psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.503
- Likes
- 59.912
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Μην αγνοείς τα σημάδια (για νιοστή φορά)
- Η προσεκτική και ιδιαίτερη προετοιμασία
- SKG – ATH – IST – SIN – SAI. Μια μικρή Οδύσσεια
- Επιτέλους Ασία!
- Τα «πλωτά» χωριά της Καμπότζης
- Ηλιοβασίλεμα στη λίμνη & πίσω στη βάση
- Ανακαλύπτοντας το θαύμα των Χμερ
- Ώρα Angkor Wat
- Εξερευνώντας το Krong Siem Reap
- Καμπότζη, για λίγο ακόμα
- Πάμε για αλλαγή χώρας;
- Τα μαγικά τοπία του Λάος
- Δειλινό στον ποταμό Mekong!
- Ανακαλύπτοντας την Luang Prabang
- Στη σκιά του Βούδα
- Τι γίνεται, πάλι πετάμε;
- Στην πλωτή αγορά και το τρένο
- Η άλλη όψη της πόλης
- Λίγοι (λέμε τώρα) ακόμα ναοί…
- Πλέοντας την Bangkok
- Ασία κιόλας τέλος
- Απολογισμός & συμπεράσματα
Πάμε για αλλαγή χώρας;
Πρωί 12ης Μαρτίου, επισήμως οι τελευταίες μας ώρες στην Καμπότζη.
Χρόνος για πολλά – πολλά δεν υπήρχε, το transfer ήταν κανονισμένο για τις 12:00, οπότε αφού πακετάραμε τα πράγματα μας κατεβήκαμε στο ισόγειο ώστε να περάσουμε για τελευταία φορά αυτή την ιδιότυπη πόρτα – παπουτσοθήκη, να φάμε το λιτό αλλά πολύ ωραίο πρωινό και να δοκιμάσουμε το τίμιο κρύο καφεδάκι που παραγγείλαμε όσο περιμέναμε την ώρα να περάσει μέχρι να έρθει ο οδηγός:
Τελικά φύγαμε πέντε λεπτά νωρίτερα του αναμενομένου, κάνοντας τον ίδιο χρόνο ως το αεροδρόμιο (50') σε μια βαρετή ως επί το πλείστον διαδρομή, αν εξαιρέσεις τις εικόνες λίγο μετά την έξοδο της πόλης με τους περίεργους τυπάκους να κάνουν σήμα στα αυτοκίνητα λες και είναι τροχονόμοι, προσκαλώντας ουσιαστικά τον κόσμο σε κάποια από τις πρόχειρες ξύλινες ταβέρνες για ψητά:
Βρήκαμε το κτήριο σχετικά άδειο, δίχως ιδιαίτερη κίνηση στις αναχωρήσεις την ώρα εκείνη, τσίλικο και ολοκαίνουργιο όπως είχαμε διαβάσει και δεν προσέξαμε κατά την άφιξη μας, με τις διαδικασίες αποχώρησης από τη χώρα δηλαδή σφραγίσματος, ελέγχων κτλ. να διεξάγονται αρκετά πιο γρήγορα απ’ ότι υπολογίζαμε.
Ας είναι. Είχαμε χρόνο να τσιμπήσουμε κάτι, να ψωνίσουμε καφέ και τσάι που επιτέλους βρήκαμε σε φυσιολογική τιμή, αλλά κυριότερα να πιούμε μερικές τελευταίες για να αποχαιρετήσουμε την Καμπότζη όπως πραγματικά της αξίζει:
Εν μέσω εξωφρενικής υγρασίας και ζέστης θα προσγειωνόμασταν λίγο πριν τις έξι το απόγευμα στο μικρό και περίεργο αεροδρόμιο της Luang Prabang στο Λάος, με το αεροπλάνο της Vietnam airlines να πιάνει φυσούνα για να αποβιβάσει περίπου το 1/3 των επιβατών ώστε να συνεχίσει την πτήση του για το Ανόι. Οι διαδικασίες του ελέγχου και της βίζας παραήταν εύκολες τολμώ να πω, έτσι σε πολύ λίγο χρόνο μπαίναμε κιόλας στο όχημα με προορισμό το κέντρο της πόλης και το hostel σε απόσταση μόλις 15 λεπτών:
Το πρώτο πράγμα που ακούσαμε ήταν η εξαιρετική μουσική στον κοινόχρηστο χώρο της ρεσεψιόν-πισίνας όπου μας υποδέχτηκε ένας Ιταλός χίπης που εργάζονταν στο hostel, πολύ χαλαρός τολμώ να πω. Ήταν το μόνο κατάλυμα που δεν είχα πληρώσει εκ των προτέρων, οπότε ήταν και το πρώτο που όφειλα να κάνω, με το POS όμως να μην έχει καλή σύνδεση και να μου κρατάει το ποσό τρεις (!) ολόκληρες φορές, οδηγώντας με σ’ ένα πολυήμερο μπλέξιμο με τη Revolut που δεν είναι της παρούσης να αναλύσω και έχω κάνει στο αντίστοιχο νήμα.
Ανανεωμένοι λοιπόν, παντοφλέ και μαγιουδάτοι λες και βγαίναμε τσάρκα στη Δονούσα κατεβήκαμε και για την πρώτη αναγνωριστική και τα διαδικαστικά στην Λουάνγκ Πραμπάνγκ, ξεκινώντας από τον κεντρικό δρόμο «Sisavangvong» όπου εκτός των πολλών καταστημάτων που θα βρει κανείς ανοικτά διεξάγεται κάθε βράδυ και η νυκτερινή αγορά της πόλης. Το συνάλλαγμα και η σύνδεση με τον έξω κόσμο με μια νέα κάρτα sim (κόστους 7$) ήταν το πρώτο μας μέλημα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως η πληρωμές με κάρτες δεν έχουν και μεγάλη πέραση:

