psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.503
- Likes
- 59.912
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Μην αγνοείς τα σημάδια (για νιοστή φορά)
- Η προσεκτική και ιδιαίτερη προετοιμασία
- SKG – ATH – IST – SIN – SAI. Μια μικρή Οδύσσεια
- Επιτέλους Ασία!
- Τα «πλωτά» χωριά της Καμπότζης
- Ηλιοβασίλεμα στη λίμνη & πίσω στη βάση
- Ανακαλύπτοντας το θαύμα των Χμερ
- Ώρα Angkor Wat
- Εξερευνώντας το Krong Siem Reap
- Καμπότζη, για λίγο ακόμα
- Πάμε για αλλαγή χώρας;
- Τα μαγικά τοπία του Λάος
- Δειλινό στον ποταμό Mekong!
- Ανακαλύπτοντας την Luang Prabang
- Στη σκιά του Βούδα
- Τι γίνεται, πάλι πετάμε;
- Στην πλωτή αγορά και το τρένο
- Η άλλη όψη της πόλης
- Λίγοι (λέμε τώρα) ακόμα ναοί…
- Πλέοντας την Bangkok
- Ασία κιόλας τέλος
- Απολογισμός & συμπεράσματα
SKG – ATH – IST – SIN – SAI. Μια μικρή Οδύσσεια
Το εξάμηνο της αναμονής πέρασε εύκολα και η ευλογημένη 6η του Μάρτη είχες κιόλας φτάσει πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι την περίμενα, εν μέσω εργασιακού παραλογισμού γι’ άλλη μια φορά, τρέχοντας ως την τελευταία στιγμή σα τον τρελό, έτσι, για να μη χαλάω και τις παραδόσεις…
Μικρή σημασία βέβαια έχουν όλα αυτά όταν επιτέλους πατάς στη σκάλα του αεροπλάνου και ξεκινάς, αφήνοντας τα πίσω σου με ιδιαίτερη ευκολία. Βοήθησαν βέβαια και τα δύο Ιαπωνικά ουισκάκια -με απόσταξη από θαλασσινό νερό παρακαλώ- που με κέρασε ο ευγενέστατος υπάλληλος του καταστήματος duty free μόλις πέρασα τον έλεγχο της εκτός σέγκεν στην Αθήνα και ήταν στα υπό δοκιμή για υποψήφιους πελάτες, έχοντας ξεκινήσει απ’ τη Θεσσαλονίκη μια ώρα νωρίτερα:
Μια υπέροχη πτήση μ’ έφερε αρχικά πάνω απ’ το Αιγαίο, τη θάλασσα του Μαρμαρά και τα «νυχτερινά καράβια που περνούν το Βόσπορο», υποθέτοντας πως κάπως έτσι αντίστοιχα θα εμπνεύστηκαν και οι δημιουργοί του πολύ ωραίου τραγουδιού του Νταλάρα.
Η διαδικασία τροχοδρόμησης, αποβίβασης, διαβατηριακού ελέγχου και παραλαβής αποσκευών στο χαοτικό αυτό αεροδρόμιο κρατάει αρκετά, με αποτέλεσμα να αργήσω εν τέλει να φτάσω στο πολύ τίμιο για τα 25€ δωμάτιο που είχα κλείσει:
Ήθελα πάρα πολύ να μείνω στο κέντρο της Πόλης για να κάνω και τις βόλτες μου, όμως βάζοντας κάτω τις αποστάσεις και το χρόνο που είχα στη διάθεση μου έκρινα πως δεν υπήρχε λόγος, βγαίνοντας μια βόλτα λίγο αργότερα στο Arnavutköy που όπως είναι λογικό δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνεις:
Εντάξει, ας μην είμαι υπερβολικός, από εστιατόρια άλλο τίποτα, τόσο που ακόμα κι εγώ δε μπόρεσα ν’ αντισταθώ σ’ ένα πεντανόστιμο και καυτερό ντονέρ συνοδείας Ayran, ενθυμούμενος την εκδρομή του 2019 στα ίδια μέρη, με τα ίδια σπουδαία φαγητά. EPOC:
Αφού κοιμήθηκα εξαιρετικά και περισσότερες απ' το συνηθισμένο ώρες κατόπιν τέτοιων συνθηκών, κατευθύνθηκα πάλι στο αεροδρόμιο στις 9:30 του πρωινού της επομένης, πίνοντας ένα καφεδάκι και περιμένοντας την άφιξη του Νίκου με την πτήση από Αθήνα που έφτανε γύρω στις 11:
Είχα πρωτίστως βέβαια περάσει το διπλό (!) έλεγχο αποσκευών αλλά κι από τον γκισέ της Singapore όπου και παρέλαβα τις κάρτες επιβίβασης, κάτι που δεν ήταν απαραίτητο αλλά το ήθελα, παρουσιάζοντας την έγκριση εισόδου/βίζα της Καμπότζης όπως και το εισιτήριο εξόδου από τη χώρα, γεγονός που μου έκανε εντύπωση. Μα που στο καλό είναι η πτήση μου και δε μπορώ να τη βρω;
Α εντάξει, στη μέσω κάτω-κάτω. Ωραία!
Βρεθήκαμε παραδόξως εύκολα με τον Νίκο και χωρίς να κωλυσιεργήσουμε για κανένα λόγο στο πανάκριβο αεροδρόμιο κατευθυνθήκαμε προς το σαλόνι υποδοχής της Turkish και το αγαπημένο μας τραπέζι, το ίδιο με δύο χρόνια πριν που πετούσαμε με προορισμό την Αμερική. Μετά λύπης διαπιστώσαμε πως ακόμη δεν υφίσταται σοβαρό αλκοόλ, αρκούμενοι σε κάτι μικρές Efes και μερικά ποτήρια κρασιού. Αιδώς!
Το αεροσκάφος και η όλη εμπειρία με τη Singapore μας κέρδισε εξ’ αρχής όπως είναι λογικό με μια τέτοια αεροπορική εταιρεία, με πολύ καλό φαγητό εκτός των άλλων, ποτάκια και μπυρίτσες αλλά και ωραίους τρόπους ψυχαγωγίας στις οθόνες. Προσωπικά ήμουν διπλά και τριπλά χαρούμενος. Επιτέλους χωρίς την κλασσική κοντή που ρίχνει τη θέση μπροστά μου, αλλά και με άδεια τη διπλανή μου τριάδα, όπως θα έπρεπε δηλαδή ΠΑΝΤΑ να συμβαίνει σε τέτοιες πτήσεις για τους ανθρώπους που δεν έχουνε ύψος Ιάπωνα αλλά κομματάκι παραπάνω:
Κάπως έτσι λοιπόν ο χρόνος κύλησε νεράκι και δίχως να το καταλάβουμε μέχρι τη Σιγκαπούρη, με το κλασσικό κύμα ζέστης και υγρασίας της να μας κοπανάει αμέσως με την άφιξη μας. Η ώρα ήταν περασμένη (λόγω της διαφοράς) και το θαυμαστό αυτό αεροδρόμιο με τους κήπους και τις λιμνούλες με τα ψάρια αρκετά άδειο, δίνοντας μας την ευκαιρία να το χαζέψουμε λίγο πριν μπούμε στο τρενάκι για αλλαγή τερματικού σταθμού:
Το Lounge στο συγκεκριμένο σημείο μπορεί να φαίνεται ωραίο, δεν ήταν όμως τίποτα το ιδιαίτερο σας πληροφορώ. Τουλάχιστον είχε βότκα που ως γνωστόν κάνει το χρόνο να περνάει πολύ πιο ευχάριστα, μασουλώντας παράλληλα μερικά από τα εδέσματα του, Ασιατικά και μη.
Η ώρα κύλησε γοργά, καταφτάνοντας πρωί πλέον προς την πύλη προκειμένου να περάσουμε ακόμη έναν έλεγχο, ότι βαριόμαστε δηλαδή περισσότερο. Υπενθυμίζω (και το βλέπετε κιόλας) πως στο συγκεκριμένο αεροδρόμιο εφαρμόζεται η τρομερή ιδέα του ελέγχου πριν τη πύλη αναχώρησης. Εύγε! Τουλάχιστον ξεμπερδέψαμε γρήγορα και φορτωθήκαμε στο –γεμάτο συνταξιούχους Γάλλους- αεροπλάνο με προορισμό την Καμπότζη:
Τρεις ώρες μετά είχαμε περάσει και τις διαδικασίες βίζας που μας δυσκόλεψαν κάπως τη ζωή ξανακάνοντας εκ νέου ηλεκτρονική δήλωση, παίρνοντας το περιζήτητο αυτοκόλλητο του βασιλείου, αναπνέοντας τον ποθητό φρέσκο, υγρό, Καμποτζιανό αέρα.
Η περιπέτεια ξεκινούσε!
Το εξάμηνο της αναμονής πέρασε εύκολα και η ευλογημένη 6η του Μάρτη είχες κιόλας φτάσει πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι την περίμενα, εν μέσω εργασιακού παραλογισμού γι’ άλλη μια φορά, τρέχοντας ως την τελευταία στιγμή σα τον τρελό, έτσι, για να μη χαλάω και τις παραδόσεις…
Μικρή σημασία βέβαια έχουν όλα αυτά όταν επιτέλους πατάς στη σκάλα του αεροπλάνου και ξεκινάς, αφήνοντας τα πίσω σου με ιδιαίτερη ευκολία. Βοήθησαν βέβαια και τα δύο Ιαπωνικά ουισκάκια -με απόσταξη από θαλασσινό νερό παρακαλώ- που με κέρασε ο ευγενέστατος υπάλληλος του καταστήματος duty free μόλις πέρασα τον έλεγχο της εκτός σέγκεν στην Αθήνα και ήταν στα υπό δοκιμή για υποψήφιους πελάτες, έχοντας ξεκινήσει απ’ τη Θεσσαλονίκη μια ώρα νωρίτερα:

Μια υπέροχη πτήση μ’ έφερε αρχικά πάνω απ’ το Αιγαίο, τη θάλασσα του Μαρμαρά και τα «νυχτερινά καράβια που περνούν το Βόσπορο», υποθέτοντας πως κάπως έτσι αντίστοιχα θα εμπνεύστηκαν και οι δημιουργοί του πολύ ωραίου τραγουδιού του Νταλάρα.


Η διαδικασία τροχοδρόμησης, αποβίβασης, διαβατηριακού ελέγχου και παραλαβής αποσκευών στο χαοτικό αυτό αεροδρόμιο κρατάει αρκετά, με αποτέλεσμα να αργήσω εν τέλει να φτάσω στο πολύ τίμιο για τα 25€ δωμάτιο που είχα κλείσει:

Ήθελα πάρα πολύ να μείνω στο κέντρο της Πόλης για να κάνω και τις βόλτες μου, όμως βάζοντας κάτω τις αποστάσεις και το χρόνο που είχα στη διάθεση μου έκρινα πως δεν υπήρχε λόγος, βγαίνοντας μια βόλτα λίγο αργότερα στο Arnavutköy που όπως είναι λογικό δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνεις:

Εντάξει, ας μην είμαι υπερβολικός, από εστιατόρια άλλο τίποτα, τόσο που ακόμα κι εγώ δε μπόρεσα ν’ αντισταθώ σ’ ένα πεντανόστιμο και καυτερό ντονέρ συνοδείας Ayran, ενθυμούμενος την εκδρομή του 2019 στα ίδια μέρη, με τα ίδια σπουδαία φαγητά. EPOC:

Αφού κοιμήθηκα εξαιρετικά και περισσότερες απ' το συνηθισμένο ώρες κατόπιν τέτοιων συνθηκών, κατευθύνθηκα πάλι στο αεροδρόμιο στις 9:30 του πρωινού της επομένης, πίνοντας ένα καφεδάκι και περιμένοντας την άφιξη του Νίκου με την πτήση από Αθήνα που έφτανε γύρω στις 11:

Είχα πρωτίστως βέβαια περάσει το διπλό (!) έλεγχο αποσκευών αλλά κι από τον γκισέ της Singapore όπου και παρέλαβα τις κάρτες επιβίβασης, κάτι που δεν ήταν απαραίτητο αλλά το ήθελα, παρουσιάζοντας την έγκριση εισόδου/βίζα της Καμπότζης όπως και το εισιτήριο εξόδου από τη χώρα, γεγονός που μου έκανε εντύπωση. Μα που στο καλό είναι η πτήση μου και δε μπορώ να τη βρω;
Α εντάξει, στη μέσω κάτω-κάτω. Ωραία!

Βρεθήκαμε παραδόξως εύκολα με τον Νίκο και χωρίς να κωλυσιεργήσουμε για κανένα λόγο στο πανάκριβο αεροδρόμιο κατευθυνθήκαμε προς το σαλόνι υποδοχής της Turkish και το αγαπημένο μας τραπέζι, το ίδιο με δύο χρόνια πριν που πετούσαμε με προορισμό την Αμερική. Μετά λύπης διαπιστώσαμε πως ακόμη δεν υφίσταται σοβαρό αλκοόλ, αρκούμενοι σε κάτι μικρές Efes και μερικά ποτήρια κρασιού. Αιδώς!

Το αεροσκάφος και η όλη εμπειρία με τη Singapore μας κέρδισε εξ’ αρχής όπως είναι λογικό με μια τέτοια αεροπορική εταιρεία, με πολύ καλό φαγητό εκτός των άλλων, ποτάκια και μπυρίτσες αλλά και ωραίους τρόπους ψυχαγωγίας στις οθόνες. Προσωπικά ήμουν διπλά και τριπλά χαρούμενος. Επιτέλους χωρίς την κλασσική κοντή που ρίχνει τη θέση μπροστά μου, αλλά και με άδεια τη διπλανή μου τριάδα, όπως θα έπρεπε δηλαδή ΠΑΝΤΑ να συμβαίνει σε τέτοιες πτήσεις για τους ανθρώπους που δεν έχουνε ύψος Ιάπωνα αλλά κομματάκι παραπάνω:

Κάπως έτσι λοιπόν ο χρόνος κύλησε νεράκι και δίχως να το καταλάβουμε μέχρι τη Σιγκαπούρη, με το κλασσικό κύμα ζέστης και υγρασίας της να μας κοπανάει αμέσως με την άφιξη μας. Η ώρα ήταν περασμένη (λόγω της διαφοράς) και το θαυμαστό αυτό αεροδρόμιο με τους κήπους και τις λιμνούλες με τα ψάρια αρκετά άδειο, δίνοντας μας την ευκαιρία να το χαζέψουμε λίγο πριν μπούμε στο τρενάκι για αλλαγή τερματικού σταθμού:


Το Lounge στο συγκεκριμένο σημείο μπορεί να φαίνεται ωραίο, δεν ήταν όμως τίποτα το ιδιαίτερο σας πληροφορώ. Τουλάχιστον είχε βότκα που ως γνωστόν κάνει το χρόνο να περνάει πολύ πιο ευχάριστα, μασουλώντας παράλληλα μερικά από τα εδέσματα του, Ασιατικά και μη.

Η ώρα κύλησε γοργά, καταφτάνοντας πρωί πλέον προς την πύλη προκειμένου να περάσουμε ακόμη έναν έλεγχο, ότι βαριόμαστε δηλαδή περισσότερο. Υπενθυμίζω (και το βλέπετε κιόλας) πως στο συγκεκριμένο αεροδρόμιο εφαρμόζεται η τρομερή ιδέα του ελέγχου πριν τη πύλη αναχώρησης. Εύγε! Τουλάχιστον ξεμπερδέψαμε γρήγορα και φορτωθήκαμε στο –γεμάτο συνταξιούχους Γάλλους- αεροπλάνο με προορισμό την Καμπότζη:


Τρεις ώρες μετά είχαμε περάσει και τις διαδικασίες βίζας που μας δυσκόλεψαν κάπως τη ζωή ξανακάνοντας εκ νέου ηλεκτρονική δήλωση, παίρνοντας το περιζήτητο αυτοκόλλητο του βασιλείου, αναπνέοντας τον ποθητό φρέσκο, υγρό, Καμποτζιανό αέρα.

Η περιπέτεια ξεκινούσε!
Last edited by a moderator: