psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.503
- Likes
- 59.912
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Μην αγνοείς τα σημάδια (για νιοστή φορά)
- Η προσεκτική και ιδιαίτερη προετοιμασία
- SKG – ATH – IST – SIN – SAI. Μια μικρή Οδύσσεια
- Επιτέλους Ασία!
- Τα «πλωτά» χωριά της Καμπότζης
- Ηλιοβασίλεμα στη λίμνη & πίσω στη βάση
- Ανακαλύπτοντας το θαύμα των Χμερ
- Ώρα Angkor Wat
- Εξερευνώντας το Krong Siem Reap
- Καμπότζη, για λίγο ακόμα
- Πάμε για αλλαγή χώρας;
- Τα μαγικά τοπία του Λάος
- Δειλινό στον ποταμό Mekong!
- Ανακαλύπτοντας την Luang Prabang
- Στη σκιά του Βούδα
- Τι γίνεται, πάλι πετάμε;
- Στην πλωτή αγορά και το τρένο
- Η άλλη όψη της πόλης
- Λίγοι (λέμε τώρα) ακόμα ναοί…
- Πλέοντας την Bangkok
- Ασία κιόλας τέλος
- Απολογισμός & συμπεράσματα
Πλέοντας την Bangkok
Τα περιθώρια στένευαν, ο χρόνος μας πίεζε καθιστώντας κάποια πλάνα που είχαμε κατά νου απαγορευτικά, παρ’ όλα αυτά είχαμε ακόμα μια τελευταία δραστηριότητα που εκκρεμούσε.
Έτσι χωριστήκαμε μετά το φαγητό, μιας κι εγώ είχα στα υπόιψιν ορισμένα ψώνια, όπως έναν σάκο καμπίνας που τελικά αγόρασα κατόπιν έρευνας και φυσικά σκληρής διαπραγμάτευσης, έχοντας χαλάσει και κάποια λίγα μετρητά γιατί αλλιώς δε πετυχαίνεις σοβαρή τιμή. Απαραίτητη θα έλεγα αγορά, καθώς η χειραποσκευή είχε γεμίσει απελπιστικά μετά από τόσα ψώνια στην Ασία:
Ήταν καλή ευκαιρία εκείνη την ώρα που όλοι λείπανε σε εκδρομές και δραστηριότητες, οπότε πήρα και τα αναμνηστικά μου αλλά κι ένα μπλουζάκι που μ’ άρεσε, επιστρέφοντας προς το ξενοδοχείο για να ετοιμαστώ κι εγώ με τη σειρά μου:
Τοπική ώρα πέντε και μισή, όταν το Grub μας παραλάμβανε για να μας μεταφέρει στο εμπορικό πάρκο «Asiatique The Riverfront» και την αποβάθρα νο1 πιο συγκεκριμένα όπου είχαμε ως προορισμό, με το μισό περίπου της διαδρομής να διεξάγεται με μποτιλιάρισμα όπως είναι σύνηθες σ’ αυτή την πόλη.
Τίποτα δε θύμιζε Ασία σ’ εκείνο το μέρος καθώς όλα ήταν πολύ διαφορετικά, εκλεπτυσμένα και αρκετά πιο δυτικά θα έλεγε κανείς, ωστόσο δε ήταν αυτό το ζητούμενο της παρουσίας μας. Ολοκληρώσαμε τη διαδικασία εγγραφής σύντομα στο αρμόδιο γραφείο και καθίσαμε για μια παγωμένη μπύρα -γιατί ώρα είχαμε- περιμένοντας το χρόνο να περάσει:
*Άλλη μια δραστηριότητα που κλείστηκε εκ των προτέρων, ξεκάθαρα η πιο τουριστική όλων και αφορά όπως ίσως να έχετε καταλάβει τη νυχτερινή πλεύση του ποταμού «Chao Phraya» συνοδείας φαγητού και άφθονης μπύρας. Το Get your guide ήταν κι εδώ ο μεσάζων, με το κόστος να ανέρχεται σε 35€ κατ’ άτομο.
Όταν το ρολόι έδειχνε επτά παρά, προχωρήσαμε ως τη διπλανή αποβάθρα για να πάρουμε κι εμείς σειρά επιβίβασης στο πλοίο μαζί με αρκετούς ακόμη τουρίστες, απέναντι από ένα μοναδικό νυχτερινό σκηνικό με τους ουρανοξύστες της πόλης, που μας προϊδέαζε γι’ αυτό που επακολουθούσε:
Ο καλός Βούδας των ταξιδιωτών ήταν και πάλι με το μέρος μας, καθώς το μόνο που επιδίωκα ήταν ένα τραπέζι στο ανώτερο κι ανοικτό κατάστρωμα του πλοίου κι όχι στο μέσα (εικόνα κάτω αριστερά) για φωτογραφικούς λόγους, καθώς και άμεση πρόσβαση σε όλα, ζητούμενα που ικανοποιήθηκαν αμφότερα. Η χαρά μου δε περιγραφόταν, οπότε το γιόρτασα με μια selfie λανσάροντας το πουκάμισο της καινούργιας κολεξιόν «Ελληνικά νησιά – καλοκαίρι 2025» ,Καμποτζιανής προελεύσεως:
Το πλοίο ξεκίνησε το δρομολόγιο του σχεδόν αμέσως μιας και όλοι είχαν επιβιβαστεί με ιδιαίτερη ευκολία, με κατεύθυνση βόρεια. Για δες λίγο στη πλάτη σου μου έκανε ο Νίκος, δίνοντας μου να καταλάβω ότι οι προμήθειες της παγωμένης μπύρας ήταν μόνο 2 μέτρα πίσω μου. Όχι φίλοι Ταϊλανδοί, δε κάνουν τέτοια λάθη μαζί μας…
Όταν δόθηκε το σήμα πως άνοιξε ο μπουφές όλοι πέσανε πάνω του σαν τις ακρίδες, θυμίζοντας κάτι από Ελληνικό γάμο, μ’ εμάς να κάνουμε λίγα λεπτά υπομονής καθώς δεν υπήρχε λόγος βιασύνης. Εξάλλου μπορούσες να σερβιριστείς όποτε και όσο ήθελες. Να σας πω την αλήθεια πιο πολύ μου γυάλισαν κάτι γαριδάρες που ψήνονταν επιτόπου, ωστόσο δεν ήμουν για να καθαρίζω μες τα σκοτάδια καθώς όπως λέει κι ο θυμόσοφος λαός το κοτόπουλο και η γαρίδα θέλουν χέρι, αρκούμενος έτσι στα υπόλοιπα εκπληκτικά τοπικά εδέσματα που γέμισαν δις το πιάτο μας:
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα βέβαια εγκατέλειπα τη θέση μου, μιας και ήθελα να αποτυπώσω όσο γίνεται περισσότερο τη νυχτερινή αυτή βόλτα και τις εικόνες που μας πρόσφερε απλόχερα, την ώρα που η μπάντα με μια καλή τραγουδίστρια έκανε την εμφάνιση της:
Αυτονόητο ήταν πως έπρεπε να ‘χω και το νου μου όσο ήμουν όρθιος και φωτογράφιζα καθώς το πλοίο περνούσε κάτω από τις γέφυρες της πόλης, στις οποίες όποιος δεν ήταν καθιστός ή δεν έσκυβε αρκετά, οριακά θα ‘χε πρόβλημα και προφανώς δεν ήθελα να γίνω ο περίγελος του καταστρώματος:
Όλοι όμως όσοι είχαν στο μυαλό τους να δούνε και κάτι πέρα από το φαγητό και το μπεκρούλιασμα περίμεναν τη συγκεκριμένη στιγμή, όχι άδικα:
Ο ναός της αυγής ή «Wat Arun» αν προτιμάτε, ήταν σίγουρα το σημαντικότερο αξιοθέατο που θα βλέπανε τα μάτια μας κατά τη διάρκεια της πλεύσης και προφανώς βρισκόταν στις σημειώσεις μας αλλά όπως καλά φαντάζεστε δεν είχαμε προλάβει να επισκεφτούμε στη διάρκεια της ημέρας, ευρισκόμενος μάλιστα στη δυτική πλευρά του ποταμού. Είναι παράλληλα ένα από τα χαρακτηριστικότερα αξιοθέατα της Ταϊλάνδης, με το χρυσό του κωδωνοστάσιο που φτιάχτηκε ξέχωρα από τον υπόλοιπο ναό σίγουρα να ξεχωρίζει.
Είχαμε κιόλας φτάσει στο μισό και παραπάνω της διαδρομής όταν αντικρύσαμε την γνωστή καλωδιακή γέφυρα του 2002 «Rama VIII» ,η οποία εκτός των άλλων έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση (πόσο χειρότερα μπορεί να ήταν δηλαδή
της Bangkok, σημείο στο οποίο το πλοίο μας έκανε μανούβρα κι επιστροφή, αρκούμενος αυτή τη φορά σε φωτογράφιση στην αντίπερα όχθη και το παλάτι:
Η τραγουδίστρια αντικαταστάθηκε μ’ ένα μουσικοχορευτικό σόου απ’ αυτά που σιχαίνομαι, προφανώς σε αλλαγή πόστων καθώς οι χορευτές ήταν νωρίτερα στον εσωτερικό κατάστρωμα του πλοίου, όσο εμείς περνούσαμε την ώρα μας γελώντας μ’ ένα ευρωπαϊκής προελεύσεως μπεκρόμουτρο (κάπου ίσως από Σλοβακία, Πολωνία, Γερμανία κτλ, δεν έχει διαφορά) που είχε πιάσει στασίδι δίπλα στα βαρέλια κι όχι μόνο μας κοντράριζε αλλά μας είχε ξεπεράσει και τους δύο μαζί, μέχρι και την ύστατη μάλιστα στιγμή που δέσαμε στην προβλήτα:
Χωρίς χρονοτριβές και μετά από κάποια ψώνια που εκκρεμούσαν (Ταϊλανδικό Ρούμι) σ’ ένα κατάστημα 7/11 απ’ αυτά που υπάρχουν σε κάθε γειτονιά της Bangkok, καλέσαμε ένα Grub και -μαντέψτε- καθυστερώντας από εξωφρενική πάλι κίνηση φτάσαμε στο ξενοδοχείο για να ξεφορτωθούμε τα περιττά, κατεβαίνοντας λίγο μετά με τα πόδια στο κέντρο.
Δείτε τι γίνεται στα μπαρ του πεζόδρομου εκείνη την ώρα για να πάρετε μια ιδέα:
Θυμάστε την παρακμιακή γειτονιά που σας ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο; Ε να λοιπόν που τώρα ήταν εντελώς διαφορετική με αρκετή ζωή, τραπεζάκια, κόσμο και αναμμένες ψησταριές. Αφού βολτάραμε στα μαγαζάκια καθίσαμε σ’ ένα 24ωρο ταβερνείο να πιούμε μία παγωμένη:
Ορίστε και η χασισοκαντίνα/τουκ-τουκ της περιοχής που -σωστά υποθέτετε- δε πουλούσε μόνο ρούχα και προϊόντα κάνναβης αλλά και τσιγαριλίκια, όπως και άλλοι μικροπωλητές αμέσως πιο κάτω:
Για να μη ξεφύγουμε λοιπόν από το «κλίμα» ,αποφασίσαμε να πιούμε τις μπύρες μας στο «Kalanbatu Reggae Bar» της οδού Ram Buttri, γεμάτο πολύ ωραίο και κεφάτο κόσμο:
Όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο η εξαιρετική reggae μπάντα μας ανέβαζε το κέφι. Δεν άντεξα να μείνω και πολύ στην καρέκλα μου, ακολουθώντας το ρυθμό όρθιος κι όχι μόνο εγώ αλλά αρκετοί ακόμη παρευρισκόμενοι, ειδικότερα όταν άκουσα τα μόνα γαλλoισπανικά που ξέρω να τραγουδάω, δίχως βέβαια να καταλαβαίνω λέξη:
¿Qué voy a hacer? Je ne sais pas
¿Qué voy a hacer? Je ne sais plus
¿Qué voy a hacer? Je suis perdu
¿Qué horas son, mi corazón?
Η επόμενες και οι μεθεπόμενες μπυρίτσες ήταν παραπάνω από αναγκαίες, όμως η απερισκεψία μας να κόστιζε για άλλη μια φορά στην εκδρομή, μιας και τα τελευταία σχεδόν bat τα είχαμε κάνει μπλουζάκια… Το κατάστημα δε δέχονταν κάρτα, συνάλλαγμα άντε βρες τέτοια ώρα, οπότε χρειάστηκε η διαπραγματευτική μας ικανότητα και κάποια τελευταία δολάρια που για άλλη μια φορά στην εκδρομή δώσανε τη λύση, την ώρα που η μπάντα έδινε εξίσου τα ρέστα της στο κοινό. Α ρε Manu...
Hey Bobby Marley,
Sing something good to me.
This world go crazy,
It's an emergency!
Τι άλλο μπορούσε να περιμένει κανείς από τη βραδιά του, αναρωτιόμασταν όσο προχωρούσαμε στο δρόμο της επιστροφής, ανάμεσα σε πάγκους, τραπεζάκια και πρόχειρα φαγάδικα:
Τι άλλο να ζητήσει από την εκδρομή συνολικά;
Τα περιθώρια στένευαν, ο χρόνος μας πίεζε καθιστώντας κάποια πλάνα που είχαμε κατά νου απαγορευτικά, παρ’ όλα αυτά είχαμε ακόμα μια τελευταία δραστηριότητα που εκκρεμούσε.
Έτσι χωριστήκαμε μετά το φαγητό, μιας κι εγώ είχα στα υπόιψιν ορισμένα ψώνια, όπως έναν σάκο καμπίνας που τελικά αγόρασα κατόπιν έρευνας και φυσικά σκληρής διαπραγμάτευσης, έχοντας χαλάσει και κάποια λίγα μετρητά γιατί αλλιώς δε πετυχαίνεις σοβαρή τιμή. Απαραίτητη θα έλεγα αγορά, καθώς η χειραποσκευή είχε γεμίσει απελπιστικά μετά από τόσα ψώνια στην Ασία:

Ήταν καλή ευκαιρία εκείνη την ώρα που όλοι λείπανε σε εκδρομές και δραστηριότητες, οπότε πήρα και τα αναμνηστικά μου αλλά κι ένα μπλουζάκι που μ’ άρεσε, επιστρέφοντας προς το ξενοδοχείο για να ετοιμαστώ κι εγώ με τη σειρά μου:


Τοπική ώρα πέντε και μισή, όταν το Grub μας παραλάμβανε για να μας μεταφέρει στο εμπορικό πάρκο «Asiatique The Riverfront» και την αποβάθρα νο1 πιο συγκεκριμένα όπου είχαμε ως προορισμό, με το μισό περίπου της διαδρομής να διεξάγεται με μποτιλιάρισμα όπως είναι σύνηθες σ’ αυτή την πόλη.
Τίποτα δε θύμιζε Ασία σ’ εκείνο το μέρος καθώς όλα ήταν πολύ διαφορετικά, εκλεπτυσμένα και αρκετά πιο δυτικά θα έλεγε κανείς, ωστόσο δε ήταν αυτό το ζητούμενο της παρουσίας μας. Ολοκληρώσαμε τη διαδικασία εγγραφής σύντομα στο αρμόδιο γραφείο και καθίσαμε για μια παγωμένη μπύρα -γιατί ώρα είχαμε- περιμένοντας το χρόνο να περάσει:

*Άλλη μια δραστηριότητα που κλείστηκε εκ των προτέρων, ξεκάθαρα η πιο τουριστική όλων και αφορά όπως ίσως να έχετε καταλάβει τη νυχτερινή πλεύση του ποταμού «Chao Phraya» συνοδείας φαγητού και άφθονης μπύρας. Το Get your guide ήταν κι εδώ ο μεσάζων, με το κόστος να ανέρχεται σε 35€ κατ’ άτομο.
Όταν το ρολόι έδειχνε επτά παρά, προχωρήσαμε ως τη διπλανή αποβάθρα για να πάρουμε κι εμείς σειρά επιβίβασης στο πλοίο μαζί με αρκετούς ακόμη τουρίστες, απέναντι από ένα μοναδικό νυχτερινό σκηνικό με τους ουρανοξύστες της πόλης, που μας προϊδέαζε γι’ αυτό που επακολουθούσε:


Ο καλός Βούδας των ταξιδιωτών ήταν και πάλι με το μέρος μας, καθώς το μόνο που επιδίωκα ήταν ένα τραπέζι στο ανώτερο κι ανοικτό κατάστρωμα του πλοίου κι όχι στο μέσα (εικόνα κάτω αριστερά) για φωτογραφικούς λόγους, καθώς και άμεση πρόσβαση σε όλα, ζητούμενα που ικανοποιήθηκαν αμφότερα. Η χαρά μου δε περιγραφόταν, οπότε το γιόρτασα με μια selfie λανσάροντας το πουκάμισο της καινούργιας κολεξιόν «Ελληνικά νησιά – καλοκαίρι 2025» ,Καμποτζιανής προελεύσεως:


Το πλοίο ξεκίνησε το δρομολόγιο του σχεδόν αμέσως μιας και όλοι είχαν επιβιβαστεί με ιδιαίτερη ευκολία, με κατεύθυνση βόρεια. Για δες λίγο στη πλάτη σου μου έκανε ο Νίκος, δίνοντας μου να καταλάβω ότι οι προμήθειες της παγωμένης μπύρας ήταν μόνο 2 μέτρα πίσω μου. Όχι φίλοι Ταϊλανδοί, δε κάνουν τέτοια λάθη μαζί μας…


Όταν δόθηκε το σήμα πως άνοιξε ο μπουφές όλοι πέσανε πάνω του σαν τις ακρίδες, θυμίζοντας κάτι από Ελληνικό γάμο, μ’ εμάς να κάνουμε λίγα λεπτά υπομονής καθώς δεν υπήρχε λόγος βιασύνης. Εξάλλου μπορούσες να σερβιριστείς όποτε και όσο ήθελες. Να σας πω την αλήθεια πιο πολύ μου γυάλισαν κάτι γαριδάρες που ψήνονταν επιτόπου, ωστόσο δεν ήμουν για να καθαρίζω μες τα σκοτάδια καθώς όπως λέει κι ο θυμόσοφος λαός το κοτόπουλο και η γαρίδα θέλουν χέρι, αρκούμενος έτσι στα υπόλοιπα εκπληκτικά τοπικά εδέσματα που γέμισαν δις το πιάτο μας:


Ανά τακτά χρονικά διαστήματα βέβαια εγκατέλειπα τη θέση μου, μιας και ήθελα να αποτυπώσω όσο γίνεται περισσότερο τη νυχτερινή αυτή βόλτα και τις εικόνες που μας πρόσφερε απλόχερα, την ώρα που η μπάντα με μια καλή τραγουδίστρια έκανε την εμφάνιση της:


Αυτονόητο ήταν πως έπρεπε να ‘χω και το νου μου όσο ήμουν όρθιος και φωτογράφιζα καθώς το πλοίο περνούσε κάτω από τις γέφυρες της πόλης, στις οποίες όποιος δεν ήταν καθιστός ή δεν έσκυβε αρκετά, οριακά θα ‘χε πρόβλημα και προφανώς δεν ήθελα να γίνω ο περίγελος του καταστρώματος:


Όλοι όμως όσοι είχαν στο μυαλό τους να δούνε και κάτι πέρα από το φαγητό και το μπεκρούλιασμα περίμεναν τη συγκεκριμένη στιγμή, όχι άδικα:

Ο ναός της αυγής ή «Wat Arun» αν προτιμάτε, ήταν σίγουρα το σημαντικότερο αξιοθέατο που θα βλέπανε τα μάτια μας κατά τη διάρκεια της πλεύσης και προφανώς βρισκόταν στις σημειώσεις μας αλλά όπως καλά φαντάζεστε δεν είχαμε προλάβει να επισκεφτούμε στη διάρκεια της ημέρας, ευρισκόμενος μάλιστα στη δυτική πλευρά του ποταμού. Είναι παράλληλα ένα από τα χαρακτηριστικότερα αξιοθέατα της Ταϊλάνδης, με το χρυσό του κωδωνοστάσιο που φτιάχτηκε ξέχωρα από τον υπόλοιπο ναό σίγουρα να ξεχωρίζει.
Είχαμε κιόλας φτάσει στο μισό και παραπάνω της διαδρομής όταν αντικρύσαμε την γνωστή καλωδιακή γέφυρα του 2002 «Rama VIII» ,η οποία εκτός των άλλων έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση (πόσο χειρότερα μπορεί να ήταν δηλαδή



Η τραγουδίστρια αντικαταστάθηκε μ’ ένα μουσικοχορευτικό σόου απ’ αυτά που σιχαίνομαι, προφανώς σε αλλαγή πόστων καθώς οι χορευτές ήταν νωρίτερα στον εσωτερικό κατάστρωμα του πλοίου, όσο εμείς περνούσαμε την ώρα μας γελώντας μ’ ένα ευρωπαϊκής προελεύσεως μπεκρόμουτρο (κάπου ίσως από Σλοβακία, Πολωνία, Γερμανία κτλ, δεν έχει διαφορά) που είχε πιάσει στασίδι δίπλα στα βαρέλια κι όχι μόνο μας κοντράριζε αλλά μας είχε ξεπεράσει και τους δύο μαζί, μέχρι και την ύστατη μάλιστα στιγμή που δέσαμε στην προβλήτα:


Χωρίς χρονοτριβές και μετά από κάποια ψώνια που εκκρεμούσαν (Ταϊλανδικό Ρούμι) σ’ ένα κατάστημα 7/11 απ’ αυτά που υπάρχουν σε κάθε γειτονιά της Bangkok, καλέσαμε ένα Grub και -μαντέψτε- καθυστερώντας από εξωφρενική πάλι κίνηση φτάσαμε στο ξενοδοχείο για να ξεφορτωθούμε τα περιττά, κατεβαίνοντας λίγο μετά με τα πόδια στο κέντρο.
Δείτε τι γίνεται στα μπαρ του πεζόδρομου εκείνη την ώρα για να πάρετε μια ιδέα:


Θυμάστε την παρακμιακή γειτονιά που σας ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο; Ε να λοιπόν που τώρα ήταν εντελώς διαφορετική με αρκετή ζωή, τραπεζάκια, κόσμο και αναμμένες ψησταριές. Αφού βολτάραμε στα μαγαζάκια καθίσαμε σ’ ένα 24ωρο ταβερνείο να πιούμε μία παγωμένη:


Ορίστε και η χασισοκαντίνα/τουκ-τουκ της περιοχής που -σωστά υποθέτετε- δε πουλούσε μόνο ρούχα και προϊόντα κάνναβης αλλά και τσιγαριλίκια, όπως και άλλοι μικροπωλητές αμέσως πιο κάτω:

Για να μη ξεφύγουμε λοιπόν από το «κλίμα» ,αποφασίσαμε να πιούμε τις μπύρες μας στο «Kalanbatu Reggae Bar» της οδού Ram Buttri, γεμάτο πολύ ωραίο και κεφάτο κόσμο:

Όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο η εξαιρετική reggae μπάντα μας ανέβαζε το κέφι. Δεν άντεξα να μείνω και πολύ στην καρέκλα μου, ακολουθώντας το ρυθμό όρθιος κι όχι μόνο εγώ αλλά αρκετοί ακόμη παρευρισκόμενοι, ειδικότερα όταν άκουσα τα μόνα γαλλoισπανικά που ξέρω να τραγουδάω, δίχως βέβαια να καταλαβαίνω λέξη:
¿Qué voy a hacer? Je ne sais pas
¿Qué voy a hacer? Je ne sais plus
¿Qué voy a hacer? Je suis perdu
¿Qué horas son, mi corazón?

Η επόμενες και οι μεθεπόμενες μπυρίτσες ήταν παραπάνω από αναγκαίες, όμως η απερισκεψία μας να κόστιζε για άλλη μια φορά στην εκδρομή, μιας και τα τελευταία σχεδόν bat τα είχαμε κάνει μπλουζάκια… Το κατάστημα δε δέχονταν κάρτα, συνάλλαγμα άντε βρες τέτοια ώρα, οπότε χρειάστηκε η διαπραγματευτική μας ικανότητα και κάποια τελευταία δολάρια που για άλλη μια φορά στην εκδρομή δώσανε τη λύση, την ώρα που η μπάντα έδινε εξίσου τα ρέστα της στο κοινό. Α ρε Manu...

Hey Bobby Marley,
Sing something good to me.
This world go crazy,
It's an emergency!
Τι άλλο μπορούσε να περιμένει κανείς από τη βραδιά του, αναρωτιόμασταν όσο προχωρούσαμε στο δρόμο της επιστροφής, ανάμεσα σε πάγκους, τραπεζάκια και πρόχειρα φαγάδικα:

Τι άλλο να ζητήσει από την εκδρομή συνολικά;
Last edited by a moderator: