Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.390
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2. Μουρμάνσκ και Βόρειο Σέλας: Καλωσήρθατε στο κορωνοπάρτι, έχουμε και φώτα
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3. Βουνά Khibiny: Η δίδυμη αδελφή του Βενιζέλου, ενάμισι μέτρο κρέας και μια αναρριχώμενη ρεσεψιονίστ
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4. Teriberka: Εκεί που το χιόνι μπερδεύεται με τον αφρό, ο τριανταπεντάρης σάκος και η πτήση του καμπούρη
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5. Κρασνογιάρσκ: Επιτέλους πρωινό του επιπέδου μας και ο Υπερκορωνικός
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6. Λίμνη Βαϊκάλη: Το τζιπ του Στάλιν και το Ουγιούνι της Ασίας
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7. Λίμνη Βαϊκάλη 2: Ρωγμές, σταλακτίτες κι η δεύτερη μέρα που καρα-άξιζε
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8. Επιστροφή στο Ιρκούτσκ: Η Οδύσσεια ενός εμβολιασμένου
- Κεφάλαιο 9. Ιρκούτσκ: 5.000 μογγολικές θερμίδες, ιντελεκτουέλ καφέ και στρηπτιτζούδες με μάσκες όχι στο πρόσωπο
- Κεφάλαιο 10. Ιρκούτσκ και Kyzyl: Η μέρα του τεμπέλη, οι Σκύθες, οι βουδιστές και ο λόξιγκας του πισινού της κυρίας
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11. Abakan: Η Δημοκρατία της Χακασίας, τα μενίρ, οι αστυνομικοί κι οι ταραντούλες
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12. Novosibirsk: Κομουντσκαγια και Σοβιέτσκαγια γωνία
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13. Τομσκ: Χιόνια, φοιτητές και τραμ
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14. Γεκατερίνεμπουργκ: Γέλτσινμπουργκ...
- Κεφάλαιο 15. Tobolsk: To Τολέδο της Σιβηρίας και ο Dr Snoopy
- Κεφάλαιο 16. Tyumen: H πόλη που δεν είχα ακούσει ποτέ
- Κεφάλαιο 17. Καζάν: Οι Τάταροι, ο ιμάμης και ο νέος Παναθηναϊκός
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18. Bolgar: Από πού ήρθαν οι Βούλγαροι, από πού φεύγουν οι προδότες;
- Κεφάλαιο 19. Nizhny-Vladimir: Το Gorky, ο Σαχάροφ και η κουκλίτσα
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20. Σαν βγεις στον πηγαιμό για Petrozadovsk να εύχεσαι να είναι τα ρώσικα σου καλά: Αν τη ρωσική δεν ομιλείς, άντε τράβα να πνιγείς, Ρωσία-Τουρισμός 2020
- Κεφάλαιο 21. Ροστόφ: Meh
- Κεφάλαιο 22. Κρασνοντάρ & Roza Khutor: Meh ξανά & καθόλου meh
- Κεφάλαιο 23. Roza Khutor & Sochi: Κορυφές και χλίδα, μια άλλη Ρωσία
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 24. Elista: Ρωσικές παγόδες, γενοκτονίες και η Alexandra η μογγολοβουδίστρια
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25. Elista και προς Βόλγκογκραντ: Παγόδες #2 και ο βανιέρης της καρδιάς μας
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26. Volgograd-Stalingrad-Tsaritsyn: Όπως και να το πεις, Soviets do it better
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 26
- Κεφάλαιο 27. ΜΟΣΧΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΟΣΧΑ Η Μαρία, η γραφειοκρατία, το χόκεϊ και η επιστροφή
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 27
- Κεφάλαιο 28. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Ιρκούτσκ και Kyzyl: Η μέρα του τεμπέλη, οι Σκύθες, οι βουδιστές και ο λόξιγκας του πισινού της κυρίας
Ο Θοδωρής έφυγε πρωί-πρωί χωρίς προβλήματα κι εγώ μετά την πρωινάρα μου άλλαξα ξενοδοχείο και πήγα στο Rolling Stones Hostel, που αποδείχθηκε αξιοπρεπέστατο. Η πρώτη μου μέρα μόνος στο ταξίδι, από τις 22 που με ρίμεναν, πέρασε πολύ τεμπέλικα. Για να το πω πιο όμορφα, ήταν μια μέρα ανασυγκρότησης, ημερολογίου, Ευρωλίγκας και ναι.. τεμπελιάς. Κατάφερα πάντως να περάσω τις φωτογραφίες από το κινητό στο λάπτοπ (κατόρθωμα, έχουν μεγάλη ηλικία και τεχνικά προβλήματα και οι δύο συσκευές) και βγήκα ουσιαστικά μόνο για να φάω.Ιρκούτσκ και Kyzyl: Η μέρα του τεμπέλη, οι Σκύθες, οι βουδιστές και ο λόξιγκας του πισινού της κυρίας
Επίλεξα το εστιατόριο Rassolnik, για το οποίο διάβασα πως ήταν σταλινικής διακόσμησης και όντως δεν απογοήτευεσε. Κοντά στο Qvartel 130, σε ένα υπόγειο που δε θα είχα βρει αν δεν το είχα διαβάσει στον οδηγό μου, ο χώρος ήταν διαμορφωμένος ως διαμέρισμα εποχής ΕΣΣΔ, οι σερβιτόροι είχαν την ανάλογη ενδυμασία, ενδιαφέροντα memorabilia της εποχής διακοσμούσαν τον πειστικό χώρο και το μενού ήταν αυστηρά ρώσικο. Τίμησα μια πολύ καλή σουπίτσα Solyanka, με κέρασαν ένα “χαβιάρι κολοκύθας”, το κυρίως μου ήταν ένα ψαράκι Βαϊκάλης με νόστιμη σάλτσα και φιλέ αμύγδαλο, όλα καλά για 10€. Στο δρόμο της επιστροφής έκανα κι ένα ντου στο cinema cafe που είχα σταμπάρει από την προηγούμενη και χτύπησα και μια καλούτσικη πάστα πριν γυρίσω στο υπερυψωμένο κρεβάτι μου στο hostel, με το καλό ίντερνετ να μου χαρίζει μια όμορφη βραδιά Ευρωλίγκας και ανάπαυσης. Η μέρα ουσιαστικά ήταν κενή επειδή η πτήση για τον επόμενο προορισμό μου έφευγε την επομένη. Θα μπορούσα βέβαια να είχα να δει περισσότερα πράγματα στο Ιρκούτσκ, και μουσεία υπήρχαν και πραγματάκια στα περίχωρα, αλλά καμιά φορά τεμπελιάζουμε, ξαποσταίνουμε και ξανά προς τη δόξα τραβάμε, κι αυτό μέρος του ταξιδιού είναι.
Την επόμενη μέρα, αποφάσισα να πάρω το αίμα μου πίσω πριν την πτήση. Ξύπνησα νωρίς και πήγα στην κεντρική αγορά του Ιρκούτσκ, την οποία και δυσκολεύτηκα να βρω. Το κυρίως μέρος της ήταν στεγασμένο ενώ στον εξωτερικό χώρο υπήρχαν λίγοι πάγκοι ακόμη. Τακτοποιημένα ήταν, καθαρά, χωρίς φωνές ή καν συζητήσεις, για άλλη μια φορά έβλεπε κανείς πόσο πράοι, ήσυχοι αλλά κι εσωστρεφείς είναι οι Ρώσοι. Τσίμπησα κάτι από τους τοπικούς φούρνους, αν και δεν ενέπνεαν και πολύ και κατευθύνθηκα προς τον καθεδρικό, αφού ήπια ένα τεράστιο κακάο στα όρθια σε ένα καφέ, όπου για μια ακόμη φορά οι υπάλληλοι δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν ξένη πιστωτική κάρτα, ενδεικτικό του πόσο ασυνήθιστοι είναι στον τουρισμό. Συνέχισα για τον καθεδρικό περνώντας από νέους δρόμους. Ο καθεδρικός είχε ενδιαφέρον εσωτερικά κι εξωτερικά αν και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν έχουν καρέκλες στο εσωτερικό τους οι ρωσικές εκκλησίες (μόνο περιμετρικά κι αυτές ελάχιστες) και πρέπει να είναι μονίμως όρθιοι οι πιστοί.
Επέστρεψα στο hostel, πήρα το σάκο μου και μετά από 30 λεπτά και 2,5€, ήμουν στο αξιοπρεπές αεροδρόμιο του Ιρκούτσκ, όπου προς έκπληξή μου όλοι φορούσαν μάσκες. Για την επιβίβαση στο ATR42 της Nordstar (που είναι άλλη από τη Nordwin, ούτε και ξέρω πόσες αεροπορικές χρησιμοποίησα σε αυτό το ταξίδι) μας πήραν τη θερμοκρασία και για άλλη μια φορά απόλαυσα τα παγωμένα τοπία από το παράθυρο, με την ξεραΐλα των υψιπέδων να διαδέχεται τα παγωμένα ποτάμια καθώς προσγειωνόμασταν στο εξωτικό Kyzyl, που ανάθεμα κι αν το είχα ακούσει ποτέ πριν ξεκινήσω την ανάγνωση για το ταξίδι.
Το Kyzyl που λέτε είναι η πρωτεύουσα της Tuva(ς), μιας εκ των πιο ξεχασμένων και άγνωστων επαρχιών της αχανούς Ρωσίας, με συνολικό πληθυσμό περίπου 300 χιλιάδες ανθρώπους, εκ των οποίων περίπου το 1/3 ζει στον προορισμό μου. Η επαρχία, με έκταση σαφώς μεγαλύτερη της Ελλάδας, είναι γνωστή για τις μογγολικές της ρίζες: η πλειοψηφία των Τουβανών είναι μογγολικής καταγωγής, άλλωστε η περιοχή μέχρι το 1914 ουσιαστικά κομμάτι της Μογγολίας ή της Κίνας ήταν επί χιλιετίες, και οι φιλότιμες προσπάθειες των Σοβιετικών να ξεριζώσουν την τοπική κουλτούρα δια της βίας με διάφορες παρεμβάσεις (από πραξικοπήματα μέχρι απαγόρευση του μογγολικού αλφαβήτου) απέτυχαν, ενώ στο χαμό των 90ς είχαμε και σφαγές των Ρωσόφωνων στην περιοχή. Εμένα με τράβηξε πάντως εκτός από το ζήτημα της τοπικής κουλτούρας και τα όσα διάβασα για το Εθνικό Μουσείο με την εντυπωσιακή αρχαιολογική συλλογή αλλά και η πιθανότητα να δω από κοντά κάποια συναυλία των ντόπιων τραγουδιστών, για τους οποίους διάβαζα πως χρησιμοποιούν τις φωνητικές τους χορδές με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Σύντομα συνειδητοποίησα πως το δεύτερο δε θα γινόταν, αφού η μέρα της επίσκεψής μου δε συνέπιπτε με κάποια από τις πρόβες τους και σε επικοινωνία με τον υπεύθυνο του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου μου ζητήθηκαν πάνω από 150€ για να κανονίσω κάποια παράσταση λίγων λεπτών (προφανώς είναι συνηθισμένοι να διοργανώνουν συναυλίες με ολόκληρη την ορχήστρα). Για να πω την αλήθεια δεν είχα δει κάποιο βίντεο, οπότε να η ευκαιρία να διαπιστώσω κι εγώ περί τίνος πρόκειται:
Τέλος πάντων, προσγειώθηκα στο Kyzyl και πήρα Yandex καρφί για το Εθνικό Μουσείο, πριν κλείσει, διότι ήταν ήδη απογευματάκι. Οι φάτσες που με υποδέχθηκαν στο ταξί ήταν μογγολικές κι ευχάριστες. Αγγλικά δε μιλούσαν βέβαια, αλλά η παρουσία μου τους προξενούσε ένα ενδιαφέρον, όπως και σε μένα η διαδρομή: ατελείωτες εργατικές πολυκατοικίες αλλά και μια εσάνς Κίνας και Θιβέτ, τόσο στις φάτσες όσο και στο τοπίο πίσω από την πόλη με τα καραφλά βουνά και το απέραντο τίποτε. Ιστορικά κτίρια βέβαια δεν περίμενα να δω, νομάδες ήταν οι άνθρωποι πριν πλακώσουν οι Σοβιετικοί, η αίσθηση που σου έδινε η πόλη ήταν ότι ξαφνικά κάποιος έβγαλε τις γιούρτες και φύτεψε εργατικές πολυκατοικίες στη θέση τους.
Το κτίριο του μουσείου ήταν εντυπωσιακότατο, σα διαστημόπλοιο φαινόταν ανάμεσα στις εργατικές της πόλης. Φυσικά, όπως και σε όλη την πόλη, οι χαμογελαστές (!) εργαζόμενες ήταν με μογγολικά χαρακτηριστικά και προσπάθησαν να μου εξηγήσουν την τιμή. Για ρώσικο μουσείο τα 400 ρούβλια (περίπου 4,5€) ήταν αρκετά, αλλά επέμεναν να μου δείχνουν έναν κατάλογο με διάφορες τιμές που δεν καταλάβαινα σε τι αντιστοιχούν ακριβώς, αν επρόκειτο για κάποια έκτακτη έκθεση ή αγγλόφωνη ξενάγηση, το οποίο θα με ενδιέφερε. Τελικώς φώναξαν την ευγενέστατη υποδιευθύντρια η οποία σε καλούτσικα Αγγλικά μου εξήγησε πως η γενική είσοδος κόστιζε 400 και η είσοδος στην Αίθουσα του Χρυσού άλλα 500. Τα πλήρωσα με μεγάλη χαρά κι ήξερα ότι μου απέμεναν δυο ώρες μέχρι να κλείσει το μουσείο. “Στην Αίθουσα του Χρυσού θα περιμένετε να σας πω εγώ πότε να μπείτε, όταν θα μπουν και οι 4 Ρώσοι που έχουν ξενάγηση εκεί, γιατί είναι μεγάλη πόρτα”. Δεν το πολυκατάλαβα αυτό με το μέγεθος της πόρτας, αν χρειάζονταν πολλά άτομα να σπρώξουν για να ανοίξει, αλλά ξεκίνησα την περιήγηση.
Το μουσείο ξεκινάει όπως τόσα και τόσα στην Κεντρική Ασία: με εξύμνηση του υπέρτατου, υπέρλαμπρου, τιτανοτεράστιου ηγέτη. Έτσι βλέπει κανείς φωτογραφίες όπου ο Πούτιν ξεναγείται, κάνει ανασκαφές (!), φωτογραφίζεται με ντόπιους επιτετραμμένους, φιλάει παιδάκια, κοιτάζει σκεπτόμενος ευρήματα, αν και δεν έφτασε στα επίπεδα των προέδρων Τσακ Νόρις των γειτονικών Καζακστάν και Τουρκμενιστάν που έχουν μετατρέψει τα μουσεία των χωρών τους σε οικογενειακό φωτοσοπάλμπουμ. Νομίζω μισή αίθουσα για τον Πούτιν ήταν τίμια, αν και όχι άκρως σχετική με το θέμα μας, που είναι η τοπική ιστορία και τα έθιμα, αλλά και ο χρυσός των Σκυθών.
Παρακάτω τα πράγματα γινόντουσαν πολύ πιο ενδιαφέροντα, με τοπικές ενδυμασίες, μια αίθουσα αφιερωμένη στις θρησκείες των νομάδων και τους σαμάνους, μια ωραιότατη έκθεση εθνογραφικού ενδιαφ... με διέκοψαν! Ήρθε η καλή υποδιευθύντρια να με ενημερώσει πως έπρεπε να πάω “αμέσως” στην Αίθουσα του Χρυσού, όπου διαπίστωσα πως η “μεγάλη πόρτα” ήταν ένα θηριώδες θησαυροφυλάκιο, βγαλμένο από το Casa de Papel, με ενόπλους φρουρούς και τα παρελκόμενα. Πράγματι, 4 Ρώσοι (Καυκάσιοι, όχι μογγολόφατσες) δέχονταν τις υποδείξεις της ξεναγού τους και η υποδιευθύντρια μου υπέδειξε να τους ακολουθήσω. Αυτοί μου έριξαν ένα περίεργο βλέμμα, μάλλον απορίας και η αλήθεια είναι ότι δικαιολογημένα γιατί με αποκλειστικά μαύρα ρούχα, μαύρο σκούφο και μαύρη μάσκα πρέπει να ήμουν σα νίντζα, χώρια που πολλούς τουρίστες σε αυτά τα μέρη δε νομίζω να βλέπουν. Ακολούθησε μια στιγμή αμηχανίας και η υποδιευθύντρια μου έκανε τη μαγική ερώτηση: “Αγγλόφωνο ξεναγό δεν έχουμε, αλλά αν θέλετε μπορώ να σας ξεναγήσω εγώ”. Και το ρωτάς μάνα μου; (ματριόσκα μου;
Ο όγκος και η ποιότητα όσων βλέπει κανείς είναι δύσκολο να περιγραφεί. Μιλάμε για τα ευρήματα των kurgany (ταφικών μνημείων) του Arzhaan, όπου -λίγα χιλιόμετρα έξω από το Kyzyl- η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε χιλιάδες ασημένια και χρυσά αντικείμενα κάποια στιγμή τη δεκαετία του '70, αλλά μετά το 2000 βρέθηκαν κτερίσματα σε ακόμη καλύτερη κατάσταση, που αποδίδονται στους Σκύθες, ορισμένα εκ των οποίων είναι πάνω από 3.000 χρόνια παλιά. Ασύλητοι τάφοι βασιλιάδων δε βρίσκονται κάθε μέρα, πολύ λίγότερο στη Ρωσία, οπότε ο ενθουσιασμός ήταν δικαιολογημένος κατά τις ανασκαφές και ανάλογος του δικού μου κατά την επίσκεψη. Η καλή διευθύντρια (την ανέβασα στην ιεραρχία, το αξίζει) ξεκίνησε από τα σημεία όπου είχαν κάνει αναπαράσταση των κυκλικών τάφων και του χώρου όπου βρέθηκαν τα πρώρα kurgany, με σκελετούς στρατιωτών, αλόγων και μπορεί κανείς να φανταστεί την ανατριχίλα της αποκάλυψης μετακινούμενος προς το σημείο με τα εκθέματα. Η αίθουσα είναι σκοτεινή με το φωτισμό να πέφτει αποκλειστικά στα απίστευτα περιδέραια, σπαθιά, τις βασιλικές ενδυμασίες σε εκπληκτική κατάσταση, τα παντελόνια από ίνες χρυσού, ένα “γιλέκο” πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένα κοσμήματα με συνολικό βάρος 8 κιλών, τα εκπληκτικής τέχνης στέμματα, όλα αυτά από μια εποχή πριν από 3.000 χρόνια. Ίσως από άγνοια, τους Σκύθες τους είχα ταυτίσει με τις Αμαζόνες και τους ιππείς τοξότες, αλλά οι πληροφορίες που έπαιρνα για τον πολιτισμό τους εδώ ήταν πολύ πιο πλήρεις. Σε κάποιο σημείο υπήρχε μια αναπαράσταση των κρανίων και των χαρακτηριστικών των προσώπων του βασιλιά και της βασίλισσας, βάσει της ανάλυσης του γενετικού υλικού που βρέθηκε. Ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν διαπίστωσα ότι ο βασιλιάς ήταν 100% Καυκάσιος, ενώ η σύζυγος ήταν μιγάς, με ξεκάθαρα και τα μογγολικά της χαρακτηριστικά. 45 ετών ο βασιλιάς, 25 η βασίλισσα, σωστός ο βασιλιάς. Πιο εντυπωσιακό πάντως ήταν οι χρυσές καρφίτσες συνολικού βάρους 4 κιλών που φορούσε ο βασιλιάς (ένα αυχενικό πρέπει να το είχε πάντως) και το εκπάγλου καλλονής περιδέραιο των 2,3 κιλών που φορούσε η βασίλισσα, το οποίο και φορούσαν σε μικρή ηλικία και, καθώς μεγάλωνε το κρανίο της, από κάποιο σημείο κι έπειτα γινόταν μέρος τους σώματός της, καθώς πια θα αδυνατούσε να το βγάλει.
Τα 40 λεπτά που είχαμε δικαίωμα στο θησαυροφυλάκιο πέρασαν πολύ γρήγορα και δυστυχώς η απαγόρευση φωτογράφησης σημαίνει πως δεν έχω να σας δείξω απολύτως τίποτε από τη συγκεκριμένη αίθουσα. Το υπόλοιπο μουσείο ακολουθούσε το μοτίβο των περισσότερων περιφερειακών μουσείων της χώρας, δηλαδή ήταν κυρίως εθνογραφικό, είχε ωραίες φωτογραφίες από τις αρχές του αιώνα, ένα μεγάλο κομμάτι αφιερωμένο στην ΕΣΣΔ και τους δύο παγκοσμίους πολέμους και τελείωνε με τον πόλεμο του Αφγανιστάν (όπου πολέμησαν και πέθαναν πολλοί Tουβανοί), μια αίθουσα που υπενθύμιζε πόσο ζωντανός είναι ο βουδισμός στη χώρα μέχρι σήμερα και μια έκθεση σύγχρονης τέχνης, εμπνευσμένη από τη μογγολική κουλτούρα. Χωρίς άλλες λέξεις, το μουσείο καρα-άξιζε την επίσκεψη.
Μου απέμεναν αρκετές ώρες στην πόλη, αφού θα έφευγα για το Αμπακάν με βραδινό λεωφορείο, οπότε το έριξα στο περπάτημα με το σάκο μου στην πλάτη. To πιο εντυπωσιακό από όσα είδα μάλλον ήταν ότι τα chos khor (έτσι τα λένε στο Θιβέτ τουλάχιστον, ιδέα δεν έχω για τη Ρωσία και τη Μογγολία), δηλαδή αυτοί οι τροχοί που αντιστοιχούν σε βουδιστικά mantra, βρίσκονται σε δημόσιους χώρους και οι πιστοί πηγαίνουν και τα περιστρέφουν εν είδει προσευχής, ζουν και βασιλεύουν στο Kyzyl και όχι για διακοσμητικούς λόγους: δεκάδες άνθρωποι περνούσαν, έκαναν την προσευχή τους κι έφευγαν, όχι ακριβώς και η πιο τυπική εικόνα που έχει κανείς από τη Ρωσία. Τα μεγάλα χονδροειδή διοικητικά κτίρια της ΕΣΣΔ πάντως έδιναν έναν άλλο τόνο κι αναλογίστηκα πως αυτό το περίεργο μέρος στο οποίο βρισκόταν η αφεντιά μου δεν ήταν παρά ένα Θιβέτ with a USSR twist.
Καλά τα μουσεία, αλλά το στομάχι δεν το γεμίζουν. Και με δεδομένο ότι θα ακολουθούσε πολύωρο μεταμεσονύχτιο λεωφορείο έπρεπε να φάω. Για άλλη μια φορά το LP ήταν ο μπούσουλάς μου και πήγα καρφί για το Fusion Cafe, άλλο ένα υπόγειο που δε θα έβρισκα ποτέ κι αν το έβρισκα δε θα φανταζόμουν τι ναός της γαστρονομίας είναι. Εξαιρετικό φαγητό πραγματικά, με το τραγανό tempura, τη σαλάτα ταρτάρ, το σολωμό και το brownie μου μαζί με τις δύο φυσικότατες λεμονάδες μου να κοστίζουν 14€, το δε σέρβις από την πανέμορφη ψηλόλιγνη κοπέλα με τα μογγολικά χαρακτηριστικά ήταν αψεγάδιαστο, παρότι μπήκα σα λέτσος με το σάκο μου, ψάχνοντας πρίζα να φορτίσω κι έπρεπε να μου δείξει στο κινητό της ένα-ένα τα πιάτα σε φωτογραφίες για να καταλάβω περί τίνος επρόκειτο. Ίσως το καλύτερο φαγητό σε όλο το ταξίδι, πού; Στο Kyzyl. Μοναδικό μελανό σημείο ένα γουρουνοκαυκάσιος που έβαλε τις φωνές στο κοριτσάκι επειδή δεν έφεραν αρκετά γρήγορα (κατά τη γνώμη του) ένα ποτήρι νερό στη γυναίκα του, που κάλυπτε το πρόσωπό της από ντροπή για τα ουρλιαχτά και τις χειρονομίες του Ούνου. Έδωσα έξτρα φιλοδώρημα στην κοπελίτσα κι έγραψα με τη βοήθεια του google translate κι ένα σημείωμα για τον μάνατζερ, ευχαριστώντας τον γι' αυτή τη γαστρονομική πανδαισία. Μπράβο και πάλι μπράβο. Δε θυμάμαι αν σας το είπα, αλλά γενικώς στη Ρωσία έφαγα πολύ καλύτερα απ' ό,τι περίμενα.
Είχε νυχτώσει, αλλά με τις μπαταρίες μου γεμάτες (και αυτή του κινητού μου) είχα πολλή όρεξη για περπάτημα κι έτσι περιπλανήθηκα για ένα τρίωρο περίπου. Πήγα και στο μνημείο του “Κέντρου της Ασίας”, όπως αυτοαποκαλείται το Kyzyl βάσει κάποιας (αμφισβητούμενης; ) γεωγραφικής μέτρησης, περπάτησα δίπλα στο ποτάμι όπου τρεμόπαιζαν τα φώτα από την απέναντι όχθη και στο τέλος μπήκα και σ΄έναν βουδιστικό ναό να ξαποστάσω, όπου ένας γερο-διδάσκαλος έκανε διάλεξη σε κάποιους νέους που τον άκουγαν ευλαβικά. Τι ξεχασμένο μέρος της Ασίας είναι αυτό;
Για το Abakan, όπως είπαμε, είχα κλείσει νυχτερινό λεωφορείο μέσω του tutu, οπότε πήγα στο σταθμό λεωφορείων, όπου μια κυριούλα μου υπέδειξε πως το δικό μου λεωφορείο θα έφευγε από ένα σημείο τρία λεπτά περπάτημα πιο πέρα, το οποίο δυσκολεύτηκα να βρω. Κάπου εκεί με πήρε ένας φιλότιμος ντόπιος στο αυτοκίνητο για να με βοηθήσει να το βρω, περιπλανηθήκαμε για περίπου μισή ώρα, κατά την οποία ρώτησε όποιον βρήκε μπροστά του ενώ οι κόρες του με γλυκοκοίταζαν (η μία μου είπε και “ty μπιούτιφουλ!”) κι εν τέλει απεφάνθη πως το λεωφορείο μου θα αναχωρήσει από ένα άδειο πάρκινγκ. Τον ευχαρίστησα αλλά δεν τον πολυπίστεψα και πήγα σε ένα διπλανό κτίριο να συνεννοηθώ με το google translate ανά χείρας, αυτοί μου έδειξαν τη ρεσεψιόν ενός εκδοτηρίου εισιτηρίων όπου μια ευγενής κυριούλα (παραείναι ευγενείς εδώ στην Tuva και θα καλομάθω) μου συνέστησε να κάτσω και θα με φώναζε όταν ερχόταν η ώρα. Ε, 15 λεπτά πριν την αναχώρηση του λεωφορείου με σήκωσε και με συνόδευσε στο προαναφερθέν πάρκινγκ, όπου πια βρίσκονταν κι άλλοι επιβάτες. Έδειξα το εισιτήριό μου, παρέδωσα το σάκο μου, έκατσα στη θέση μου με το βιβλίο μου και ήρθε και η συνεπιβάτης μου, μια τεράστια κυριούλα που τα είχε τα χρονάκια της και κάθε λίγα δευτερόλεπτα τιναζόταν σα να της έκαναν ηλεκτροσόκ ή σα να προσπαθεί να συγκρατήσει αέρια, αν και με τέτοια συχνότητα μάλλον κάτι νευρολογικό ήταν, σα να έχει λόξυγγα στον πισινό. Τέλος πάντων, στη νυχτερινή διαδρομή αυτό θα ήταν το μικρότερο πρόβλημα που θα αντιμετώπιζα...