόρων) και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις….
(απέναντι το σημείο αποβίβασης…)
(… κι αυτό, το σημείο επιβίβασης)
(παλιά χρησιμοποιούσαν αυτήν την σκάλα και, προφανώς, άλλου είδους βάρκες…)
Στην απέναντι πλευρά, πρώτα επίσκεψη σ’ένα όμορφο μουσείο (βγάλτε τα παπούτσια σας, όχι φωτογραφίες, υπογράψτε στο βιβλίο επισκεπτών – το τελευταίο υποχρεωτικό παντού).
(άποψη από τον αύλειο χώρο του μουσείου)
Εδώ θα δείτε ευρήματα των σπηλαίων, νομίσματα, κεραμικά, εργαλεία που πάνε πίσω μέχρι και την πλειστόκαινο περίοδο, καθώς και το σημαντικότερο εύρημα, ένα ανθρώπινο κρανίο της ίδιας εποχής, δηλαδή κάπου 40000 χρόνια πριν – την παλαιότερη τεκμηριωμένη ύπαρξη προϊστορικού οικισμού στην ανατολική Μαλαισία. Η έρευνα των σπηλαίων ξεκίνησε κάπου 50 χρόνια πριν από σήμερα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από αποστολές διαφόρων Πανεπιστημίων.
Από το μουσείο, ξεκινάει ένα χαραγμένο μονοπάτι 4 χιλιομέτρων, μέσα από ένα υπέροχο δάσος με οργιώδη βλάστηση και ασβεστολιθικούς σχηματισμούς, που οδηγεί στο χώρο των σπηλιών.
[μπροστά πηγαίνει ο tour leader (με το ροζάκι) και οι Αυστριακοί, πίσω ο food leader και δεξιά κι αριστερά το δάσος από μπαμπού, φτέρες, κλπ.)]
[… αλλά και δέντρα ασύλληπτου μεγέθους: Tapang tree (Koompassia excelsia)]
Η διαδρομή είναι απολαυστική παρά τη μεγάλη υγρασία – ευτυχώς έχω πετσέτα μαζί μου για τον ιδρώτα, τα χαρτομάντηλα δεν κάνουν τίποτα. Που και που το μάτι πιάνει την κίνηση ενός σκίουρου, μιας ιπτάμενης σαύρας ή ενός πουλιού, ενώ πεταλούδες διάφορες συχνά σε συνοδεύουν στη διαδρομή.
(αυτή η φωτό απ’ το internet)
Σε κάποια σημεία μάλιστα, φαίνεται και το ποτάμι πλάι στο μονοπάτι.
Στο δρόμο συναντάμε και εργάτες φορτωμένους με σακκιά που περιέχουν guano, περιττώματα των νυκτερίδων που ζούν στις σπηλιές και χρησιμοποιούνται για λίπασμα. Το μεροκάματο αξίζει και με το παραπάνω, αφού το ένα κιλό κοστίζει 60RM (!). Όχι 50-κιλο, μέχρι και 100 κιλά θα φορτώνονταν!
Ή και μερικές αναπάντεχες συναντήσεις….
Στα 45 λεπτά περίπου φτάνουμε σε μια διασταύρωση όπου ένα στενότερο μονοπάτι οδηγεί στο Rumah Chang longhouse της φυλής Iban, εκπρόσωποι του οποίου έχουν στήσει ένα τσαρδάκι που πουλάνε στους τουρίστες μικρά χειροτεχνήματα, νερά και αναψυκτικά.
Από δώ και μετά, το μονοπάτι αρχίζει ν’ ανηφορίζει, πλησιάζουμε, αρχίζουν και τα σκαλοπάτια, όχι υπερβολικά πολλά, σίγουρα όμως κοντά στα 200, τμηματικά, μέχρι να φτάσουμε στην είσοδο.
View attachment 3826
(Χάρτης των σπηλάιων)
Λίγο πριν την βασική σπηλιά (Great Cave) το σανιδένιο μονοπάτι συναντά τη μακριά και χαμηλή σπηλιά των εμπόρων (Traders’ Cave). Μάλλον ένα τεράστιο κοίλωμα προστατευμένο κα΄τω απ’ τον βράχο θα το’λεγε κανείς… Εδώ υπάρχουν απομεινάρια ξύλινων κατασκευών από σιδηρόξυλο, πολλές απ’τις οποίες μπορεί να είναι μέχρι και 100 ετών παλαιές – όπως λέει ο οδηγός.
Εδώ κατασκήνωναν για μήνες οι συλλέκτες των φωλιών των πουλιών από τις σπηλιές, το γνωστό και πανάκριβο έδεσμα, το «χαβιάρι» των κινέζων. Ο χώρος ιδανικός για τους εργάτες που έφθαναν απ’τα βάθη της ζούγκλας του Βόρνεο (Μαλαισιανού ή Ινδονησιακού). Οικογένειες ολόκληρες έστηναν τα τσαρδάκια τους, σημαντικά προστατευμένοι από τα στοιχεία της φύσης και με το νερό του ποταμού για τις ανάγκες τους μια κατεβασιά 100μ. πιο κάτω. Μέχρι και πλάτωμα για πιο ευχάριστες κοινωνικές εκδηλώσεις (παιχνίδια) έχει.
Καμμιά εκατοστή σανιδένια σκαλιά ακόμη μας φέρνει επιτέλους στην δυτική είσοδο της τεράστιας Μεγάλης Σπηλιάς, της πρώτης από ένα δίκτυο σπηλαίων που συνδέονται μεταξύ τους με σκοτεινά, στενά (πολλές φορές), χαμηλά (αρκετές) και ολισθηρά μονοπάτια. Εξ ού και η αναγκαιότης για φακό (οπωσδήποτε). Το αδιάβροχο (που επίσης συνέστησε ο οδηγός να πάρουμε μαζί μας) προσωπικά δεν το θεωρώ απαραίτητο, αφ’ενός γιατί οι «πτώσεις» από τους κατοίκους της οροφής (νυκτερίδες και πουλιά) είναι ελάχιστες λόγω εξαντλητικής μείωσης του πληθυσμού τους και αφ’ετέρου, με την υγρασία που έχει, αν βάλεις και αδιάβροχο – θα λειώσεις απλά…
Το Great Cave είναι πραγματικά τεράστιο, σίγουρα του πρέπει το όνομα, το άνοιγμα (η «είσοδος») φτάνει τα 60 μέτρα ύψος, το πλάτος τα 250, στο βάθος ένα μονοπάτι οδηγεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη «αίθουσα», ενώ στα αριστερά υπάρχουν εγκαταστάσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας που συνεχίζει την έρευνα.

(αυτή η φωτό απ’ το internet)
Δυστυχώς το μεγαλείο δεν μπορεί ούτε να περιγραφεί εύκολα με λόγια, ούτε να αποτυπωθεί φωτογραφικά. Έκανα προσπάθεια να το απαθανατίσω σε βίντεο (προσεχώς στις οθόνες σας – αν τα καταφέρω να το μετατρέψω σε μορφή διαφορετική της Sony που να παίζει παντού). Εδώ, επίσης υπάρχουν και «πτυσσόμενα» κοντάρια μπαμπού (το ένα μέσα στο άλλο) που φτάνουν μέχρι την κορφή για τη συλλογή των πουλιών, που τα σκαρφαλώνουν οι συλλέκτες της φυλής Penan, κάτοικοι των γειτονικών χωριών. Σε σημεία βλέπει κανείς και μικρά σκαλίσματα, «σκαλοπατάκια» στο βράχο, που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό. Μεγάλη επικινδυνότης, δικαιολογεί την υψηλή τιμή του προϊόντος.
Αφήνοντας την πρώτη αίθουσα, προχωρούμε για το Padang. Το έδαφος γλιστράει… πρέπει να είσαι προσεκτικός, πολύ προσεκτικοοοοοός… πριν το καταλάβω βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο έδαφος – ευτυχώς χωρίς ηλεκτρονικές απώλειες…. Η δεύτερη αυτή αίθουσα δέχεται το φώς του ήλιου από φυσικές τρύπες ψηλά στο βράχο – δίνεται η εντύπωση ακτίνων προβολέα – και οι σκιές κάνουν το σπήλαιο να φαίνεται ακόμη επιβλητικότερο.
Μετά το Padang «τα φώτα σβήνουν», το μονοπάτι γίνεται πίσσα, που πάς ρε Καραμήτρο χωρίς φακό, η δέσμη συλλαμβάνει καμιά φορά, τυχαία, μια νυχτεριδούλα σε εσοχή, τον Χάρρυ τον πιάνει ντελίριο και αρχίζει να φωτογραφίζει μετά μανίας, μέχρι τώρα έχω αντιληφθεί ότι έχει πάθος με τα έντομα κλπ., φέγγω και γώ με τον δικό μου να τον βοηθήσω… Έτσι φτάνουμε στο Moon cave, εντυπωσιακοί σχηματισμοί και φυσικοί φωτσμοί από ανοίγματα και εδώ, έχω χάσει το μέτρημα των σκαλοπατιών… Εδώ υπάρχουν και μίνι κατασκευές για τους φύλακες αλλά και κάποιους εργάτες.
Σε λίγο το ξύλινο μονοπάτι/σκαλοπάτι βλέπει φώς, εισβάλλει στο δάσος ξανά για να μας οδηγήσει μετά από 15-20 λεπτά στον τελευταίο σταθμό της διαδρομής, το «ζωγραφισμένο» σπήλαιο (Painted Cave) όπου βρέθηκαν οι τοιχογραφίες που δείχνουν το ταξείδι για την μετά θάνατον ζωή, σε βάρκες, με κτερίσματα… Η περιοχή είναι περιφραγμένη, οι φωτογραφίες αποτυχημένες λόγω απόστασης….
(όλες οι φωτογραφίες από τις πηγές της Wikipedia)
Λίγοι τουρίστες, ήρεμη ατμόσφαιρα, χώρος ξεκούρασης για λίγο πριν την επιστροφή. Συζητώντας με τον οδηγό αντιλαμβάνομαι ότι είχα καταλάβει λάθος, ότι δηλαδή θα συνεχίσουμε μέσα στο δάσος, τη ζούγκλα και μετά με βάρκα θα φτάσουμε πίσω.
Πολύ δύσκολη διαδρομή, λέει, βάλτος, κίνδυνος με τη βάρκα, μια ώρα παραπάνω… Είναι ήδη 1:30, προφανώς πεινάει και βιάζεται να γυρίσουμε.
Στο δρόμο της επιστροφής μας πιάνει και μια μπορίτσα, σταματάμε για λίγο στο κιόσκι των ντόπιων για ένα αναψυκτικό μέχρι να σταματήσει.
Στην έξοδο, 15:30, πεινάμε και μείς, ένα-δυό μαγαζάκια στην είσοδο του πάρκου δεν δείχνουν και πολλά υποσχόμενα, το επιβεβαιώνει και ο αρχηγός προτείνοντας να πάμε στο τοπικό «Λεβέντη», συμφωνούμε χωρίς δεύτερη, φύγαμε…
Σταματάμε σε 20 λεπτά σ’έναν χώρο που γίνεται πανζουρλισμός, πολύς κόσμος εκδρομέων σιτίζεται σ’ένα σύμπλεγμα εστιατορίων με εδέσματα για κάθε γούστο (χοιρινό δεν είδα πάντως), μπορούμε να επιλέξουμε ότι θέλουμε να φάμε ή να πιούμε (εκτός από αλκοόλ), α-λα-κάρτ ή μπουφέ, όλα πληρωμένα, η χαρά του καταναλωτή. Καταλήγω μ’ένα μεγάλο πιάτο με λιγαπόλα και μερικά roti canai από δίπλα, και το κλασσικό dragon fruit juice. Κάτι απροσδιόριστο που το έβαλα για να το δοκιμάσω, καταλήγει να είναι τηγανιτή παστή αθερίνα (ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων). Πάλι δίαιτα κάναμε…
Σκασμένοι απ’το πολύ φαΐ, μπαρκάρουμε ξανά, αυτή τη φορά απ’τον άλλο δρόμο, τον παραλιακό, μέσα απ’ τις φυτείες με τα φοινικόδεντρα. Μ’έχει πιάσει και η πέψη, με το ζόρι κρατάω τα μάτια μου ανοικτά, ο οδηγός κουτουλάει κι αυτός, πανικοβάλλομαι και του πιάνω κουβέντα. Ευτυχώς φτάνουμε σώοι χωρίς απρόοπτο στο ξενοδοχείο, στην ίδια κατάσταση και οι Αυστριακοί, είναι 6:30, δίνουμε ραντεβού στις 8 για μια μπύρα στο bar διαγωνίως απέναντι που πήγαν και χτές, διαγωνίως απέναντι – ούτε αυτό το είχα δεί χτές βράδυ. Complete black-out!
Οι τύποι είναι ωραίοι τελικά – αμφότεροι εκπαιδευτικοί, δεν τους είχα αξιολογήσει σωστά εξ αρχής, ο χώρος είναι πολύ ζωντανός, νεαρόκοσμος, μουσική, τσαχπίνες σερβιτόρες, η Tiger ρέει άφθονη, οι μπότες πάνε κι έρχονται, ξανά roti παραλλαγές για σνάκ μαζί με τα ξηροκαρπίδια που μου περίσσεψαν από χτές, ξαναγλαρώνουμε κατά τις 11, πληρώνω το λογαριασμό για όλους (καταξοδεύτηκα πάλι, 50RM όλα μαζί) και πίτι για νάνι.
Το ζεύγος σ’όλο το γυρισμό προβληματιζόταν για το αν προλαβαίνει να πάει και να γυρίσει αυθημερόν στο Brunei μιας και πετάνε αύριο το απόγευμα δε θυμάμαι για πού, ο οδηγός δεν έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος να ξεκινήσει στις 6 το πρωί για να προλάβει, πείστηκε όμως απ’το μικρό bonus και την ευκαιρία να φουλάρει βενζίνη στο 1/3 της τιμής (0.12 Ευρώ το λίτρο! – για φαντάσου!). Οπότε, bye-bye friends, nice to meet you, εσείς για Brunei, εγώ για Kelabit Highlands και Bario. Bon voyage!
Κίνηση στο lobby, ήταν κι ένα ζευγάρι …ήντα και άνω με αθλητική περιβολή, αμφότεροι ξανθοί, ίσως μελλοντικοί συνταξιδιώτες μου. Βανάκι δεν φαινόταν στον ορίζοντα… αντίθετα ήρθε το αφεντικό του πρακτορείου με το ΙΧ του. Ο λόγος; ένα δεύτερο ζευγάρι ακύρωσε, μείναμε οι 3 μας (το ζευγάρι που λέγαμε), θα μας έκανε και τον ξεναγό/οδηγό. Κανένα πρόβλημα.
Το εθνικό πάρκο Niah βρίσκεται κάπου 110km από το Miri, νοτιοδυτικά προς το Bintulu, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα εκτός της κεντρικής αρτηρίας, δίπλα στην ομώνυμη κωμόπολη. Τον κεντρικό δρόμο – που συνδέει το Kuching (στη μια άκρη) με το Miri (στην άλλη) μέσα σε 14-16 ώρες -ακολούθησε και ο δικός μας. Κάτι σαν την παλιά εθνική οδό τη δική μας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, χωρίς νησίδα στη μέση στο μεγαλύτερο μέρος του, με 2 λωρίδες σε κάθε κατεύθυνση, δεν περνάει μέσα από πολλά χωριά αλλά η βλάστηση είναι πλούσια και ποικίλη – πλήν αρκετά μονότονη και με τον ήλιο να βαράει απ’ τη μια, το αρκουδίσιον απ’ την άλλη, δεν ένοιωθα και πολύ άνετα στη θέση του συνοδηγού, ανακουφίστηκα αρκετά όταν φτάσαμε μιάμισυ ώρα αργότερα.
Πολύ όμορφη τοποθεσία, μικρά κτίσματα με σεβασμό στο περιβάλλον, κυριαρχία του ξύλου, μέγεθος όσο χρειάζεται και καθαριότητα. Προχωρήσαμε στο χαλικόστρωτο δρομάκι από το πάρκινγκ (τα πούλμαντα μένουν έξω, τα ΙΧ – αν είναι λίγα – μέσα, αλλιώς κι αυτά έξω) και κατηφορίσαμε λιγάκι προς την όχθη του ποταμού για να περάσουμε απέναντι – εκεί που αρχίζει ουσιαστικά το πάρκο. Αν και το πλάτος του ποταμού (Sungai) Niah είναι καμμιά πενηνταριά μέτρα, το φέρρυ είναι απαραίτητο – το κρόουλ δεν συστήνεται ένεκα – λένε – οι κροκόδειλοι. Φορτώθκαμαν λοιπόν, η υψηλότης μου, ο Χάρρυ και η Ρόζμαρυ (το Αυστριακό ζευγάρι συνοδοιπόρων) και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις….

(απέναντι το σημείο αποβίβασης…)

(… κι αυτό, το σημείο επιβίβασης)

(παλιά χρησιμοποιούσαν αυτήν την σκάλα και, προφανώς, άλλου είδους βάρκες…)
Στην απέναντι πλευρά, πρώτα επίσκεψη σ’ένα όμορφο μουσείο (βγάλτε τα παπούτσια σας, όχι φωτογραφίες, υπογράψτε στο βιβλίο επισκεπτών – το τελευταίο υποχρεωτικό παντού).

(άποψη από τον αύλειο χώρο του μουσείου)
Εδώ θα δείτε ευρήματα των σπηλαίων, νομίσματα, κεραμικά, εργαλεία που πάνε πίσω μέχρι και την πλειστόκαινο περίοδο, καθώς και το σημαντικότερο εύρημα, ένα ανθρώπινο κρανίο της ίδιας εποχής, δηλαδή κάπου 40000 χρόνια πριν – την παλαιότερη τεκμηριωμένη ύπαρξη προϊστορικού οικισμού στην ανατολική Μαλαισία. Η έρευνα των σπηλαίων ξεκίνησε κάπου 50 χρόνια πριν από σήμερα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από αποστολές διαφόρων Πανεπιστημίων.
Από το μουσείο, ξεκινάει ένα χαραγμένο μονοπάτι 4 χιλιομέτρων, μέσα από ένα υπέροχο δάσος με οργιώδη βλάστηση και ασβεστολιθικούς σχηματισμούς, που οδηγεί στο χώρο των σπηλιών.

[μπροστά πηγαίνει ο tour leader (με το ροζάκι) και οι Αυστριακοί, πίσω ο food leader και δεξιά κι αριστερά το δάσος από μπαμπού, φτέρες, κλπ.)]

[… αλλά και δέντρα ασύλληπτου μεγέθους: Tapang tree (Koompassia excelsia)]
Η διαδρομή είναι απολαυστική παρά τη μεγάλη υγρασία – ευτυχώς έχω πετσέτα μαζί μου για τον ιδρώτα, τα χαρτομάντηλα δεν κάνουν τίποτα. Που και που το μάτι πιάνει την κίνηση ενός σκίουρου, μιας ιπτάμενης σαύρας ή ενός πουλιού, ενώ πεταλούδες διάφορες συχνά σε συνοδεύουν στη διαδρομή.


(αυτή η φωτό απ’ το internet)
Σε κάποια σημεία μάλιστα, φαίνεται και το ποτάμι πλάι στο μονοπάτι.

Στο δρόμο συναντάμε και εργάτες φορτωμένους με σακκιά που περιέχουν guano, περιττώματα των νυκτερίδων που ζούν στις σπηλιές και χρησιμοποιούνται για λίπασμα. Το μεροκάματο αξίζει και με το παραπάνω, αφού το ένα κιλό κοστίζει 60RM (!). Όχι 50-κιλο, μέχρι και 100 κιλά θα φορτώνονταν!

Ή και μερικές αναπάντεχες συναντήσεις….

Στα 45 λεπτά περίπου φτάνουμε σε μια διασταύρωση όπου ένα στενότερο μονοπάτι οδηγεί στο Rumah Chang longhouse της φυλής Iban, εκπρόσωποι του οποίου έχουν στήσει ένα τσαρδάκι που πουλάνε στους τουρίστες μικρά χειροτεχνήματα, νερά και αναψυκτικά.

Από δώ και μετά, το μονοπάτι αρχίζει ν’ ανηφορίζει, πλησιάζουμε, αρχίζουν και τα σκαλοπάτια, όχι υπερβολικά πολλά, σίγουρα όμως κοντά στα 200, τμηματικά, μέχρι να φτάσουμε στην είσοδο.

View attachment 3826
(Χάρτης των σπηλάιων)
Λίγο πριν την βασική σπηλιά (Great Cave) το σανιδένιο μονοπάτι συναντά τη μακριά και χαμηλή σπηλιά των εμπόρων (Traders’ Cave). Μάλλον ένα τεράστιο κοίλωμα προστατευμένο κα΄τω απ’ τον βράχο θα το’λεγε κανείς… Εδώ υπάρχουν απομεινάρια ξύλινων κατασκευών από σιδηρόξυλο, πολλές απ’τις οποίες μπορεί να είναι μέχρι και 100 ετών παλαιές – όπως λέει ο οδηγός.

Εδώ κατασκήνωναν για μήνες οι συλλέκτες των φωλιών των πουλιών από τις σπηλιές, το γνωστό και πανάκριβο έδεσμα, το «χαβιάρι» των κινέζων. Ο χώρος ιδανικός για τους εργάτες που έφθαναν απ’τα βάθη της ζούγκλας του Βόρνεο (Μαλαισιανού ή Ινδονησιακού). Οικογένειες ολόκληρες έστηναν τα τσαρδάκια τους, σημαντικά προστατευμένοι από τα στοιχεία της φύσης και με το νερό του ποταμού για τις ανάγκες τους μια κατεβασιά 100μ. πιο κάτω. Μέχρι και πλάτωμα για πιο ευχάριστες κοινωνικές εκδηλώσεις (παιχνίδια) έχει.

Καμμιά εκατοστή σανιδένια σκαλιά ακόμη μας φέρνει επιτέλους στην δυτική είσοδο της τεράστιας Μεγάλης Σπηλιάς, της πρώτης από ένα δίκτυο σπηλαίων που συνδέονται μεταξύ τους με σκοτεινά, στενά (πολλές φορές), χαμηλά (αρκετές) και ολισθηρά μονοπάτια. Εξ ού και η αναγκαιότης για φακό (οπωσδήποτε). Το αδιάβροχο (που επίσης συνέστησε ο οδηγός να πάρουμε μαζί μας) προσωπικά δεν το θεωρώ απαραίτητο, αφ’ενός γιατί οι «πτώσεις» από τους κατοίκους της οροφής (νυκτερίδες και πουλιά) είναι ελάχιστες λόγω εξαντλητικής μείωσης του πληθυσμού τους και αφ’ετέρου, με την υγρασία που έχει, αν βάλεις και αδιάβροχο – θα λειώσεις απλά…
Το Great Cave είναι πραγματικά τεράστιο, σίγουρα του πρέπει το όνομα, το άνοιγμα (η «είσοδος») φτάνει τα 60 μέτρα ύψος, το πλάτος τα 250, στο βάθος ένα μονοπάτι οδηγεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη «αίθουσα», ενώ στα αριστερά υπάρχουν εγκαταστάσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας που συνεχίζει την έρευνα.

(αυτή η φωτό απ’ το internet)
Δυστυχώς το μεγαλείο δεν μπορεί ούτε να περιγραφεί εύκολα με λόγια, ούτε να αποτυπωθεί φωτογραφικά. Έκανα προσπάθεια να το απαθανατίσω σε βίντεο (προσεχώς στις οθόνες σας – αν τα καταφέρω να το μετατρέψω σε μορφή διαφορετική της Sony που να παίζει παντού). Εδώ, επίσης υπάρχουν και «πτυσσόμενα» κοντάρια μπαμπού (το ένα μέσα στο άλλο) που φτάνουν μέχρι την κορφή για τη συλλογή των πουλιών, που τα σκαρφαλώνουν οι συλλέκτες της φυλής Penan, κάτοικοι των γειτονικών χωριών. Σε σημεία βλέπει κανείς και μικρά σκαλίσματα, «σκαλοπατάκια» στο βράχο, που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό. Μεγάλη επικινδυνότης, δικαιολογεί την υψηλή τιμή του προϊόντος.

Αφήνοντας την πρώτη αίθουσα, προχωρούμε για το Padang. Το έδαφος γλιστράει… πρέπει να είσαι προσεκτικός, πολύ προσεκτικοοοοοός… πριν το καταλάβω βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο έδαφος – ευτυχώς χωρίς ηλεκτρονικές απώλειες…. Η δεύτερη αυτή αίθουσα δέχεται το φώς του ήλιου από φυσικές τρύπες ψηλά στο βράχο – δίνεται η εντύπωση ακτίνων προβολέα – και οι σκιές κάνουν το σπήλαιο να φαίνεται ακόμη επιβλητικότερο.
Μετά το Padang «τα φώτα σβήνουν», το μονοπάτι γίνεται πίσσα, που πάς ρε Καραμήτρο χωρίς φακό, η δέσμη συλλαμβάνει καμιά φορά, τυχαία, μια νυχτεριδούλα σε εσοχή, τον Χάρρυ τον πιάνει ντελίριο και αρχίζει να φωτογραφίζει μετά μανίας, μέχρι τώρα έχω αντιληφθεί ότι έχει πάθος με τα έντομα κλπ., φέγγω και γώ με τον δικό μου να τον βοηθήσω… Έτσι φτάνουμε στο Moon cave, εντυπωσιακοί σχηματισμοί και φυσικοί φωτσμοί από ανοίγματα και εδώ, έχω χάσει το μέτρημα των σκαλοπατιών… Εδώ υπάρχουν και μίνι κατασκευές για τους φύλακες αλλά και κάποιους εργάτες.
Σε λίγο το ξύλινο μονοπάτι/σκαλοπάτι βλέπει φώς, εισβάλλει στο δάσος ξανά για να μας οδηγήσει μετά από 15-20 λεπτά στον τελευταίο σταθμό της διαδρομής, το «ζωγραφισμένο» σπήλαιο (Painted Cave) όπου βρέθηκαν οι τοιχογραφίες που δείχνουν το ταξείδι για την μετά θάνατον ζωή, σε βάρκες, με κτερίσματα… Η περιοχή είναι περιφραγμένη, οι φωτογραφίες αποτυχημένες λόγω απόστασης….



(όλες οι φωτογραφίες από τις πηγές της Wikipedia)
Λίγοι τουρίστες, ήρεμη ατμόσφαιρα, χώρος ξεκούρασης για λίγο πριν την επιστροφή. Συζητώντας με τον οδηγό αντιλαμβάνομαι ότι είχα καταλάβει λάθος, ότι δηλαδή θα συνεχίσουμε μέσα στο δάσος, τη ζούγκλα και μετά με βάρκα θα φτάσουμε πίσω.

Πολύ δύσκολη διαδρομή, λέει, βάλτος, κίνδυνος με τη βάρκα, μια ώρα παραπάνω… Είναι ήδη 1:30, προφανώς πεινάει και βιάζεται να γυρίσουμε.
Στο δρόμο της επιστροφής μας πιάνει και μια μπορίτσα, σταματάμε για λίγο στο κιόσκι των ντόπιων για ένα αναψυκτικό μέχρι να σταματήσει.
Στην έξοδο, 15:30, πεινάμε και μείς, ένα-δυό μαγαζάκια στην είσοδο του πάρκου δεν δείχνουν και πολλά υποσχόμενα, το επιβεβαιώνει και ο αρχηγός προτείνοντας να πάμε στο τοπικό «Λεβέντη», συμφωνούμε χωρίς δεύτερη, φύγαμε…
Σταματάμε σε 20 λεπτά σ’έναν χώρο που γίνεται πανζουρλισμός, πολύς κόσμος εκδρομέων σιτίζεται σ’ένα σύμπλεγμα εστιατορίων με εδέσματα για κάθε γούστο (χοιρινό δεν είδα πάντως), μπορούμε να επιλέξουμε ότι θέλουμε να φάμε ή να πιούμε (εκτός από αλκοόλ), α-λα-κάρτ ή μπουφέ, όλα πληρωμένα, η χαρά του καταναλωτή. Καταλήγω μ’ένα μεγάλο πιάτο με λιγαπόλα και μερικά roti canai από δίπλα, και το κλασσικό dragon fruit juice. Κάτι απροσδιόριστο που το έβαλα για να το δοκιμάσω, καταλήγει να είναι τηγανιτή παστή αθερίνα (ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων). Πάλι δίαιτα κάναμε…
Σκασμένοι απ’το πολύ φαΐ, μπαρκάρουμε ξανά, αυτή τη φορά απ’τον άλλο δρόμο, τον παραλιακό, μέσα απ’ τις φυτείες με τα φοινικόδεντρα. Μ’έχει πιάσει και η πέψη, με το ζόρι κρατάω τα μάτια μου ανοικτά, ο οδηγός κουτουλάει κι αυτός, πανικοβάλλομαι και του πιάνω κουβέντα. Ευτυχώς φτάνουμε σώοι χωρίς απρόοπτο στο ξενοδοχείο, στην ίδια κατάσταση και οι Αυστριακοί, είναι 6:30, δίνουμε ραντεβού στις 8 για μια μπύρα στο bar διαγωνίως απέναντι που πήγαν και χτές, διαγωνίως απέναντι – ούτε αυτό το είχα δεί χτές βράδυ. Complete black-out!
Οι τύποι είναι ωραίοι τελικά – αμφότεροι εκπαιδευτικοί, δεν τους είχα αξιολογήσει σωστά εξ αρχής, ο χώρος είναι πολύ ζωντανός, νεαρόκοσμος, μουσική, τσαχπίνες σερβιτόρες, η Tiger ρέει άφθονη, οι μπότες πάνε κι έρχονται, ξανά roti παραλλαγές για σνάκ μαζί με τα ξηροκαρπίδια που μου περίσσεψαν από χτές, ξαναγλαρώνουμε κατά τις 11, πληρώνω το λογαριασμό για όλους (καταξοδεύτηκα πάλι, 50RM όλα μαζί) και πίτι για νάνι.
Το ζεύγος σ’όλο το γυρισμό προβληματιζόταν για το αν προλαβαίνει να πάει και να γυρίσει αυθημερόν στο Brunei μιας και πετάνε αύριο το απόγευμα δε θυμάμαι για πού, ο οδηγός δεν έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος να ξεκινήσει στις 6 το πρωί για να προλάβει, πείστηκε όμως απ’το μικρό bonus και την ευκαιρία να φουλάρει βενζίνη στο 1/3 της τιμής (0.12 Ευρώ το λίτρο! – για φαντάσου!). Οπότε, bye-bye friends, nice to meet you, εσείς για Brunei, εγώ για Kelabit Highlands και Bario. Bon voyage!
Attachments
-
104,5 KB Προβολές: 67
-
97,2 KB Προβολές: 67
-
14,9 KB Προβολές: 66
-
17,9 KB Προβολές: 142