Είπα διαδικαστικά; Προφανώς κι αναφερόμουν στα σημαντικότερα, όπως μια ωραία παγωμένη πίντα τοπικής μπύρας, βρίσκοντας παράλληλα ένα διαθέσιμο τραπέζι:
Που καθόμασταν; Μα στην ανοικτή αγορά φαγητού που βρίσκω στο χάρτη με το όνομα «Good Night Market», ένα γαστρονομικό μεγαλείο στο οποίο με εξαιρετικά χαμηλές τιμές μπορείς να δοκιμάσεις ότι Ασιατική γεύση τραβάει η όρεξη σου. Κάτι τέτοιο κάναμε κι εμείς φυσικά, μ’ ένα χοιρινό που ακόμα και τώρα που το βλέπω σε φωτογραφία μου τρέχουν τα σάλια:
Ακριβώς δίπλα στην αρχή της αγοράς ανακαλύψαμε κι ένα στενάκι (μη με ρωτάτε όνομα, θα το λέμε στενάκι εφεξής), με εξίσου ωραία κι ενδιαφέροντα εστιατόρια πρόχειρου φαγητού:
Σταμπάροντας λοιπόν κάποια που μας έκλεισαν το μάτι για να επισκεφτούμε τις επόμενες ημέρες, συνεχίσαμε την αναζήτηση μας με απώτερο σκοπό να φτάσουμε στις όχθες του ποταμού:
Σκοπεύαμε να κάνουμε τη βόλτα μας χωρίς βιασύνη προκειμένου να βρούμε κάτι να μας αρέσει, όμως μια ηλικιωμένη κυρία μας έμπασε στο ξύλινο μαγαζί της με επιθετικό μάρκετινγκ προκειμένου να πιούμε μια παγωμένη. Όχι ότι μας χάλασε, ήταν το πιο αυθεντικό έτσι κι αλλιώς από τα τριγύρω και τις κάναμε και ποδαρικό.
Η πρώτη μπύρα στις όχθες του Menkong έστω και νύχτα, τι ωραίο συναίσθημα!
Όσο κι αν θέλαμε να μείνουμε λιώνοντας και χαλαρώνοντας, ανεβήκαμε προς το χόστελ για ένα ντουζάκι και το ίδιο σύντομα επιστρέψαμε στο δρόμο της νυκτερινής αγοράς η οποία διέθετε πολλά και ωραία πράγματα όπως είδη τέχνης, αναμνηστικά, ρούχα κ.α.
Στόχος μας ήταν να ξεκλειδώσουμε σιγά – σιγά τις ομορφιές του κέντρου της υπέροχης αυτής πόλης που χαρακτηρίστηκε το 1995 από τη Unesco ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς:
Μόνο περίεργο δεν είναι αυτό το γεγονός, καθώς ο συνδυασμός της τοπικής με την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική δίνει θαυμάσια αποτελέσματα, κάτι που συμπεράναμε καθήμενοι στην μπάρα του «Tangor Restaurant Bar & Lounge» που βρέθηκε στο διάβα μας, ένα μαγαζί που αν ήταν στην Ελλάδα θα θέριζε, σε κόσμο και τιμές:
Ένας Σουηδός που ζει κανονικά σε συνθήκες πολικού ψύχους 3 ώρες βόρεια της Στοκχόλμης και εργάζεται σε συνθήκες 30 βαθμών τη νύχτα στη Luang Prabang όπου γνωρίσαμε στο εξίσου ωραίο «Manola Café Bar», μας έπεισε να καθίσουμε με το ισχυρό επιχείρημα ότι το ποτήρι του λίτρου είναι σε προσφορά. Άλλο που δε θέλαμε κι εμείς, διαπιστώνοντας παράλληλα πως η νυχτερινή αγορά μετά τις 11:30 αποτελεί κιόλας παρελθόν, όπως και εν γένει όλη η νύχτα στην πόλη:
Ευτυχώς όμως το ιδιαίτερο καφέ – μπαρ στην αρχή της πιάτσας και πάνω από τα τουκ-τουκ με το πολύ ευανάγνωστο όνομα «ร้านกาแฟคูณทะวี» κρατούσε για λίγο ακόμη, αν και δε ξέρω από πού πήγε να φέρει την τελευταία μπύρα που παραγγείλαμε, καθώς τον είδα να βγαίνει και να έρχεται από αλλού:
Εις υγείαν – Ταμ Τσο (Tam Cho) όπως λένε και στο Λάος!

Είχε έρθει κιόλας η ώρα της επιστροφής, αναλογιζόμενοι τα πολύ σπουδαία που μας επιφύλασσε η επόμενη ημέρα…
Πρωί 12ης Μαρτίου, επισήμως οι τελευταίες μας ώρες στην Καμπότζη.
Χρόνος για πολλά – πολλά δεν υπήρχε, το transfer ήταν κανονισμένο για τις 12:00, οπότε αφού πακετάραμε τα πράγματα μας κατεβήκαμε στο ισόγειο ώστε να περάσουμε για τελευταία φορά αυτή την ιδιότυπη πόρτα – παπουτσοθήκη, να φάμε το λιτό αλλά πολύ ωραίο πρωινό και να δοκιμάσουμε το τίμιο κρύο καφεδάκι που παραγγείλαμε όσο περιμέναμε την ώρα να περάσει μέχρι να έρθει ο οδηγός:


Τελικά φύγαμε πέντε λεπτά νωρίτερα του αναμενομένου, κάνοντας τον ίδιο χρόνο ως το αεροδρόμιο (50') σε μια βαρετή ως επί το πλείστον διαδρομή, αν εξαιρέσεις τις εικόνες λίγο μετά την έξοδο της πόλης με τους περίεργους τυπάκους να κάνουν σήμα στα αυτοκίνητα λες και είναι τροχονόμοι, προσκαλώντας ουσιαστικά τον κόσμο σε κάποια από τις πρόχειρες ξύλινες ταβέρνες για ψητά:

Βρήκαμε το κτήριο σχετικά άδειο, δίχως ιδιαίτερη κίνηση στις αναχωρήσεις την ώρα εκείνη, τσίλικο και ολοκαίνουργιο όπως είχαμε διαβάσει και δεν προσέξαμε κατά την άφιξη μας, με τις διαδικασίες αποχώρησης από τη χώρα δηλαδή σφραγίσματος, ελέγχων κτλ. να διεξάγονται αρκετά πιο γρήγορα απ’ ότι υπολογίζαμε.


Ας είναι. Είχαμε χρόνο να τσιμπήσουμε κάτι, να ψωνίσουμε καφέ και τσάι που επιτέλους βρήκαμε σε φυσιολογική τιμή, αλλά κυριότερα να πιούμε μερικές τελευταίες για να αποχαιρετήσουμε την Καμπότζη όπως πραγματικά της αξίζει:

Εν μέσω εξωφρενικής υγρασίας και ζέστης θα προσγειωνόμασταν λίγο πριν τις έξι το απόγευμα στο μικρό και περίεργο αεροδρόμιο της Luang Prabang στο Λάος, με το αεροπλάνο της Vietnam airlines να πιάνει φυσούνα για να αποβιβάσει περίπου το 1/3 των επιβατών ώστε να συνεχίσει την πτήση του για το Ανόι. Οι διαδικασίες του ελέγχου και της βίζας παραήταν εύκολες τολμώ να πω, έτσι σε πολύ λίγο χρόνο μπαίναμε κιόλας στο όχημα με προορισμό το κέντρο της πόλης και το hostel σε απόσταση μόλις 15 λεπτών:

Το πρώτο πράγμα που ακούσαμε ήταν η εξαιρετική μουσική στον κοινόχρηστο χώρο της ρεσεψιόν-πισίνας όπου μας υποδέχτηκε ένας Ιταλός χίπης που εργάζονταν στο hostel, πολύ χαλαρός τολμώ να πω. Ήταν το μόνο κατάλυμα που δεν είχα πληρώσει εκ των προτέρων, οπότε ήταν και το πρώτο που όφειλα να κάνω, με το POS όμως να μην έχει καλή σύνδεση και να μου κρατάει το ποσό τρεις (!) ολόκληρες φορές, οδηγώντας με σ’ ένα πολυήμερο μπλέξιμο με τη Revolut που δεν είναι της παρούσης να αναλύσω και έχω κάνει στο αντίστοιχο νήμα.
- Μη σκάτε, θα το δούμε αύριο το πρωί με το αφεντικό.
- Σιγά μη σκάσουμε κιόλας, εσύ δε πληρώθηκες.
- Μπορείτε να παραλάβετε το δωμάτιο, να βάλετε μαγιό και να κάνετε μια βουτιά στην πισίνα για χαλάρωμα, πίνοντας και μια BeerLao για το καλωσόρισμα. Οι μεγάλες είναι κρύες.
- Μα για ποιους μας περνάς; Είναι γνωστό απ’ την Καμπότζη ακόμα ότι δεν είμαστε τέτοιοι τύποι…

Ανανεωμένοι λοιπόν, παντοφλέ και μαγιουδάτοι λες και βγαίναμε τσάρκα στη Δονούσα κατεβήκαμε και για την πρώτη αναγνωριστική και τα διαδικαστικά στην Λουάνγκ Πραμπάνγκ, ξεκινώντας από τον κεντρικό δρόμο «Sisavangvong» όπου εκτός των πολλών καταστημάτων που θα βρει κανείς ανοικτά διεξάγεται κάθε βράδυ και η νυκτερινή αγορά της πόλης. Το συνάλλαγμα και η σύνδεση με τον έξω κόσμο με μια νέα κάρτα sim (κόστους 7$) ήταν το πρώτο μας μέλημα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως η πληρωμές με κάρτες δεν έχουν και μεγάλη πέραση:



Είπα διαδικαστικά; Προφανώς κι αναφερόμουν στα σημαντικότερα, όπως μια ωραία παγωμένη πίντα τοπικής μπύρας, βρίσκοντας παράλληλα ένα διαθέσιμο τραπέζι:


Που καθόμασταν; Μα στην ανοικτή αγορά φαγητού που βρίσκω στο χάρτη με το όνομα «Good Night Market», ένα γαστρονομικό μεγαλείο στο οποίο με εξαιρετικά χαμηλές τιμές μπορείς να δοκιμάσεις ότι Ασιατική γεύση τραβάει η όρεξη σου. Κάτι τέτοιο κάναμε κι εμείς φυσικά, μ’ ένα χοιρινό που ακόμα και τώρα που το βλέπω σε φωτογραφία μου τρέχουν τα σάλια:

Ακριβώς δίπλα στην αρχή της αγοράς ανακαλύψαμε κι ένα στενάκι (μη με ρωτάτε όνομα, θα το λέμε στενάκι εφεξής), με εξίσου ωραία κι ενδιαφέροντα εστιατόρια πρόχειρου φαγητού:


Σταμπάροντας λοιπόν κάποια που μας έκλεισαν το μάτι για να επισκεφτούμε τις επόμενες ημέρες, συνεχίσαμε την αναζήτηση μας με απώτερο σκοπό να φτάσουμε στις όχθες του ποταμού:


Σκοπεύαμε να κάνουμε τη βόλτα μας χωρίς βιασύνη προκειμένου να βρούμε κάτι να μας αρέσει, όμως μια ηλικιωμένη κυρία μας έμπασε στο ξύλινο μαγαζί της με επιθετικό μάρκετινγκ προκειμένου να πιούμε μια παγωμένη. Όχι ότι μας χάλασε, ήταν το πιο αυθεντικό έτσι κι αλλιώς από τα τριγύρω και τις κάναμε και ποδαρικό.

Η πρώτη μπύρα στις όχθες του Menkong έστω και νύχτα, τι ωραίο συναίσθημα!

Όσο κι αν θέλαμε να μείνουμε λιώνοντας και χαλαρώνοντας, ανεβήκαμε προς το χόστελ για ένα ντουζάκι και το ίδιο σύντομα επιστρέψαμε στο δρόμο της νυκτερινής αγοράς η οποία διέθετε πολλά και ωραία πράγματα όπως είδη τέχνης, αναμνηστικά, ρούχα κ.α.


Στόχος μας ήταν να ξεκλειδώσουμε σιγά – σιγά τις ομορφιές του κέντρου της υπέροχης αυτής πόλης που χαρακτηρίστηκε το 1995 από τη Unesco ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς:


Μόνο περίεργο δεν είναι αυτό το γεγονός, καθώς ο συνδυασμός της τοπικής με την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική δίνει θαυμάσια αποτελέσματα, κάτι που συμπεράναμε καθήμενοι στην μπάρα του «Tangor Restaurant Bar & Lounge» που βρέθηκε στο διάβα μας, ένα μαγαζί που αν ήταν στην Ελλάδα θα θέριζε, σε κόσμο και τιμές:

Ένας Σουηδός που ζει κανονικά σε συνθήκες πολικού ψύχους 3 ώρες βόρεια της Στοκχόλμης και εργάζεται σε συνθήκες 30 βαθμών τη νύχτα στη Luang Prabang όπου γνωρίσαμε στο εξίσου ωραίο «Manola Café Bar», μας έπεισε να καθίσουμε με το ισχυρό επιχείρημα ότι το ποτήρι του λίτρου είναι σε προσφορά. Άλλο που δε θέλαμε κι εμείς, διαπιστώνοντας παράλληλα πως η νυχτερινή αγορά μετά τις 11:30 αποτελεί κιόλας παρελθόν, όπως και εν γένει όλη η νύχτα στην πόλη:



Ευτυχώς όμως το ιδιαίτερο καφέ – μπαρ στην αρχή της πιάτσας και πάνω από τα τουκ-τουκ με το πολύ ευανάγνωστο όνομα «ร้านกาแฟคูณทะวี» κρατούσε για λίγο ακόμη, αν και δε ξέρω από πού πήγε να φέρει την τελευταία μπύρα που παραγγείλαμε, καθώς τον είδα να βγαίνει και να έρχεται από αλλού:

Εις υγείαν – Ταμ Τσο (Tam Cho) όπως λένε και στο Λάος!


Είχε έρθει κιόλας η ώρα της επιστροφής, αναλογιζόμενοι τα πολύ σπουδαία που μας επιφύλασσε η επόμενη ημέρα…
Last edited by a moderator: