kalspiros
Member
- Μηνύματα
- 2.554
- Likes
- 3.998
- Επόμενο Ταξίδι
- remaining UK
- Ταξίδι-Όνειρο
- yeah, whatever...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Trip to the under: μικρή γνωριμία με την μαγεία...
- Οι νύχτες της Ακκρά
- Πρωτεύουσα στο φως της ημέρας
- Κυριακή στην παραλία
- Μια βόλτα στα προάστια
- You choose life, Life choose you
- Obruni Vol1
- Obruni Vol2 - The Volta move
- Λαμπερή συλλογή
- Στερεογραφήματα (look closer)
- Ουόταα (το νερό στα Γκανέζικα)
- Obruni Vol3 - Obibini call (για κοιτα με στο χρώμα, λοιπόν...)
- Βραδιές θεάτρου στην Γκάνα?
- Ασκήσεις αντανακλαστικών
- Δαμάζοντας το Eastern Region
- Asafo ένα χωριό σαν όλα τ' άλλα
- Η πρεσβεία των αισθήσεων και των παραισθήσεων
- Η ιστορία του ενός σημείου
- Εικόνες απ' το βάζο vol1
- Εικόνες απ' το βάζο vol2
- Μια Volta στα νησιά
- Πεζός στους αιθέρες: Kakum
- Μια απαίσια ιστορία
- Αθήνα- Elmina έστω κι αυθημερόν
- Συνοπτικά, σύντομα.. πριν το αντίο...
- Μαύρο είναι το δέρμα (αποχαιρετώντας την Γκάνα)][media=youtube]0VgScmN66sM[/media
Δεν μπορείς να ξέρεις τι σκέφτονται οι Οbibini(το αντίθετο του Obruni. Μαύροι), τι εννοούν ή τι κρύβουν πίσω από τις μόνιμες προσφωνήσεις τους (Obruni, Obruni) απλώς αρχίζεις και υποψιάζεσαι και να διαισθάνεσαι την διάθεσή τους βοηθούμενος πάντα από τις διαβεβαιώσεις των συνεργατών σου ότι είναι φιλική προσφώνηση. (καμιά σχέση π.χ με το Πουστοκαλαμαράς...) Ίσως ζήλεια που δεν είμαστε κολλημένοι σε οποιοδήποτε χωριό, προσμονή για ένα ευρωπαϊκό tip, περιέργεια. Αλήθεια πόσους λευκούς έχουν δει στο Anum, ένα χωριό σκαρφαλωμένο σε λόφους πίσω από την Volta? Ήμουν ο δεύτερος, τρίτος? Πιθανότατα θα ήμουν το θέμα συζήτησης στο μεσημεριανό τους τραπέζι...
Ανεβαίνουμε μέχρι το Atimpoku (το χωριό με την γέφυρα που έχω ήδη αναφέρει) από διαφορετικό δρόμο μέσω της Dodowa. Κι εδώ φαρδύς άνετος δρόμος με τα γνωστά χωριά και με έργα κοντά στην πρωτεύουσα. Φτάνοντας Atimpoku, έζησα ξανά τα καλά της Αιγύπτου. Όσοι έχουν κάνει την κρουαζιέρα Luxor-Aswan πιθανότατα να έχουν ζήσει το ποταμίσιο παζάρι πριν τον αναβαθμό του Νείλου κοντά στο Kom’ombo. Εκεί σε περικυκλώνουν οι φελούκες που εμπορεύονται υφάσματα πετώντας τα στο κατάστρωμα των ποταμόπλοιων. Έτσι κι εδώ. Καμιά τριανταριά Γκανέζες στον δρόμο ορμούσαν στα αυτοκίνητα χωρίς να έχουν καλά καλά σταματήσει. Εδώ πουλάνε φαγητά: νερό σε μικρό σακουλάκι (διαδεδομένο παντού, κοστίζει 0,10 GHC και το πίνουν κατά κόρων οι ντόπιοι), κάτι σαν φύλλα μπανανιάς διπλωμένα στα δύο φιλοξενούσαν ένα πράμα από γάλα που περισσότερο θύμιζε φέτα ψαριού, μακρόστενα σακούλια με ξερά βότανα (??), σουβλάκια ψαριού ή κοτόπουλου (με gourmetπινελιές από κομματάκια πιπεριάς και κρεμμύδι ανάμεσα! (άτσα!!)), ολόκληρα ψάρια τηγανισμένα σε άθλια κατάσταση, κοτομπουκιές τηγανιτές (νομίζω το ανέφερα όλο το μενού). Η αποθέωση: σταματάμε που λες να φάνε οι συνταξιδιώτες. Δύο ντόπιοι στο πίσω κάθισμα, άλλος ένας ο οδηγός και εγώ συνοδηγός. Ορδές ορμάνε πάνω στο αμάξι, 4-5 κοπελιές σε κάθε παράθυρο. Εκείνες οι 4-5 που επιτέθηκαν στο δικό μου, πισωπατάνε με το που με βλέπουν. «Obruni, obruni» φωνάζουν και σπεύδουν να στριμωχτούν σε παράθυρο με ομοεθνείς τους (βλέπετε, το γνωρίζουν ότι τα στομάχια των obruni είναι ακόμα κυτταρικά και όχι χαλύβδινα)!! Η πώληση βαίνει καλώς. Με μια σακούλα φαγιά ο καθείς και εμένα νηστικό, συνεχίζουμε προς Anum (χωριό κοντά στην πόλη Ho και κοντά στους πιο γνωστούς καταρράκτες την χώρας: τους Wii και εκείνους στο βουνό Amedzofe). Υπάρχει μια σειρά λόφων επάνω στην δυτική όχθη του ποταμού και της λίμνης που διακόπτουν την θέαση προς αυτήν για όλη την υπόλοιπη διαδρομή των περίπου 50χλμ. Εδώ η ζωή όπως την έχω περιγράψει ξανά. Περνάμε από το χωριό Juapong όπου ακούμε δυνατή μουσική σε τρία διαφορετικά σημεία της πόλης. Το ίδιο συμβαίνει και κατά την επιστροφή. Δεν γνωρίζω αν είναι χαρακτηριστικό αυτού του χωριού αλλά έχω την ανάγκη να το πιστέψω. Μέσα στις 50 οικιστικές περιοχές που έχω δει, υπήρχε έστω μία με κάποια απόκλιση από την παγιωμένη (πλέον) αίσθηση.
Με μεγάλη μου λύπη φτάνουμε στο Anum. Στον χάρτη απεικονίζεται επάνω στον λόφου πιο κοντά στο πόδι προς Volta παρά προς την κοιλάδα. Θεώρησα λοιπόν ότι θα είχαμε θέα προς λίμνη. Μπα! Μια στιγμή όμως γιατί αρχίζουμε και ανηφορίζουμε προς τον λόφο όπου βρίσκεται το σχολείο του χωριού. Είπαμε, για κεραία πάμε, στην γούβα θα την είχανε? Μόνο όταν παρκάραμε δίπλα στην κεραία και ανάμεσα σε μια μαθητική τάξη (μωρέ μπας κι ήταν σπίτι) και το σπίτι του διευθυντή, απλώθηκε μπροστά μας η λίμνη. Πανέμορφο θέαμα που δυστυχώς στις φωτογραφίες δεν γίνεται αντιληπτό. Μια λίμνη από την κορυφή ενός λόφου.. so what, μια βόλτα προς Ελβετία and that’s it. Όπως όμως ήδη έχω πει, εδώ περισσότερο παρατηρούμε τους ανθρώπους. Τους ψαράδες στις ξύλινες βάρκες, τα ελάχιστα σπιτούθκια στις όχθες, την πυκνή (αλλά κυρίως άγνωστη!) βλάστηση από τις όχθες μέχρι την κορυφή των απόκρημνων λόφων. Επιστρέφω στην κεραία και με προσπερνάνε δύο πιτσιρίκια που ψιθυρίζουν μεταξύ τους κάτι για κάποιον obruni. Στην διάρκεια παραμονής εδώ και κατά την φωτογράφιση της γύρω περιοχής, συναντάω κάποιους ντόπιους που, με νωθρό βηματισμό, μετέφεραν τους εαυτούς τους από το ένα σημείο ξεκούρασης στο άλλο. Όλοι τους χαμογελαστοί, καλημέριζαν και χαιρετούσαν σε κάποιες περιπτώσεις πριν από εμένα, σηκώνοντας ταυτόχρονα το χέρι τους. Με κάποιους συζήτησα για λίγο και όλοι τους φαίνονταν ότι το διασκέδαζαν ιδιαίτερα όταν τους αποχαιρετούσα με την δική τους χειραψία.
Η δεύτερη κεραία βρίσκεται πάνω σε ψηλό λόφο στην μέση της κοιλάδας με θέα παντού. Μια περιοχή στην οποία άνετα θα μπορούσες να βάλεις μέσα στο πλάνο άγρια ζώα. Κάτσε να πιω και μια coca από το παρακείμενο guesthouse. Άντε πάλι: ψιτ ψιτ ψιτ obruni... Τελική στάση Larteh. Έπρεπε να σκαρφαλώσουμε φιδωτό δρόμο για να φτάσουμε εδώ. Άλλη μια φορά, χορταστικό πανόραμα. Τούτη εδώ βρίσκεται στην άκρη ενός χωριού. Οι έννοιες όμως «άκρη» και «κέντρο» δεν έχουν καμία σημασία εδώ. Από την μια άκρη ως την άλλη, πάνω στο δρόμο υπάρχουν τα γνωστά καταστήματα- container που πουλάνε ό,τι έχουν. Τα σπίτια βρίσκονται μια σειρά πιο πίσω. Εξουθενωμένος από τις λακκούβες των δρόμων και την ταχύτητα που της περνούσε ο Benji, αράζω στο αμάξι. Βρισκόμαστε δίπλα από γήπεδο όπου πιτσιρίκια πηγαινοέρχονταν. Όταν με εντόπιζαν ξεκινούσαν πάλι: obruni obruni! Τα κοιτά και τους πετάω ένα Obibini. Γελάνε με την καρδιά τους, κοιτάνε το ένα το άλλο και μου προτείνουν να μου πουλήσουν κάτι φαγητά. Αρνούμαι ευγενικά, βγαίνω από το αμάξι και κατευθύνομαι προς την κεραία. Φτάνω, κοιτάω πίσω για να τα δω να γελάνε ακόμα μαζί μου και να με χαιρετάνε γελώντας. Δίπλα από την κεραία ένα σπίτι (που λέει ο ... Γκανέζος) με μια πρόχειρη εξωτερική κατασκευή από μεταλλικά φύλλα, έκρυβε έως τον θώρακα έναν ντόπιο που έκανε το αφρόλουτρό του. Πάνω στα φύλλα ήταν πεταμένη μια βρώμικη πετσέτα που την χρησιμοποίησε τελειώνοντας. Τα νερά από το μπάνιο κυλούσαν στην αυλή του σπιτιού όπου παιδιά σταματούσαν κάθε τρεις και λίγο το παιχνίδι τους με τα ιπτάμενα κοτόπουλα, τα μικρά κατσικάκια και τους αυτοσχέδιους τροχούς, για να επεξεργαστούν τον obruni. Αν τα κοιτούσες δεν απομάκρυναν το βλέμμα αλλά χαμογελούσαν και χαιρετούσαν (μόνο με διάφορες διακυμάνσεις στην διστακτικότητα). Έπεσε βράδυ. Με περιμένει μια επιστροφή η οποία (κατά πάσα πιθανότητα) θα βγάλει ένα, ανάλογου μεγέθους, άρθρο...

Ανεβαίνουμε μέχρι το Atimpoku (το χωριό με την γέφυρα που έχω ήδη αναφέρει) από διαφορετικό δρόμο μέσω της Dodowa. Κι εδώ φαρδύς άνετος δρόμος με τα γνωστά χωριά και με έργα κοντά στην πρωτεύουσα. Φτάνοντας Atimpoku, έζησα ξανά τα καλά της Αιγύπτου. Όσοι έχουν κάνει την κρουαζιέρα Luxor-Aswan πιθανότατα να έχουν ζήσει το ποταμίσιο παζάρι πριν τον αναβαθμό του Νείλου κοντά στο Kom’ombo. Εκεί σε περικυκλώνουν οι φελούκες που εμπορεύονται υφάσματα πετώντας τα στο κατάστρωμα των ποταμόπλοιων. Έτσι κι εδώ. Καμιά τριανταριά Γκανέζες στον δρόμο ορμούσαν στα αυτοκίνητα χωρίς να έχουν καλά καλά σταματήσει. Εδώ πουλάνε φαγητά: νερό σε μικρό σακουλάκι (διαδεδομένο παντού, κοστίζει 0,10 GHC και το πίνουν κατά κόρων οι ντόπιοι), κάτι σαν φύλλα μπανανιάς διπλωμένα στα δύο φιλοξενούσαν ένα πράμα από γάλα που περισσότερο θύμιζε φέτα ψαριού, μακρόστενα σακούλια με ξερά βότανα (??), σουβλάκια ψαριού ή κοτόπουλου (με gourmetπινελιές από κομματάκια πιπεριάς και κρεμμύδι ανάμεσα! (άτσα!!)), ολόκληρα ψάρια τηγανισμένα σε άθλια κατάσταση, κοτομπουκιές τηγανιτές (νομίζω το ανέφερα όλο το μενού). Η αποθέωση: σταματάμε που λες να φάνε οι συνταξιδιώτες. Δύο ντόπιοι στο πίσω κάθισμα, άλλος ένας ο οδηγός και εγώ συνοδηγός. Ορδές ορμάνε πάνω στο αμάξι, 4-5 κοπελιές σε κάθε παράθυρο. Εκείνες οι 4-5 που επιτέθηκαν στο δικό μου, πισωπατάνε με το που με βλέπουν. «Obruni, obruni» φωνάζουν και σπεύδουν να στριμωχτούν σε παράθυρο με ομοεθνείς τους (βλέπετε, το γνωρίζουν ότι τα στομάχια των obruni είναι ακόμα κυτταρικά και όχι χαλύβδινα)!! Η πώληση βαίνει καλώς. Με μια σακούλα φαγιά ο καθείς και εμένα νηστικό, συνεχίζουμε προς Anum (χωριό κοντά στην πόλη Ho και κοντά στους πιο γνωστούς καταρράκτες την χώρας: τους Wii και εκείνους στο βουνό Amedzofe). Υπάρχει μια σειρά λόφων επάνω στην δυτική όχθη του ποταμού και της λίμνης που διακόπτουν την θέαση προς αυτήν για όλη την υπόλοιπη διαδρομή των περίπου 50χλμ. Εδώ η ζωή όπως την έχω περιγράψει ξανά. Περνάμε από το χωριό Juapong όπου ακούμε δυνατή μουσική σε τρία διαφορετικά σημεία της πόλης. Το ίδιο συμβαίνει και κατά την επιστροφή. Δεν γνωρίζω αν είναι χαρακτηριστικό αυτού του χωριού αλλά έχω την ανάγκη να το πιστέψω. Μέσα στις 50 οικιστικές περιοχές που έχω δει, υπήρχε έστω μία με κάποια απόκλιση από την παγιωμένη (πλέον) αίσθηση.
Με μεγάλη μου λύπη φτάνουμε στο Anum. Στον χάρτη απεικονίζεται επάνω στον λόφου πιο κοντά στο πόδι προς Volta παρά προς την κοιλάδα. Θεώρησα λοιπόν ότι θα είχαμε θέα προς λίμνη. Μπα! Μια στιγμή όμως γιατί αρχίζουμε και ανηφορίζουμε προς τον λόφο όπου βρίσκεται το σχολείο του χωριού. Είπαμε, για κεραία πάμε, στην γούβα θα την είχανε? Μόνο όταν παρκάραμε δίπλα στην κεραία και ανάμεσα σε μια μαθητική τάξη (μωρέ μπας κι ήταν σπίτι) και το σπίτι του διευθυντή, απλώθηκε μπροστά μας η λίμνη. Πανέμορφο θέαμα που δυστυχώς στις φωτογραφίες δεν γίνεται αντιληπτό. Μια λίμνη από την κορυφή ενός λόφου.. so what, μια βόλτα προς Ελβετία and that’s it. Όπως όμως ήδη έχω πει, εδώ περισσότερο παρατηρούμε τους ανθρώπους. Τους ψαράδες στις ξύλινες βάρκες, τα ελάχιστα σπιτούθκια στις όχθες, την πυκνή (αλλά κυρίως άγνωστη!) βλάστηση από τις όχθες μέχρι την κορυφή των απόκρημνων λόφων. Επιστρέφω στην κεραία και με προσπερνάνε δύο πιτσιρίκια που ψιθυρίζουν μεταξύ τους κάτι για κάποιον obruni. Στην διάρκεια παραμονής εδώ και κατά την φωτογράφιση της γύρω περιοχής, συναντάω κάποιους ντόπιους που, με νωθρό βηματισμό, μετέφεραν τους εαυτούς τους από το ένα σημείο ξεκούρασης στο άλλο. Όλοι τους χαμογελαστοί, καλημέριζαν και χαιρετούσαν σε κάποιες περιπτώσεις πριν από εμένα, σηκώνοντας ταυτόχρονα το χέρι τους. Με κάποιους συζήτησα για λίγο και όλοι τους φαίνονταν ότι το διασκέδαζαν ιδιαίτερα όταν τους αποχαιρετούσα με την δική τους χειραψία.
Η δεύτερη κεραία βρίσκεται πάνω σε ψηλό λόφο στην μέση της κοιλάδας με θέα παντού. Μια περιοχή στην οποία άνετα θα μπορούσες να βάλεις μέσα στο πλάνο άγρια ζώα. Κάτσε να πιω και μια coca από το παρακείμενο guesthouse. Άντε πάλι: ψιτ ψιτ ψιτ obruni... Τελική στάση Larteh. Έπρεπε να σκαρφαλώσουμε φιδωτό δρόμο για να φτάσουμε εδώ. Άλλη μια φορά, χορταστικό πανόραμα. Τούτη εδώ βρίσκεται στην άκρη ενός χωριού. Οι έννοιες όμως «άκρη» και «κέντρο» δεν έχουν καμία σημασία εδώ. Από την μια άκρη ως την άλλη, πάνω στο δρόμο υπάρχουν τα γνωστά καταστήματα- container που πουλάνε ό,τι έχουν. Τα σπίτια βρίσκονται μια σειρά πιο πίσω. Εξουθενωμένος από τις λακκούβες των δρόμων και την ταχύτητα που της περνούσε ο Benji, αράζω στο αμάξι. Βρισκόμαστε δίπλα από γήπεδο όπου πιτσιρίκια πηγαινοέρχονταν. Όταν με εντόπιζαν ξεκινούσαν πάλι: obruni obruni! Τα κοιτά και τους πετάω ένα Obibini. Γελάνε με την καρδιά τους, κοιτάνε το ένα το άλλο και μου προτείνουν να μου πουλήσουν κάτι φαγητά. Αρνούμαι ευγενικά, βγαίνω από το αμάξι και κατευθύνομαι προς την κεραία. Φτάνω, κοιτάω πίσω για να τα δω να γελάνε ακόμα μαζί μου και να με χαιρετάνε γελώντας. Δίπλα από την κεραία ένα σπίτι (που λέει ο ... Γκανέζος) με μια πρόχειρη εξωτερική κατασκευή από μεταλλικά φύλλα, έκρυβε έως τον θώρακα έναν ντόπιο που έκανε το αφρόλουτρό του. Πάνω στα φύλλα ήταν πεταμένη μια βρώμικη πετσέτα που την χρησιμοποίησε τελειώνοντας. Τα νερά από το μπάνιο κυλούσαν στην αυλή του σπιτιού όπου παιδιά σταματούσαν κάθε τρεις και λίγο το παιχνίδι τους με τα ιπτάμενα κοτόπουλα, τα μικρά κατσικάκια και τους αυτοσχέδιους τροχούς, για να επεξεργαστούν τον obruni. Αν τα κοιτούσες δεν απομάκρυναν το βλέμμα αλλά χαμογελούσαν και χαιρετούσαν (μόνο με διάφορες διακυμάνσεις στην διστακτικότητα). Έπεσε βράδυ. Με περιμένει μια επιστροφή η οποία (κατά πάσα πιθανότητα) θα βγάλει ένα, ανάλογου μεγέθους, άρθρο...
Attachments
-
168,7 KB Προβολές: 4.092