kalspiros
Member
- Μηνύματα
- 2.554
- Likes
- 3.998
- Επόμενο Ταξίδι
- remaining UK
- Ταξίδι-Όνειρο
- yeah, whatever...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Trip to the under: μικρή γνωριμία με την μαγεία...
- Οι νύχτες της Ακκρά
- Πρωτεύουσα στο φως της ημέρας
- Κυριακή στην παραλία
- Μια βόλτα στα προάστια
- You choose life, Life choose you
- Obruni Vol1
- Obruni Vol2 - The Volta move
- Λαμπερή συλλογή
- Στερεογραφήματα (look closer)
- Ουόταα (το νερό στα Γκανέζικα)
- Obruni Vol3 - Obibini call (για κοιτα με στο χρώμα, λοιπόν...)
- Βραδιές θεάτρου στην Γκάνα?
- Ασκήσεις αντανακλαστικών
- Δαμάζοντας το Eastern Region
- Asafo ένα χωριό σαν όλα τ' άλλα
- Η πρεσβεία των αισθήσεων και των παραισθήσεων
- Η ιστορία του ενός σημείου
- Εικόνες απ' το βάζο vol1
- Εικόνες απ' το βάζο vol2
- Μια Volta στα νησιά
- Πεζός στους αιθέρες: Kakum
- Μια απαίσια ιστορία
- Αθήνα- Elmina έστω κι αυθημερόν
- Συνοπτικά, σύντομα.. πριν το αντίο...
- Μαύρο είναι το δέρμα (αποχαιρετώντας την Γκάνα)][media=youtube]0VgScmN66sM[/media
Η ευχή έγινε πραγματικότητα. Ήθελα λίγο χρόνο παραπάνω στο Asafo για να δω την εκδήλωση προς τιμήν των παιδιών του δημοτικού και μέσω ενός απροόπτου (το σκασμένο λάστιχο) τα κατάφερα (όχι ακριβώς, έκανα juju magic στο αμάξι!!)
Η κεραία είναι στην άκρη του χωριού δίπλα από το σχολείο το οποίο είναι ένα κατασκεύασμα από ένα τοιχίο με τσιμεντόλιθους ύψους 1- 1,5 μέτρου. Υπάρχουν δύο ανοίγματα στο ορθογώνιου που δημιουργεί αυτό το τοιχίο. Έτσι ορίζονται οι πόρτες ενώ ένα μεταλλικό φύλλο ορίζει την σκεπή. Τούτες οι «αίθουσες» είναι τοποθετημένες σε σειρά έτσι ώστε να ονοματιστούν «σχολείο». Ένα λασπωμένο μονοπάτι θα μας οδηγήσει στα πρώτα σπίτια. Μέχρι να τα φτάσεις, βλέπεις γύρω σου ανθρώπους να κουβαλάνε κοτόπουλα κατευθυνόμενοι προς το χωριό ενώ κάποιους άλλους τους βλέπεις φρεσκοπλυμένους και καλοντυμένους προς χάριν των παιδιών που θα τιμηθούν σήμερα. Κάπως έτσι και ανάμεσα τους αισθάνεσαι, όχι μέρος του χωρίου, απλώς μπορείς να φανταστείς με ποιον τρόπο θα ενσωματωνόσουν σε αυτή την κοινωνία. Ποια θα ήταν η καθημερινότητα σου και ποια δρομάκια θα ακολουθούσες για να κατεβείς στο κέντρο του χωριού. Αυτές είναι ίσως οι πιο πολύτιμες στιγμές και αισθήματα που μπορώ να συλλέξω σε ένα ταξίδι. Φτάνοντας στο χωριό, για άλλη μια φορά, πρώτο ρόλο παίζει η εικόνα: όπως έχουμε πει, τα ζωντανά που κυκλοφορούν εδώ ελεύθερα στους δρόμους δεν είναι γατιά και σκυλιά αλλά κοτόπουλα και κατσικάκια. Όσο πιο πολύ προχωράμε, τόσο πιο κοντά έρχονται οι ήχοι από την πλατεία. Ο δρόμος που κινούμαστε είναι φαρδύς με μικρά παραπήγματα και container στις άκρες του. Μερικά κιόσκια βρίσκονται στην μέση του δρόμου, καθαρά εκεί που τον βόλεψε τον ιδιοκτήτη τους. Ανηφορίζουμε ένα στενό σοκάκι με μια κεντρική τάφρο που κατέβαζε τα εναπομείναντα νερά της μπόρας. Τα σπίτι σε κάποια σημεία στένευαν ακόμα περισσότερο τον δρόμο. Από αυτή τους την πλευρά δεν έβλεπες παράθυρα ή πόρτες παρά μόνο ένα ντουβάρι χωμάτινο με χοντρά καλάμια τοποθετημένα οριζόντια και κάποια κάθετα ξεφτισμένα. Φτάνουμε στην πλατεία όπου γίνεται ο κακός χαμός. Κατά διαστήματα τα πιτσιρίκια ουρλιάζουν από ενθουσιασμό όταν συμμαθητές τους διακρίνονται σε μια πλειάδα τίτλων. Στα δεξιά μου είναι οι εξέδρες (ίσα ένα σκαλοπάτι 50 πόντων), ένας τείχος ανθρώπων. Παντού μπροστά μου, παιδιά τρέχουν από σημείο σε σημείο της πλατείας μάλλον αναζητώντας ένα σημείο με καλύτερη θέα. Οι μανάδες τους, σταθερά χαμογελαστές και προσηλωμένες στο γεγονός, δεν αντιδρούν με τις κινήσεις των παιδιών ούτε στην θέαση ενός εντελώς ξέμπαρκου obruni(άλλωστε δεν είμαι μόνος, κινούμε μαζί με τους δύο του συνεργείου). Προσπερνάμε την πλατεία για να βρούμε τον Jonas στα 30 μέτρα με το αυτοκίνητο ανυψωμένο στις τρεις εναπομείναντες ρόδες. Παίρνω την φωτογραφική μηχανή και ζητάω από τον Amen να μιλήσει με τον πιτσιρικά ιδιοκτήτη ενός container για να την βάλουμε να φορτίσει. Ο μικρός δέχεται βεβαίως και μας βγάζει δύο ξύλινα ψηλά σκαμπό για να κάτσουμε στην αυλή του. Μέσα στο μαγαζί, εκτός από ψυγείο και έναν πάγκο, υπάρχει μια ραπτομηχανή. Είναι σύνηθες να βλέπεις άντρες να ασχολούνται με την ραπτική. Ακόμα και σε κεντρικά μέρη των πόλεων, κάποια από τα container είναι μια σειρά ραπτομηχανών όπου άντρες δουλεύουν πάνω σε υφάσματα. Κάθε τέτοιο έχει και το όνομά του που παραπέμπει σε boutique. Ο δρόμος μπροστά μας γεμάτος λάσπες. Οι ντόπιοι δεν της δίνουν σημασία και συνεχίζουν να περπατάνε χωρίς να προσέχουν. Μόνη εξαίρεση που είδα, ένας κύριος ντυμένος με φτηνό και ατελές κουστούμι και με ένα χαρτοφύλακα των 80’s στα χέρια, έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να αποφύγει τις παγίδες του δρόμου. Τα παιδιά όμως δεν καταλαβαίνανε τέτοια πράγματα. Ειδικότερα κάποια μικρά ήταν λασπωμένα μέχρι τους μηρούς. Με κοιτάνε με περιέργεια και μετά κοιτάνε τον μαγαζάτορα που με φιλοξενεί σαν να θέλουν να τον ενημερώσουν ότι θα πρέπει να τους δώσει απαντήσεις στις ερωτήσεις τους για εμένα. Ο δε μαγαζάτορας κυκλοφορεί ξυπόλητος στο μαγαζί όπως και όλοι οι πελάτες που έρχονται. Αφήνουν τα flipflop τους στο σκαλάκι και μπαίνουν. Δίπλα από το κατάστημα υπάρχει κατηφορικό λασπωμένο σοκάκι (εφ’ όσων είναι κατηφορικό, θα πρέπει στην εικόνα να προσθέτετε και ένα φαρδύ νεροφάγωμα στην μέση του δρόμου) ενώ στην άλλη του γωνία, ένα saloon, δηλαδή κομμωτήριο με την κομμώτρια να φέρει ένα μαλλί αεροπλανικό με αεροδυναμική cx=0,25 (σαν το alien ένα πράμα). Απέναντι ένα ξεθωριασμένο ντουβάρι με κάτι συνθήματα ξεβαμμένα και τούτα ενώ στα δεξιά μου, μια ευτραφής κυρία πετούσε καλαμπόκια σε μια πελώρια κατσαρόλα με βραστό νερό. Όλα αυτά στην αυλή μπροστά από το σπίτι της.
Αρκετά περίμενα και αρκετή υπομονή έκανα. Αρπάζω έναν από τους δυο obibini συνεργάτες και ορμάμε στην πλατεία. Όταν πας μόνος σου, τα βλέμματα που σε εντοπίζουν τυχαία, εμμένουν πάνω σου και σε επεξεργάζονται. Όταν όμως μιλάς με οικειότητα με κάποιον που φαίνεται γνωστό σου, κάποιες απαντήσεις για την προέλευσή σου μπορούν να υποτεθούν άρα το ενδιαφέρον φθίνει γρηγορότερα. Και καθώς δεν είμαι ο άνθρωπος που μου αρέσει να τον παρακολουθούν σαν ποντίκι στην γυάλα, διάλεξα τούτη την οδό. Βρίσκουμε μια θέση πολύ κοντά στην πλατεία που δημιουργούν οι κερκίδες. Παρακολουθούμε στην άκρη του χώρου έναν ψηλό κύριο που απονέμει βραβεία. Από πίσω του, σε πλαστικές καρέκλες κάθεται η γερουσία του χωριού. Τρεις με τέσσερις κύριοι και κυρίες με πιο ευδιάκριτο εκείνον που κρατάει και ένα σκήπτρο βαμμένο χρυσό. Φοράει παραδοσιακό ένδυμα που αφήνει γυμνό τον αριστερό του ώμο μέχρι και το στήθος. Μαθαίνω ότι ενδέχεται να μην είναι ο αρχηγός του χωριού αλλά του δήμου. Τα παιδιά είναι πάμπολλα. Σε ένα μικρό χωριουδάκι σαν το Χιλιομόδι τα παιδιά φαίνονται περισσότερα από τους ενήλικες. Και αυτό συμβαίνει σε όλα τα χωριά. Μετά τα βραβεία, κάποια επιλεγμένα παιδιά γυμνασίου, λένε μερικά λόγια στους μικρότερους της παρέας. Αρχικά σηκώνεται ένα κοριτσάκι αδύνατο που με περίσσια τσαχπινιά και κίνηση μαύρων (τα χαρακτηριστικό κούνημα του κεφαλιού δεξιά αριστερά με τους ώμους να κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση και τα χέρια να κάνουν έντονες κινήσεις) τους επισημάνει ότι το μεγαλύτερο δώρο που έχουν είναι μέσα τους, ότι είναι ευλογημένα από τον Κύριο και να μην ενδιαφέρονται για το γρασίδι στην άλλη πλευρά καθώς το γρασίδι είναι πράσινο στα πόδια τους. Αποχωρεί εν μέσω φρενιασμένων ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων. Την ακολουθεί μια επόμενη με πιο μετρημένη κίνηση και λόγο. Εκείνη τα είχε με την γενιά των γονέων της και προέτρεπε τα παιδιά να μην εμπιστεύονται κανένα παρά μόνο τις δυνατότητές τους. Παίρνει το μάτι μου τον Jonas να μας πλησιάζει σπρώχνοντας την έτοιμη ρόδα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που τα μικρά παιδιά σπρώχνουν περίτεχνα οτιδήποτε γυρίζει.
Στο αυτοκίνητο έχουν μαζευτεί 2-3 καλοθελητές οι οποίοι εν’ τέλη ανταμείβονται για την όποια προσφορά τους. Βρέχει ελαφρά όταν αποχωρούμε από το χωριό ενώ είναι διάχυτη η μυρωδιά του ψημένου κρέατος που επέλεξαν οι μανάδες να ετοιμάσουν για τα «τελειόφοιτα» παιδιά τους. Και όλα αυτά στο Asafo, σε ένα χωριό σαν όλα τα άλλα με καμία διαφορά που κάποτε πάσχιζα να βρω.

Η κεραία είναι στην άκρη του χωριού δίπλα από το σχολείο το οποίο είναι ένα κατασκεύασμα από ένα τοιχίο με τσιμεντόλιθους ύψους 1- 1,5 μέτρου. Υπάρχουν δύο ανοίγματα στο ορθογώνιου που δημιουργεί αυτό το τοιχίο. Έτσι ορίζονται οι πόρτες ενώ ένα μεταλλικό φύλλο ορίζει την σκεπή. Τούτες οι «αίθουσες» είναι τοποθετημένες σε σειρά έτσι ώστε να ονοματιστούν «σχολείο». Ένα λασπωμένο μονοπάτι θα μας οδηγήσει στα πρώτα σπίτια. Μέχρι να τα φτάσεις, βλέπεις γύρω σου ανθρώπους να κουβαλάνε κοτόπουλα κατευθυνόμενοι προς το χωριό ενώ κάποιους άλλους τους βλέπεις φρεσκοπλυμένους και καλοντυμένους προς χάριν των παιδιών που θα τιμηθούν σήμερα. Κάπως έτσι και ανάμεσα τους αισθάνεσαι, όχι μέρος του χωρίου, απλώς μπορείς να φανταστείς με ποιον τρόπο θα ενσωματωνόσουν σε αυτή την κοινωνία. Ποια θα ήταν η καθημερινότητα σου και ποια δρομάκια θα ακολουθούσες για να κατεβείς στο κέντρο του χωριού. Αυτές είναι ίσως οι πιο πολύτιμες στιγμές και αισθήματα που μπορώ να συλλέξω σε ένα ταξίδι. Φτάνοντας στο χωριό, για άλλη μια φορά, πρώτο ρόλο παίζει η εικόνα: όπως έχουμε πει, τα ζωντανά που κυκλοφορούν εδώ ελεύθερα στους δρόμους δεν είναι γατιά και σκυλιά αλλά κοτόπουλα και κατσικάκια. Όσο πιο πολύ προχωράμε, τόσο πιο κοντά έρχονται οι ήχοι από την πλατεία. Ο δρόμος που κινούμαστε είναι φαρδύς με μικρά παραπήγματα και container στις άκρες του. Μερικά κιόσκια βρίσκονται στην μέση του δρόμου, καθαρά εκεί που τον βόλεψε τον ιδιοκτήτη τους. Ανηφορίζουμε ένα στενό σοκάκι με μια κεντρική τάφρο που κατέβαζε τα εναπομείναντα νερά της μπόρας. Τα σπίτι σε κάποια σημεία στένευαν ακόμα περισσότερο τον δρόμο. Από αυτή τους την πλευρά δεν έβλεπες παράθυρα ή πόρτες παρά μόνο ένα ντουβάρι χωμάτινο με χοντρά καλάμια τοποθετημένα οριζόντια και κάποια κάθετα ξεφτισμένα. Φτάνουμε στην πλατεία όπου γίνεται ο κακός χαμός. Κατά διαστήματα τα πιτσιρίκια ουρλιάζουν από ενθουσιασμό όταν συμμαθητές τους διακρίνονται σε μια πλειάδα τίτλων. Στα δεξιά μου είναι οι εξέδρες (ίσα ένα σκαλοπάτι 50 πόντων), ένας τείχος ανθρώπων. Παντού μπροστά μου, παιδιά τρέχουν από σημείο σε σημείο της πλατείας μάλλον αναζητώντας ένα σημείο με καλύτερη θέα. Οι μανάδες τους, σταθερά χαμογελαστές και προσηλωμένες στο γεγονός, δεν αντιδρούν με τις κινήσεις των παιδιών ούτε στην θέαση ενός εντελώς ξέμπαρκου obruni(άλλωστε δεν είμαι μόνος, κινούμε μαζί με τους δύο του συνεργείου). Προσπερνάμε την πλατεία για να βρούμε τον Jonas στα 30 μέτρα με το αυτοκίνητο ανυψωμένο στις τρεις εναπομείναντες ρόδες. Παίρνω την φωτογραφική μηχανή και ζητάω από τον Amen να μιλήσει με τον πιτσιρικά ιδιοκτήτη ενός container για να την βάλουμε να φορτίσει. Ο μικρός δέχεται βεβαίως και μας βγάζει δύο ξύλινα ψηλά σκαμπό για να κάτσουμε στην αυλή του. Μέσα στο μαγαζί, εκτός από ψυγείο και έναν πάγκο, υπάρχει μια ραπτομηχανή. Είναι σύνηθες να βλέπεις άντρες να ασχολούνται με την ραπτική. Ακόμα και σε κεντρικά μέρη των πόλεων, κάποια από τα container είναι μια σειρά ραπτομηχανών όπου άντρες δουλεύουν πάνω σε υφάσματα. Κάθε τέτοιο έχει και το όνομά του που παραπέμπει σε boutique. Ο δρόμος μπροστά μας γεμάτος λάσπες. Οι ντόπιοι δεν της δίνουν σημασία και συνεχίζουν να περπατάνε χωρίς να προσέχουν. Μόνη εξαίρεση που είδα, ένας κύριος ντυμένος με φτηνό και ατελές κουστούμι και με ένα χαρτοφύλακα των 80’s στα χέρια, έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να αποφύγει τις παγίδες του δρόμου. Τα παιδιά όμως δεν καταλαβαίνανε τέτοια πράγματα. Ειδικότερα κάποια μικρά ήταν λασπωμένα μέχρι τους μηρούς. Με κοιτάνε με περιέργεια και μετά κοιτάνε τον μαγαζάτορα που με φιλοξενεί σαν να θέλουν να τον ενημερώσουν ότι θα πρέπει να τους δώσει απαντήσεις στις ερωτήσεις τους για εμένα. Ο δε μαγαζάτορας κυκλοφορεί ξυπόλητος στο μαγαζί όπως και όλοι οι πελάτες που έρχονται. Αφήνουν τα flipflop τους στο σκαλάκι και μπαίνουν. Δίπλα από το κατάστημα υπάρχει κατηφορικό λασπωμένο σοκάκι (εφ’ όσων είναι κατηφορικό, θα πρέπει στην εικόνα να προσθέτετε και ένα φαρδύ νεροφάγωμα στην μέση του δρόμου) ενώ στην άλλη του γωνία, ένα saloon, δηλαδή κομμωτήριο με την κομμώτρια να φέρει ένα μαλλί αεροπλανικό με αεροδυναμική cx=0,25 (σαν το alien ένα πράμα). Απέναντι ένα ξεθωριασμένο ντουβάρι με κάτι συνθήματα ξεβαμμένα και τούτα ενώ στα δεξιά μου, μια ευτραφής κυρία πετούσε καλαμπόκια σε μια πελώρια κατσαρόλα με βραστό νερό. Όλα αυτά στην αυλή μπροστά από το σπίτι της.
Αρκετά περίμενα και αρκετή υπομονή έκανα. Αρπάζω έναν από τους δυο obibini συνεργάτες και ορμάμε στην πλατεία. Όταν πας μόνος σου, τα βλέμματα που σε εντοπίζουν τυχαία, εμμένουν πάνω σου και σε επεξεργάζονται. Όταν όμως μιλάς με οικειότητα με κάποιον που φαίνεται γνωστό σου, κάποιες απαντήσεις για την προέλευσή σου μπορούν να υποτεθούν άρα το ενδιαφέρον φθίνει γρηγορότερα. Και καθώς δεν είμαι ο άνθρωπος που μου αρέσει να τον παρακολουθούν σαν ποντίκι στην γυάλα, διάλεξα τούτη την οδό. Βρίσκουμε μια θέση πολύ κοντά στην πλατεία που δημιουργούν οι κερκίδες. Παρακολουθούμε στην άκρη του χώρου έναν ψηλό κύριο που απονέμει βραβεία. Από πίσω του, σε πλαστικές καρέκλες κάθεται η γερουσία του χωριού. Τρεις με τέσσερις κύριοι και κυρίες με πιο ευδιάκριτο εκείνον που κρατάει και ένα σκήπτρο βαμμένο χρυσό. Φοράει παραδοσιακό ένδυμα που αφήνει γυμνό τον αριστερό του ώμο μέχρι και το στήθος. Μαθαίνω ότι ενδέχεται να μην είναι ο αρχηγός του χωριού αλλά του δήμου. Τα παιδιά είναι πάμπολλα. Σε ένα μικρό χωριουδάκι σαν το Χιλιομόδι τα παιδιά φαίνονται περισσότερα από τους ενήλικες. Και αυτό συμβαίνει σε όλα τα χωριά. Μετά τα βραβεία, κάποια επιλεγμένα παιδιά γυμνασίου, λένε μερικά λόγια στους μικρότερους της παρέας. Αρχικά σηκώνεται ένα κοριτσάκι αδύνατο που με περίσσια τσαχπινιά και κίνηση μαύρων (τα χαρακτηριστικό κούνημα του κεφαλιού δεξιά αριστερά με τους ώμους να κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση και τα χέρια να κάνουν έντονες κινήσεις) τους επισημάνει ότι το μεγαλύτερο δώρο που έχουν είναι μέσα τους, ότι είναι ευλογημένα από τον Κύριο και να μην ενδιαφέρονται για το γρασίδι στην άλλη πλευρά καθώς το γρασίδι είναι πράσινο στα πόδια τους. Αποχωρεί εν μέσω φρενιασμένων ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων. Την ακολουθεί μια επόμενη με πιο μετρημένη κίνηση και λόγο. Εκείνη τα είχε με την γενιά των γονέων της και προέτρεπε τα παιδιά να μην εμπιστεύονται κανένα παρά μόνο τις δυνατότητές τους. Παίρνει το μάτι μου τον Jonas να μας πλησιάζει σπρώχνοντας την έτοιμη ρόδα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που τα μικρά παιδιά σπρώχνουν περίτεχνα οτιδήποτε γυρίζει.
Στο αυτοκίνητο έχουν μαζευτεί 2-3 καλοθελητές οι οποίοι εν’ τέλη ανταμείβονται για την όποια προσφορά τους. Βρέχει ελαφρά όταν αποχωρούμε από το χωριό ενώ είναι διάχυτη η μυρωδιά του ψημένου κρέατος που επέλεξαν οι μανάδες να ετοιμάσουν για τα «τελειόφοιτα» παιδιά τους. Και όλα αυτά στο Asafo, σε ένα χωριό σαν όλα τα άλλα με καμία διαφορά που κάποτε πάσχιζα να βρω.
Attachments
-
168,7 KB Προβολές: 4.092