psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.503
- Likes
- 59.912
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Μην αγνοείς τα σημάδια (για νιοστή φορά)
- Η προσεκτική και ιδιαίτερη προετοιμασία
- SKG – ATH – IST – SIN – SAI. Μια μικρή Οδύσσεια
- Επιτέλους Ασία!
- Τα «πλωτά» χωριά της Καμπότζης
- Ηλιοβασίλεμα στη λίμνη & πίσω στη βάση
- Ανακαλύπτοντας το θαύμα των Χμερ
- Ώρα Angkor Wat
- Εξερευνώντας το Krong Siem Reap
- Καμπότζη, για λίγο ακόμα
- Πάμε για αλλαγή χώρας;
- Τα μαγικά τοπία του Λάος
- Δειλινό στον ποταμό Mekong!
- Ανακαλύπτοντας την Luang Prabang
- Στη σκιά του Βούδα
- Τι γίνεται, πάλι πετάμε;
- Στην πλωτή αγορά και το τρένο
- Η άλλη όψη της πόλης
- Λίγοι (λέμε τώρα) ακόμα ναοί…
- Πλέοντας την Bangkok
- Ασία κιόλας τέλος
- Απολογισμός & συμπεράσματα
Τα μαγικά τοπία του Λάος
Η μέρα ξημέρωσε φέρνοντας μας επιτέλους κοντά σε μια ημερήσια εκδρομή που προσδοκούσαμε σχεδόν από τη μέρα που κλείστηκε το ταξίδι. Δε μπορώ να πω ότι κάναμε σοβαρό ύπνο, πιο πολύ ταλαιπωρηθήκαμε από τη ζέστη, ίσως και το κλίμα της πόλης, οπότε σηκωθήκαμε νωρίς για πρωινό προσπαθώντας ανώφελα όπως αποδείχτηκε να βγάλω άκρη για την πληρωμή μέσω POS και το μπέρδεμα της Revolut με τον ιδιοκτήτη του hostel. Θα είχε μέλλον όλο αυτό.
Λίγο μετά τις οκτώ και με αρκετή ήδη ζέστη το μικρό 15θέσιο λεωφορείο βρισκόταν στην πόρτα μας, με τον αρχηγό της εκδρομής Mister Pong (like ping – pong όπως μας είπε για να το θυμόμαστε) να μας καλωσορίζει, όσο παράλληλα κινούμασταν για να παραλάβουμε τους υπόλοιπους, Ευρωπαίους στη συντριπτική πλειοψηφία όπως μια παρέα Τσέχων, ένα Ζευγάρι Ιταλών, έναν Ελβετό αλλά κι έναν πιτσιρικά Ιάπωνα που θα μας φαινόταν χρήσιμος στη συνέχεια της ημέρας όπως αποδείχτηκε.
Η σχετικά αυξημένη κίνηση στα περίχωρα της Luang Prabang σε συνδυασμό με την αναστάτωση οδηγού και ξεναγού προμήνυε ότι κάτι δε πάει καλά και όντως δε πήγαινε, μιας και οι λαμαρίνες στη σιδερένια γέφυρα μπροστά μας είχαν εν μέρει υποχωρήσει, γεγονός που καθιστούσε επικίνδυνη τη διέλευση ενός λεωφορείου με τουρίστες, καθώς οι ντόπιοι δε πολυμασούσαν αν και δεν ήταν ότι πιο έξυπνο. Με τον Ψηλό λοιπόν που σας γράφει την ιστορία να παίρνει πρωτοβουλία, κατεβήκαμε και περάσαμετη γέφυρα ποδαράτοι, περιμένοντας το λεωφορείο να έρθει άδειο λίγο μετά προκειμένου να συνεχίσουμε. Τη λες και αναγκαστική την πρώτη στάση…
*Η δραστηριότητα της ημέρας που θα δείτε σε αυτό και το επόμενο κεφάλαιο ήταν κι αυτή αποτέλεσμα προηγούμενης κράτησης μέσω Get your Guide, αποτελούσε την πιο ακριβή της Ασιατικής μας περιήγησης κοστίζοντας 47€ κατ’ άτομο, συμπεριλαμβάνοντας όμως όλες τις μεταφορές, περιηγήσεις, εισόδους, φαγητό και ποτό.
Με τη μικρή αυτή ευτυχώς χρονοτριβή που θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερη συνεχίσαμε την πορεία μας, όχι για πολύ όπως φάνηκε μιας και λίγο μετά ήταν όντως ώρα για την πρώτη επίσημη στάση της ημέρας, σ΄ ένα χωριό – ανοικτή έκθεση όπως το χαρακτηρίζουν που μπορείτε να δείτε στο χάρτη με το όνομα «Hmong exhibition antique house and culture»
Πρακτικά πρόκειται για μια σύντομη βουτιά στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν και τον τρόπο ζωής στην ύπαιθρο και τα βουνά των διαφόρων φυλών του Λάος, αυτόχθονων και μη:
Όπως μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε, βρήκαμε -πέρα απ’ τις φορεσιές- αρκετές ομοιότητες με πράγματα που έχουμε δει (ή προλάβαμε κάποιοι) στην πατρίδα μας, όπως μυλόπετρες, αργαλειό κτλ. Ωραία στάση:
Είκοσι λεπτά πορείας αργότερα θα φτάναμε και στο δεύτερο και ίσως σημαντικότερο αξιοθέατο της ημέρας. Αφού κατεβήκαμε και χρησιμοποιήσαμε τα αποδυτήρια και τις τουαλέτες για όσους ήθελαν, συγκεντρωθήκαμε στην είσοδο του περίφημου πάρκου «Kuang Si» με τα εισιτήρια στο χέρι, για να επιβιβαστούμε στα ηλεκτροκίνητα οχήματα που θα μας φέρνανε στα ενδότερα του:
Αυτό που δε γνωρίζαμε όμως είναι πως στην αρχή του πάρκου κι ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση φιλοξενείται το καταφύγιο της μαύρης αρκούδας του Λάος, που κινδυνεύει από εξαφάνιση, επιτελώντας σπουδαίο έργο φροντίδας και διάσωσης:
Προχωρούσαμε ήδη αρκετά λεπτά στο χωμάτινο μονοπάτι με τη ζέστη να δυσχεραίνει το έργο μας, ακούγοντας τα νερά που επιτέλους αντικρύζαμε λίγα μέτρα πιο κάτω:
Κάπως έτσι λοιπόν είναι το θαύμα της περιοχής, το πιο γνωστό πάρκο καταρρακτών -αν μπορώ να το θέσω έτσι- που συγκεντρώνει κάθε μέρα τεράστιο πλήθος κόσμου λόγω της ομορφιάς του αλλά και των πολλών φυσικών πισινών που δημιουργούνται από το ποτάμι:
Ανεβήκαμε ως το τελευταίο επίπεδο με τον μεγαλύτερο καταρράκτη, βγάζοντας τις φωτογραφίες μας με δυσκολία καθώς ένα γκρουπ κινέζων έσκασε ακριβώς μετά από εμάς. Ας είναι, περάσαμε τη γέφυρα και κατηφορίσαμε για μια πρώτη στάση και μερικές σταγόνες δροσιάς ψωνίζοντας ένα τίμιο από το καφέ του πάρκου:
Έχοντας υπολογίσει την ώρα επιστροφής και βρίσκοντας ευκαιρία μιας και εκείνη την ώρα η προσέλευση ήταν μικρή όπως αποδείχτηκε, πήραμε φόρα με σκοπό να κάνουμε κι εμείς τη βουτιά μας στο κρύο νερό. Όταν λέμε κρύο, εννοούμε ΚΡΥΟ παιδιά και το τονίζουμε. Εντάξει, δεν ήταν και στα επίπεδα των βάθρων στον Όλυμπο αλλά και πάλι, ήθελε το χρόνο του για να το συνηθίσεις:
Ό Ιάπωνας του γκρουπ μας βοήθησε προκειμένου να έχουμε αναμνηστικές φωτογραφίες την ώρα που κολυμπούσαμε, μ’ εμένα να κάνω το ίδιο με τη σειρά μου όταν βγήκαμε για να στεγνώσουμε, επιστρέφοντας σιγά – σιγά προς την έξοδο του καταπληκτικού αυτού μέρους που με μεγάλη χαρά είχαμε δει:
Βγήκαμε με τα πόδια προς το σημείο συνάντησης κι έχοντας ένα διαθέσιμο μισάωρο μπροστά μας κατευθυνθήκαμε στις ταβέρνες του χωριού. Όχι, δε μας έψησε ο βατραχο-μεζές που περίμενε ψημένος, προτιμώντας τη σταθερή παγωμένη αξία που ονομάζεται BeerLao:
O mister Pong ήταν ξεκάθαρος, προτρέποντας μας να κοιμηθούμε (λες και ήταν εύκολο) καθώς περίπου μιάμιση περίπου ώρα διαδρομής μας χώριζε από το επόμενο αξιοθέατο/στάση της ημέρας, χρόνος που διευρύνθηκε λίγο περισσότερο μιας και η βλάβη στη γέφυρα δεν είχε αποκατασταθεί δημιουργώντας μια ατελείωτη ουρά από την άλλη πλευρά. Αισθανθήκαμε πολύ τυχεροί, αφενός γιατί από το δικό μας ρεύμα περάσαμε τελικά με μικρή αναμονή, αφετέρου είχαμε δει τους καταρράκτες δίχως πολυκοσμία, κάτι που εύκολα καταλαβαίνει κανείς βλέποντας τα αυτοκίνητα που κινόντουσαν προς τα εκεί.
Τελικώς μέσω της παρατήρησης και της όπως – όπως ξάπλας στο άβολο για ψηλούς κάθισμα η ώρα πέρασε ευχάριστα. Κατεβήκαμε αποχαιρετώντας τον οδηγό που δε θα χρειαζόμασταν για τη συνέχεια της ημέρας, μπαίνοντας στο «Manifa Elephant Camp» όπου απασχολημένος με σκέψεις κατάφερα να κάνω το ακατόρθωτο, να μη προσέξω δηλαδή τον ελέφαντα στο δωμάτιο, ή καλύτερα στο πάρκο για να ακριβολογώ:
Αφού ακουμπήσαμε τα πράγματα επιστρέψαμε με παρότρυνση του Νίκου, αρχικά για να τον ταΐσουμε κολοκύθα που φάνηκε να του αρέσει πολύ και στη συνέχεια για να πλησιάσουμε περισσότερο χαϊδεύοντας τον στο κεφάλι και το πολύ σκληρό δέρμα του. Ο περίπου 30 ετών ελέφαντας που προστατευόμενος μπορεί να φτάσει και σε ανθρώπινη ηλικία, ήταν ένα πολύ φιλικό και γλυκύτατο ζώο που προσωπικά περίμενα αρκετά πιο ψηλό απ’ ότι τελικά ήταν στην πραγματικότητα, κάτι που δείχνει και η εικόνα και μπορείτε κι εσείς να καταλάβετε βλέποντας με δίπλα του:
Το συγκεκριμένο πάρκο φιλοξενούσε και εστιατόριο στο οποίο υπήρχε ανεξάντλητος κι εξαιρετικός μπουφές μαζί με γεμάτα λαχταριστά ψυγεία με παγωμένες μπυρίτσες, κοινώς σκάσαμε για άλλη μια φορά στην εκδρομή. Ήταν εξίσου και σημείο συνάντησης αρκετών μικρών γκρουπ όπως το δικό μας, που θα συνέχιζαν υπό κοινή καθοδήγηση με τα πλωτά πλέον μέσα που μας περίμεναν δεμένα στο ποτάμι:
Όταν το γεύμα έλαβε τέλος, κατεβήκαμε στην προβλήτα αφού μετρηθήκαμε απολύτως έτοιμοι πλέον για την υπέροχη πλεύση που θα ακολουθούσε τις επόμενες ώρες, κάτι που περιμέναμε εξίσου με ανυπομονησία. Τι κι αν ο ήλιος με βασάνιζε ιδιαίτερα, δεν ήθελα να χάσω καμία εικόνα από τις πολλές που μου πρόσφερε αυτό το τοπίο, όντας πολλή ώρα όρθιος στην πλώρη για φωτογραφίες:
Σε μισή ώρα πλεύσης ήμασταν μπροστά σε ακόμη ένα εντυπωσιακό δημιούργημα της φύσης σε συνδυασμό με την παρέμβαση του ανθρώπου για θρησκευτικούς λόγους.
Τα σπήλαια «Pak Ou» είναι ένα πολυσύχναστο από τουρίστες μέρος στην κοίτη του ποταμού που φιλοξενεί δύο λατρευτικά σπήλαια γεμάτα αγαλματίδια, γλυπτά και πολλές ξύλινες βουδιστικές φιγούρες. Με αρκετή δυσκολία λόγω φαγητού, ανυπόφορης ζέστης και σκαλοπατιών φτάσαμε ως το Tham Theung που είναι το άνω σπήλαιο, με τη θέα ευτυχώς να μας αποζημιώνει:
Το κάτω σπήλαιο είχε κι αυτό το ενδιαφέρον του, με την ολιγόλεπτη έτσι κι αλλιώς στάση να ολοκληρώνεται σύντομα με τους επιβάτες να επιστρέφουμε σαλπάροντας προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθαμε:
Προορισμός μας; Ακόμα ένα γνωστό χωριό στην όχθη του ποταμού με το όνομα «Ban Xang Hai» στο οποίο θα ήθελα να έχουμε περισσότερο χρόνο, όμως εμείς πηγαίναμε για πολύ συγκεκριμένο σκοπό κι εν προκειμένω γευσιγνωσία:
Το Whiskey village όπως είναι γνωστό στον ευρύτερο κόσμο είναι πρακτικά ένα μέρος στο οποίο δημιουργούνται αλκοολούχα προϊόντα απόσταξης. Τι απόσταξης; Μα φυσικά ρυζιού που αφθονεί στην περιοχή και δίνει τη δυνατότητα στους κατοίκους να παρασκευάσουν αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν Whiskey για λόγους ευκολίας, που φυσικά μόνο αυτό δε θυμίζει. Από τα προϊόντα επίδειξης και αγοράς ξεχωρίζουν σίγουρα αυτά τα εφετζίδικα μπουκάλια με τα φίδια και τους σκορπιούς που είχαμε δει και στο Βιετνάμ, χωρίς όμως να είναι τίποτα το ιδιαίτερο.
Όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις καθίσαμε ημί-κυκλικά μπροστά από τον ξεναγό μας που θα μας παρουσίαζε τον τρόπο απόσταξης, κρατώντας παράλληλα ένα σφηνοπότηρο για δοκιμές, μαθαίνοντας πολλά παράδοξα (τουλάχιστον) για το ουίσκι και τη σχέση του με την κουλτούρα της χώρας, πολύ μακριά (μπορεί και όχι) από τη δική μας νοοτροπία:
Πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω να πίνουν παράλληλα μ' εμάς και οι ίδιοι που μας διαφημίζουν τα ποτά, ωραία πράγματα, είπα στο Νίκο όσο κατηφορίζαμε προς την προβλήτα και λυθήκαμε στα γέλια…
Η μέρα ξημέρωσε φέρνοντας μας επιτέλους κοντά σε μια ημερήσια εκδρομή που προσδοκούσαμε σχεδόν από τη μέρα που κλείστηκε το ταξίδι. Δε μπορώ να πω ότι κάναμε σοβαρό ύπνο, πιο πολύ ταλαιπωρηθήκαμε από τη ζέστη, ίσως και το κλίμα της πόλης, οπότε σηκωθήκαμε νωρίς για πρωινό προσπαθώντας ανώφελα όπως αποδείχτηκε να βγάλω άκρη για την πληρωμή μέσω POS και το μπέρδεμα της Revolut με τον ιδιοκτήτη του hostel. Θα είχε μέλλον όλο αυτό.
Λίγο μετά τις οκτώ και με αρκετή ήδη ζέστη το μικρό 15θέσιο λεωφορείο βρισκόταν στην πόρτα μας, με τον αρχηγό της εκδρομής Mister Pong (like ping – pong όπως μας είπε για να το θυμόμαστε) να μας καλωσορίζει, όσο παράλληλα κινούμασταν για να παραλάβουμε τους υπόλοιπους, Ευρωπαίους στη συντριπτική πλειοψηφία όπως μια παρέα Τσέχων, ένα Ζευγάρι Ιταλών, έναν Ελβετό αλλά κι έναν πιτσιρικά Ιάπωνα που θα μας φαινόταν χρήσιμος στη συνέχεια της ημέρας όπως αποδείχτηκε.
Η σχετικά αυξημένη κίνηση στα περίχωρα της Luang Prabang σε συνδυασμό με την αναστάτωση οδηγού και ξεναγού προμήνυε ότι κάτι δε πάει καλά και όντως δε πήγαινε, μιας και οι λαμαρίνες στη σιδερένια γέφυρα μπροστά μας είχαν εν μέρει υποχωρήσει, γεγονός που καθιστούσε επικίνδυνη τη διέλευση ενός λεωφορείου με τουρίστες, καθώς οι ντόπιοι δε πολυμασούσαν αν και δεν ήταν ότι πιο έξυπνο. Με τον Ψηλό λοιπόν που σας γράφει την ιστορία να παίρνει πρωτοβουλία, κατεβήκαμε και περάσαμετη γέφυρα ποδαράτοι, περιμένοντας το λεωφορείο να έρθει άδειο λίγο μετά προκειμένου να συνεχίσουμε. Τη λες και αναγκαστική την πρώτη στάση…

*Η δραστηριότητα της ημέρας που θα δείτε σε αυτό και το επόμενο κεφάλαιο ήταν κι αυτή αποτέλεσμα προηγούμενης κράτησης μέσω Get your Guide, αποτελούσε την πιο ακριβή της Ασιατικής μας περιήγησης κοστίζοντας 47€ κατ’ άτομο, συμπεριλαμβάνοντας όμως όλες τις μεταφορές, περιηγήσεις, εισόδους, φαγητό και ποτό.
Με τη μικρή αυτή ευτυχώς χρονοτριβή που θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερη συνεχίσαμε την πορεία μας, όχι για πολύ όπως φάνηκε μιας και λίγο μετά ήταν όντως ώρα για την πρώτη επίσημη στάση της ημέρας, σ΄ ένα χωριό – ανοικτή έκθεση όπως το χαρακτηρίζουν που μπορείτε να δείτε στο χάρτη με το όνομα «Hmong exhibition antique house and culture»

Πρακτικά πρόκειται για μια σύντομη βουτιά στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν και τον τρόπο ζωής στην ύπαιθρο και τα βουνά των διαφόρων φυλών του Λάος, αυτόχθονων και μη:

Όπως μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε, βρήκαμε -πέρα απ’ τις φορεσιές- αρκετές ομοιότητες με πράγματα που έχουμε δει (ή προλάβαμε κάποιοι) στην πατρίδα μας, όπως μυλόπετρες, αργαλειό κτλ. Ωραία στάση:


Είκοσι λεπτά πορείας αργότερα θα φτάναμε και στο δεύτερο και ίσως σημαντικότερο αξιοθέατο της ημέρας. Αφού κατεβήκαμε και χρησιμοποιήσαμε τα αποδυτήρια και τις τουαλέτες για όσους ήθελαν, συγκεντρωθήκαμε στην είσοδο του περίφημου πάρκου «Kuang Si» με τα εισιτήρια στο χέρι, για να επιβιβαστούμε στα ηλεκτροκίνητα οχήματα που θα μας φέρνανε στα ενδότερα του:

Αυτό που δε γνωρίζαμε όμως είναι πως στην αρχή του πάρκου κι ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση φιλοξενείται το καταφύγιο της μαύρης αρκούδας του Λάος, που κινδυνεύει από εξαφάνιση, επιτελώντας σπουδαίο έργο φροντίδας και διάσωσης:

Προχωρούσαμε ήδη αρκετά λεπτά στο χωμάτινο μονοπάτι με τη ζέστη να δυσχεραίνει το έργο μας, ακούγοντας τα νερά που επιτέλους αντικρύζαμε λίγα μέτρα πιο κάτω:


Κάπως έτσι λοιπόν είναι το θαύμα της περιοχής, το πιο γνωστό πάρκο καταρρακτών -αν μπορώ να το θέσω έτσι- που συγκεντρώνει κάθε μέρα τεράστιο πλήθος κόσμου λόγω της ομορφιάς του αλλά και των πολλών φυσικών πισινών που δημιουργούνται από το ποτάμι:


Ανεβήκαμε ως το τελευταίο επίπεδο με τον μεγαλύτερο καταρράκτη, βγάζοντας τις φωτογραφίες μας με δυσκολία καθώς ένα γκρουπ κινέζων έσκασε ακριβώς μετά από εμάς. Ας είναι, περάσαμε τη γέφυρα και κατηφορίσαμε για μια πρώτη στάση και μερικές σταγόνες δροσιάς ψωνίζοντας ένα τίμιο από το καφέ του πάρκου:


Έχοντας υπολογίσει την ώρα επιστροφής και βρίσκοντας ευκαιρία μιας και εκείνη την ώρα η προσέλευση ήταν μικρή όπως αποδείχτηκε, πήραμε φόρα με σκοπό να κάνουμε κι εμείς τη βουτιά μας στο κρύο νερό. Όταν λέμε κρύο, εννοούμε ΚΡΥΟ παιδιά και το τονίζουμε. Εντάξει, δεν ήταν και στα επίπεδα των βάθρων στον Όλυμπο αλλά και πάλι, ήθελε το χρόνο του για να το συνηθίσεις:


Ό Ιάπωνας του γκρουπ μας βοήθησε προκειμένου να έχουμε αναμνηστικές φωτογραφίες την ώρα που κολυμπούσαμε, μ’ εμένα να κάνω το ίδιο με τη σειρά μου όταν βγήκαμε για να στεγνώσουμε, επιστρέφοντας σιγά – σιγά προς την έξοδο του καταπληκτικού αυτού μέρους που με μεγάλη χαρά είχαμε δει:


Βγήκαμε με τα πόδια προς το σημείο συνάντησης κι έχοντας ένα διαθέσιμο μισάωρο μπροστά μας κατευθυνθήκαμε στις ταβέρνες του χωριού. Όχι, δε μας έψησε ο βατραχο-μεζές που περίμενε ψημένος, προτιμώντας τη σταθερή παγωμένη αξία που ονομάζεται BeerLao:


O mister Pong ήταν ξεκάθαρος, προτρέποντας μας να κοιμηθούμε (λες και ήταν εύκολο) καθώς περίπου μιάμιση περίπου ώρα διαδρομής μας χώριζε από το επόμενο αξιοθέατο/στάση της ημέρας, χρόνος που διευρύνθηκε λίγο περισσότερο μιας και η βλάβη στη γέφυρα δεν είχε αποκατασταθεί δημιουργώντας μια ατελείωτη ουρά από την άλλη πλευρά. Αισθανθήκαμε πολύ τυχεροί, αφενός γιατί από το δικό μας ρεύμα περάσαμε τελικά με μικρή αναμονή, αφετέρου είχαμε δει τους καταρράκτες δίχως πολυκοσμία, κάτι που εύκολα καταλαβαίνει κανείς βλέποντας τα αυτοκίνητα που κινόντουσαν προς τα εκεί.
Τελικώς μέσω της παρατήρησης και της όπως – όπως ξάπλας στο άβολο για ψηλούς κάθισμα η ώρα πέρασε ευχάριστα. Κατεβήκαμε αποχαιρετώντας τον οδηγό που δε θα χρειαζόμασταν για τη συνέχεια της ημέρας, μπαίνοντας στο «Manifa Elephant Camp» όπου απασχολημένος με σκέψεις κατάφερα να κάνω το ακατόρθωτο, να μη προσέξω δηλαδή τον ελέφαντα στο δωμάτιο, ή καλύτερα στο πάρκο για να ακριβολογώ:

Αφού ακουμπήσαμε τα πράγματα επιστρέψαμε με παρότρυνση του Νίκου, αρχικά για να τον ταΐσουμε κολοκύθα που φάνηκε να του αρέσει πολύ και στη συνέχεια για να πλησιάσουμε περισσότερο χαϊδεύοντας τον στο κεφάλι και το πολύ σκληρό δέρμα του. Ο περίπου 30 ετών ελέφαντας που προστατευόμενος μπορεί να φτάσει και σε ανθρώπινη ηλικία, ήταν ένα πολύ φιλικό και γλυκύτατο ζώο που προσωπικά περίμενα αρκετά πιο ψηλό απ’ ότι τελικά ήταν στην πραγματικότητα, κάτι που δείχνει και η εικόνα και μπορείτε κι εσείς να καταλάβετε βλέποντας με δίπλα του:

Το συγκεκριμένο πάρκο φιλοξενούσε και εστιατόριο στο οποίο υπήρχε ανεξάντλητος κι εξαιρετικός μπουφές μαζί με γεμάτα λαχταριστά ψυγεία με παγωμένες μπυρίτσες, κοινώς σκάσαμε για άλλη μια φορά στην εκδρομή. Ήταν εξίσου και σημείο συνάντησης αρκετών μικρών γκρουπ όπως το δικό μας, που θα συνέχιζαν υπό κοινή καθοδήγηση με τα πλωτά πλέον μέσα που μας περίμεναν δεμένα στο ποτάμι:


Όταν το γεύμα έλαβε τέλος, κατεβήκαμε στην προβλήτα αφού μετρηθήκαμε απολύτως έτοιμοι πλέον για την υπέροχη πλεύση που θα ακολουθούσε τις επόμενες ώρες, κάτι που περιμέναμε εξίσου με ανυπομονησία. Τι κι αν ο ήλιος με βασάνιζε ιδιαίτερα, δεν ήθελα να χάσω καμία εικόνα από τις πολλές που μου πρόσφερε αυτό το τοπίο, όντας πολλή ώρα όρθιος στην πλώρη για φωτογραφίες:


Σε μισή ώρα πλεύσης ήμασταν μπροστά σε ακόμη ένα εντυπωσιακό δημιούργημα της φύσης σε συνδυασμό με την παρέμβαση του ανθρώπου για θρησκευτικούς λόγους.

Τα σπήλαια «Pak Ou» είναι ένα πολυσύχναστο από τουρίστες μέρος στην κοίτη του ποταμού που φιλοξενεί δύο λατρευτικά σπήλαια γεμάτα αγαλματίδια, γλυπτά και πολλές ξύλινες βουδιστικές φιγούρες. Με αρκετή δυσκολία λόγω φαγητού, ανυπόφορης ζέστης και σκαλοπατιών φτάσαμε ως το Tham Theung που είναι το άνω σπήλαιο, με τη θέα ευτυχώς να μας αποζημιώνει:


Το κάτω σπήλαιο είχε κι αυτό το ενδιαφέρον του, με την ολιγόλεπτη έτσι κι αλλιώς στάση να ολοκληρώνεται σύντομα με τους επιβάτες να επιστρέφουμε σαλπάροντας προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθαμε:

Προορισμός μας; Ακόμα ένα γνωστό χωριό στην όχθη του ποταμού με το όνομα «Ban Xang Hai» στο οποίο θα ήθελα να έχουμε περισσότερο χρόνο, όμως εμείς πηγαίναμε για πολύ συγκεκριμένο σκοπό κι εν προκειμένω γευσιγνωσία:

Το Whiskey village όπως είναι γνωστό στον ευρύτερο κόσμο είναι πρακτικά ένα μέρος στο οποίο δημιουργούνται αλκοολούχα προϊόντα απόσταξης. Τι απόσταξης; Μα φυσικά ρυζιού που αφθονεί στην περιοχή και δίνει τη δυνατότητα στους κατοίκους να παρασκευάσουν αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν Whiskey για λόγους ευκολίας, που φυσικά μόνο αυτό δε θυμίζει. Από τα προϊόντα επίδειξης και αγοράς ξεχωρίζουν σίγουρα αυτά τα εφετζίδικα μπουκάλια με τα φίδια και τους σκορπιούς που είχαμε δει και στο Βιετνάμ, χωρίς όμως να είναι τίποτα το ιδιαίτερο.

Όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις καθίσαμε ημί-κυκλικά μπροστά από τον ξεναγό μας που θα μας παρουσίαζε τον τρόπο απόσταξης, κρατώντας παράλληλα ένα σφηνοπότηρο για δοκιμές, μαθαίνοντας πολλά παράδοξα (τουλάχιστον) για το ουίσκι και τη σχέση του με την κουλτούρα της χώρας, πολύ μακριά (μπορεί και όχι) από τη δική μας νοοτροπία:


- Υπάρχει πολύς κόσμος που είναι εξαρτημένος από το ουίσκι και μπορεί να φτάσει σε σημείο να πίνει όλη μέρα. Ίσως και πέντε – έξι μπουκάλια τη μέρα!
- Είναι πιθανόν να δείτε και παιδιά να πίνουν Lao Whiskey, 13-14 χρονών, δεν είναι περίεργο.
- Δεν υπάρχει πρόβλημα να οδηγήσεις ενώ έχεις πιεί Lao Whiskey. Όσο θέλεις. Κανείς δε σου λέει τίποτα! Το σοβαρό πρόβλημα σου ξεκινάει αν προκαλέσεις κάτι ενώ οδηγείς πιωμένος, εκεί την έχεις πολύ δύσκολα…

Πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω να πίνουν παράλληλα μ' εμάς και οι ίδιοι που μας διαφημίζουν τα ποτά, ωραία πράγματα, είπα στο Νίκο όσο κατηφορίζαμε προς την προβλήτα και λυθήκαμε στα γέλια…

Last edited by a moderator: