Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.219
- Likes
- 55.390
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2. Μουρμάνσκ και Βόρειο Σέλας: Καλωσήρθατε στο κορωνοπάρτι, έχουμε και φώτα
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3. Βουνά Khibiny: Η δίδυμη αδελφή του Βενιζέλου, ενάμισι μέτρο κρέας και μια αναρριχώμενη ρεσεψιονίστ
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4. Teriberka: Εκεί που το χιόνι μπερδεύεται με τον αφρό, ο τριανταπεντάρης σάκος και η πτήση του καμπούρη
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5. Κρασνογιάρσκ: Επιτέλους πρωινό του επιπέδου μας και ο Υπερκορωνικός
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6. Λίμνη Βαϊκάλη: Το τζιπ του Στάλιν και το Ουγιούνι της Ασίας
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7. Λίμνη Βαϊκάλη 2: Ρωγμές, σταλακτίτες κι η δεύτερη μέρα που καρα-άξιζε
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8. Επιστροφή στο Ιρκούτσκ: Η Οδύσσεια ενός εμβολιασμένου
- Κεφάλαιο 9. Ιρκούτσκ: 5.000 μογγολικές θερμίδες, ιντελεκτουέλ καφέ και στρηπτιτζούδες με μάσκες όχι στο πρόσωπο
- Κεφάλαιο 10. Ιρκούτσκ και Kyzyl: Η μέρα του τεμπέλη, οι Σκύθες, οι βουδιστές και ο λόξιγκας του πισινού της κυρίας
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11. Abakan: Η Δημοκρατία της Χακασίας, τα μενίρ, οι αστυνομικοί κι οι ταραντούλες
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12. Novosibirsk: Κομουντσκαγια και Σοβιέτσκαγια γωνία
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13. Τομσκ: Χιόνια, φοιτητές και τραμ
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14. Γεκατερίνεμπουργκ: Γέλτσινμπουργκ...
- Κεφάλαιο 15. Tobolsk: To Τολέδο της Σιβηρίας και ο Dr Snoopy
- Κεφάλαιο 16. Tyumen: H πόλη που δεν είχα ακούσει ποτέ
- Κεφάλαιο 17. Καζάν: Οι Τάταροι, ο ιμάμης και ο νέος Παναθηναϊκός
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18. Bolgar: Από πού ήρθαν οι Βούλγαροι, από πού φεύγουν οι προδότες;
- Κεφάλαιο 19. Nizhny-Vladimir: Το Gorky, ο Σαχάροφ και η κουκλίτσα
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20. Σαν βγεις στον πηγαιμό για Petrozadovsk να εύχεσαι να είναι τα ρώσικα σου καλά: Αν τη ρωσική δεν ομιλείς, άντε τράβα να πνιγείς, Ρωσία-Τουρισμός 2020
- Κεφάλαιο 21. Ροστόφ: Meh
- Κεφάλαιο 22. Κρασνοντάρ & Roza Khutor: Meh ξανά & καθόλου meh
- Κεφάλαιο 23. Roza Khutor & Sochi: Κορυφές και χλίδα, μια άλλη Ρωσία
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 24. Elista: Ρωσικές παγόδες, γενοκτονίες και η Alexandra η μογγολοβουδίστρια
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25. Elista και προς Βόλγκογκραντ: Παγόδες #2 και ο βανιέρης της καρδιάς μας
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26. Volgograd-Stalingrad-Tsaritsyn: Όπως και να το πεις, Soviets do it better
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 26
- Κεφάλαιο 27. ΜΟΣΧΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΟΣΧΑ Η Μαρία, η γραφειοκρατία, το χόκεϊ και η επιστροφή
- Φωτογραφίες από Κεφάλαιο 27
- Κεφάλαιο 28. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25
Elista και προς Βόλγκογκραντ: Παγόδες #2 και ο βανιέρης της καρδιάς μας
Elista και προς Βόλγκογκραντ: Παγόδες #2 και ο βανιέρης της καρδιάς μας
Δίκιο είχε η Alexandra, ψιλόβρεχε όταν ξύπνησα κι όταν βγήκα είδα ότι φυσούσε κιόλας. Ορθώς λοιπόν είχα αφήσει τα... αξιοθέατα κλειστού χώρου της Elista για σήμερα.
Ξεκίνημα από τη Μεγάλη Παγόδα για την πρωινή προσευχή. Λίγος αλλά ευλαβής ο κόσμος, οι μοναχοί έψελναν με αυτό το μονότονο έως αταβιστικό τρόπο που κουράζει, διαφορετικά από ό,τι σε Νεπάλ ή Θιβέτ. Πήρα τη βουδιστική μου τζούρα και σειρά είχε ένας ναός στα προάστια της πόλης. Αρκετά μεγάλη η απόσταση, αρκετούτσικα χιλιόμετρα, αλλά βρήκα ένα yandex που με πέταξε μέχρι εκεί, Ο ουρανός παραείχε γίνει γκρίζος, αλλά ο ναός φαινόταν εξαιρετικά ενδιαφέρων, στη μέση του πουθενά, μετά από χιλιόμετρα από βοσκοτόπια, με μερικές διάσπαρτες... καμήλες. Στη Ρωσία αυτά, να θυμίσω.
Ήξερα ότι ο ναός θα είναι κλειστός, είχα διαβάσει όμως πως είχε εξαιρετικές τοιχογραφίες στην εξωτερική του πλευρά, τις οποίες μάλλον είχε έρθει να δει κι ένα σχολείο, με την καυκάσια δασκάλα να επεξηγεί -αν κατάλαβα καλά- τα βασικά περί βουδισμού και τα καυκάσια παιδάκια να δείχνουν αξιοσημείωτη προσοχή. Η άλλη παρουσία στον κατά τ' άλλα άδειο χώρο ήταν οι λίγοι (μη καυκάσιοι προφανώς) ντόπιοι που ερχόντουσαν να αφήσουν προσφορές στις εξωτερικές στούπες. Το όλο σκηνικό με το γκρίζο ουρανό, τα χαρακτηριστικά βουδιστικά πολύχρωμα υφάσματα να κρέμονται και τις καμήλες στο βάθος ήταν πολύ ασιατικό.
Είπα να πλησιάσω τις καμήλες, που αποδείχθηκε πως ήταν βακτριανές, δηλαδή μαλλιαρές, τεράστιες και με δύο ύβους. Παραδίπλα υπήρχε μια γιούρτα και -αδιάκριτος όπως πάντα- μπήκα να δω τι ρόλο βαράει. Ήταν εστιατόριο-καφέ, με ευγενέστατους ιδιοκτήτες (με ασιατικά χαρακτηριστικά, λογικό), με καλά Αγγλικά αλλά χωρίς ζεστή σοκολάτα, που ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. Yandex δεν έβρισκε η εφαρμογή μου εκεί στις ερημιές, οπότε στήθηκα μέσα στο ψιλόβροχο απέναντι από ένα μοναχικό μνημείο ενός τοξοβόλου να κάνω ωτοστόπ. Με λυπήθηκε ο Βούδας και πριν πάθω πνευμονία με πήρε ένα όχημα που εκτελούσε χρέη shared taxi αν κατάλαβα καλά κι έφτασα στην πόλη, πληρώνοντας μάλιστα λιγότερο από 1€.
Είχα άπλετο χρόνο μπροστά μου και -ως φανατικός μουσειάκιας- πήγα και στο τοπικό (εθνολογικό κυρίως) μουσείο που διέθετε από αναπαράσταση παραδοσιακής γιούρτας και φωτογραφικό υλικό μέχρι μια μάλλον ανατριχιαστική αίθουσα για τις διώξεις, εξόδους, επιστροφές και εξορίες που υπέστησαν οι Καλμύκιοι. Ειδικά το θέαμα με τους νεκρούς στα ατέρμονα σιδηροδρομικά ταξίδια μου μαύρισε την ψυχή.
Ε τι να κάνω κι εγώ μαυρισμένος άνθρωπος; Πήγα πάλι στο Cippolino να χλαπακιάσω, από ψαράκι μέχρι ένα σούπερ γλυκάκι που δεν κατάλαβα τι παρίστανε αλλά ήταν νοστιμότατο. Είχε έρθει η ώρα να αφήσω πίσω την Ελίστα και να πάρω το βανάκι που είχα κλείσει μέσω tutu για το Στάλινγκραντ. Έφτασα στο σταθμό των λεωφορείων, όπου μια γκρινιάρα μου έδειξε ποιο είναι το βαν μου, δυο (ευγενείς) στρατιώτες ζήτησαν τα χαρτιά μου και ένας απίστευτα αγενής βανιέρης (κατά το νταλικιέρης) βαριεστημένα με οδήγησε στο πορτ μπαγκάζ για να βάλω πίσω την αποσκευή μου. Περίμενα να ανοίξει την πόρτα, αλλά αυτός άρχισε να μου ουρλιάζει σε άπταιστα Ρώσικα ότι πρέπει πρώτα να του δώσω το σάκο μου και μετά να ανοίξει την πόρτα. Ε φτάνει πια με την αγένειά τους! Κατέβασα τη μάσκα και του έριξα κάτι Χριστοπαναγίες σε άπταιστα Ελληνικά που μας άκουσε όλος ο σταθμός, μαζί και οι στρατιωτικοί. Έβαλε το σάκο μέσα αλλά όχι δίπλα στις υπόλοιπες αποσκευές, παρά κολλητά σε κάτι ύποπτα μπιτόνια με λάδι. Του τα έδειξα και με μια δεξιοτεχνική παντομίμα του εξήγησα ότι έτσι και μου λερώσει την αποσκευή θα του κόψω τα οικογενειακά κοσμήματα που έχει μέσα στο παντελόνι του και θα τον βάλω να τα φάει. “Και άντε μπράβο! Μπες μέσα και οδήγα τώρα!” του φώναξα εκτός εαυτού.
Πήρα τη θέση μου στο βανάκι, ανάμεσα σε δυο γιαγιούλες. Η μία μου χαμογέλασε (φυσικά μάσκα δε φορούσε) και μου χτύπησε φιλικά το γονατό. Αρχικά νόμισα ότι μου είπε “ηρέμησε γιόκα μου” αλλά σύντομα κατάλαβα ότι εννοούσε “καλά του τα είπες του μ...κα” γιατί αποδείχτηκε ότι κακομεταχειριζόταν και τις γιαγιάδες το ζώον ο βανιέρης. Μάλιστα μια τρίτη γιαγιά μπήκε στο βαν, δεν μπορούσε να κλείσει καλά την πόρτα και της γάβγισε. Με ευγενείς χειρονομίες του είπα να πάει να την κλείσει αυτός, δε βλέπει ότι η γυναίκα είναι στην ηλικία της γιαγιάς του; Κάτι μου γρύλισε και του είπα (σε άπταιστα Ελληνικά πάντα) να σκάσει και να οδηγήσει, για να αποθεωθώ με χειροκροτήματα από τις γιαγιάδες. Παραλίγο να βγάλω πάλι γκόμενα ο μπαγάσας. Με έβγαλε από τα ρούχα μου πάντως ο οδηγός, η αγένεια πολλών Ρώσων στη δουλειά τους (όχι Καλμύκιων ή από τα Καύκασο πάντως) ήταν παροιμιώδης σε διάφορα σημεία στο ταξίδι.
Η διαδρομή ήταν μάλλον αδιάφορη, πλην της μιας γιαγιάς που μου έδωσε δύο σοκολατάκια και μόλις είδε πώς τα καταβρόχθισα, έβγαλε άλλα 15 και τα έβαλε στις χούφτες μου γελώντας. Μια λιγότερο διακριτική με ρωτούσε συνεχώς κάτι για μια Ζήνα, που άργησα να καταλάβω ότι δε μιλάει για τη Warrior Princess με τα κουνγκ φου και τις αφέλειες Κλεοπάτρας, αλλά για το αν έχω γυναίκα ή αν είμαι στη Ρωσία για γυναίκα ή... αν είμαι γυναίκα; You never know σε αυτές τις εποχές που ζούμε, αλλά τέλος πάντων της έδειξα μια φωτογραφία της κοπέλας μου στο κινητό, η οποία έκανε θραύση, με αποτέλεσμα το κινητό μου να κάνει το γύρο του βαν 3 φορές και τα επιφωνήματα να δίνουν και παίρνουν. “Άφρικα;” με ρώτησε μία ξανθιά γιαγιά. “Κουμπάνσκα” είπα εγώ, και ενθουσιάστηκαν. Καλή φήμη έχουν οι Κουβανές εις τας στέπας φαίνεται, οπότε έστειλα ένα μήνυμα στην κοπέλα μου να χαρεί. Δε μου έκοψε όμως να βγάλω μια φωτογραφία με τις γιαγιάδες, αφού κατέβηκαν όλες πριν από μένα, που έμεινα να ταξιδεύω στα σκοτάδια με το βανιέρη. Φτάσαμε στον τερματισμό, το σταθμό του Βόλγκογκραντ, με αποχαιρέτισε με ένα γρύλλισμα, του έδωσα εγκάρδια χαιρετίσματα για τη μάνα του κι έμεινα ολομόναχος σε ένα σκοτεινό σταθμό να περιμένω yandex, το οποίο ήρθε με ολίγη καθυστέρηση κι αφού είχαν μαζευτεί καμιά δεκαριά νοματαίοι και με κοιτούσαν σα να είχα κεραίες στο κεφάλι και πολλά λεφτά στην τσέπη. Αργότερα διάβασα πως η πόλη είναι από αυτές με την υψηλότερη εγκληματικότητα στη χώρα.
Έφτασα στο ξενοδοχείο μου αργά, για να διαπιστώσω πως η είσοδος είναι από μια αίθουσα δεξιώσεων. Το οποίο δε θα ήταν θέμα αν δε γινόταν γλέντι γάμου εκείνη τη στιγμή (χωρίς μάσκες φυσικά, μη χαλάσουμε και τις συνήθειες, θυμίζω το ταξίδι έγινε την εποχή του απόλυτου λοκντάουν στην Αθήνα), οπότε και στριμώχτηκα να σκουντουφλάω με το σάκο μου ανάμεσα σε όλους τους καλεσμένους λέγοντας “πρασού πρασένια” ή κάτι τέτοιο που νομίζω ότι σημαίνει "συγγνώμη", ή “ψάχνω πράσινα πράσα” ή “έλα μάγκες να φτάσω στη ρεσεψιόν γιατί σκυλοβρωμάω και πρέπει να κάνω και ντους”.
Ευγενέστατη η ξναθούλα ρεσεψιονίστ, συνεννοηθήκαμε με κάποιο τρόπο και μου είπε πως όντως θα μου βγάλει και το πολυπόθητο χαρτί της αστυνομίας το επόμενο πρωί, για να μην έχω και θέματα με κανέναν ευδιάθετο αστυνομικό. Το γλέντι από κάτω συνεχιζόταν, εγώ πλάκωσα τα σοκολατάκια της γιαγιάς κι έκατσα να ξεκουραστώ, διότι η αυριανή προβλεπόταν να είναι “επική” ημέρα, λόγω σκηνικού και ιστορίας. Βόλγκογκραντ είναι αυτό, όχι παίξε γέλασε.