travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Πακιστάν, το ταξίδι ξεκινά. Πρώτη μέρα.
- Στην υπέροχη Λαχόρη. Πρώτη μέρα.
- Παρασκευή. Λαχόρη, Φρούριο Rohtas και ξανά Ισλαμαμπάντ.
- Ινδός ποταμός, φράγματα, βουνά και φαράγγια. Αρχίζει το «άλλο» Πακιστάν.
- Karakorum Highway προς το Γκιλγκίτ.
- Βουνά, παγετώνες, ποτάμια στη Χούνζα. Μέρος 1
- Βουνά, παγετώνες, ποτάμια στη Χούνζα. Μέρος 2
- Παγετώνας Χούπερ.
- Τα κάστρα στο Καριμαμπάντ.
- Στο δρόμο για το Skardu.
- Khaplu
- Shigar.
- Βίντεο
- Επιστροφή στο Τσιλάς.
- Ινδός ποταμός, checkpoints και βουνά.
- Από το Besham στο Swat
- Swat
- Από το φανατικό Swat στο φιλελεύθερο Chitral.
- Στις κοιλάδες των Καλάς. 1.
- Στις κοιλάδες των Καλάς. 2.
- Στο Πεσαβάρ.
- Γνωριμία με το Πεσαβάρ.
- Αρχαιότητες Takht i Bahi και επιστροφή στο Ισλαμαμπάντ.
- Taxila και city tour στο Ισλαμαμπάντ
- Επίλογος
Τα κάστρα στο Καριμαμπάντ.
Όταν τελειώσαμε τη βόλτα μας στον Παγετώνα, ξεκινήσαμε την επιστροφή προς το Καριμαμπάντ. Ο δρόμος ήταν αρκετά κακός και αν σκεφτεί κανείς ότι κάναμε πάνω από μία ώρα για τα τελευταία 20 χιλιόμετρα καταλαβαίνει τα χάλια του. Ο χρόνος που κάναμε ήταν ίδιος και όταν ανεβαίναμε και όταν κατεβαίναμε. Εννοείται ότι είναι μεγάλο πρόβλημα όταν συναντιούνται δύο αυτοκίνητα. Υπενθυμίζω ότι στο Πακιστάν η οδήγηση γίνεται από την αριστερή πλευρά του δρόμου. Άσε που ξαφνικά βλέπουμε μπροστά μας ένα σύννεφο σκόνης. Μόλις πριν είχε γίνει μια μικρή κατολίσθηση. Περιμέναμε λίγο να πέσει η σκόνη και περάσαμε βιαστικά.
Η επόμενη μας στάση ήταν το φρούριο Αltit. Το είχαμε δει και την προηγούμενη μέρα περνώντας τον κεντρικό δρόμο KKH. Όμως ήμασταν χαμηλά εμείς και εκείνο ήταν λίγο πιο πάνω. Τώρα το προσεγγίσαμε από την επάνω πλευρά. Παρκάραμε το αυτοκίνητο στο ομώνυμο χωριό και με λίγο περπάτημα φτάσαμε στο φρούριο. Όταν το βλέπεις από μακριά καταλαβαίνεις ότι είναι κάτι όμορφο, αφού βρίσκεται ψηλά λες και είναι κρεμασμένο στην κορφή ενός μικρού βουνού, αλλά από κοντά δεν σου γεμίζει το μάτι. Κανονικά για να μπεις σε συνοδεύει ξεναγός, αλλά ο Asif τους είπε ότι εμείς δεν θέλουμε και μας άφησαν και μπήκαμε μόνοι μας μετά από απλά μία μικρή ενημέρωση. Είχε αρκετούς επισκέπτες και πιστεύω ότι σχεδόν όλοι ήταν ντόπιοι. Είναι ένα μικρό κάστρο που δεν ξέρω γιατί το ονομάζουν φρούριο.
Το χωριό φαινόταν ωραίο από ψηλά:
Όταν τελειώσαμε την βόλτα μας εκεί, κάναμε κάμποση ώρα βόλτα και μέσα στο χωριό. Έχει πολλά τουριστικά μαγαζιά αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτοί οι άνθρωποι βγάζουν τα έξοδά τους. Εννοώ ότι δεν είχε τουρισμό, ούτε καν τότε που ήταν Αύγουστος. Είμαι σίγουρος ότι τα μισά από αυτά τα μαγαζιά που πουλούν σουβενίρ δεν πουλούν παραπάνω από ένα αντικείμενο την ημέρα.
Πριν φύγουμε όμως από το χωριό επισκεφτήκαμε ένα ξυλουργείο, το οποίο ήταν αρκετά μεγάλο. Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι σε αυτό δούλευαν κυρίως γυναίκες κάθε ηλικίας. Έχω ξαναπεί ότι στην περιοχή της Hunza οι γυναίκες είναι πολύ απελευθερωμένες, μέχρι που εργάζονται κιόλας. Δεν είχαν όμως εκεί κάτι για να πουλήσουν, αφού το ξυλουργείο τους έφτιαχνε μεγάλα αντικείμενα.
Εδώ βλέπουμε πως σχίζουν τις πέτρες εκεί:
Η επόμενη στάση μας ήταν και η τελευταία της ημέρας με τον ξεναγό και τον οδηγό μας. Πήγαμε στο φρούριο Μπαλτίτ. Όπως ανέφερα και πριν λίγο, βρίσκεται στο πιο ψηλό μέρος του χωριού Καριμαμπάντ.
Μας πήγε εκεί ο ξεναγός μας, πλήρωσε τα εισιτήρια, μας βρήκε έναν τοπικό ξεναγό που υποχρεωτικά θα μας έκανε την ξενάγηση στο φρούριο και έφυγε. Ο τοπικός ξεναγός ήταν πολύ καλός και συμπαθής. Μάλιστα όταν έμαθε ότι είμαστε από την Ελλάδα ενθουσιάστηκε. Μας είπε ότι είναι και πρακτικός γιατρός και ακολουθεί τις συμβουλές του Ασκληπιού. Ισχυρίστηκε ότι έχει θεραπεύσει με τα βότανά του χιλιάδες ανθρώπους. Επίσης μας είπε ότι ασχολείται με την αστρολογία και συμβουλεύεται αρχαίους Έλληνες γι’ αυτό. Και ενώ είχε συνεννοηθεί με τον Ασίφ να μας αφήσει σε σύντομο χρόνο, λόγω της εθνικότητάς μας έμεινε μαζί μας όσο περισσότερο μπορούσε.
Την ώρα που βγαίναμε έξω από το φρούριο, αρχίζει ένας πολύ δυνατός αέρας να φέρνει μεγάλες ποσότητες σκόνης στην περιοχή. Ο ξεναγός βγήκε τρέχοντας, αλλά εμείς δεν τον ακολουθήσαμε. Προτιμήσαμε να μείνουμε μέσα στο φρούριο για να μην μας έρθει όλος αυτός ο αέρας με τη σκόνη στο σώμα. Θέλαμε να του δώσουμε κάποιο φιλοδώρημα, αλλά αυτός όταν βγήκαμε από το φρούριο είχε χαθεί. Το φρούριο είχε αρκετό ενδιαφέρον αλλά δυστυχώς με τον αέρα που φύσηξε δεν μπορέσαμε να κάνουμε περισσότερη βόλτα είτε μέσα είτε και απ’ έξω. Βιαστήκαμε να φύγουμε και εμείς γιατί φοβηθήκαμε ότι θα άρχιζε καμιά δυνατή βροχή. Πράγματι μετά από λίγο έβρεξε, αλλά όχι πολύ δυνατά.
Το χαρακτηριστικό χτίσιμο στο χωριό:
Εν τω μεταξύ ο ξεναγός μάς είχε πει ότι το ξενοδοχείο δεν ήταν μακριά από εκεί και μας πρότεινε να γυρίσουμε με τα πόδια γιατί εκείνος με το αυτοκίνητο και τον οδηγό θα πήγαιναν για να βάλουν καύσιμα πριν κλείσουν τα βενζινάδικα. Έτσι αναγκαστήκαμε και πήγαμε μέχρι το ξενοδοχείο τρώγοντας άπειρη σκόνη πάνω στο κεφάλι και στο στόμα μας. Το ωραίο είναι ότι μόλις φτάσαμε στα δωμάτια μας ο αέρας και η σκόνη σταμάτησαν. Εν τω μεταξύ όπως κατεβαίναμε από το φρούριο με τα πόδια βλέπαμε κάτω στην κοιλάδα να έχει πολλή σκόνη σε πολλά σημεία. Πράγματι ενώ έχει πολύ πράσινο η κοιλάδα, εκεί που πέφτουν απότομα τα βουνά δεν έχει δένδρα, με αποτέλεσμα εκεί να έχει πολλά χώματα. Στο ξενοδοχείο δεν είχαμε και πολλά πράγματα να κάνουμε και έτσι στα γρήγορα κάναμε ένα μπάνιο και χαλαρώσαμε μέχρι να περάσει η ώρα γιατί φτάσαμε γύρω στις 4:00 το μεσημέρι.
Κατά τις 7:00 το βραδάκι φύγαμε για να πάμε να βρούμε στο χωριό φαγητό να φάμε. Όμως αυτή τη φορά δεν θέλαμε να είναι κοτόπουλο. Ανεβήκαμε όλο τον εμπορικό δρόμο του Καριμαμπάντ, σχεδόν μέχρι το φρούριο και δεν βρήκαμε πουθενά παρά μόνο κοτόπουλο και γιακ. Για να πω την αλήθεια τα περισσότερα εστιατόρια δεν είχαν καλά καλά ανοίξει ακόμα. Δεν είχαν πελατεία και εμείς φανταζόμασταν ότι οι άνθρωποι δεν βγαίνουν έξω για φαγητό. Τελικά βρήκαμε και αποφασίσαμε να πάμε να φάμε σε μία πιτσαρία. Ήταν ωραία εκεί που καθίσαμε και η πίτσα ήταν αρκετά καλή. Στο γυρισμό λοιπόν περίπου στις 9:30 πολλά από τα εστιατόρια που ήταν άδεια όταν ανεβαίναμε το δρόμο, ήταν πλέον με αρκετό κόσμο. Βέβαια τουρισμός πολύς δεν υπάρχει. Δεν ξέρω πώς καταφέρνουν τόσο πολλά μαγαζιά να επιβιώνουν όπως έχω ξαναπεί. Τελικά οι ντόπιοι μάλλον βγαίνουν αργά, όπως στην Ελλάδα.
Όπως κατεβαίναμε το δρόμο του γυρισμού ξαφνικά συναντάμε τον ξεναγό του φρουρίου Baltit που είχαμε αποχωριστεί πολύ ξαφνικά το απόγευμα. Πιάσαμε ξανά την κουβέντα και του δώσαμε κάποιο φιλοδώρημα το οποίο δεν είχαμε προλάβει να του δώσουμε στο φρούριο. Μας έλεγε πάλι για την αγάπη του προς την Αρχαία Ελλάδα.
Εκεί που τρώγαμε την πίτσα συζητούσαμε για το πώς θα συνεχιστεί το ταξίδι, αφού καταλαβαίναμε ότι ο οδηγός και ο ξεναγός έχουν κάποια θέματα με αυτά που τους ζητάμε να κάνουν. Εγώ είχα την ιδέα να δώσουμε από τώρα 50$ στον ξεναγό, δήθεν για τα επιπλέον χιλιόμετρα που κάνει και τις εισόδους που πληρώνει σε μέρη που δεν ήταν στο πρόγραμμα. Μόλις άκουσαν οι υπόλοιποι την ιδέα, τους άρεσε πολύ και ενώ εγώ δεν το είχα σκεφτεί και τόσο καλά, με υποχρέωσαν να το πραγματοποιήσω.
Γύρω στις 10 που επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μόλις είδαμε τον ξεναγό του έδωσα τα 50 δολάρια. Στην αρχή δεν ήθελε να τα πάρει αλλά μετά αφού τον πιέσαμε τα πήρε και πράγματι φάνηκε πολύ χαρούμενος. Φυσικά του τονίσαμε ότι θα υπάρξει και επιπλέον φιλοδώρημα στο τέλος. Εμείς του είπαμε ότι θέλαμε να πληρώσουμε κάποια έξτρα τα οποία μας κάνει είτε επειδή πληρώνουν παραπάνω καύσιμα είτε για τον κόπο τους. Πάντως ήταν πολύ ευγενικός και μετά από αυτό έδειξε ακόμα πιο καλή διάθεση. Μάλιστα εγώ του είχα πει ότι δεν μας αρέσει να γυρνάμε νωρίς στα ξενοδοχεία και εκείνη την ώρα μου υποσχέθηκε ότι θα ξεκινάμε πολύ πρωί και θα επιστρέφουμε αργά για ξεκούραση στο ξενοδοχείο. Δεν ξέρω αν θα το κάνει αλλά νομίζω ότι έχει μπει στο νόημα του ταξιδιού που κάνουμε.
Τη βραδιά αυτή δεν είχε τραγούδια όπως την προηγούμενη φορά. Έτσι πήγαμε στα δωμάτια από νωρίς. Εγώ μάλιστα έπεσα για ύπνο από τις 11:00 η ώρα. Το έκανα γιατί επειδή ξυπνώ πολύ πρωί ώστε να έχω χορτάσει ύπνο. Όντως την επόμενη το πρωί ξύπνησα από τις 5.
Σε όλο το ταξίδι φυσικά πίνουμε εμφιαλωμένο νερό το οποίο ευτυχώς είναι αρκετά φθηνό. Στα μαγαζιά το βρίσκουμε 100 ρουπίες το μπουκάλι του 1,5 λίτρου, ενώ στα εστιατόρια το πουλάνε από 150 μέχρι 250 ρουπίες. Και είναι αλήθεια ότι πίνουμε πολύ νερό. Κάθε φορά που πηγαίνουμε σε εστιατόριο το βράδυ παίρνουμε ένα τέτοιο μεγάλο μπουκάλι και το καταναλώνουμε όλο εγώ με την Ντίνα. Ένα άλλο θέμα που υπάρχει είναι ότι στο Καριμαμπάντ το νερό που βγάζουν οι βρύσες έχει κάποιο χρωματισμό. Λένε λοιπόν ότι είναι επειδή έτσι βγαίνει το νερό από τον παγετώνα που το παίρνουν. Πράγματι όλα τα νερά που τρέχουν έχουν ένα χρώμα που οφείλεται σίγουρα και στη λάσπη η οποία υπάρχει, αλλά και στο ότι έτσι βγαίνει από τον παγετώνα. Τουλάχιστο έτσι γράφουν σε ένα χαρτί στο ξενοδοχείο στην τουαλέτα.
Όταν τελειώσαμε τη βόλτα μας στον Παγετώνα, ξεκινήσαμε την επιστροφή προς το Καριμαμπάντ. Ο δρόμος ήταν αρκετά κακός και αν σκεφτεί κανείς ότι κάναμε πάνω από μία ώρα για τα τελευταία 20 χιλιόμετρα καταλαβαίνει τα χάλια του. Ο χρόνος που κάναμε ήταν ίδιος και όταν ανεβαίναμε και όταν κατεβαίναμε. Εννοείται ότι είναι μεγάλο πρόβλημα όταν συναντιούνται δύο αυτοκίνητα. Υπενθυμίζω ότι στο Πακιστάν η οδήγηση γίνεται από την αριστερή πλευρά του δρόμου. Άσε που ξαφνικά βλέπουμε μπροστά μας ένα σύννεφο σκόνης. Μόλις πριν είχε γίνει μια μικρή κατολίσθηση. Περιμέναμε λίγο να πέσει η σκόνη και περάσαμε βιαστικά.


Η επόμενη μας στάση ήταν το φρούριο Αltit. Το είχαμε δει και την προηγούμενη μέρα περνώντας τον κεντρικό δρόμο KKH. Όμως ήμασταν χαμηλά εμείς και εκείνο ήταν λίγο πιο πάνω. Τώρα το προσεγγίσαμε από την επάνω πλευρά. Παρκάραμε το αυτοκίνητο στο ομώνυμο χωριό και με λίγο περπάτημα φτάσαμε στο φρούριο. Όταν το βλέπεις από μακριά καταλαβαίνεις ότι είναι κάτι όμορφο, αφού βρίσκεται ψηλά λες και είναι κρεμασμένο στην κορφή ενός μικρού βουνού, αλλά από κοντά δεν σου γεμίζει το μάτι. Κανονικά για να μπεις σε συνοδεύει ξεναγός, αλλά ο Asif τους είπε ότι εμείς δεν θέλουμε και μας άφησαν και μπήκαμε μόνοι μας μετά από απλά μία μικρή ενημέρωση. Είχε αρκετούς επισκέπτες και πιστεύω ότι σχεδόν όλοι ήταν ντόπιοι. Είναι ένα μικρό κάστρο που δεν ξέρω γιατί το ονομάζουν φρούριο.




Το χωριό φαινόταν ωραίο από ψηλά:


Όταν τελειώσαμε την βόλτα μας εκεί, κάναμε κάμποση ώρα βόλτα και μέσα στο χωριό. Έχει πολλά τουριστικά μαγαζιά αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτοί οι άνθρωποι βγάζουν τα έξοδά τους. Εννοώ ότι δεν είχε τουρισμό, ούτε καν τότε που ήταν Αύγουστος. Είμαι σίγουρος ότι τα μισά από αυτά τα μαγαζιά που πουλούν σουβενίρ δεν πουλούν παραπάνω από ένα αντικείμενο την ημέρα.




Πριν φύγουμε όμως από το χωριό επισκεφτήκαμε ένα ξυλουργείο, το οποίο ήταν αρκετά μεγάλο. Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι σε αυτό δούλευαν κυρίως γυναίκες κάθε ηλικίας. Έχω ξαναπεί ότι στην περιοχή της Hunza οι γυναίκες είναι πολύ απελευθερωμένες, μέχρι που εργάζονται κιόλας. Δεν είχαν όμως εκεί κάτι για να πουλήσουν, αφού το ξυλουργείο τους έφτιαχνε μεγάλα αντικείμενα.

Εδώ βλέπουμε πως σχίζουν τις πέτρες εκεί:

Η επόμενη στάση μας ήταν και η τελευταία της ημέρας με τον ξεναγό και τον οδηγό μας. Πήγαμε στο φρούριο Μπαλτίτ. Όπως ανέφερα και πριν λίγο, βρίσκεται στο πιο ψηλό μέρος του χωριού Καριμαμπάντ.


Μας πήγε εκεί ο ξεναγός μας, πλήρωσε τα εισιτήρια, μας βρήκε έναν τοπικό ξεναγό που υποχρεωτικά θα μας έκανε την ξενάγηση στο φρούριο και έφυγε. Ο τοπικός ξεναγός ήταν πολύ καλός και συμπαθής. Μάλιστα όταν έμαθε ότι είμαστε από την Ελλάδα ενθουσιάστηκε. Μας είπε ότι είναι και πρακτικός γιατρός και ακολουθεί τις συμβουλές του Ασκληπιού. Ισχυρίστηκε ότι έχει θεραπεύσει με τα βότανά του χιλιάδες ανθρώπους. Επίσης μας είπε ότι ασχολείται με την αστρολογία και συμβουλεύεται αρχαίους Έλληνες γι’ αυτό. Και ενώ είχε συνεννοηθεί με τον Ασίφ να μας αφήσει σε σύντομο χρόνο, λόγω της εθνικότητάς μας έμεινε μαζί μας όσο περισσότερο μπορούσε.





Την ώρα που βγαίναμε έξω από το φρούριο, αρχίζει ένας πολύ δυνατός αέρας να φέρνει μεγάλες ποσότητες σκόνης στην περιοχή. Ο ξεναγός βγήκε τρέχοντας, αλλά εμείς δεν τον ακολουθήσαμε. Προτιμήσαμε να μείνουμε μέσα στο φρούριο για να μην μας έρθει όλος αυτός ο αέρας με τη σκόνη στο σώμα. Θέλαμε να του δώσουμε κάποιο φιλοδώρημα, αλλά αυτός όταν βγήκαμε από το φρούριο είχε χαθεί. Το φρούριο είχε αρκετό ενδιαφέρον αλλά δυστυχώς με τον αέρα που φύσηξε δεν μπορέσαμε να κάνουμε περισσότερη βόλτα είτε μέσα είτε και απ’ έξω. Βιαστήκαμε να φύγουμε και εμείς γιατί φοβηθήκαμε ότι θα άρχιζε καμιά δυνατή βροχή. Πράγματι μετά από λίγο έβρεξε, αλλά όχι πολύ δυνατά.



Το χαρακτηριστικό χτίσιμο στο χωριό:

Εν τω μεταξύ ο ξεναγός μάς είχε πει ότι το ξενοδοχείο δεν ήταν μακριά από εκεί και μας πρότεινε να γυρίσουμε με τα πόδια γιατί εκείνος με το αυτοκίνητο και τον οδηγό θα πήγαιναν για να βάλουν καύσιμα πριν κλείσουν τα βενζινάδικα. Έτσι αναγκαστήκαμε και πήγαμε μέχρι το ξενοδοχείο τρώγοντας άπειρη σκόνη πάνω στο κεφάλι και στο στόμα μας. Το ωραίο είναι ότι μόλις φτάσαμε στα δωμάτια μας ο αέρας και η σκόνη σταμάτησαν. Εν τω μεταξύ όπως κατεβαίναμε από το φρούριο με τα πόδια βλέπαμε κάτω στην κοιλάδα να έχει πολλή σκόνη σε πολλά σημεία. Πράγματι ενώ έχει πολύ πράσινο η κοιλάδα, εκεί που πέφτουν απότομα τα βουνά δεν έχει δένδρα, με αποτέλεσμα εκεί να έχει πολλά χώματα. Στο ξενοδοχείο δεν είχαμε και πολλά πράγματα να κάνουμε και έτσι στα γρήγορα κάναμε ένα μπάνιο και χαλαρώσαμε μέχρι να περάσει η ώρα γιατί φτάσαμε γύρω στις 4:00 το μεσημέρι.
Κατά τις 7:00 το βραδάκι φύγαμε για να πάμε να βρούμε στο χωριό φαγητό να φάμε. Όμως αυτή τη φορά δεν θέλαμε να είναι κοτόπουλο. Ανεβήκαμε όλο τον εμπορικό δρόμο του Καριμαμπάντ, σχεδόν μέχρι το φρούριο και δεν βρήκαμε πουθενά παρά μόνο κοτόπουλο και γιακ. Για να πω την αλήθεια τα περισσότερα εστιατόρια δεν είχαν καλά καλά ανοίξει ακόμα. Δεν είχαν πελατεία και εμείς φανταζόμασταν ότι οι άνθρωποι δεν βγαίνουν έξω για φαγητό. Τελικά βρήκαμε και αποφασίσαμε να πάμε να φάμε σε μία πιτσαρία. Ήταν ωραία εκεί που καθίσαμε και η πίτσα ήταν αρκετά καλή. Στο γυρισμό λοιπόν περίπου στις 9:30 πολλά από τα εστιατόρια που ήταν άδεια όταν ανεβαίναμε το δρόμο, ήταν πλέον με αρκετό κόσμο. Βέβαια τουρισμός πολύς δεν υπάρχει. Δεν ξέρω πώς καταφέρνουν τόσο πολλά μαγαζιά να επιβιώνουν όπως έχω ξαναπεί. Τελικά οι ντόπιοι μάλλον βγαίνουν αργά, όπως στην Ελλάδα.

Όπως κατεβαίναμε το δρόμο του γυρισμού ξαφνικά συναντάμε τον ξεναγό του φρουρίου Baltit που είχαμε αποχωριστεί πολύ ξαφνικά το απόγευμα. Πιάσαμε ξανά την κουβέντα και του δώσαμε κάποιο φιλοδώρημα το οποίο δεν είχαμε προλάβει να του δώσουμε στο φρούριο. Μας έλεγε πάλι για την αγάπη του προς την Αρχαία Ελλάδα.

Εκεί που τρώγαμε την πίτσα συζητούσαμε για το πώς θα συνεχιστεί το ταξίδι, αφού καταλαβαίναμε ότι ο οδηγός και ο ξεναγός έχουν κάποια θέματα με αυτά που τους ζητάμε να κάνουν. Εγώ είχα την ιδέα να δώσουμε από τώρα 50$ στον ξεναγό, δήθεν για τα επιπλέον χιλιόμετρα που κάνει και τις εισόδους που πληρώνει σε μέρη που δεν ήταν στο πρόγραμμα. Μόλις άκουσαν οι υπόλοιποι την ιδέα, τους άρεσε πολύ και ενώ εγώ δεν το είχα σκεφτεί και τόσο καλά, με υποχρέωσαν να το πραγματοποιήσω.

Γύρω στις 10 που επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μόλις είδαμε τον ξεναγό του έδωσα τα 50 δολάρια. Στην αρχή δεν ήθελε να τα πάρει αλλά μετά αφού τον πιέσαμε τα πήρε και πράγματι φάνηκε πολύ χαρούμενος. Φυσικά του τονίσαμε ότι θα υπάρξει και επιπλέον φιλοδώρημα στο τέλος. Εμείς του είπαμε ότι θέλαμε να πληρώσουμε κάποια έξτρα τα οποία μας κάνει είτε επειδή πληρώνουν παραπάνω καύσιμα είτε για τον κόπο τους. Πάντως ήταν πολύ ευγενικός και μετά από αυτό έδειξε ακόμα πιο καλή διάθεση. Μάλιστα εγώ του είχα πει ότι δεν μας αρέσει να γυρνάμε νωρίς στα ξενοδοχεία και εκείνη την ώρα μου υποσχέθηκε ότι θα ξεκινάμε πολύ πρωί και θα επιστρέφουμε αργά για ξεκούραση στο ξενοδοχείο. Δεν ξέρω αν θα το κάνει αλλά νομίζω ότι έχει μπει στο νόημα του ταξιδιού που κάνουμε.
Τη βραδιά αυτή δεν είχε τραγούδια όπως την προηγούμενη φορά. Έτσι πήγαμε στα δωμάτια από νωρίς. Εγώ μάλιστα έπεσα για ύπνο από τις 11:00 η ώρα. Το έκανα γιατί επειδή ξυπνώ πολύ πρωί ώστε να έχω χορτάσει ύπνο. Όντως την επόμενη το πρωί ξύπνησα από τις 5.

Σε όλο το ταξίδι φυσικά πίνουμε εμφιαλωμένο νερό το οποίο ευτυχώς είναι αρκετά φθηνό. Στα μαγαζιά το βρίσκουμε 100 ρουπίες το μπουκάλι του 1,5 λίτρου, ενώ στα εστιατόρια το πουλάνε από 150 μέχρι 250 ρουπίες. Και είναι αλήθεια ότι πίνουμε πολύ νερό. Κάθε φορά που πηγαίνουμε σε εστιατόριο το βράδυ παίρνουμε ένα τέτοιο μεγάλο μπουκάλι και το καταναλώνουμε όλο εγώ με την Ντίνα. Ένα άλλο θέμα που υπάρχει είναι ότι στο Καριμαμπάντ το νερό που βγάζουν οι βρύσες έχει κάποιο χρωματισμό. Λένε λοιπόν ότι είναι επειδή έτσι βγαίνει το νερό από τον παγετώνα που το παίρνουν. Πράγματι όλα τα νερά που τρέχουν έχουν ένα χρώμα που οφείλεται σίγουρα και στη λάσπη η οποία υπάρχει, αλλά και στο ότι έτσι βγαίνει από τον παγετώνα. Τουλάχιστο έτσι γράφουν σε ένα χαρτί στο ξενοδοχείο στην τουαλέτα.